ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1460

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                        (Πολιτική Έφεση Αρ.361/2008)

 

                                           29 Ioυνίου, 2012                            

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

THINKING STEEL INTERNATIONAL BV,

 

Εφεσείουσα

-        Και -

 

CARAMONDANI BROS PUBLIC CO LTD

 

                                                  Εφεσίβλητη/Εναγόμενη,

-----------------------------------

 

Xρ.Φρακάλας για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για την Εφεσείουσα 

Α.Γ.Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη

-----------------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.

--------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων, εταιρεία με έδρα την Ολλανδία, προβάλλοντας αγώγιμο δικαίωμα εδραζόμενο σε παράβαση συμφωνίας προμήθειας μεταλλικών σκελετών για την ανέγερση του κτιρίου των γραφείων των εφεσιβλήτων στη Λευκωσία.  Διεκδίκησαν επίσης επιστροφή του ποσού των €61.320 που ήταν η πληρωθείσα, προς τους εφεσείοντες προκαταβολή. 

 

Μετά την εξασφάλιση, από τους εφεσίβλητους, αδείας για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής και της επίδοσης της στους εφεσείοντες, οι τελευταίοι καταχώρισαν αίτηση παραμερισμού της επίδοσης και ταυτοχρόνως ζήτησαν αναστολή της διαδικασίας. 

 

Η αίτηση είχε στηριχθεί σε δύο άξονες, πρώτον, ότι υπήρχε διαδικαστικό πρόβλημα γιατί η γενική αίτηση, δυνάμει της οποίας εξασφαλίστηκε το διάταγμα σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος δεν τους είχε επιδοθεί και δεύτερο, ότι στη συμφωνία των μερών υπήρχε ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα ότι αυτή υπόκειτο στο δίκαιο της Ολλανδίας και στη δικαιοδοσία των Ολλανδικών δικαστηρίων.  Παράλληλα, προβλήθηκε ότι το κατάλληλο βήμα για εκδίκαση της υπόθεσης είναι τα Ολλανδικά Δικαστήρια. 

 

Η αίτηση απορρίφθηκε πρωτοδίκως και με τη παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της εν λόγω απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η αίτηση εκδικάστηκε στη βάση των εκατέρωθεν κατατεθεισών ενόρκων δηλώσεων, αφού, δεν είχε επιδιωχθεί η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.  Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι η συμφωνία, για την προμήθεια των πιο πάνω αναφερθέντων μεταλλικών σκελετών, που ήταν το αντικείμενο της συμφωνίας, είχε, μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις, υπογραφτεί στη Λευκωσία, στις 16 Νοεμβρίου 2005.  Την επομένη στις 17 Νοεμβρίου 2005, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στους εφεσείοντες το ποσό των €61,320 που αντιπροσώπευε το 25% της συμφωνηθείσας τιμής.  ΄Ηταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι για παρέλευση 19 περίπου μηνών οι εφεσείοντες δεν υλοποιούσαν τη συμφωνία και τελικώς δεν παρέδωσαν τους συμφωνηθέντες μεταλλικούς σκελετούς, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να τερματίσουν τη συμφωνία στις 29 Μαϊου 2006 και να προωθήσουν την υπόθεση τους δικαστικώς. 

 

