ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1204

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  183/2009)

 

5 Ιουνίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΑ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

 

1.    ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2.    ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΤΑΤΑ,

3.    BERNADETTE ΠΑΤΑΤΑ,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσείουσα.

Ι. Γιορδαμλής, για την Εφεσίβλητη αρ. 1.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα.) για Σ. Τόκα (κα.), για τον Εφεσίβλητο αρ. 2.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα.), για την Εφεσίβλητη αρ. 3.

__________________________

  


Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχαν τρεις αγωγές οι οποίες συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν ως προς το θέμα της ευθύνης, για τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε στις 24.6.2005, στη Λεμεσό.   Υπήρχαν τρία εμπλεκόμενα οχήματα τα οποία οδηγούνταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με ανατολική κατεύθυνση στη Λεωφ. Μακαρίου Γ΄, στη Λεμεσό.  Το πρώτο όχημα στη σειρά ήταν το ΚΗΤ 349, το οποίο οδηγείτο από την ενάγουσα στην Αγωγή 6472/05-εφεσίβλητη 1.  Το δεύτερο όχημα ήταν το ΕΒΗ 578, το οποίο οδηγείτο από την εναγόμενη 1 στην προαναφερόμενη αγωγή-εφεσίβλητη 3 και το τρίτο όχημα ήταν το ΚΚΧ 088, το οποίο οδηγείτο από την εναγόμενη 2 στην προαναφερόμενη αγωγή-εφεσείουσα.

 

Με τη δεύτερη αγωγή 6856/05 ο ιδιοκτήτης του οχήματος ΕΒΗ 578 προέβαλε αξιώσεις εναντίον της οδηγού του οχήματος ΚΚΧ 088.   Με την τρίτη αγωγή 469/06 η οδηγός του οχήματος ΕΒΗ 578-τρίτη εφεσίβλητη ήγειρε αξιώσεις εναντίον της οδηγού του οχήματος ΚΚΧ 088-εφεσείουσας.  Η αγωγή 6472/05 θεωρήθηκε ως η δεσπόζουσα.  Για σκοπούς ευκολίας τα τρία προαναφερόμενα οχήματα θα αναφέρονται ως πρώτο, δεύτερο και τρίτο (πρώτο το ΚΗΤ 349, δεύτερο το ΕΒΗ 578 και τρίτο το ΚΚΧ 088). 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, προέβηκε σε ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, στη συνέχεια αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αμέλειας και της συντρέχουσας αμέλειας και κατέληξε στο τελικό του συμπέρασμα.  Κεντρικό άξονα στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτέλεσε το γεγονός ότι έκρινε την οδηγό του δεύτερου αυτοκινήτου-τρίτη εφεσίβλητη ως απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα και βασίστηκε ουσιαστικά στη δική της μαρτυρία και στη δική της εκδοχή.   Η εφεσίβλητη 3 είπε στο δικαστήριο ότι προηγήθηκε η σύγκρουση μεταξύ του τρίτου αυτοκινήτου και του δευτέρου αυτοκινήτου, το οποίο οδηγούσε η μάρτυρας και στη συνέχεια το δεύτερο αυτοκίνητο σπρώχθηκε από την πρώτη σύγκρουση και κτύπησε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης 1.  Η εφεσίβλητη 1 έδωσε, στο πρωτόδικο δικαστήριο, δύο εκδοχές.  Αρχικά είχε πει ότι αντελήφθηκε πρώτα τη σύγκρουση του δευτέρου αυτοκινήτου πάνω στο δικό της (πρώτο αυτοκίνητο) και στη συνέχεια αντελήφθηκε τη σύγκρουση του τρίτου αυτοκινήτου πάνω στο δεύτερο αυτοκίνητο.  Αργότερα, όμως, είπε ότι δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ποια από τις δύο συγκρούσεις προηγήθηκε της άλλης.   Η εφεσείουσα (οδηγός του τρίτου αυτοκινήτου) παραδέχθηκε ότι η ίδια κτύπησε στο πίσω μέρος του  δευτέρου αυτοκινήτου αλλά δεν μπορούσε να πει εάν η σύγκρουση του δευτέρου αυτοκινήτου πάνω στο πρώτο ήταν αποτέλεσμα της δικής της σύγκρουσης πάνω στο δεύτερο αυτοκίνητο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ως γεγονός ότι προηγήθηκε η σύγκρουση του τρίτου αυτοκινήτου πάνω στο δεύτερο και ότι το δεύτερο αυτοκίνητο στη συνέχεια σπρώχθηκε, ως αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης, και κτύπησε στο πίσω μέρος του πρώτου αυτοκινήτου.   Την αποκλειστική ευθύνη και για τις δύο συγκρούσεις είχε η οδηγός του τρίτου αυτοκινήτου-εφεσείουσα.  Η οδηγός του δεύτερου αυτοκινήτου δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια επειδή το όχημα της σπρώχθηκε από την πρώτη σύγκρουση και κτύπησε στο προπορευόμενο της αυτοκίνητο χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε ευθύνη γι΄ αυτό.    Η αιτία για τη ζημιά του πρώτου αυτοκινήτου ήταν η βίαιη πρώτη σύγκρουση μεταξύ του τρίτου και του δεύτερου αυτοκινήτου για την οποία ευθυνόταν αποκλειστικά η οδηγός του τρίτου αυτοκινήτου.  

 

Μετά την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με την ευθύνη, εκδόθηκε διάταγμα αποσυνένωσης των προαναφερόμενων τριών αγωγών ώστε αυτές να εκδικαστούν ξεχωριστά, για τα υπόλοιπα επίδικα θέματα. 

 

Με την έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη για τρεις λόγους:

(α)  Ότι τα ευρήματα και/ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες των ατυχημάτων, είναι αυθαίρετα και αντίθετα με την πραγματική μαρτυρία και τις θέσεις των οδηγών.

 

(β)  Ότι τα ευρήματα και/ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ενάγουσα (εφεσίβλητη 1) και η εναγόμενη 2 (εφεσείουσα) συμφώνησαν με το πρόχειρο σχέδιο της Αστυνομίας, ως προς τα σημεία σύγκρουσης, είναι εσφαλμένα και επίσης εσφαλμένη είναι και η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα ευρήματα του Αστυνομικού μάρτυρα που παρουσίασε το πρόχειρο και το τελικό σχέδιο δεν συνιστούσαν πραγματική μαρτυρία, και 

 

(γ)  Ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας, την οποία έκαμε το πρωτόδικο δικαστήριο, και ειδικά η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εναγόμενης 1 (εφεσίβλητης 3) και του ΜΥ 2, Γιάννη Συλβέστρου, που παρουσιάστηκε ως ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας, είναι λανθασμένες. 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθά.  Ορθά, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα την εφεσίβλητη 3, οδηγό του δευτέρου αυτοκινήτου.  Αυτή ήταν στην καλύτερη δυνατή θέση για να πει πώς και πότε έγιναν οι δύο συγκρούσεις.  Εν πάση περιπτώσει η σύγκρουση μεταξύ τρίτου και δευτέρου αυτοκινήτου ήταν παραδεκτή από την οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου-εφεσείουσα.    Επίσης ο ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας ΜΥ 2,  Γιάννης Συλβέστρου, ορθά, κατά την κρίση μας, κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας, ο οποίος βοήθησε το δικαστήριο στο να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο πράγματι υπέπεσε σε σφάλμα θεωρώντας ότι το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος - τεκμήριο 3 - υπογράφηκε και από την εφεσείουσα.  Στην πραγματικότητα το υπέγραψαν μόνον οι εφεσίβλητες 1 και 3 (οδηγοί του πρώτου και δεύτερου αυτοκινήτου) αλλά όχι η οδηγός του τρίτου αυτοκινήτου.  Αυτό όμως το λάθος φαίνεται να είναι τυπικό, που σχετίζεται μάλλον με κάποια σύγχυση ως προς τους αριθμούς των ενεχομένων οχημάτων.  Δεν φαίνεται όμως το σφάλμα αυτό να επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου και την έκβαση της υπόθεσης. 

 

Ως προς τη μαρτυρία του Αστυνομικού 2869, ΜΕ 1, Αργύρη Αργυρού, ο οποίος παρουσίασε τα σχέδια της σκηνής του δυστυχήματος, παρατηρούμε ότι αυτός ανέφερε ότι το Χ1 ήταν το σημείο συγκρούσεως που υπέδειξαν οι οδηγοί των αυτοκινήτων 2 και 3 ενώ το Χ2 ήταν το σημείο συγκρούσεως των αυτοκινήτων 2 και 3, σύμφωνα με τα δικά του ευρήματα που βασίζονταν, μεταξύ άλλων, και σε θραύσματα γυαλιών που βρήκε στο σημείο εκείνο.  Δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τον τρόπο που χειρίστηκε τη μαρτυρία του ΜΕ 1, τον οποίο έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα και δέχθηκε τη μαρτυρία του στο σύνολό της.  Ούτε και υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα του  πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία των τεκμηρίων 1 και 3 ως προς τη θέση των τριών αυτοκινήτων στην αριστερή ή στη δεξιά λωρίδα του δρόμου.  Το σημαντικό στοιχείο για το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι τα τρία αυτοκίνητα οδηγούνταν με την ίδια ανατολική κατεύθυνση, ότι προηγήθηκε η σύγκρουση του τρίτου αυτοκινήτου πάνω στο δεύτερο και ότι ακολούθησε η σύγκρουση του δεύτερου αυτοκινήτου πάνω στο πρώτο αυτοκίνητο, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο στα προαναφερόμενα συμπεράσματα του. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και τους λόγους έφεσης 1 και 3 ως αβάσιμους.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφορικά με τη μη υπογραφή του πρόχειρου σχεδίου της σκηνής του δυστυχήματος, από την εφεσείουσα, ευσταθεί, αλλά δεν είχε οποιαδήποτε σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και την πρωτόδικη απόφαση.   Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν βασίστηκε στο ότι η εφεσείουσα δέχθηκε τα σημεία συγκρούσεως όπως φαίνονται στο πρόχειρο σχέδιο - τεκμήριο 3.  Αντίθετα κατέληξε στα συμπεράσματα του βασιζόμενο στη μαρτυρία της εφεσίβλητης 3 και του ανεξάρτητου αυτόπτη μάρτυρα. 

 

Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

 

                                                        Δ.

 

 

                                                        Δ.

 

 

                                                        Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο