ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1651
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2009)
19 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΚΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
Εφεσείουσες,
ΚΑΙ
1. ΛΑΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
2. ΑΔΩΝΗΣ ΖΑΜΠΑ,
3. ΕΦΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ, Φ/ΔΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
5. ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗΣ, Φ/ΔΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
6. K. CHRISTODOULIDES LAND & BUILDING DEVELOPMENTS LTD,
7. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,
8. P. LAMBRIANIDES ESTATES,
9. ΟΛΓΑ Α. ΛΑΜΠΡΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Χρ. Χριστοφόρου, για τις Εφεσείουσες.
Χ. Αγαπίου (κα.), για την Εφεσίβλητη αρ. 1.
Χ. Αγαπίου (κα.) για Ε. Χατζήπαπα (κα.), για τον Εφεσίβλητο αρ. 2.
Χ. Αγαπίου (κα.) για Σκ. Ρούσου (κα.), για την Εφεσίβλητη αρ. 3.
Στ. Χαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους αρ. 4 και 5.
Χ. Αγαπίου (κα.) για Ν. Πιριλλίδη, για τους Εφεσίβλητους αρ. 6, 7, 8 και 9.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Φιλόκυπρου Ματθαίου, ο οποίος ήταν ο ενάγων στην πρωτόδικη διαδικασία. Ο ενάγων ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δύο ακινήτων με αρ. εγγραφής 36035 και 31398 του Φ/Σχ. 54/50.6IV με αριθμούς τεμαχίων 366 και 365 αντίστοιχα, τμήμα Β, περιοχή Άγιος Νικόλαος, Χαλκούτσα, Λεμεσός.
Με την αγωγή του, με αρ. 422/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο ενάγων αξίωνε διατάγματα του δικαστηρίου με τα οποία να ακυρώνεται η εγγραφή των προαναφερομένων ακινήτων επ΄ ονόματι των εναγομένων-εφεσιβλήτων 6 και 8, αντιστοίχως και διαζευκτικά αξίωνε αποζημιώσεις.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι το εξής:
Στα πλαίσια προηγούμενης Αγωγής, της 6471/90 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκδόθηκε απόφαση υπέρ της ενάγουσας σε εκείνη την αγωγή, εφεσίβλητης 1, Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον τριών εναγομένων μεταξύ των οποίων και του Φιλόκυπρου Ματθαίου, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως για το ποσό των Λ.Κ.51.735,78.- με τόκο 9% ετησίως από 1.10.90 μέχρις εξοφλήσεως. Διατασσόταν επίσης η εκποίηση της υποθήκης με αρ. Υ2674/89 και η, με δημόσιο πλειστηριασμό, πώληση των προαναφερομένων ακινήτων για ικανοποίηση ή έναντι των αξιώσεων της ενάγουσας-εφεσίβλητης 1, το δε πλεόνασμα θα εδίδετο στον Φιλόκυπρο Ματθαίου (στην υπόθεση εκείνη εναγόμενο 2). Η απόφαση στην Αγωγή 6471/90 εκδόθηκε την 17.1.94 και υπήρχε αναστολή εκτέλεσης μέχρι 30.6.94 και στη συνέχεια δόθηκε περαιτέρω αναστολή.
Λόγω μη πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους η εφεσίβλητη 1 (στην παρούσα έφεση), ενάγουσα στην προαναφερόμενη αγωγή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού ζητώντας την πώληση των ενυποθήκων ακινήτων ενημερώνοντας ότι είχε εισπράξει έναντι του εξ αποφάσεως χρέους το ποσό των Λ.Κ.22.000.-
Μετά από υποβολή ενστάσεως εκ μέρους του Φιλόκυπρου Ματθαίου, αναφορικά με την επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης των επίδικων ακινήτων και τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας, καθορίστηκε ως αγοραία αξία για το ακίνητο με αρ. εγγραφής 36035 το ποσό των Λ.Κ.83.000.- και για το ακίνητο με αρ. εγγραφής 58902 το ποσό των Λ.Κ.65.000.- Μετά από αυτά ο Κτηματολογικός Λειτουργός καθόρισε την επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης για το πρώτο ακίνητο σε Λ.Κ.74.700.- και για το δεύτερο ακίνητο σε Λ.Κ.58.500.- δηλαδή 10% χαμηλότερα από την αγοραία αξία τους.
Όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του στην Αγωγή 422/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 3.7.09, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, στην Αγωγή 6471/90 ακολουθήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, και η κατάληξη ήταν η πώληση και των δύο ενυπόθηκων κτημάτων στις 6.7.03 σε δημοπρασία. Η δημοπρασία τροχιοδρομήθηκε και τελειώθηκε στη βάση της δήλωσης της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (που ήταν η πρώτη εναγόμενη στην Αγωγή 422/04 και η εφεσίβλητη 1 στην παρούσα έφεση), ότι το ποσό που αυτή δικαιούτο στη βάση της δικαστικής απόφασης στην Αγωγή 6471/90 ανερχόταν στις Λ.Κ.91.589,44.-
Το ακίνητο με αρ. 36035 κατακυρώθηκε στις 6.7.03 στην εναγόμενη 8 (στην Αγωγή 422/04 - εφεσίβλητη 8 στην παρούσα διαδικασία), για το ποσό των Λ.Κ.88.010.- και το ακίνητο με αρ. 58902 κατακυρώθηκε την ίδια ημερομηνία στην εναγόμενη 6 (στην προαναφερόμενη αγωγή - εφεσίβλητη 6 στην παρούσα διαδικασία), για το ποσό των Λ.Κ.74.000.-
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι στις 9.7.03 (τρεις μέρες μετά τη δημοπρασία), η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ πληροφόρησε το Κτηματολόγιο Λεμεσού ότι το ποσό που δικαιούτο με βάση την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, μέχρι την ημερομηνία της δημοπρασίας, ήταν Λ.Κ.72.147,67.- καλώντας παράλληλα τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό να αγνοήσει το περιεχόμενο προηγούμενης επιστολής της ημερ. 28.3.03 που καθόριζε το οφειλόμενο υπόλοιπο σε Λ.Κ.91.589,44.-
Οι αγοραστές των δύο ακινήτων, εφεσίβλητοι 6 και 8, κατέβαλαν ολόκληρο το εκπλειστηρίασμα και το εναπομείναν ποσό του εκπλειστηριάσματος εκ Λ.Κ.69.538,17.- πληρώθηκε στον Φιλόκυπρο Ματθαίου, ενώ τα ακίνητα ενεγράφησαν στο όνομα των εφεσιβλήτων 6 και 8.
Με την Αγωγή του 422/04, ο Φιλόκυπρος Ματθαίου ισχυρίστηκε παράβαση των νόμιμων διαδικασιών από τους εναγόμενους 1, 4 και 5 (εφεσίβλητους 1, 4 και 5 στην παρούσα διαδικασία), στους οποίους καταλόγισε ενέργειες τέτοιες που σκόπευαν και είχαν ως αποτέλεσμα τα ενυπόθηκα ακίνητα να πωληθούν προς βλάβη των συμφερόντων του. Ήταν η θέση του ότι έγιναν παραβάσεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, Μέρους V, και παραβάσεις του σχετικού περί Πωλήσεως Ακινήτων Νόμου (Ν 9/65) και των σχετικών κανονισμών. Ήταν η θέση του ότι οι εναγόμενοι 4 και 5 (εφεσίβλητοι 4 και 5 στην παρούσα διαδικασία), που ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και υπάλληλος του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού αντίστοιχα, προέβησαν σε πράξεις και παραλείψεις που ήταν αντίθετες με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, όπως τροποποιήθηκε, με το Ν 82(Ι)/2002.
Ήταν ακόμα θέση του ενάγοντα στην πρωτόδικη διαδικασία (422/04), ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 (εφεσίβλητοι 1, 2 και 3), που είναι η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και δύο υπάλληλοι της, έθεσαν σε λειτουργία τον μηχανισμό της αναγκαστικής πώλησης των ακινήτων, γνωστοποιώντας στο Κτηματολόγιο μεγαλύτερο ποσό απ΄ ότι οφειλόταν, γεγονός το οποίο γνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή την ενώπιον του μαρτυρία και προέβη σε αξιολόγηση της. Έκρινε τον ενάγοντα Φιλόκυπρο Ματθαίου ως αναξιόπιστο και είπε ότι τόσον εκείνος, όσο και ο Μ.Ε. 2, Αντώνης Αναστάση, λογιστής του, προσπάθησαν ανεπιτυχώς και αορίστως να αμφισβητήσουν το οφειλόμενο, προς την εναγόμενη τράπεζα, υπόλοιπο, δυνάμει της απόφασης του δικαστηρίου στην 6471/90. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη την μαρτυρία των εναγομένων και συγκεκριμένα είπε ότι όλοι οι μάρτυρες των εναγομένων ήταν αξιόπιστοι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό που οφειλόταν στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης, μέχρι την ημέρα της δημοπρασίας, ανερχόταν σε Λ.Κ.72.146,67.-, όπως το ποσό αυτό προωθήθηκε διορθωμένο προς το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού. Απέρριψε συναφώς ισχυρισμούς ότι καταβλήθηκε οποιοδήποτε άλλο ποσό έναντι του προαναφερομένου υπολοίπου.
Ως προς τη διαδικασία πώλησης των επιδίκων ακινήτων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ακολουθήθηκε ο περί Υποθηκεύσεως και Μεταβιβάσεως Νόμος 9/65 και συγκεκριμένα το άρθρο 44, εφόσον η εκποίηση της υποθήκης έγινε με βάση προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου. Βρήκε συναφώς ότι η αρχική απόφαση του δικαστηρίου (6471/90), είχε νομότυπα ανανεωθεί (ήταν ημερομηνίας 17.1.94 και ανανεώθηκε στις 6.11.02), δεν ενεγράφη οποιοδήποτε memo ως εμπράγματη επιβάρυνση επί των ακινήτων, και επομένως ορθά το Κτηματολόγιο προχώρησε σε εκποίηση της προαναφερόμενης υποθήκης σύμφωνα με το διάταγμα του δικαστηρίου στην Αγωγή 6471/90, και τις πρόνοιες του Ν 9/65, Μέρος IV, άρθρα 37-44.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι κατά την εκποίηση της υποθήκης και την διαδικασία του πλειστηριασμού δεν έγινε οποιαδήποτε παρατυπία και ότι οι αγοραστές των ακινήτων, εφεσίβλητοι 6 και 8, ήταν καλόπιστοι αγοραστές εναντίον των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να διαταχθεί οποιαδήποτε ακύρωση της μεταβίβασης επ΄ ονόματι τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε σχετική αναφορά στο άρθρο 50 του Ν 9/65, το οποίο δεν παρέχει εξουσία στον Διευθυντή του Κτηματολογίου να ακυρώσει εγγραφή ακινήτου που γίνεται επ΄ ονόματι καλόπιστου αγοραστή ακινήτου εις πώληση δια πλειστηριασμού.