Εκ μέρους των εφεσειόντων κατετέθηκε ένορκη δήλωση, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η σχετική συμφωνία συντάχθηκε και υπογράφηκε, από μεν τους εφεσείοντες στην Ολλανδία στις 7 Νοεμβρίου 2005 και από δε τους εφεσίβλητους στην Κύπρο στις 16 Νοεμβρίου 2005.  Στην ένορκη δήλωση του κ.Καραμοντάνη εκ μέρους των εφεσιβλήτων προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι ούτω καλούμενοι όροι Metaalunie Conditions δεν είχαν επισυναφθεί στη συμφωνία των διαδίκων, ούτε είχαν μονογραφηθεί.  Στην ένορκη δήλωση του κ.Willemse εκ μέρους των εφεσειόντων προβλήθηκε αντίθετος ισχυρισμός ότι δηλαδή οι πιο πάνω όροι έχουν επισυναφθεί και η συμφωνία έγινε στην Ολλανδία. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεμελίωσε την απόρριψη της αίτησης, στο γεγονός ότι οι αμφισβητήσεις που τέθηκαν από πλευράς εφεσιβλήτων, ιδιαιτέρως όσον αφορά τον τόπο υπογραφής της συμφωνίας, όπως και η απουσία κατάθεσης των πιο  πάνω Metallunie Conditions, αφαίρεσε το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου θα μπορούσαν οι εφεσείοντες να υποστηρίξουν τη θέση τους.  Τούτο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενόρκως δηλών, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, δεν αντεξετάστηκε.   Τα εν λόγω Metallunie Conditions, τα οποία όπως σημειώσαμε, δεν είχαν κατατεθεί αυτούσια στην πρωτόδικη διαδικασία, για να γνωρίζει το δικαστήριο το πλήρες περιεχόμενο τους, άφησαν, κατά τη γνώμη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε βαθμό που, όπως επισημαίνεται, δεν επέτρεψε στο δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω το θέμα ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε, ορθώς κατά τη γνώμη μας, το βάρος απόδειξης ύπαρξης δικαιοδοσίας για την προώθηση αγωγής στην Κύπρο.  Επισήμανε, ότι από το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον του εξαγόταν το συμπέρασμα ότι η συμφωνία υπογράφτηκε στην Κύπρο από εκπροσώπους των δύο εμπλεκομένων εταιρειών.  Τούτο προσέδιδε δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια και επίσης το αξιούμενο ποσό της προκαταβολής πληρώθηκε στην Κύπρο.  Το πρωτόδικο δικαστήριο συνέχισε, λέγοντας ότι η υποχρέωση, ενός ενάγοντα, ήταν να αποδείξει μόνο εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση με βάση την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για σκοπούς σφράγισης δυνάμει της Δ.6.  θ.1.   

 

΄Οσον αφορά το θέμα της ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί ούτε είχε προσκομιστεί οποιοδήποτε έγγραφο που να οδηγεί σ΄αυτό το συμπέρασμα.  Ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος. 

 

Σε συνάρτηση με το θέμα του καταλληλότερου βήματος για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς καθοδηγούμενο από τη νομολογία, θεώρησε ότι το βάρος απόδειξης, ύπαρξης πιο κατάλληλου δικαιοδοτικού χώρου, βρίσκεται στους ώμους του εναγομένου, στην προκείμενη περίπτωση των εφεσειόντων.  Το δικαστήριο επισημαίνει ότι με την ένορκη δήλωση του κ.Willemse δεν έχει καταδειχθεί με πειστικό τρόπο ούτε παρουσιάστηκαν δεδομένα τα οποία να συνδέουν την ύπαρξη άλλου δικαιοδοτικού χώρου για εκδίκαση της υπόθεσης.  Το δικαστήριο αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις των δύο πλευρών θεώρησε ότι τα κυπριακά δικαστήρια είναι πιο κατάλληλος χώρος για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.  ΄Ετσι, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι η Ολλανδία είναι, πιο κατάλληλο δικαιοδοτικό βήμα, απ΄ότι η Κύπρος και ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση.

 

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρχε κενό στα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του ήταν λανθασμένο, γιατί με την ένορκη δήλωση του κ. Willemse, έγινε αναφορά και στην ένορκη δήλωση κάποιου κ.Κώστα Χαραλάμπους, που ήταν ο ενόρκως δηλών για τους εφεσίβλητους στο πλαίσιο της αίτησης για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.  Σ΄αυτή την ένορκη δήλωση, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, έγινε αναφορά τόσο στη συμφωνία όσο και στους όρους οι οποίοι αναφέρονται ως Metallunie Conditions.  Υπήρχε στη συμφωνία, υποστήριξε ο κ.Φρακάλας, όρος  ότι το «delivery - is ex factory".  Αυτή η  πρόνοια υποδηλοί, όπως είπε, ότι η παράδοση των υλικών θα έπρεπε να γίνει στο εργοστάσιο των εφεσειόντων στο Gilze της Ολλανδίας. 

 

Επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι μέρος των προνοιών αυτών των Metallunie Conditions αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του κ.Κώστα Χαραλάμπους, πλην, όμως, οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου ένα πλήρες έγγραφο υπογεγραμμένο ή μονογραμμένο από τους εφεσείοντες έτσι ώστε αφενός μεν να είναι δεσμευτικό, αφετέρου να γνωρίζει το δικαστήριο όλους τους όρους της συμφωνίας, κάτι το οποίο δεν έγινε.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω από πλευράς εφεσειόντων ότι το δικαστήριο είχε ενώπιον του όλη τη μαρτυρία και συνεπώς ήταν λάθος να καταλήξει σε συμπέρασμα απουσίας πραγματικών γεγονότων.  Οι εφεσίβλητοι, σε αντίθεση, ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε βάρος απόδειξης ύπαρξης εναλλακτικού καταλληλότερου δικαιοδοτικού βήματος και αυτό βρισκόταν στους ώμους των εφεσειόντων, και απέτυχαν να το αποσείσουν. 

 

Η πρόσδοση δικαιοδοτικής βάσης στηρίζεται είτε στη συμφωνία, είτε στην παράβαση της συμφωνίας, πρόβαλε ο συνήγορος των εφεσειόντων.  Η πρόνοια περί παράδοσης ex factory, που κατά τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων δεν έγινε, απέκλειε τη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. 

 

Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, αναφερόμενος στην ένορκη δήλωση του κ.Willemse είπε ότι σ΄αυτή αναγράφεται ότι η συμφωνία, «έγινε στο Gilze» χωρίς να δίδονται οποιεσδήποτε άλλες διευκρινίσεις, κατ΄αντίθεση με τη μαρτυρία του κ.Καραμοντάνη ο οποίος έδωσε στο δικαστήριο λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο υπογραφής της συμφωνίας στη Λευκωσία από τους Καραμοντάνη και Willemse.  Αυτός ο ισχυρισμός περί ύπαρξης αλλοδαπής δικαιοδοσίας, επίσης δεν έχει εξειδικευθεί από τον ενόρκως δηλούντα, αφού δεν κατατέθηκαν οι συγκεκριμένοι Metallunie Conditions. Συνακόλουθα, είπε, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι ορθό. 

 

Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται για την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι εφαρμόζονται, στην προκείμενη περίπτωση, οι πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001 ημερ. 20 Δεκεμβρίου 2000. Το πρωτόδικο δικαστήριο κάνοντας αναφορά στα άρθρα 3 και 5 του εν λόγω Κανονισμού, θεώρησε ότι προσφέρεται η δυνατότητα έγερσης αγωγής εναντίον προσώπου εκεί όπου έχει την κατοικία του, ή εκεί όπου εκπληρώθηκε η σύμβαση, ή εκεί όπου θα έπρεπε να εκτελεστεί η σύμβαση.  Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι αυτό μπορεί να τύχει εφαρμογής εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει αθέτηση συμφωνίας.  Και σ΄αυτή την περίπτωση, κατά την εισήγηση τους, η αθέτηση έγινε στην Ολλανδία και όχι στην Κύπρο.

 

Θα αντικρίσουμε όλους τους λόγους έφεσης σωρευτικά.  Ξεκινώντας από το δεδομένο ότι πρόκειται περί αίτησης στηριζόμενης, ως προς τα γεγονότα που τη συνθέτουν στις ένορκες δηλώσεις, θα εξεταστεί η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου επ΄αυτού.  Η Δ.48 θ.4, δίδει την κατεύθυνση αντίκρισης εξέτασης αιτήσεων βασιζομένων σε ενόρκους δηλώσεις.  Τα αμφισβητούμενα γεγονότα επιβάλλεται ν΄αποδεικνύονται από το διάδικο που τα επικαλείται.  (βλ.Iacovou Bros. v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ.1377.

 

Η απόδειξη των αναγκαίων γεγονότων απαιτείται στο βαθμό και στην έκταση που το βάρος απόδειξης επιβάλλει (βλ.Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528.)

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας δύο αντικρουόμενες εκδοχές ως προς τον τόπο υπογραφής της συμφωνίας, αφού ο κ.Willemse πρόβαλε ότι η συμφωνία «έγινε» στο Gizle και από την άλλη την μαρτυρία του κ.Καραμοντάνη ότι η συμφωνία, μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε στην Κύπρο, θεώρησε ότι υπήρχε κενό, το οποίο δεν έχουν συμπληρώσει οι εφεσείοντες.  Περαιτέρω υπήρχε η αναντίλεκτη, όπως φαίνεται, θέση των εφεσιβλήτων ότι το ποσό των €61,320 πληρώθηκε την επομένη, της υπογραφής της συμφωνίας, στην Κύπρο.  Ταυτοχρόνως, υπήρχε η μαρτυρία των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να υλοποιήσουν τη συμφωνία, προμήθειας μεταλλικών σκελετών, που οδήγησε σε τερματισμό της συμφωνίας με επιστολή.  Ούτε γι΄αυτό το σκέλος της υπόθεσης δεν κατατέθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων οποιαδήποτε μαρτυρία που να αντικρούει τη θέση των εφεσιβλήτων.  Βέβαια, δεν μας διαφεύγει, και σημειώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η όλη μαρτυρία αντιμετωπίζεται με γνώμονα το στόχο, που δεν είναι άλλος παρά,  η διαπίστωση  συζητήσιμης υπόθεσης, έτσι ώστε να μπορεί το δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ύπαρξης δικαιοδοσίας στα κυπριακά δικαστήρια και να επιτρέψει τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και την επίδοση αντιγράφου εκτός δικαιοδοσίας.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στις πρόνοιες της Δ.48 θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και της ανάλογης νομολογίας, όπως σημειώσαμε πιο πάνω,  είναι, κατά την άποψη μας, ορθή.  Θεωρούμε επίσης δικαιολογημένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να καλύψουν το δημιουργηθέν κενό έτσι ώστε να τεκμηριώσουν την ορθότητα της αίτησης τους.  Το θέμα της ύπαρξης ή όχι, των λεγομένων Metallunie Conditions και  ιδιαιτέρως η έκταση και σημασία τους, σαφώς καταδεικνύει το υφιστάμενο κενό στη μαρτυρία και κατ΄επέκταση την  ορθότητα της κατάληξης της πρωτόδικης απόφασης. 

 

Από τα γεγονότα που είχε ενώπιον του το δικαστήριο ορθώς, κατέληξε κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης για σφράγιση, στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπόθεση έτσι ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.6 θ.1.

 

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα άρθρα 3 και 5 του Ε.K. 44/2001, είναι, με οποιονδήποτε τρόπο, ανεδαφική.  Αντίθετα, τεκμηριώνουν την προσέγγιση ότι υπάρχει η δυνατότητα να εναχθεί πρόσωπο σε άλλο κράτος μέλος από αυτό που έχει την κατοικία του, ή στην προκείμενη περίπτωση την έδρα του, εφόσον πρόκειται περί νομικού προσώπου. 

 

Ως προς το θέμα της στοιχειοθέτησης καταλληλότερου βήματος από εκείνο των κυπριακών δικαστηρίων, θεωρούμε την αντίκριση του θέματος, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς το βάρος απόδειξης, ορθή.  (βλ.Zeeland Navigation v. Banque Worms (2000) 1(B) A.Α.Δ. 707, Τrans-World (Steel) v. Πλοίου "Normannia" (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1507).  ΄Ηταν ευθύνη των εφεσειόντων να καταδείξουν με τρόπο σαφή και διακριτό  ότι το πιο κατάλληλο δικαιοδοτικό βήμα για την εκδίκαση της αγωγής, δεν ήταν η Κύπρος  Η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το δικαστήριο, από την ένορκη δήλωση εκ μέρους των εφεσειόντων, ήταν ότι η συμφωνία υπογράφηκε στην Κύπρο, η προκαταβολή δόθηκε στην Κύπρο, το κτίριο θα αναγειρόταν στη Λευκωσία και οι εφεσείοντες δεν είχαν υλοποιήσει την υποχρέωση προμήθειας των μεταλλικών σκελετών που θα χρησιμοποιούντο στην Κύπρο.  Ενόψει αυτών θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. 

 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω θεωρούμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

 ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο