ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 135
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 7/2012)
8 Φεβρουαρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 40 ΘΕΣΜΟΣ 8 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Ή/ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 02/12/2008 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 3991/2000 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ 40 ΘΕΣΜΟΣ 8 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Γ. Πολυχρόνης, για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: H Αιτήτρια με τη μονομερή αίτησή της, ζητά:- (Α) Άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 2.12.2008 (προφανώς εννοεί 16.12.2008) στην υπόθεση 3991/2000, με το οποίο διατάχθηκε η ανανέωση της απόφασης που είχε εκδοθεί στις 18.10.2000 και (Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας στην ποινική υπόθεση 20328/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μέχρι εκδίκασης της παρούσας αίτησης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στην Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Ακανθούς με την Αγωγή 3991/00, ενήγαγε τον πρωτοφειλέτη, πρώην σύζυγο της Αιτήτριας, τον αδελφό του, την Αιτήτρια και τον υιό της ως εγγυητές.
Στις 18.10.2000 εκδόθηκε απόφαση εναντίον των πιο πάνω. Το 2001 λήφθηκαν μέτρα εναντίον της Αιτήτριας και του υιού της, οι οποίοι διατάχθηκαν να πληρώνουν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, το ποσό των £20 μηνιαίως. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι περί το 2004 ο σύζυγός της εγκατέλειψε τη συζυγική εστία, ενώ τόσο πριν όσο και μετά το γεγονός αυτό, της υποσχέθηκε ότι θα διευθετούσε το εξ αποφάσεως χρέος.
Περί το τέλος Δεκεμβρίου του 2011, επιδόθηκε στην Αιτήτρια κατηγορητήριο, στην ποινική υπόθεση 20328/11. Με αυτό, αντιμετωπίζει 13 κατηγορίες για παράλειψη καταβολής προς τους εξ αποφάσεως πιστωτές, δόσεων κατά την ημερομηνία πληρωμής. Οι δόσεις φαίνεται να αφορούν την περίοδο 1.8.2008 μέχρι 1.10.2011. Όλα τα αδικήματα, στηρίζονται στον περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008 (Ν. 60(Ι)/2008).
Η Αιτήτρια εξεπλάγη όταν παρέλαβε το κατηγορητήριο, γιατί ήταν με την εντύπωση ότι το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί, όπως την είχε διαβεβαιώσει ο πρώην σύζυγός της. Ο δικηγόρος της προέβη σε έρευνα και διακρίβωσε ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί και ότι οι εξ αποφάσεως πιστωτές, μετά από μονομερή αίτησή τους, εξασφάλισαν στις 16.12.2008 διάταγμα με το οποίο δίδετο δυνάμει της Δ.40 θ.8, άδεια για εκτέλεση της απόφασης, μετά την παρέλευση 6 ετών από την ημερομηνία που εκδόθηκε. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν της επιδόθηκε ούτε η αίτηση, ούτε και το σχετικό διάταγμα.
Μέσω του δικηγόρου της, ισχυρίζεται ότι η έκδοση του πιο πάνω διατάγματος ήταν παράνομη, αφού:- (1) Παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, καθότι η ίδια δεν κλήθηκε να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία για ανανέωση της απόφασης και ούτε της επιδόθηκε ποτέ το σχετικό διάταγμα ημερ. 16.12.2008, (2) δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της Δ.40 θ.8 και συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται από τον εξ αποφάσεως πιστωτή σε ποια μέτρα εκτέλεσης προέβη, ώστε να είναι αναγκαία η ανανέωση της απόφασης, (3) δεν επισυνάφθηκε στη μονομερή αίτηση, αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού, ώστε να φαίνεται το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους. Όλα τα πιο πάνω, κατά το δικηγόρο της Αιτήτριας, συνιστούν όχι μόνο παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και έκδηλη πλάνη περί το νόμο.
Ο δικηγόρος της Αιτήτριας υποστήριξε επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο. Όμως σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει διαφορετικά, εισηγήθηκε ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, κατά παρέκκλιση του κανόνα. Προσδιόρισε τις εξαιρετικές περιστάσεις στο ότι:- (α) η Αιτήτρια έλαβε γνώση του διατάγματος για ανανέωση της απόφασης, 3 χρόνια μετά την έκδοσή του, (β) στο ενδιάμεσο διάστημα θεσπίστηκε ο Ν. 60(Ι)/08 που δημιούργησε επιπτώσεις στην Αιτήτρια, (γ) στη μη τήρηση των προϋποθέσεων για έκδοση του διατάγματος και (δ) στη διαπιστούμενη αδράνεια των πιστωτών στη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον της Αιτήτριας και στη μη επίδοση του διατάγματος ανανέωσης της απόφασης. Τέλος, ο κ. Πολυχρόνης εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και ex debito justitiae.
Έχω μελετήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, καθώς και τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος της Αιτήτριας στην προφορική του αγόρευση, αλλά δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πρόκειται για περίπτωση που θα πρέπει να χορηγήσω την αιτούμενη άδεια. Κατ' αρχάς, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η διαπίστωση θα πρέπει να γίνει από το πρακτικό του δικαστηρίου. Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος, παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και άλλα (βλ. Αίτηση του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου για άδεια καταχώρησης εντάλματος Certiorari (2009) 1(Β) ΑΑΔ 1650 και Αναφορικά με τον Τζενάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο δικηγόρος της Αιτήτριας επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του σε δύο πυλώνες:- (α) την κατ' ισχυρισμό παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, και (β) στην ύπαρξη έκδηλης πλάνης περί το νόμο.
Από το σύνολο των στοιχείων στα οποία έκαμε αναφορά, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε οποιονδήποτε από τους δύο πυλώνες.
Σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8, όπως ίσχυε πριν αυτή τροποποιηθεί, όταν παρέλθουν έξι έτη από την ημερομηνία έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης ή όταν υπάρξει αλλαγή στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος δικαιούται σε εκτέλεση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο και αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει σχετικό διάταγμα. Η Δ.48 θ.8(1)(λθ) ή (kk), προβλέπει ότι η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μονομερώς. Μάλιστα, η Δ.48 θ.8(2) δίδει το δικαίωμα στον Αιτητή να μη συνοδεύσει τη μονομερή αίτηση του με ένορκη δήλωση, εκτός αν κάτι τέτοιο ζητηθεί από το Δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε εκ πρώτη όψεως δεν διαπιστώνεται ότι υπήρξε παραβίαση των πιο πάνω δικονομικών προνοιών. Σύμφωνα με τη συνδυασμένη ανάγνωση της Δ.40 θ.8 και Δ.48 θ.8(1), δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης μιας τέτοιας αίτησης και στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να διατάξει το Δικαστήριο επίδοση. Ούτε έχω πειστεί ότι υπήρχε υποχρέωση για να επιδοθεί το σχετικό διάταγμα που εξασφαλίστηκε από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, φαίνεται ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.40 θ.8, όπως αυτή ίσχυε προτού τροποποιηθεί, ήτοι είχαν παρέλθει 6 χρόνια από την απόφαση και ο διάδικος έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία που αποδείκνυαν ότι εδικαιούτο σε εκτέλεση. Τα στοιχεία αυτά φαίνονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και από τα οποία προέκυπτε ότι το εξ αποφάσεως χρέος δεν είχε ακόμη εξοφληθεί, παρά την πληρωμή κάποιων ποσών. Δεν συμφωνώ με το δικηγόρο της Αιτήτριας ότι θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου πρόσθετα στοιχεία που να εξειδικεύουν τα μέτρα εκτέλεσης που είχαν ληφθεί μέχρι τότε. Το γεγονός ότι το εξ αποφάσεως χρέος δεν είχε ακόμα εξοφληθεί, κατά την άποψή μου, ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα, δίδοντας άδεια για τη λήψη μέτρων εκτέλεσης. Δεν βλέπω γιατί ο διάδικος που υπέβαλε την αίτηση, θα έπρεπε να επισυνάψει στην αίτηση του κατάσταση λογαριασμού, όπως εισηγήθηκε ο κ. Πολυχρόνης. Το γεγονός ότι ενόρκως δηλωνόταν ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί, ήταν κατά την κρίση μου αρκετό. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των προϋποθέσεων της Δ.40 θ.8 ή οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή άλλη παρανομία. Ούτε βέβαια διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ή του Συντάγματος, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος της Αιτήτριας.
Η αίτηση για άδεια δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς