ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 314
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.405/2008)
8 Mαρτίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
EΡΜΟΥ ΔΩΡΙΤΗ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου αρ.1
- Και -
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
-----------------------------------
Π.Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα
Χρ.Χ΄Γιώρκη, (κα), με Μ.Κούντουρου, (κα), για Ανδρέα Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ., για τους Εφεσίβλητους
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 19 Μαίου 2008, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, τότε Εναγόμενου 1, στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, υπ΄αρ. 3833/2005, που καταχώρησαν εναντίον του η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ - Εφεσίβλητη.
Στις 15 Ιουλίου 2008, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της εν λόγω απόφασης. Με την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση, έγινε αποδεκτό από τον εφεσείοντα ότι η εν λόγω αγωγή είχε τότε, και συγκεκριμένα την 1η Σεπτεμβρίου 2005, επιδοθεί στον Δημήτρη Δωρίτη, αδελφό του και τότε Εναγόμενο 2. Παρόλο που στον ίδιο δεν είχε επιδοθεί η αγωγή, είχε δώσει, όπως ανέφερε, οδηγίες στη δικηγόρο κα Ζέτα Νικολάου, να παρακολουθεί τη διαδικασία και να τον ενημερώνει. Από έρευνα που έγινε μεταγενέστερα από τον συνήγορό του, ο εφεσείων πρόβαλε ότι η εν λόγω αγωγή είχε επιδοθεί στην 9 Μαρτίου 2007 στη μητέρα του Στέλλα Δωρίτη, η οποία, όμως, ενώ φέρεται να είναι συγκάτοικος μαζί του, ο ίδιος διέμενε σε διαφορετική διεύθυνση, και για τον σκοπό αυτό, είχε προσκομίσει και αντίγραφο του λογαριασμού ρεύματος από την Α.Η.Κ.. Στη συνέχεια, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω αγωγή είχε επιδοθεί σε κάποια Μαρία Δωρίτη, που τυγχάνει να είναι θεία του, και ταυτοχρόνως έχει ένα εξάδελφο με το ίδιο όνομα, όπως το δικό του, Έρμος Δωρίτης.
Ο εφεσείων παραδέχεται ότι παρόλη την μη καταχώρηση εμφάνισης, η πιο πάνω συνήγορος εμφανίστηκε σε επτά διαδοχικές περιπτώσεις ενώπιον του δικαστηρίου, εκπροσωπώντας τον αδελφό του αλλά εμφανιζόμενη και για λογαριασμό του. Στις 15 Οκτωβρίου 2007, μετά από οδηγίες της εν λόγω συνηγόρου του, ο ίδιος είχε υπογράψει ένορκη δήλωση αποκάλυψης, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας.
Το δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 19 Νοεμβρίου 2008, είχε απορρίψει την αίτηση γιατί, όπως αναφέρεται, ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει στον δέοντα βαθμό ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Περαιτέρω, το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντα να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή και αυτή η παράλειψη δεν οφειλόταν σε λάθος της τότε δικηγόρου του, αλλά ήταν αποτέλεσμα δικής του αδιαφορίας. Ως αποτέλεσμα του εν λόγω συμπεράσματος του δικαστηρίου, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία εδράζεται επί τριών λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά στη γενικότητα των προβληθέντων ισχυρισμών ως προς το θέμα της εξόφλησης του υφισταμένου δανείου εκ μέρους του εφεσείοντα. Η γενικότητα του ισχυρισμού που προβλήθηκε ότι η οφειλή, προς τους εφεσίβλητους, είχε εξοφληθεί με συμφωνία που έγινε μεταξύ συγγενών του εφεσείοντα, δεν κρίθηκε ικανοποιητικό στοιχείο από το δικαστήριο. Παράλληλα, ούτε η προβολή ισχυρισμού για αποδοχή εκ μέρους των εφεσιβλήτων νέου εγγυητή, μπορεί να βοηθήσει και να στηρίξει τον ισχυρισμό περί ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Tο πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη νομολογία που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσεως.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1402 απαιτείται από τον εναγόμενο αιτητή να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Να δώσει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν επανάνοιγμα της υπόθεσης. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου έχει ως πρωταρχικό, όπως χαρακτηρίστηκε παράγοντα την αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης.
Οι αρχές άσκησης της ευχέρειας που παρέχει η Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών συζητήθηκαν στην υπόθεση Βέρνα ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδ.) Λτδ, (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 277.
Ταυτόχρονα, στην υπόθεση Zehil v. Roberts (2009) 1(A) 678 αναλύθηκε η αναγκαιότητα εξισορρόπησης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, διαφόρων παραγόντων, «όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση».
Βλ. επίσης Γεωργίου ν. Χριστοδούλου, Πολ.Εφ.266/2008, ημερ. 21 Μαρτίου 2011 και Νέμιτσας ν. Chaparian Πολ. ΄Εφ. 284/2008 ημερ. 10 Μαϊου, 2011.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, περαιτέρω, ασχολήθηκε και με την προτεινόμενη «υπεράσπιση και ανταπαίτηση», δικόγραφο το οποίο τελικώς δεν κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, για να καταλήξει ότι δεν στοιχειοθετείται, και ορθώς κατά την άποψή μας, θέμα υπεράσπισης στην ουσία της αγωγής, η οποία εδραζόταν σε συμφωνία δανείου. Σε συνάρτηση με τον προβληθέντα ισχυρισμό για χρέωση υπερβολικού ποσού τόκου, το δικαστήριο θεώρησε, και ορθώς, ότι δεν είχε από πλευράς εφεσείοντα προσκομισθεί οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να δικαιολογεί αυτή την προσέγγιση.
Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στα γεγονότα που έχουν σχέση με τις πολλές εμφανίσεις, τις οποίες έκαμε η συνήγορος, κα. Νικολάου, για λογαριασμό του εφεσείοντα, έστω και χωρίς σημείωμα εμφάνισης, οι οποίες είχαν ως έναυσμα αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2007. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι υπήρχε γνώση του εφεσείοντα για την εν λόγω αγωγή, είναι βάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές εμφανίσεις, και συγκεκριμένα 7 το αριθμό, που έγιναν μεταξύ του Ιουνίου 2007 και Ιανουαρίου 2008, και της ένορκης αποκάλυψης που έγινε από τον εφεσείοντα τον Οκτώβρη του 2007, που σαφώς αποδεικνύει γνώση της υφιστάμενης εναντίον του δικαστικής διαδικασίας.
Ως προς το θέμα της επίδοσης και του προβληθέντος ισχυρισμού ότι η αγωγή είχε επιδοθεί τον Φεβρουάριο του 2007 στη θεία του εφεσείοντα, συνεπώς ήταν, κατά την άποψή του, λανθασμένη, το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί με επάρκεια και βασιζόμενο στα έγγραφα τα οποία είχαν κατατεθεί, ότι η επίδοση εκείνη ήταν προγενέστερη και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επίδοση που έγινε στις 9 Μαρτίου 2007 στη μητέρα του εφεσείοντα, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων πρόβαλε ισχυρισμό για μη δίκαιη δίκη και ότι η απόρριψη της αιτήσεως συνιστά, κατά την εισήγησή του, άρνηση δικαιοσύνης, που παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα, εδραζόμενο στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Θεωρούμε εντελώς αβάσιμο το προβληθέν επιχείρημα, κανείς δεν έχει αποστερήσει από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του. Είναι εντελώς εκτός τόπου το προβληθέν επιχείρημα, και συνεπώς απορρίπτεται.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε και τους τρεις λόγους αβάσιμους και τα προβληθέντα επιχειρήματα δεν γίνονται αποδεκτά, συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.