Η διαδικασία έγινε σύμφωνα με το άρθρο 44 του προαναφερόμενου νόμου και εν πάση περιπτώσει οι τιμές στις οποίες πωλήθηκαν τα ακίνητα ήταν πολύ κοντά στις τιμές της αγοραίας αξίας τους, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Συγκεκριμένα έγινε αποδεκτό ότι η μαρτυρία του εκτιμητή κ. Α. Αγαθαγγέλου ήταν αξιόπιστη και αναντίλεκτη και σύμφωνα με αυτή, η αγοραία αξία των δύο ακινήτων ανερχόταν σε Λ.Κ.94.860.- για το ένα ακίνητο που πωλήθηκε στις Λ.Κ.88.010.- και Λ.Κ.80.755.- για το δεύτερο ακίνητο το οποίο πωλήθηκε στις Λ.Κ.74.000.-
Το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης έκρινε ότι το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να δικαιούτο ο ενάγων Φιλόκυπρος Ματθαίου ήταν αποζημίωση για αμέλεια της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας και των δύο προαναφερόμενων υπαλλήλων της αναφορικά με το ορθό οφειλόμενο υπόλοιπο, αλλά και εδώ δεν μπορούσε να επιτύχει επειδή το δικόγραφο του δεν είχε διατυπωθεί κατάλληλα, αλλά και επειδή αυτός είχε εισπράξει το υπόλοιπο του εκπλειστηριάσματος χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη.
Με την παρούσα έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη για τρεις λόγους:
(α) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ορθά και νομότυπα έγινε η πώληση των ακινήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 9/65. Κατά τις εφεσείουσες καμιά νομότυπη διαδικασία δεν ακολουθήθηκε είτε βάσει του Ν 9/65, είτε βάσει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
(β) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η διενέργεια και η διαδικασία που ακολουθήθηκε στον πλειστηριασμό για την πώληση των δύο ακινήτων ήταν νόμιμη και έγκυρη. Εφόσον το ορθό οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν Λ.Κ.72.147,67.- και όχι Λ.Κ.91.589,44.- κακώς ο δημοπράτης προχώρησε στη δημοπράτηση και του δεύτερου ακινήτου αφού ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο μπορούσε να καλυφθεί από το τίμημα πωλήσεως μόνον του πρώτου ακινήτου.
(γ) Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα έκρινε τον ενάγοντα και το λογιστή του, Μ.Ε. 2, ως αναξιόπιστους μάρτυρες, ενώ τους μάρτυρες υπεράσπισης ως αξιόπιστους.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 3 δεν μπορούν να επιτύχουν, αλλά ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει μερικώς. Καταλήξαμε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα για τους εξής λόγους:
Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ίσχυαν οι περί των Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμοι του 1965 μέχρι 2011, Ν 9/65, όπως τροποποιήθηκε. Συγκεκριμένα ίσχυε το άρθρο 44, το οποίο έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία διατάσσεται η πώληση ενυποθήκου ακινήτου, με διάταγμα του δικαστηρίου, που εκδίδεται στα πλαίσια πολιτικής αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, καταχωρήθηκε η Πολιτική Αγωγή 6471/90 στην οποία, μεταξύ άλλων, διατάχθηκε και η εκποίηση της Υποθήκης με αρ. Υ2674/89, με δημόσιο πλειστηριασμό. Είναι ορθό ότι το άρθρο 44 προνοεί, μεταξύ άλλων ότι, οσάκις η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου προς εξόφληση του δια της υποθήκης εξασφαλιζόμενου ποσού, διατάσσεται από το δικαστήριο, τυγχάνουν εφαρμογής και οι διατάξεις του εδαφίου 37(3) του νόμου εκείνου, αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 41 και 42 του νόμου εκείνου, τηρουμένων των αναλογιών. Το άρθρο 42 έχει διάφορες πρόνοιες που καθορίζουν το, δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως, οφειλόμενο ποσό (άρθρο 42(5)). Αυτές οι πρόνοιες δεν τηρήθηκαν στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατηρούν οι εφεσείουσες, όμως ορθά δεν τηρήθηκαν εφόσον στο άρθρο 42(5) προνοείται ρητά ότι η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο εκείνο (για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου υπολοίπου), ισχύει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 42(3) (στ), δηλαδή όπου η δικαστική απόφαση εγγράφεται και εκτελείται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, (ως memo). Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση που λήφθηκε στην Αγωγή 6471/90, δεν ενεγράφη δυνάμει του άρθρου 53 του Κεφ. 6 ως επιβάρυνση επί της περιουσίας του εξ αποφάσεως οφειλέτη (του Φιλόκυπρου Ματθαίου), υπό τύπον εγγύησης για πληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Άρα, ορθά κατά την κρίση μας, η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Κτηματολόγιο ήταν η διαδικασία που προνοείται από το άρθρο 44 και τους σχετικούς κανονισμούς χωρίς να ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 42(5) για επιβεβαίωση του εξ αποφάσεως χρέους με ένορκες δηλώσεις και άλλες διαδικασίες. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η πώληση έγινε με βάση το άρθρο 44 του Ν 9/65, οι γνωστοποιήσεις έγιναν με βάση το νόμο εκείνο, από το Διευθυντή, και με τον τρόπο που καθορίζεται από το άρθρο 75 του Κεφ. 224.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι έχουν δίκαιο οι εφεσείουσες όταν ισχυρίζονται ότι η πρώτη εφεσίβλητη, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, επέδειξε ουσιαστικά αμέλεια όταν πληροφόρησε το Κτηματολόγιο Λεμεσού πως το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που ήταν στην πραγματικότητα και συγκεκριμένα ότι ήταν Λ.Κ.91,589,44.- αντί Λ.Κ.72.147,67.- Αυτό βέβαια είχε ως συνέπεια και την πώληση του δεύτερου ακινήτου, ενώ με την πώληση του πρώτου ακινήτου αντί ποσού Λ.Κ.74.000.- θα μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως η εφεσίβλητη 1 τράπεζα. Διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το ζήτημα της αμέλειας της εφεσίβλητης 1 δεν καλύπτεται από το δικόγραφο των εφεσειουσών στην Αγωγή 422/04. Κρίνουμε ότι η θέση του ενάγοντα στην αγωγή εκείνη ότι η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και δύο υπάλληλοι της (οι εφεσίβλητοι 2 και 3), έθεσαν σε λειτουργία το μηχανισμό της αναγκαστικής πώλησης των ακινήτων γνωστοποιώντας στο Κτηματολόγιο μεγαλύτερο ποσό απ΄ ότι οφειλόταν, «γεγονός το οποίο γνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν», αν ασκούσαν τη δέουσα επιμέλεια, καλύπτει τον ενάγοντα και στην προκείμενη περίπτωση τις εφεσείουσες στην αξίωση τους για αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.
Για τους λόγους που αναφέραμε δεν θεωρούμε ότι έγινε παρατυπία εκ μέρους του Κτηματολογίου, αλλά θεωρούμε ότι υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 και ως αποτέλεσμα της αμέλειας αυτής, ο Φιλόκυπρος Ματθαίου και κατ΄ επέκταση οι εφεσείουσες, υπέστησαν ζημιά. Η ζημιά που υπέστησαν είναι η διαφορά της αγοραίας αξίας του δευτέρου ακινήτου, που κακώς πωλήθηκε, αφαιρουμένης της αξίας που απέφερε στον πλειστηριασμό, δηλαδή Λ.Κ.94.860.- μείον Λ.Κ.88.010.-
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο άρθρο 50 του Ν 9/65 για να παρατηρήσει ότι δεν παρέχεται εξουσία εις τον Διευθυντή του Κτηματολογίου να ακυρώσει την εγγραφή ακινήτου που γίνεται επ΄ ονόματι καλόπιστου αγοραστή, ο οποίος το αγοράζει σε πώληση δια πλειστηριασμού. Αυτά βεβαίως ισχύουν για το Διευθυντή του Κτηματολογίου. Όμως εκτιμούμε ότι και το δικαστήριο θα πρέπει να ασκεί τις εξουσίες του κατ΄ αναλογία προς τα όσα αναγράφονται στο άρθρο 50. Εφόσον δηλαδή ένας αγοραστής ακινήτου σε δημόσιο πλειστηριασμό είναι καλόπιστος αγοραστής δεν θεωρούμε ότι το δικαστήριο δικαιολογείται να ασκήσει την εξουσία του και να ακυρώσει την πώληση. Υπέρ του καλόπιστου αγοραστή λειτουργεί γενικά η αρχή της μη ακύρωσης και ο περιορισμός των δικαιωμάτων του ζημιοθέντος διάδικου σε αποζημιώσεις εναντίον του υπευθύνου.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αμέλεια και το λάθος έγιναν από την πρώτη εφεσίβλητη και τους υπαλλήλους της (εφεσίβλητους 2 και 3) και επομένως η πρώτη εφεσίβλητη είναι υπόλογη σε αποζημιώσεις για τη ζημιά που υπέστη ο Φιλόκυπρος Ματθαίου και κατ΄ επέκταση οι εφεσείουσες. Η ζημία αυτή, όπως είπαμε, ανέρχεται σε Λ.Κ.94.860.- μείον Λ.Κ.88.010.-, ίσον Λ.Κ.6.850.-
Ήταν η θέση μερικών από τους εφεσίβλητους ότι, εφόσον ο Φιλόκυπρος Ματθαίου δεν άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου για εκποίηση της προαναφερόμενης υποθήκης, εντός 30 ημερών από της κοινοποιήσεως εις αυτόν της αποφάσεως του Διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν 9/65, αυτός απώλεσε τα δικαιώματα του. Αυτή η θέση δεν είναι ορθή επειδή η απόφαση και το διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης είναι του δικαστηρίου στην Αγωγή 6571/90 και όχι του Διευθυντή του Κτηματολογίου.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή τη μαρτυρία των μαρτύρων ενάγοντος και εναγομένων και αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του, τόσο γιατί απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ενάγοντα και του λογιστή του, όσο και γιατί δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Οι σελ. 6-8 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρονται ικανοποιητικά, κατά την κρίση μας, στους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του ενάγοντα και του μάρτυρα του. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο, στις σελ. 9-20 της απόφασης, συγκρίνει λεπτομερώς τη μαρτυρία της μιας και της άλλης πλευράς και για καλούς λόγους δέχεται τη μαρτυρία της υπεράσπισης. Δεν θεωρούμε ότι υπό αυτές τις περιστάσεις το Εφετείο δικαιολογείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να ανατρέψει τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη, στο σύνολό της. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εις βάρος της πρώτης εφεσίβλητης τράπεζας για το ποσό των 11.713,50 ευρώ (ισόποσο των Λ.Κ.6.850.-) με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της πώλησης, δηλαδή την 6.7.2003 και έξοδα πρωτόδικα και κατ΄ έφεση, στην ανάλογη κλίμακα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Όπως αναφέραμε, κατά την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, δεν θεωρούμε ορθό να ακυρώσουμε την πώληση του δεύτερου κτήματος, σε καλόπιστο αγοραστή, που έγινε σε δημόσιο πλειστηριασμό και επομένως περιορίζουμε τη θεραπεία των εφεσειουσών στη διαφορά της αγοραίας αξίας του δεύτερου κτήματος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μείον το τίμημα πωλήσεως που απέφερε στον πλειστηριασμό, εφόσον ο αποβιώσας Φιλόκυπρος Ματθαίου είχε από τότε εισπράξει το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως του δεύτερου κτήματος.
Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3, απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ήταν υπάλληλοι της εφεσίβλητης 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και, όπως προσδιορίστηκε στην Έκθεση Απαίτησης, ενεργούσαν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους. Δεν μπορεί επομένως να τους αποδοθεί προσωπική ευθύνη ανεξάρτητη από την ευθύνη της εφεσίβλητης 1.
Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 4-9 απορρίπτεται με έξοδα πρωτόδικα και κατ΄ έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων 4-9. Τα έξοδα αυτά θεωρούμε ορθό να υπολογιστούν στην προαναφερόμενη ανάλογη κλίμακα, όπως για την εφεσίβλητη 1, και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο, καθότι κρίνουμε ότι σε αυτήν την κλίμακα εμπίπτει, τελικώς, η διαφορά, όπως κρίθηκε κατ΄ έφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.