ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 507

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 377/2008)

 

20 Μαρτίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

_________________________

 

΄Αγης Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Σάββας Ζαννούπας, για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αξίωση του εφεσείοντα - ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 2338/05, Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, για επιστροφή σ' αυτόν από τον εφεσίβλητο - εναγόμενο ποσού £8.000,00, με τόκο 8% ετησίως, από 30/8/2002 μέχρι εξοφλήσεως, το οποίο του κατέβαλε υπό μορφή δανείου, απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και ανταπαίτηση του εφεσίβλητου για ποσό £19.000,00, αξιούμενο ως υπόλοιπο τιμήματος πώλησης στον εφεσείοντα ενός οχήματος μαζί με την άδεια οδικής χρήσης του.  Η απόρριψη της αξίωσης και της ανταπαίτησης έγινε χωρίς διαταγή για έξοδα. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολιάζοντας και αιτιολογώντας την κρίση του, κατέληξε ότι ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος και ένας μάρτυρας, που ο τελευταίος κάλεσε, ήταν αναξιόπιστοι. 

 

Σε συντομία, η εκδοχή του εφεσείοντα, ο οποίος διατηρούσε γραφείο Ταξί, ήταν ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος κατά την περίοδο του 2002 εργαζόταν στο γραφείο του, τον παρακάλεσε να του δανείσει £8.000,00.  Του έδωσε, στις 22/4/2002, την πρώτη επιταγή για £2.000,00 και, στις 25/4/2002, τη δεύτερη για το ίδιο ποσό.  Μετά από ένα μήνα, τον παρακάλεσε να του δώσει ακόμα £1.000,00.  Επειδή ο εφεσίβλητος συνέχιζε να τον παρακαλεί, στις 9/7/2002, παρόλο που του ήταν δύσκολο, του έδωσε ακόμη μια επιταγή για £1.000,00.  Στη συνέχεια, του ζήτησε άλλες £3.000,00.  Επειδή ο εφεσίβλητος ήταν καλός άνθρωπος, και αφού του είχε, ήδη, δώσει £5.000,00 του έδωσε άλλη μια επιταγή για £3.000,00, με τη συμφωνία ότι θα του επέστρεφε τα χρήματα τέλος Αυγούστου του 2004, με τους τόκους τους. 

 

Ο εφεσίβλητος, σε ό,τι αφορά την ανταπαίτηση, δέχτηκε ότι ο εφεσείων του έδωσε £8.000,00, όχι, όμως, ως δάνειο.  Σύμφωνα με την εκδοχή του, συμφώνησαν όπως αυτός πωλήσει στον εφεσείοντα το ταξί του αντί του ποσού των £27.000,00.  Ο τελευταίος του έδωσε τις £8.000,00 και παρέμεινε  υπόλοιπο £19.000,00.

 

Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν αμφισβητείται με την έφεση, γι' αυτό και δε θα μας απασχολήσει. 

 

Εκείνο για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη διαζευκτική αξίωσή του στην ΄Εκθεσή Απαίτησής του, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως και στη βάση της αρχής της αποκατάστασης, για επιστροφή του ποσού των £8.000,00, το οποίο δεν καταβλήθηκε χαριστικά, όπως ήταν αποδεκτό από τον εφεσίβλητο, ο οποίος το εισέπραξε.  Το ζήτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχυρίζεται ο εφεσείων, όχι μόνο τέθηκε ρητά με την ΄Εκθεση Απαίτησης, αλλά προέκυπτε και από τη μαρτυρία των μερών, ανεξάρτητα από την αξιολόγησή της.  Η επιστροφή του, ισχυρίζεται, αποτελούσε επίδικο ζήτημα, για το οποίο το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να καταλήξει σε διαπιστώσεις και όχι να περιοριστεί σε απόρριψη της αγωγής.  Με αναφορά στο ΄Αρθρο 70  του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[1], (ο «Νόμος), και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla on Indian Contract Act And Specific Relief Acts, Ninth Edition, σελ. 496-506, εισηγήθηκε ότι ο πλουτισμός δε χρειάζεται να αποδειχθεί ότι είναι άδικος.  Η ελεύθερη αποδοχή του οφέλους από τον εφεσίβλητο αποτελεί, από μόνη της, λόγο αποκατάστασης.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του εφεσίβλητου, ο συνήγορος του οποίου, με αναφορά σε νομολογία, εισηγήθηκε ότι, μετά την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ότι αυτός δεν κατέβαλε το ποσό ως δάνειο, δεν παρέχεται δυνατότητα επιστροφής του αξιούμενου ποσού. 

 

Στη Minerva Fin. & Inv. Ltd. v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173, ο Κωνσταντινίδης, Δ., αναλύοντας το θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού «unjust enrichment", ανέφερε τα εξής:- (σελ. 2180-2182)

 

«Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου επικαλέστηκε διαζευκτικά τις διατάξεις των άρθρων 70 - 72 του Κεφ. 149 και επίσης την υπόθεση Moses v. McFerlan [1558 - 1774] A.M.E.R. Rep 581 όπως τη συνοψίζει ο Chitty on Contracts 24η έκδοση § 1789.  Εισηγείται πως στη βάση των διαπιστώσεων που έγιναν οι εφεσείοντες υποχρεούνται να επιστρέψουν το ποσό κατά τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της επιείκειας.  Πλούτισαν (enriched) από όφελος (benefit) εξόδοις (at the expense) του εφεσίβλητου και η διατήρηση αυτού του πλουτισμού είναι άδικη (unjust).

 

Ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment) δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί ακόμα στο Αγγλικό Δίκαιο, παρά τον προβληματισμό που εκδηλώνεται, αυτόνομη αιτία αγωγής.  Αναγνωρίζεται όμως πλέον πως, ως έννοια βρίσκεται στον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) ως συνιστώσα την αρχή που την υποστυλώνει.  Το θέμα αναπτύσσεται στον Chitty On Contracts 27η ΄Εκδοση, ειδικά από την παράγραφο 29-007  κ.ε.  Και το σύγγραμμα The Law Of Restitution των Goff & Jones, 2η ΄Εκδοση, αρχίζει ακριβώς με την επεξήγηση πως το δίκαιο της αποκατάστασης είναι το δίκαιο που αφορά σε όλες τις αξιώσεις, οιονεί συμβατικές ή άλλως, που θεμελιώνονται στην αρχή του άδικου πλουτισμού.  (Βλ. επίσης σελ. 11 κ.ε.).  Και είναι με την πιο πάνω έννοια που και τα δύο συγγράμματα αναφέρονται στα τρία στοιχεία του άδικου πλουτισμού στα οποία αναφέρθηκε ο εφεσίβλητος.  (Βλ. παράγραφος 29-011 και σελ. 13 αντίστοιχα).

 

Εκδίδοντας την πρώτη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investments [1977] 3 All E.R. σελ. 1, στη σελίδα 7, ο Lord Diplock τόνισε ακριβώς πως δεν υπάρχει γενικός θεσμός περί άδικου πλουτισμού αναγνωρισμένος στο Αγγλικό Δίκαιο.  Παρέχονται, συνεχίζει, ειδικές θεραπείες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως άδικος πλουτισμός σε νομικό σύστημα που βασίζεται στο αστικό δίκαιο.

 

'There is no general doctrine of unjust enrichment recognised in English law.  What it does is to provide specific remedies in particular cases of what might be classified as unjust enrichment in a legal system that is based on the civil law.'

 

Θεωρήσαμε αναγκαία αυτή τη σύντομη εισαγωγή γιατί, όπως είδαμε, έχει γίνει, πέραν από την αναφορά σε λάθος, και γενική αναφορά στον άδικο πλουτισμό και σε όρους υπό τους οποίους στοιχειοθετείται.  Χωρίς εξειδίκευση του κανόνα, κατά το δίκαιο της αποκατάστασης ή την Κυπριακή Νομοθεσία στην έκταση που ενσωματώνει, που κάλυπτε την περίπτωση.

 

Θα προσθέταμε εδώ πως αρκετά πρόσφατα, στην υπόθεση Woolwich Building Society v. I.R.C. (H.L.(E)) [1993] A.C. 167 αποφασίστηκε πως όπου έχει πληρωθεί ποσό χρημάτων αχρεωστήτως αλλά ο πληρώσας δεν μπορεί να θεμελιώσει κάποια βάση για επιστροφή του, το ποσό δεν μπορεί να επιστραφεί.  Τέτοια βάση θα μπορούσε να είναι το λάθος, ως πτυχή της ευρύτερης έννοιας που συνοπτικά αποδίδεται με τον όρο 'money had and received'.  (Χρήματα του ενάγοντα που λήφθηκαν από τον εναγόμενο).  ΄Ορος που στην Κύπρο, στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 72 του Κεφ.149 καλύπτει και το νομικό λάθος (βλ. George William Portsmouth v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1967) 1 C.L.R, 87 και συναφώς C.T.C. Consultants v. Grindlays Bank (1988) 1 C.L.R. 294).  ΄Οπως και η πληρωμή συνεπεία εξαναγκασμού (duress ή coercion) που επίσης συνιστά βασικό κεφάλαιο του δικαίου που διέπει την αποκατάσταση.  Συνοψίζουν την αγγλική νομολογία πάνω στο θέμα τα δυο συγγράμματα στα οποία έχουμε αναφερθεί, ο Chitty on Contracts από την παράγραφο 29-056 και οι Goff & Jones από τη σελίδα 161.  Αναγνωρίζονται εν προκειμένω όσα περιγράφονται ως όρια στο δικαίωμα για αποκατάσταση.  Αποκλείεται, μεταξύ άλλων, η αποκατάσταση όταν ο ενάγων ενεργεί εκουσίως προς δικό του όφελος.  ΄Η κατ' αποδοχή ή συμβιβασμό έντιμης αξίωσης.  (Βλ. Chitty ανωτέρω παράγραφος 29-011 κ.ε., Goff & Jones σελ. 24 κ.ε.).

 

Στην Κύπρο, οι ρυθμίσεις του Κεφ.149 κάτω από τον τίτλο 'Σχέσεις που Προσομοιάζουν με τις Συμβατικές' έχουν στη ρίζα τους τις αρχές ως προς την αποκατάσταση και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επεκτείνοντας τις μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις.  Είδαμε ότι ο εφεσίβλητος αναφέρθηκε στα ΄Αρθρα 70-72.  Το ΄Αρθρο 71 είναι εντελώς άσχετο.  Αναφέρεται στα δικαιώματα που προκύπτουν από την ανεύρεση αγαθών.  Οι προϋποθέσεις για την ένταξη ορισμένης περίπτωσης στο άρθρο 70, εξηγήθηκαν σε αριθμό υποθέσεων.  (Βλ. Polyxeni Demou Kyriakou v. The Estate of The Late Katina Petrou (1961) C.L.R. 300, Ismini Kyriakou Hji Loizi and Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, Stelios P. Orphanides v. Vyron K. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309, Charalambous v. Kazanou & Another (1982) 1 C.L.R. 326, Theodoulou v. Theodoulou (1987) 1 C.L.R. 101, Sekavin S.A. v. Ship 'Platon Ch.' (1987) 1 C.L.R. 297).  ΄Οπως έχει τονισθεί, δεν εφαρμόζεται το άρθρο στις περιπτώσεις στις οποίες η πράξη για την οποία επιδιώκεται αποκατάσταση, που περιλαμβάνει και την πληρωμή χρημάτων, τελείται μετά από ρητή απαίτηση (express request) του εναγομένου.»

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν παρέχεται δυνατότητα εφαρμογής του ΄Αρθρου 70 του Νόμου, εφόσον οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα στο Δικαστήριο ότι το ποσό των £8.000,00 το κατέβαλε στον εφεσίβλητο μετά από δική του παράκληση και με την, ταυτόχρονη, υπόσχεση επιστροφής του εντός ευλόγου χρόνου ή σε συγκεκριμένη ημερομηνία δεν έγιναν δεκτοί. 

 

Ανεξάρτητα από τη βάση στην οποία ο εφεσείων ζήτησε την επιστροφή του ποσού - ΄Αρθρο 70 του Νόμου - εξετάσαμε και το κατά πόσο αυτή δικαιολογείται στη βάση του ΄Αρθρου 65 του Νόμου, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. v. Ανδρέα Μιχαήλ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 347/08, 23/1/12΄Οπως έχει εκεί αναφερθεί, ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει στο δικόγραφό του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, οφείλει, όμως, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει.  Δεν είναι δυνατό να προωθεί στη δίκη διαζευκτικούς ισχυρισμούς, ή, αν οι ισχυρισμοί που έχει προωθήσει απορριφθούν, να δικαιούται τη διαζευκτική θεραπεία, στη βάση ανύπαρκτων γεγονότων.  Το ΄Αρθρο 65 του Νόμου εφαρμόζεται όταν μια συμφωνία είναι εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη δυνάμει των αρχών του Νόμου, οπότε το πρόσωπο που έχει ωφεληθεί στη βάση της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος, ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο το προσπορίστηκε. 

 

Στην παρούσα περίπτωση, δε βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξ υπαρχής άκυρη συμφωνία ή σύμβαση που κατέστη άκυρη δυνάμει των αρχών του Νόμου.  Η περίπτωση αφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τον εφεσείοντα στον εφεσίβλητο, σύμφωνα με, κατ' ισχυρισμό, έγκυρη συμφωνία δανείου, η οποία, όμως, με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα, είναι ανύπαρκτη.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.         

                                                                        

 

 

 

                                                                        

                                                                         Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

                                                                         Κ. Κληρίδης, Δ.

/ΜΠ



[1]         «70.  Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο