ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 65
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2008)
24 Ιανουαρίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗ,
Εφεσείοντας,
- και -
GOLDEN COAST LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ GOLDEN COAST HOTEL,
Εφεσιβλήτων.
Γ. Πιττάτζης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Θεριστή (κα) για Α. Αδαμίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ, θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Όπως τροποποιήθηκε δυνάμει απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 25.4.2012)
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το 1979, ο Εφεσείων, εκ μέρους του πεθερού του, ιδιοκτήτη γης στο Παραλίμνι και εκπρόσωποι της μητρικής εταιρείας των Εφεσιβλήτων, Lordos Hotels Holdings Ltd, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις κατάφεραν να συνάψουν συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε η ανέγερση του ξενοδοχείου Golden Coast στη γη του πεθερού του Εφεσείοντος. Όπως ισχυρίστηκε ο Εφεσείων, στη συμφωνία έγινε πρόνοια ότι μέλη της οικογένειάς του, θα εργοδοτούντο στο ξενοδοχείο σε καλές θέσεις, με καλό μισθό. Μετά την αποπεράτωση του ξενοδοχείου το 1987, ο Αιτητής, με βάση τα όσα είχαν συμφωνηθεί, προσλήφθηκε ως «Λειτουργός Ασφάλειας» (Security Officer) και στη συνέχεια ως κλητήρας και έκτοτε εργαζόταν αδιαλείπτως στο ξενοδοχείο που είχε ανεγερθεί. Το 2002 η αρχική συμφωνία αντικαταστάθηκε με νέα, η οποία φέρει ημερ. 31.7.2002. Στη νέα γραπτή συμφωνία περιλαμβάνονταν διάφοροι όροι, οι οποίοι είναι κυρίως οικονομικής φύσεως, αφού και οι δύο πλευρές θα ήταν μέτοχοι στην εταιρεία Golden Coast Limited (Εφεσίβλητοι), που δημιουργήθηκε για να αναλάβει την ιδιοκτησία του ξενοδοχείου. Επί συνόλου 600.000 μετοχών, ο Εφεσείων κατείχε 24.000 μετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο των Εφεσιβλήτων.
Ο όρος 6 της πιο πάνω τροποποιηθείσας συμφωνίας των μετοχών, προνοούσε:-
«6. Συμφωνείται όπως οι συμβαλλόμενοι ενεργήσουν για τη συνέχιση της εργοδοσίας του εκ των μετόχων Ζαχαρία Χατζηκωνσταντή μέχρι την κατά νόμο συνταξιοδότησή του νοουμένου πάντοτε ότι ο Ζ. Χατζηκωνσταντής θα τηρεί του όρους εργοδοσίας του και επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων της Εταιρείας σε περίπτωση παράβασής τους.»
Ο Εφεσείων από τότε που εργοδοτήθηκε, συνέχισε να εργάζεται στο ξενοδοχείο για 12 μήνες το χρόνο. Το 1992 στα πλαίσια σχετικής Συλλογικής Σύμβασης μεταξύ του Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων αφενός και των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων αφετέρου, καθιερώθηκε για πρώτη φορά η προσωρινή αναστολή εργασιών στις ξενοδοχειακές μονάδες κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Με αυτή την τακτική, όλα τα ξενοδοχεία που δεσμεύονταν από τη Συλλογική Σύμβαση, διέκοπταν προσωρινά τις εργασίες τους κατά τη χειμερινή περίοδο. Επίσης διακόπτετο προσωρινά και η εργοδότηση των πλείστων υπαλλήλων τους καθ' όλη τη χειμερινή περίοδο και στα ξενοδοχεία παρέμενε μόνο μικρή ομάδα συντήρησης. Οι υπάλληλοι των οποίων η εργασία διακόπτετο, φαίνεται να έπαιρναν ένα μικρό μέρος του μισθού τους και ένα άλλο μέρος από τα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπό μορφή ανεργιακού επιδόματος. Αυτή την τακτική ακολούθησαν και οι Εφεσίβλητοι. Στις 18.11.2003 στα πλαίσια ανανέωσης των Συλλογικών Συμβάσεων, υπεγράφη Μνημόνιο Συμφωνίας μεταξύ Εργατικών Συνδέσμων και Συντεχνιών, με την οποία διαφοροποιείτο η διαδικασία για την προσωρινή αναστολή της απασχόλησης και του τρόπου διεκδίκησης ανεργιακού επιδόματος από τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων. Το εν λόγω Μνημόνιο συνέχισε να ισχύει και για τη χειμερινή περίοδο 2005-2006.
Παρά την τακτική που ακολούθησαν οι Εφεσίβλητοι στα πλαίσια των σχετικών Συλλογικών Συμβάσεων και του Μνημονίου, να διακόπτουν προσωρινά την εργοδότηση των υπαλλήλων τους κατά τη χειμερινή περίοδο, ουδέποτε διέκοψαν την εργοδότηση του Εφεσείοντος μέχρι τη χειμερινή περίοδο 2005-2006. Αυτός συνέχισε να εργάζεται ως μέρος της μικρής ομάδας που διατηρείτο στο ξενοδοχείο. Όμως για πρώτη φορά στις 10.11.2005 του απέστειλαν επιστολή πληροφορώντας τον ότι λόγω αναστολής των λειτουργιών του ξενοδοχείου από 4.11.2005-31.3.2006, η απασχόλησή του θα τερματιζόταν κατά την περίοδο αυτή και θα του κατέβαλλαν ποσοστό 2,8% του βασικού του μισθού και τιμαρίθμου και ότι θα επαναπροσλαμβάνετο την 1.4.2006, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής των εργασιών.
Ο Εφεσείων ενήγαγε τους Εφεσίβλητους στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ισχυριζόμενος ότι η αναστολή της απασχόλησης του έγινε κατά παράβαση των συμφωνηθέντων το 1979, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τον όρο 6 της γραπτής Συμφωνίας Μετοχών του 2002 (Τεκμήριο 1) και ειδικά του όρου 6. Ισχυρίστηκε επίσης ότι με την προσωρινή διακοπή της απασχόλησής του, πέραν των άλλων ταλαιπωριών και απωλειών, θα έχανε και τους μισθούς του για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2005, Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2006, οι οποίοι συμποσούνταν στο ποσό των £7.404.
Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι το ξενοδοχείο από το 2003-2005 παρουσίαζε καθαρή ζημιά. Έτσι αναγκάστηκαν να λάβουν μέτρα για μείωση του μόνιμου προσωπικού, το ποίο μεταξύ της περιόδου 2004 και 2005, μειώθηκε από 39 σε 32. Επίσης, αναγκάστηκαν να αυξήσουν και τον αριθμό των ατόμων των οποίων η εργοδότηση διακόπτετο προσωρινά. Κατά την περίοδο 2004-2005 των μόνων που δεν ανεστάλη η εργοδότηση, ήταν 7 ατόμων: του γενικού διευθυντή, του βοηθού του και διευθυντή τροφίμων και ποτών, της υπεύθυνης του λογιστηρίου, του υπεύθυνου τμήματος συντήρησης, της υπεύθυνης της υποδοχής, ενός τεχνικού και του Εφεσείοντος. Όμως, κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο, αναγκάστηκαν να αφήσουν μόνο το γενικό διευθυντή, τον υπεύθυνο του Τμήματος Συντήρησης και δύο τεχνικούς. Ισχυρίστηκαν ότι τα καθήκοντα του Εφεσείοντος εξέλειπαν κατά τη διάρκεια της περιόδου, αφού η αλληλογραφία μειώθηκε αισθητά και μπορούσε να τη χειριστεί ο ίδιος ο διευθυντής του ξενοδοχείου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεύοντας τη Συμφωνία, Τεκμήριο 1, έκρινε ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχε εγγυημένη σύμβαση απασχόλησης και ότι το δικαίωμα των Εφεσιβλήτων να τερματίσουν την απασχόλησή του, έγινε για καλόπιστους λόγους πριν την κατά νόμο συνταξιοδότηση και δεν μπορεί να περιοριστεί.
Κατά την ερμηνεία της Συμφωνίας του 2002 έλαβε υπόψη τα αποφασισθέντα στη Χαραλάμπους κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Ουαλίας (2004) 1 ΑΑΔ 91, για να παραλληλίσει την περίπτωση με το ευρύτερο δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού που ενυπάρχει στην ίδια τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου και δεν μπορεί να περιοριστεί. Το γεγονός ότι η Συμφωνία, Τεκμήριο 1, υπογράφηκε μεταξύ του Εφεσείοντος ως μετόχου των Εφεσιβλήτων και συνδεόταν με την προηγούμενη συμφωνία παραχώρησης της γης της οικογένειάς του για την ανέγερση του ξενοδοχείου, θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν ήταν αρκετό ώστε να διαφοροποιηθεί η περίπτωση του Εφεσείοντος από το υπόλοιπο προσωπικό του ξενοδοχείου. Κρίθηκε ότι η Συλλογική Σύμβαση υπερίσχυε της μεταξύ των μερών Συμφωνίας, Τεκμήριο 1 και ότι οι Εφεσίβλητοι νόμιμα ανέστειλαν την απασχόληση του Εφεσείοντος, χωρίς να διαπιστώνεται παράβαση της Σύμβασης Απασχόλησης.
Ο Εφεσείων με την παρούσα έφεση θέτει υπό αμφισβήτηση την πρωτόδικη κρίση. Με δύο λόγους έφεσης, προσβάλλει: (α) το εύρημα ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα μονομερώς να αλλάξουν τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησής του και (β) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεχόμενο αίτηση των Εφεσιβλήτων, διέγραψε 8 παραγράφους από το αρχικό δικόγραφό του.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο, συμφωνούμε ότι αυτός δεν έχει καθόλου έρεισμα για τους λόγους που εξηγεί ο αδελφός δικαστής Χατζηχαμπής στη διϊστάμενη απόφασή του. Δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Όμως ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί. Δεν συμφωνούμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παρούσα περίπτωση μπορεί να παραλληλιστεί με το δικαίωμα του εργοδότη για απόλυση λόγω πλεονασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε μια ιδιαιτερότητα στη σύμβαση εργοδότησης. Το όλο θέμα της εργοδότησης του Εφεσείοντος, συνδέθηκε με την απόκτηση της γης για ανέγερση του ξενοδοχείου και προφανώς αποτέλεσε μέρος του ανταλλάγματος για συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία αργότερα επιβεβαιώθηκε και γραπτώς. Επομένως, οι όροι της δεν μπορούσαν μονομερώς να διαφοροποιηθούν όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η υπογραφή και η εφαρμογή των Συλλογικών Συμβάσεων, κατά την κρίση μας άφηνε ανέπαφη τη Συμφωνία, Τεκμήριο 1, μεταξύ των διαδίκων. Όπως αναφέρθηκε στη Λοΐζου ν. Stylson Engineering Co Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 2077, 2087, συλλογική σύμβαση εργασίας δεν μπορεί να είναι υπεράνω της ατομικής, εκτός βέβαια και αν οι όροι της συλλογικής σύμβασης με ρητό ή εξυπακουόμενο τρόπο ή δια νόμου ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση (βλ. G.H.L. Friedman, The Modern Law of Employment, 1η Έκδοση, σελ. 80). Πέραν τούτου, ο όρος 18 της Συμφωνίας (Τεκμήριο 1), καθόλου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, θέτοντας τη συλλογική σύμβαση υπεράνω της ατομικής. Ο συγκεκριμένος όρος, όπως ρητά αναφέρει, αφορά στις προηγούμενες «μεταξύ των συμβαλλομένων μερών» συμφωνίες και όχι σε προηγούμενες συλλογικές συμβάσεις, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον των Εφεσιβλήτων, για ποσό £7.404, πλέον νόμιμο τόκο, από την ημέρα καταχώρησης της Αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Εκ συμφώνου επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος, τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα κατ' έφεση έξοδα, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.