ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1239
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2009)
11 Ιουνίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΔΔ.]
1. ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
2. ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΔΗ
Εφεσειόντων/Εναγόντων
ν.
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥΔΙΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΜΗ ΚΑΛΛΟΥ
3. ΣΑΒΒΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΔΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ LIMITED GRANT ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Λ. ΧΡΙΣΤΙΔΗ
4. ΝΟΝΗ ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΝΑ
5. ΛΟΒΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΛΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
_________________
Α Ποιητής, για τον Εφεσείοντα.
Π. Μιχαηλίδης για Ν. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Μ Βωνιάτη-Ηλία (κα), για τους Εφεσίβλητους 4 και 5.
_________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, , Δ: Η Σοφία Χριστίδη από τα Πάνω Λεύκαρα, η οποία ζούσε στη Νότιο Αφρική, παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο στο σύζυγό της Μιχαήλ Χριστίδη για να διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία της στην Κύπρο. Την 25.8.1981 ο Μιχαήλ Χριστίδης πώλησε και μεταβίβασε στους Εφεσίβλητους 1 και 2 τρία ακίνητα της συζύγου του. Την 20.10.2003 οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 μεταβίβασαν το ένα ακίνητο στην Εφεσίβλητη 4 και το άλλο ένα στην Εφεσίβλητη 5, κόρη του Εφεσίβλητου 2. την 27.10.2005 οι Εφεσείοντες, διαχειριστές της περιουσίας της Σοφίας Χριστίδη, ήγειραν αγωγή κατά των Εφεσιβλήτων 1, 2, 4 και 5 όπως και κατά του Εφεσίβλητου 3, διαχειριστή της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστίδη, αξιώνοντας ακύρωση όλων των μεταβιβάσεων, ισχυριζόμενοι δόλο. Θεμέλιο της αγωγής τους ήταν η θέση τους ότι, όταν έγιναν οι πρώτες μεταβιβάσεις, η Σοφία Χριστίδη είχε ήδη αποβιώσει από την 12.2.1981, ώστε το πληρεξούσιο να είχε καταστεί ανίσχυρο, και ότι όλοι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν τούτο. Οι Εφεσίβλητοι, πλην του Εφεσίβλητου 3 ο οποίος δεν εμφανίσθηκε, πέραν της άρνησης του ισχυρισμού ως προς την ημερομηνία θανάτου της Σοφίας Χριστίδη, είχαν ως βασική θέση στην υπεράσπιση τους ότι ενήργησαν καλόπιστα θεωρώντας πάντοτε ότι η Σοφία Χριστίδη ήταν εν ζωή κατά το χρόνο των πρώτων μεταβιβάσεων.
Στο επίκεντρο της ακρόασης ήταν βεβαίως η ημερομηνία θανάτου της Σοφίας Χριστίδη. Απ΄ευθείας μαρτυρία δεν υπήρξε. Παρουσιάσθηκε από τον υπεύθυνο των διαχειρίσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο έγινε η διαχείριση της περιουσίας της Σοφίας Χριστίδη το ευρισκόμενο στο φάκελο της διαχείρισης πιστοποιητικό θανάτου της, εκδοθέν από τον Κοινοτάρχη Πάνω Λευκάρων (τεκμήριο 6) το οποίο αναφέρει την ημερομηνία 12.2.1981 ως ημερομηνία θανάτου της, όπως και το διάταγμα διαχείρισης το οποίο αναφέρει την ίδια ημερομηνία. Υπήρξε και μαρτυρία του ενός εκ των διαχειριστών της περιουσίας της Σοφίας Χριστίδη, ότι από έρευνα του στο Κτηματολόγιο και στο φάκελο της διαχείρισης διαπίστωσε ότι η ημερομηνία θανάτου ήταν η 12.2.1981. Σε συνομιλία του με την κόρη της Σοφίας Χριστίδη, Λουκία, εκείνη του είχε πει ότι η μητέρα της απεβίωσε την 12.2.1981. Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος 2 κατέθεσε ότι συμφώνησε με το Μιχαήλ Χριστίδη με πρόταση εκείνου να αγοράσει το κτήμα. Όταν επρόκειτο να μεταβούν στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση, αντελήφθη από τον τίτλο ότι δεν ανήκε στον ίδιο αλλά στη σύζυγό του, οπότε πληροφορήθηκε ότι υπήρχε πληρεξούσιο. Στο Κτηματολόγιο μάλιστα η υπάλληλος τον ερώτησε πού ήταν η σύζυγός του και εκείνος είπε ότι ήταν στην Αφρική. Αυτή η υπάλληλος έδωσε επίσης μαρτυρία για την υπεράσπιση, βεβαιώνοντας ότι πρέπει να είχε ερωτήσει, εφ΄όσον επρόκειτο για πληρεξούσιο, αν η ιδιοκτήτρια ήτο εν ζωή, όπως είναι η συνήθης διαδικασία. Μαρτυρία για την υπεράσπιση έδωσε και ο τότε Κοινοτάρχης Πάνω Λευκάρων ο οποίος είχε δώσει το πιστοποιητικό θανάτου, αναφέροντας ότι την πληροφορία για την ημερομηνία θανάτου της Μαρίας Χριστίδη την πήρε από τον υιό της Χριστάκη Χριστίδη, νυν αποβιώσαντα, ο οποίος το είχε ζητήσει. Σε ερώτηση αν εκείνος του είχε παρουσιάσει οποιοδήποτε πιστοποιητικό από τη Νότιο Αφρική απάντησε «Όχι δεν θυμάμαι, αλλά νομίζω όχι».
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εδέχθη τη μαρτυρία στο σύνολό της, καταλήγοντας στο εύρημα ότι ο Μιχαήλ Χριστίδης δεν είχε αναφέρει στον Εφεσίβλητο 2 ότι η σύζυγός του είχε αποβιώσει, γεγονός για το οποίο, αν είχε συμβεί, οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν ήσαν σε θέση να εγνώριζαν. Κατέληξε επίσης στο εύρημα ότι κατά τη μεταβίβαση ο Μιχαήλ Χριστίδης είχε δηλώσει ότι η σύζυγός του ευρίσκετο στη Νότιο Αφρική. Παρέμενε εν τούτοις το ερώτημα της ημερομηνίας θανάτου της, εφ΄όσον, όπως ορθώς υπέδειξε, αν δεν ήταν εν ζωή κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης τότε το πληρεξούσιο θα ήταν ανίσχυρο δυνάμει και του άρθρου 161 του περί Συμβάσεων Νόμου. Επικεντρώθηκε λοιπόν στο κατά πόσο απεδείχθη ότι η ημερομηνία θανάτου ήταν η 12.2.1981. Παραθέτουμε την προσέγγιση του στο θέμα:
«Όπως υπήρξε αδιαμφισβήτητο το πιστοποιητικό αυτό υπογράφεται από τον Κοινοτάρχη Λευκάρων (Μ.Υ.2). Σύμφωνα με την μαρτυρία του, την πληροφορία για την ημερομηνία του θανάτου της αποβιωσάσης, του την είχε δώσει ο γιος της αποβιωσάσης ονόματι Χριστάκης Χριστίδης. Δεν είχε προσωπική γνώση της ημερομηνίας του θανάτου της. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία. Αναμφιβόλως και η εξ ακοής μαρτυρία είναι πλέον αποδεκτή σύμφωνα με το Άρθρο 24 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Όμως η βαρύτητα που θα δοθεί στη μαρτυρία αυτή επαφίεται αποκλειστικά στο Δικαστήριο (βλ. το Άρθρο 27 του Κεφ. 9). Έχοντας κατά νου τα ενώπιόν μου δεδομένα πιστεύω ότι η μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία. Καταρχήν το υπό αναφορά πιστοποιητικό θανάτου εκδόθηκε 3 και πλέον χρόνια μετά την ισχυριζόμενη από τους Ενάγοντες ημερομηνία θανάτου της αποβιωσάσης. Τονίζω ότι το εν λόγω πιστοποιητικό φέρει ημερομηνία 25.4.1984. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι δεν πρόκειται για πληροφορία που δόθηκε στον Κοινοτάρχη αμέσως μετά την ισχυριζόμενη ημερομηνία του θανάτου της αποβιωσάσης, ή τουλάχιστον μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα αλλά μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος. Είναι επίσης φανερό ότι δεν πρόκειται για πρώτου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία. Θα ήθελα ακόμα να αναφέρω ότι ενώπιόν μου δεν υπάρχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει την ημερομηνία θανάτου, η οποία αναφέρεται στο Τεκμήριο 6. Φυσικά δεν παραγνωρίζω ότι και ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης (Μ.Ε.4) στην μαρτυρία του είχε αναφέρει ότι η αποβιώσασα απεβίωσε περί τον Φεβρουάριο του 1981. Όμως η γνώση και αυτού του μάρτυρα στηρίχθηκε σε πληροφορίες που πήρε (α) από το Κτηματολόγιο, κατόπιν έρευνας που έκαμε και (β) από στενό συγγενικό πρόσωπο της αποβιωσάσης πολλά χρόνια μετά την ισχυριζόμενη ημερομηνία του θανάτου της. Κατά συνέπεια ούτε και σ΄αυτή την μαρτυρία θα μπορούσε να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Η καλύτερη μαρτυρία την οποία θα μπορούσαν να παρουσιάσουν οι Ενάγοντες υπό τις περιστάσεις για απόδειξη της ημερομηνίας θανάτου της αποβιωσάσης θα ήταν κατά την άποψή μου κάποιο πιστοποιητικό ή βεβαίωση, που θα προερχόταν από Δημόσια ή άλλη αρχή του τόπου όπου απεβίωσε. Ένα τέτοιο έγγραφο θα μπορούσε να υποστηρίξει την ημερομηνία του θανάτου της, η οποία αναφέρεται στο Τεκμήριο 6. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ενώπιόν μου ότι ένα τέτοιο έγγραφο είχε ζητηθεί ή ότι ήταν αδύνατο να εξασφαλιστεί. Πέραν των όσων αναφέρω πιο πάνω θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιόν μου μαρτυρία το υπό αναφορά πιστοποιητικό θανάτου εξεδόθη για τον περιορισμένο σκοπό της χρήσης του στην αίτηση διαχείρισης της περιουσίας της αποβιωσάσης, η οποία κατεχωρήθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος υπ΄αριθμό 77/84. Είμαι της άποψης ότι το υπό αναφορά πιστοποιητικό δεν αποτελεί καν δημόσιο έγγραφο, ούτε μέρος του αρχείου δημόσιας αρχής με βάση το άρθρο 35 του Κεφ. 9 εις τρόπο ώστε το περιεχόμενό του να καθίστατο αποδεκτό χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω απόδειξη. Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω πιστεύω ότι δεν θα μπορούσα να στηριχθώ στο Τεκμήριο 6 για να καταλήξω σε ασφαλές εύρημα για την ημερομηνία του θανάτου της αποβιωσάσης.»
Ούτε το διάταγμα διαχείρισης, θεώρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στο οποίο επίσης αναφέρεται ως ημερομηνία θανάτου η 12.2.1981, βοηθούσε τους Εφεσείοντες, αφού αυτό εβασίσθη στην πληροφορία που εδόθη για σκοπούς έκδοσης του από τον υιό της Σοφίας Χριστίδη, ο οποίος είχε δώσει την ίδια πληροφορία και στον Κοινοτάρχη προς έκδοση του πιστοποιητικού θανάτου, και στο πιστοποιητικό θανάτου.
Κατάληξη λοιπόν του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν απεδείχθη ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων ότι η Σοφία Χριστίδη είχε ήδη αποβιώσει κατά το χρόνο των πρώτων μεταβιβάσεων, το οποίο και έθετε τέρμα στην αξίωση.
Τα παράπονα των Εφεσειόντων για την κατάληξη αυτή επικεντρώνονται στην απόρριψη της μαρτυρίας του διατάγματος διαχείρισης και του πιστοποιητικού θανάτου για σκοπούς απόδειξης της ημερομηνίας θανάτου. Το διάταγμα διαχείρισης, εισηγούνται, εφ΄όσον δεν προσεβλήθη ώστε να ανακληθεί, συνιστά όχι μόνο prima facie αλλά και απόλυτη μαρτυρία για την ορθότητά του, εφ΄όσον μάλιστα δεν υπήρξε άλλη μαρτυρία προς αντίκρουση του. Το Δικαστήριο, λέγουν, έσφαλε στο να μην το αποδεχθεί ως τουλάχιστον prima facie μαρτυρία που, ελλείψει άλλης προς αντίκρουσή της, θα έπρεπε να είχε γίνει τελικά δεκτή. Εξ άλλου, και η μαρτυρία του ενός εκ των διαχειριστών υποστήριζε την αλήθεια της ημερομηνίας θανάτου. Λανθασμένη, εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ήταν και η προσέγγιση του Δικαστηρίου να μην δεχθεί το πιστοποιητικό θανάτου ως εκδοθέν τρία χρόνια αργότερα και ως περιέχον πέραν του πρώτου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία, θεωρώντας ότι ίσχυε μόνο για τον περιορισμένο σκοπό χρήσης του στην αίτηση διαχείρισης και ότι μόνο ένα πιστοποιητικό θανάτου από τη Νότιο Αφρική θα ήταν επαρκές προς απόδειξη της ημερομηνίας θανάτου.
Η θέση των Εφεσιβλήτων 1, 2, 4 και 5 είναι ότι, εφ΄όσον η ημερομηνία θανάτου είχε αμφισβητηθεί, οι Εφεσείοντες είχαν το βάρος να την αποδείξουν και ότι ορθώς το Δικαστήριο δεν έκρινε επαρκή προς τούτο το διάταγμα διαχείρισης και το πιστοποιητικό θανάτου όπως και τη μαρτυρία του ενός εκ των διαχειριστών για τους λόγους που εξήγησε.
Αφετηρία του θέματος είναι βεβαίως το δεδομένο ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν δυνάμει του πληρεξουσίου, η εγκυρότητα του οποίου, εξαιρουμένου του επιδίκου ζητήματος της ημερομηνίας θανάτου, δεν αμφισβητήθηκε από τους Εφεσείοντες. Το βάρος λοιπόν ήταν σε αυτούς να αποδείξουν αυτό που ισχυρίζοντο, ότι δηλαδή η Σοφία Χριστίδη δεν ήταν εν ζωή κατά το χρόνο της χρήσης του για σκοπούς των μεταβιβάσεων.
Έχοντας υπ΄όψη το σύνολο της μαρτυρίας, προκύπτει ότι η πηγή της πληροφόρησης που οδήγησε στην έκδοση του πιστοποιητικού θανάτου όσο και του διατάγματος διαχείρισης, στα οποία και θεμελιώνεται η υπόθεση των Εφεσειόντων ότι η ημερομηνία θανάτου ήταν η 12.2.1981, ήταν ο υιός της Σοφίας Χριστίδη, Χριστάκης Χριστίδης, που όμως κατά τη δίκη είχε αποβιώσει. Ασφαλώς, όπως και το Δικαστήριο παρατήρησε, αυτή ήταν εξ ακοής μαρτυρία και μάλιστα όχι πρώτου βαθμού, δεν συμφωνούμε όμως με την άποψη του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να της δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα επειδή ήταν τέτοια και επειδή το πιστοποιητικό θανάτου εξεδόθη τρία χρόνια μετά από το θάνατο, γεγονός που, όπως ορθώς παρατηρούν οι Εφεσείοντες, δεν συνεδέθη με οποιοδήποτε λόγο που θα μπορούσε να του προσδώσει ψεύδος ή ανακρίβεια. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι δηλώσεις του Χριστάκη Χριστίδη είχαν γίνει σε ανύποπτο χρόνο, είκοσι χρόνια πριν καταχωρηθεί η αγωγή, θα ενίσχυαν τη δυναμική τους. Δεν ήταν λοιπόν επιτρεπτό να απορριφθεί εντελώς η μαρτυρία αυτή για τους λόγους που έδωσε το Δικαστήριο. Τέτοια απόρριψη της ουσιαστικά εξυπάκουε εσκεμμένη ενέργεια από το Χριστάκη Χριστίδη, η περιουσία του οποίου μάλιστα δεν κατέστη διάδικος, που δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με οποιοδήποτε κίνητρο του, δεδομένης της εκδήλωσης της σε ανύποπτο χρόνο, ούτε βεβαίως υπήρξε και οποιαδήποτε εισήγηση ότι ο Κοινοτάρχης ή οι διαχειριστές, ένας εκ των οποίων έδωσε μαρτυρία, εμπλέκοντο σε επιδίωξη του Χριστάκη Χριστίδη προς έκδοση ψευδούς πιστοποιητικού ή διατάγματος διαχείρισης. Μάλιστα ο διαχειριστής που έδωσε μαρτυρία κατέθεσε ότι την εν λόγω ημερομηνία θανάτου του την ανέφερε και η κόρη της Σοφίας Χριστίδη, Λουκία. Μόνο αν απεδίδετο και στη Λουκία λάθος ή ψεύδος ταυτόσημο και σε κίνητρο με εκείνο του αδελφού της θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτή η σύμπτωση, για το οποίο, όπως παρατηρήσαμε, δεν υπάρχει καν εισήγηση, έχοντας πάντοτε υπ΄όψη και το ότι οι δηλώσεις αυτές έγιναν σε ανύποπτο χρόνο.
Είναι βεβαίως και η μαρτυρία από την άλλη πλευρά, και δη οι δηλώσεις του Μιχαήλ Χριστίδη στο Κτηματολόγιο στην παρουσία και του Εφεσίβλητου 2, ότι η σύζυγός του ζούσε και ήταν στην Αφρική, όπως και το γεγονός ότι δεν παρουσιάσθηκε ποτέ πιστοποιητικό θανάτου από τη Νότιο Αφρική όπου και απεβίωσε η Σοφία Χριστίδη. Τέτοιο πιστοποιητικό θα ήταν, ομολογουμένως, η καλύτερη, υπό τις συνθήκες, μαρτυρία που θα μπορούσε να προσκομίζετο. Η απουσία του όμως δεν απάλλασσε το Δικαστήριο της υποχρέωσης να σταθμίσει την υπόλοιπη μαρτυρία, όπως αναφέραμε, αντί να την απορρίψει εντελώς ως στερούμενη οποιασδήποτε βαρύ-τητας.
Δεν θα μας απασχολήσουν βεβαίως οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που αφορούν την περαιτέρω πτυχή της απόφασης ως προς την περίπτωση που η βασική διαπίστωση του Δικαστηρίου θα ήταν λανθασμένη. Η έφεση πρέπει να επιτύχει και να υπάρξει επανεκδίκαση εφ΄όσον το Εφετείο δεν μπορεί πρωτογενώς να κρίνει την αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας. Με τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και διαταγής για έξοδα, διατάσσεται όπως τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄έφεση ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Π. Αρτέμης, Π.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΚΧ»Π