ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 878

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/09)

 

 

14 Μαΐου 2012

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, ΔΔ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΌΘΗ ΣΤΙΣ 19/12/2008 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 480/07

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ

Αιτήτριας

ν.

1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

Καθ΄Ων η Αίτηση

_________________

 

 

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Χ. Σταυράκης, για την Εφεσίβλητη.

 

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,  Δ:  Η Ανδρονίκη Παντελίδου αφυπηρέτησε από την Τράπεζα Κύπρου την 31.12.1999, λαμβάνοντας το ποσό των £170.000 και υπογράφοντας σχετικό έντυπο απαλλαγής.  Το 2007 κατεχώρησε Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εναντίον της Τράπεζας και του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της, ισχυριζόμενη ότι το ποσό που θα έπρεπε να είχε λάβει ήταν £298.518 και ότι η Τράπεζα δεν της είχε αποκαλύψει τα ορθά γεγονότα και δολίως της αποστέρησε το ποσό το οποίο εδικαιούτο.  Η Τράπεζα και το Ταμείο ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας καθ΄όσον η αξίωση ηγέρθη πέραν των 12 μηνών από την γένεση του καθ΄ισχυρισμό δικαιώματος.  Το Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση, κρίνοντας ότι ο ισχυρισμός για δόλο ενδεχομένως να συνιστούσε λόγο αναστολής της προθεσμίας των 12 μηνών και ότι το θέμα συναρτάτο προς γεγονότα τα οποία θα αποφασίζοντο στην ακρόαση.

 

Αίτηση της Τράπεζας και του Ταμείου για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari και mandamus απερρίφθη εφ΄όσον εκρίθη ότι υπήρχε η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης στο τέλος της υπόθεσης και δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις.  Το ζήτημα της δικαιοδοσίας από μόνο του, θεώρησε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν επενεργεί προς τούτο καταλυτικά.

 

Έφεση κατά της απόφασης αυτής (Πολ. Εφ. 2/2009) ήταν επιτυχής εφ΄όσον εκρίθη ότι, με την οριστική διακοπή της εργασιακής σχέσης των μερών και την αντικατάσταση της με συμβατική, δεν υφίστατο «εργασιακή διαφορά» που να ενεργοποιούσε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Με την παραχώρηση από το Εφετείο άδειας, εξεδόθη στη συνέχεια από τον αδελφό μας Δικαστή και το διάταγμα.

 

Η απόφαση για έκδοση του διατάγματος όμως εφεσιβλήθη (Πολ. Έφ. 2/2010) και, όταν η έφεση εκείνη ήχθη ενώπιον του Εφετείου, το ίδιο έθεσε θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης καθ΄όσον στην έφεση 2/2009 είχε σαν αποτέλεσμα κριθεί η ουσία της υπόθεσης στην απουσία της κυρίας Παντελίδου και εναντίον της.  Του θέματος επελήφθη η Πλήρης Ολομέλεια δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας της, η οποία και ακύρωσε, για το λόγο αυτό, την απόφαση του Εφετείου στην έφεση 2/2009 με οδηγίες όπως η έφεση εκείνη ακουσθεί και πάλι από το Εφετείο.

 

Η έφεση 2/2009 είναι λοιπόν τώρα ενώπιον μας με τα πράγματα να έχουν ως να μην υπήρξε η προηγούμενη απόφαση του Εφετείου και με επίδικο θέμα την άρνηση παραχώρησης άδειας, εμφανιζομένης τώρα, ως συνάδει και με το σκεπτικό της Πλήρους Ολομέλειας, της κυρίας Παντελίδου.

 

Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα έχει δύο άξονες.  Ο ένας αφορά το θέμα της εναλλακτικής θεραπείας στη βάση ότι, κατά το σχετικό χρόνο, δεν υπήρχε εναλλακτική θεραπεία καθ΄όσον η νομολογία δεν επέτρεπε την καταχώρηση έφεσης επί ενδιάμεσης απόφασης (ο νόμος έδωσε το δικαίωμα αργότερα), με αποτέλεσμα το δικαίωμα έφεσης επί του προδικαστικού θέματος στα πλαίσια τελικής απόφασης να μην συνιστούσε πλήρη και αποτελεσματική θεραπεία, δοθείσας μάλιστα της φύσης του θέματος που αφορά την όλη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.  Ο άλλος άξονας αφορά το θέμα της δικαιοδοσίας στη βάση ότι, σε περιπτώσεις όπου η επιδιωκόμενη άδεια αφορά τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, η ίδια η φύση του θέματος δικαιολογεί την παραχώρηση της ώστε να παρεμποδισθεί η κακή ανάληψη δικαιοδοσίας, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια έφεσης στο τέλος της υπόθεσης.  Σε αυτό το βάθρο, η ίδια η παράνομη ανάληψη δικαιοδοσίας συνιστά και εξαιρετική περίσταση που επιτρέπει και ενεργοποιεί τη διαδικασία του προνομιακού διατάγματος.  Πρόδηλο είναι ότι οι δύο άξονες των εισηγήσεων του κ. Πολυβίου συμπλέκονται και έτσι τους συζητεί.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη ουσιαστικά συμφωνεί με την προσέγγιση του αδελφού μας Δικαστή.  Ο κ. Σταυράκης, παραπέμποντας στο ότι το θέμα της δικαιοδοσίας ετέθη και απεφασίσθη από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ώστε η Εφεσείουσα να δεσμεύεται από τη διαδικασία που η ίδια ακολούθησε, εισηγείται ότι δεν επιτρέπεται προσφυγή σε  προνομιακό διάταγμα προς έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου επί της ουσίας της.  Εισηγείται ακόμα ότι η νομολογία δεν επιτρέπει προσφυγή σε προνομιακό διάταγμα όπου υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, έστω και αν αυτή είναι υπό τη μορφή έφεσης στο τέλος της υπόθεσης, ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων που δεν αποκαλύπτονται στην υπόθεση αυτή, με κυρία αναφορά στην υπόθεση Επί της Αφορώσι την Αίτηση της Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965.

 

Οι εισηγήσεις του κ. Πολυβίου με βρίσκουν σύμφωνο.  Κατ΄αρχάς, η όλη ιδέα των προνομιακών διαταγμάτων, ως εκδιδομένων από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο προς έλεγχο του, είναι πρωτίστως με αναφορά στη δικαιοδοσία τους, συνιστά δε τον κύριο λόγο έκδοσης προνομιακού διατάγματος η έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Αυτή είναι και η ιστορική καταγωγή του certiorari όπως και του prohibition.  Όπως το έθεσε ο Atkin, L.J. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση R. V. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B.D. 171 (σ. 204 - σ. 205):

 

«Both writs are of great antiquity, forming part of the process by which the King´s Courts restrained courts of inferior jurisdiction from exceeding their powers.  Prohibition restrains the tribunal from proceeding further in excess of jurisdiction; certiorari requires the record or the order of the court to be sent up to the King´s Bench Division, to have its legality inquired into, and, if necessary, to have the order quashed.  It is to be noted that both writs deal with questions of excessive jurisdiction,...»

 

 

 

Εξ ου και, όπου η έλλειψη δικαιοδοσίας είναι εμφανής στην όψη του πράγματος, prohibition εκδίδεται δικαιωματικά και ανεξαρτήτως της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας.  Τέτοια βεβαίως δεν είναι η προκειμένη περίπτωση, η οποία εξυπακούει νομική εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας και η οποία έχει συζητηθεί στη βάση ότι η παραχώρηση άδειας επιδιώκεται με αναφορά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Και έτσι όμως, η διάσταση της δικαιοδοσίας ως του υποβάθρου της αίτησης δεν παύει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο της.  Στη διάσταση αυτή πρέπει να αποδίδεται η ανάλογη σημασία σε συνάρτηση τόσο με το θέμα της εναλλακτικής θεραπείας όσο και το θέμα των εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η υπόθεση Hellenger, ανωτέρω, και η νομολογία που την ακολούθησε, βρίσκεται στο επίκεντρο των εισηγήσεων του κ. Πολυβίου.  Η υπόθεση, επιχειρηματολογεί, δεν μπορεί να εκληφθεί ότι θέτει απόλυτο κανόνα ως προς την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων όπου υπάρχει οποιαδήποτε εναλλακτική θεραπεία.  Το γεγονός και μόνο ότι πρόκειται για θέμα άσκησης δικαιοδοσίας, αλλά και σε συνδυασμό με το ότι η εναλλακτική θεραπεία, προσφερόμενη στο τέλος της υπόθεσης, δεν θα είναι επαρκής, συνιστούν, και αν έτσι τεθεί το πράγμα, εξαιρετικές περιστάσεις.  Και τούτο ακριβώς για να προληφθεί η άσκηση δικαιοδοσίας εκεί που δεν υπάρχει και να μην οδηγηθεί η υπόθεση σε πλήρη ακρόαση, με όλη τη σπατάλη χρόνου και χρήματος που θα απαιτηθεί, για να εξετασθεί τότε και εκ των υστέρων το θέμα της δικαιοδοσίας.

 

Οι εισηγήσεις αυτές ουδόλως αντιστρατεύονται τη Hellenger.  Είναι πολύ σημαντικό να γίνει εξ αρχής αντιληπτό το πλαίσιο στο οποίο ο Κωνσταντινίδης, Δ., διατύπωσε την κατάληξή του ότι (σ. 1975):

 

«. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.»

 

 

 

Η όλη υπόθεση συζητήθηκε με αναφορά στο ότι παρείχετο η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης, με το Δικαστήριο να καλεί το συνήγορο «να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να παρακαμφθεί το ένδικο μέσο της έφεσης», σε συνάρτηση και με τα λεχθέντα στην υπόθεση  Αναφορικά με τον Σταύρο Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469, στην οποία, όπως παρατήρησε ο Κωνσταντινίδης, Δ., «τονίστηκε πως στο τέλος της ημέρας οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται προς τις δυνατότητες που παρέχουν οι προσφερόμενες θεραπείες».  Όπως ελέχθη στη Μεστάνα (σ. 1477-1478):

 

«Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ' ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Όπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury's Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.

 

Οι υποθέσεις Hillingdon και Merseyside αφορούσαν σε διοικητικούς χειρισμούς και η έφεση που προβλεπόταν ήταν "ιεραρχική", και στις δυο περιπτώσεις σε Υπουργό. Οι συγκριτικές αναφορές που έγιναν είναι συναρτημένες προς τις ιδιατερότητες του εκεί συστήματος (βλ. και R. v. Birmingham City Council Ex. p. Ferrero Ltd [1993] 1 All E.R. 530) και είναι νομίζουμε σαφές πως ο προβληματισμός ο δικός μας αναφορικά με το θέμα πρέπει να διέρχεται μέσα από τις δικές μας θεσμικές ρυθμίσεις. Παράδειγμα παρέχει η Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 961. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των θεσμών μας, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ανάλογη προς την prohibition, που εγκύρως είχαν διεκδικήσει οι αιτητές, κρίθηκε ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με το αίτημα για certiorari, αφού τα δυο ήταν συναφή.

 

Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως "η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος" και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου. Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως "έγκαιρη" επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

 

Θέλουμε να πούμε πως αν καθ' υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιό γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελίας (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 925 έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση. Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα. Όπως έχει τονιστεί επανηλειμμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.»

 

 

 

Ήταν λοιπόν δεδομένο τόσο στη Hellenger όσο και στη Μεστάνα ότι υπήρχε άμεσα διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης στο οποίο δεν είχε προσφύγει ο Αιτητής προτιμώντας να αποταθεί για προνομιακό διάταγμα.  Και οι παρατηρήσεις που έγιναν τόσο στη Hellenger όσο και στη Μεστάνα είναι ακριβώς ως προς αυτό το δεδομένο που έγιναν, με κατάληξη ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η δεδομένα υφιστάμενη εναλλακτική θεραπεία δεν θα ήταν επαρκώς αποτελεσματική.  Εξ ου και η καταληκτική αναφορά στο απόσπασμα από τη Μεστάνα ότι «δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τι συνιστά εξαιρετική περίσταση.  Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.», είναι δηλαδή θέμα γεγονότων και όχι νόμου υπό τη μορφή γενικού κανόνα.

 

Ότι ο Κωνσταντινίδης, Δ., δεν σκοπούσε να διατυπώσει κανόνα πέρα του πλαισίου της υπόθεσης ενώπιόν του είναι σαφές και από την αναδρομή του στην Αγγλική νομολογία, σε συνάρτηση με την εμβέλεια του θέματος της δικαιοδοσίας προκειμένου περί δικαιοδοτικού θέματος, για να καταδείξει ότι, εξαιρουμένης της δικαιωματικής έκδοσης προνομιακού διατάγματος, ακόμα και θέματα δικαιοδοτικής υφής υπόκεινται στον κανόνα ότι, εφ΄όσον υπάρχει άλλη αποτελεσματική ένδικη θεραπεία, απαιτείται να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις.  Αυτό αναδεικνύεται ιδιαιτέρως από τη συζήτηση της R. v. Wandswοrth Justices [1942] 1 All E.R. 56, όπως και της Reg. V. Brighton JJ Ex. P. Robinson (Dic) [1973] 1 WLR 69.

 

Η προκειμένη περίπτωση διαφέρει πολύ από τη Hellenger και τη νομολογία που απασχόλησε εκεί.  Εκεί το δικαίωμα έφεσης ήταν άμεσα προσφερόμενο και δεν έγινε χρήση του χωρίς επαρκή εξήγηση προς τούτο.  Εδώ είναι δεδομένο ότι κατά το σχετικό χρόνο δεν παρείχετο δικαίωμα έφεσης.  Η Εφεσείουσα αποτάθηκε για προνομιακά διατάγματα ως τη μόνη ουσιαστικά προσφερόμενη αποτελεσματική θεραπεία.  Το δικαίωμα έφεσης που θα είχε στο τέλος της υπόθεσης ουδόλως θα εξυπηρετούσε το σκοπό του δικαιοδοτικού θέματος αφού η όλη υπόθεση θα είχε ακουσθεί και έτσι, αν βεβαίως η Εφεσείουσα είχε δίκαιο, η δικαιοδοσία την άσκηση της οποίας επιδιώκει ακριβώς να αποτρέψει θα είχε ασκηθεί και το νομικό μας σύστημα θα είχε επιτρέψει τούτο.  Στη δική μου αντίληψη της φύσης και του σκοπού του Certiorari και του Prohibition αυτό θα καταργούσε το διαχρονικό σκοπό τους που είναι η αποτροπή της άσκησης ανύπαρκτης δικαιοδοσίας.  Η μη ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε συνδυασμό με τη φύση του θέματος ως δικαιοδοτικού συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέβαλλαν την παροχή άδειας, εφ΄όσον και εκ πρώτης όψεως η Εφεσίβλητη φαίνεται να έχει συζητήσιμη υπόθεση, θέμα που εξ άλλου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

 

Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση.

 

 

 

                                                            Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο