ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2166
20 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ,
2. ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2008)
Δεδικασμένο (Res judicata) ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία δεν προέκυπτε δεδικασμένο εκ της απόρριψης προηγούμενης αγωγής εναντίον εγγυητών σύμβασης δανείου, λόγω πρόωρου της αγωγής.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους ως εγγυητών σε συμφωνία δανείου. Υποστήριξαν ότι αυτή ήταν εσφαλμένη επειδή δεν ελήφθη υπόψη δεδικασμένο που κατά την εισήγηση τους προέκυπτε από προηγούμενη αγωγή με ίδια αξίωση και η οποία είχε απορριφθεί εναντίον τους ως πρόωρη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, δεν συνέτρεχε η απαιτούμενη ταυτότητα ως προς τα επίδικα θέματα των δυο αγωγών, δεδομένου ότι η πρώτη αγωγή απορρίφθηκε ως πρόωρη, χωρίς απόφανση επί της ουσίας, ενώ η δεύτερη αφορούσε στη νέα κατάσταση όπως αυτή δημιουργήθηκε με τη γραπτή αξίωση της πληρωμής προς τους εγγυητές που, πλέον, κατέστησε την οφειλή απαιτητή από τους ίδιους.
Κατά τους εφεσείοντες, είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο που απέκλειε την αξίωση του υπολοίπου με τη δεύτερη αγωγή.
Εσφαλμένα σύμφωνα με την εισήγησή τους, το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ κατ' αρχάς αναγνώρισε τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων της τελεσιδικίας και της ταύτισης των διαδίκων, της ιδιότητάς τους και του επίδικου θέματος, εν τέλει, διέκρινε διαφοροποιητικό στοιχείο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προϋπόθεση για την έγκαιρη αξίωση του ποσού που έλειπε κατά την πρώτη διαδικασία δεν αφορούσε σε οποιοδήποτε ζήτημα ουσίας και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη έχασε οριστικά το δικαίωμά της και οι εφεσείοντες απαλλάγησαν επειδή δεν είχε εξ αρχής εκτιμηθεί η ανάγκη για απαίτηση πληρωμής που να απευθυνόταν προσωπικά στους εγγυητές.
2. Δεν επρόκειτο για περίπτωση νέας αξίωσης που δεν είχε αρχικώς προβληθεί. Επρόκειτο για την ίδια αξίωση που, όμως, όπως ορθώς κρίθηκε, αρχικώς προωθήθηκε πρόωρα.
3. Η γραπτή απαίτηση του ποσού ήταν κρισίμως διαφοροποιητικό στοιχείο και η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
K.S.R. Comercio E Industria de Papel S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309,
Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,
Πανέρας, ανήλικος, δια της μητρός και πλησιέστερου συγγενούς και φίλης αυτού Ζωής-Φρειδερίκου Στεφάνου v. Πανέρα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1684,
Χριστοφή (Παπέττας) v. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1703,
Υπουργός Εσωτερικών ως κηδεμόνας Τ/Κ περιουσιών v. Μυλωνά (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 120.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 9801/05), ημερομ. 22.10.2008.
Κρ. Παπαλοΐζου, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μαυραντώνης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη, με την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 9706/01, αξίωσε χρηματικό ποσό ως υπόλοιπο δανείου προς την εταιρεία Chr. Christoforides General Trading Ltd (εναγόμενη 1) υπό την εγγύηση των εναγομένων 2 και 3 - εφεσειόντων. Περαιτέρω, ως προς τον εναγόμενο 2 - εφεσείοντα 1, αξίωσε διάταγμα για την πώληση ακινήτου ως βεβαρημένου με υποθήκη για το υπόλοιπο. Παρά τις υπερασπίσεις που προωθήθηκαν, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας για το ποσό που αξιώθηκε. Επίσης για πώληση του ακινήτου που υποθηκεύτηκε. Όχι, όμως, και εναντίον των εγγυητών προσωπικά. Ως προς εκείνους διαπιστώθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Αυτό δεν συσχετιζόταν προς οποιονδήποτε ισχυρισμό ουσίας αναφορικά με την ευθύνη τους. Η αγωγή εναντίον των εγγυητών ήταν πρόωρη. Η σύμβαση εγγύησης διαλάμβανε πως οι εγγυητές υποχρεούνταν να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό μόλις αυτό ζητείτο και, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν ζήτησε πληρωμή από τους ίδιους τους ενάγοντες οποτεδήποτε πριν την αγωγή. Το γεγονός ότι τη γραπτή απαίτηση πληρωμής από τους πρωτοφειλέτες την κοινοποίησε και προς τους εγγυητές, δεν ήταν αρκετό. Επομένως, απέρριψε την αγωγή κατά των εγγυητών.
Η ενάγουσα-εφεσίβλητη, με ξεχωριστές επιστολές, ημερομηνίας 28.9.05, απαίτησε από τους εγγυητές πληρωμή των οφειλομένων και, αφού εκείνοι δεν ανταποκρίθηκαν, καταχώρισαν νέα αγωγή. Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, πρόβαλαν με την υπεράσπιση ορισμένους ισχυρισμούς ουσίας αλλά, εν τέλει, προώθησαν μόνο ένα θέμα. Κατά τη θέση τους, είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο που απέκλειε την αξίωση του υπολοίπου με τη δεύτερη αγωγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη. Αναφέρθηκε στη νομολογία* ως προς τις προϋποθέσεις δημιουργίας δεδικασμένου, και έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε η απαιτούμενη ταυτότητα ως προς τα επίδικα θέματα των δυο αγωγών. Η πρώτη αγωγή απορρίφθηκε ως πρόωρη, χωρίς απόφανση επί της ουσίας. Η δεύτερη αφορούσε στη νέα κατάσταση όπως αυτή δημιουργήθηκε με τη γραπτή αξίωση της πληρωμής που, πλέον, κατέστησε την οφειλή απαιτητή. Παρέπεμψε, συναφώς, σε απόσπασμα από τους Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. (επαν.), Τόμος 16(2) παρ. 978 προς αυτή την κατεύθυνση. Η έφεση αφορά στην ορθότητα αυτής της κρίσης.
Διατυπώθηκαν δυο λόγοι έφεσης αλλά το θέμα τους είναι το ίδιο. Υποστηρίζουν οι εφεσείοντες πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ κατ' αρχάς αναγνώρισε τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων της τελεσιδικίας και της ταύτισης των διαδίκων, της ιδιότητάς τους και του επίδικου θέματος, εν τέλει, είδε διαφοροποιητικό στοιχείο. Στο πλαίσιο της σύμβασης των μερών, ήταν όρος η απαίτηση πληρωμής. Η εφεσίβλητη δεν τήρησε αυτό τον όρο, απορρίφθηκε η πρώτη της αγωγή γι' αυτό το λόγο και δεν παρεχόταν δυνατότητα να επανέλθει. Σ' αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα επικαλέστηκαν από τη νομολογία που παρέθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο την αναφερόμενη στην επέκταση του δεδικασμένου και σε αξιώσεις που ενώ δεν περιλήφθηκαν στην πρώτη αγωγή, μπορούσαν να είχαν υποβληθεί τότε, ως ενταγμένες στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της διαδικασίας.
Αυτή η αναφορά περιλήφθηκε στην πρωτόδικη απόφαση απλώς στην προσπάθεια μια γενικής παράθεσης των βασικών σε σχέση με το δεδικασμένο. Δεν ήταν η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ίσχυε στην περίπτωση, ορθώς όπως εκτιμούμε, σε συμφωνία προς τη θέση της εφεσίβλητης. Η προϋπόθεση για την έγκαιρη αξίωση του ποσού που έλειπε κατά την πρώτη διαδικασία δεν αφορούσε σε οποιοδήποτε ζήτημα ουσίας και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη έχασε οριστικά το δικαίωμά της και οι εφεσείοντες απαλλάγησαν επειδή δεν είχε εξ αρχής εκτιμηθεί η ανάγκη για απαίτηση πληρωμής που να απευθύνεται προσωπικά στους εγγυητές. Δεν έχουμε εδώ περίπτωση νέας αξίωσης που δεν είχε αρχικώς προβληθεί. Έχουμε την ίδια αξίωση που, όμως, όπως ορθώς κρίθηκε, αρχικώς προωθήθηκε πρόωρα. Ασφαλώς η γραπτή απαίτηση του ποσού ήταν κρισίμως διαφοροποιητικό στοιχείο και καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα έχουν συμφωνηθεί και επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων €1.500, πλέον Φ.Π.Α..
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.