ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2159
20 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΦΙΑ ΛΟΥΗ ΚΑΖΑΜΙΑ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. ΝΕΣΤOΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΘΕΚΛΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 60/2007)
Δεδικασμένο ― (Res judicata) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης περί ύπαρξης δεδικασμένου η οποία είχε οδηγήσει στην απόρριψη αγωγής παράνομης επέμβασης ― Απόφανση εφετείου περί έλλειψης ταυτότητας διαδίκων και επίδικων θεμάτων ― Η απαραίτητη προϋπόθεση της ταυτότητας του επίδικου θέματος δεν ικανοποιείτο απλώς από το γεγονός ότι και οι δυο αγωγές αφορούσαν σε παράνομη επέμβαση.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή που ήγειρε εναντίον των εφεσιβλήτων/ εναγομένων για παράνομη επέμβαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπαίτιοι παράνομης επέμβασης, ωστόσο δεν εξέδωσε σχετικά διατάγματα επειδή έκρινε πως η εφεσείουσα δεσμευόταν από δεδικασμένο προηγούμενης αποσυρθείσας αγωγής που είχε εγείρει ο πατέρας της και δεν νομιμοποιείτο στην προώθηση της αγωγής.
Συνακόλουθα απέρριψε και την ανταπαίτηση.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, τα επίδικα θέματα της ενώπιον του αγωγής και της άλλης προηγούμενης αγωγής που είχε προηγηθεί και αποσυρθεί, ήταν τα ίδια.
Υπήρχε δε όπως έκρινε και ταυτότητα διαδίκων επειδή το δεδικασμένο ισχύει και για τους διαδόχους των διαδίκων και στην προκειμένη η ενάγουσα/εφεσείουσα ήταν διάδοχος του πατέρα της/ενάγοντα στην πρώτη αγωγή.
Αντικείμενο της έφεσης ήταν η κρίση ως προς το δεδικασμένο.
Προς στήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης η εφεσείουσα υπέβαλε ότι κατά το χρόνο της απόσυρσης της πρώτης αγωγής, ο τότε ενάγων πατέρας της εφεσείουσας, δεν νομιμοποιείτο στη διεκδίκηση διαταγμάτων για παράνομη επέμβαση αφού, πλέον, δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου.
Υποστηρίχθηκε περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής και λόγω της κρίσης του ότι έπρεπε η διαφορά να είχε συμβιβαστεί και εσφαλμένα κατέκρινε επί τούτου τους δικηγόρους των διαδίκων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ιδιοκτήτρια ήταν η εφεσείουσα και δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για δέσμευσή της ως διαδόχου, αφού είναι αυτονόητο πως η δέσμευση των διαδίκων εξυπακούει διαδοχή που ακολουθεί και εδώ δεν υπήρχε τέτοια.
2. Η εφεσείουσα ήταν ήδη ιδιοκτήτρια του ακινήτου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πρώτης αγωγής, δεν ήταν διάδικος η ίδια και δεν ήταν ορθό να της αποδιδόταν δέσμευση. Εξέλιπε, στην περίπτωση, η απαραίτητη προϋπόθεση της ταυτότητας διαδίκων.
3. Ήταν όμως, ορθό και το περαιτέρω επιχείρημα της εφεσείουσας σε σχέση με το είδος της επέμβασης. Μια σύγκριση της έκθεσης απαίτησης στην πρώτη αγωγή και εκείνης στη δεύτερη, κατεδείκνυε πως ήταν διαφορετικές οι τότε κατ' ισχυρισμόν επεμβάσεις και άλλες, ή, πάντως, επιπρόσθετες, οι αναφερόμενες στην αγωγή στην οποία εξεδόθη η εκκαλούμενη απόφαση. Παράλληλα, υπήρχε μαρτυρία πως ακριβώς η αρχική αγωγή αποσύρθηκε επειδή αφορούσε σε περιορισμένη επέμβαση.
4. Απουσίαζε, συνεπώς και η απαραίτητη προϋπόθεση της ταυτότητας του επίδικου θέματος που δεν ικανοποιείτο απλώς από το γεγονός ότι και οι δυο αγωγές αφορούσαν σε παράνομη επέμβαση.
5. Όσο και αν δεν υπήρχαν δεδομένα για καταλογισμό κάποιας ευθύνης στους ίδιους τους δικηγόρους, ήταν καθαρό πως δεν απορρίφθηκε η αγωγή για τέτοιο λόγο. Ο λόγος έφεσης περί των σχετικών επισημάνσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε πραγματικό υπόβαθρο.
Η έφεση επιτράπηκε και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε με έξοδα. Εκδόθησαν σχετικά διατάγματα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kypreos v. Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565,
Eleftheriades v. Cyprus Hotels Ltd (1985) 1 C.L.R. 677,
Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,
Πατσαλίδης v. Δίσπυρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 17,
Γαβριήλ κ.ά. v. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868,
Forrest κ.ά. v. Βαρδάκη κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 6.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 14320/99), ημερομ. 24.1.2007.
Κ. Χατζηιωάννου, για την Εφεσείουσα.
Μ. Χάσικος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-ενάγουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 7137, Τεμ. 557, Φ/Σχ ΧΧΧΙΙ/9 στο χωριό Γερακιές. Η εφεσίβλητη-εναγόμενη είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του όμορου ακινήτου με αριθμό εγγραφής 6699, Τεμ. 385/1/1. Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ήταν σύζυγος της εναγομένης.
Η εφεσείουσα καταλόγισε στους εφεσιβλήτους παράνομη επέμβαση στο ακίνητό της και διεκδίκησε απαγορευτικό διάταγμα, διάταγμα άρσης της επέμβασης και αποζημιώσεις. Επί της ουσίας, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν πως ήταν ένοχοι παράνομης επέμβασης. Ήταν συναφώς ο κεντρικός τους ισχυρισμός, όπως αυτός προέκυπτε από την υπεράσπισή τους, πως όσα αναφέρονταν να ανήγειραν ή κατασκεύασαν βρίσκονταν σε «τριγωνικό τμήμα» το οποίο, κάτω από περιστάσεις που επεξήγησαν, περιήλθε στην κυριότητα της εφεσίβλητης. Ανταπαίτησαν, συνεπώς, σχετική δήλωση και διάταγμα για τροποποίηση των αντίστοιχων εγγραφών και των τίτλων ιδιοκτησίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την επί της ουσίας μαρτυρία των δυο πλευρών. Δέχτηκε ως αξιόπιστους τους βασικούς ισχυρισμούς των μαρτύρων που κάλεσε η εφεσείουσα και απέρριψε ως αναξιόπιστους τους ισχυρισμούς των μαρτύρων της άλλης πλευράς. Στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ουσιώδες μέρος της οποίας ήταν κτηματολογικά δεδομένα, οι εφεσίβλητοι ήταν, πράγματι, ένοχοι παράνομης επέμβασης. Σε σχέση με την οποία, επομένως, θα εξέδιδε τα διατάγματα που ζητήθηκαν. Χωρίς, όμως, επιδίκαση αποζημιώσεων αφού, όπως σημείωσε, η σχετική αξίωση έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε εγκαταλειφθεί.
Δεν εξέδωσε όμως αυτά τα διατάγματα επειδή έκρινε πως η εφεσείουσα δεσμευόταν από δεδικασμένο και δεν νομιμοποιείτο στην προώθηση της αγωγής. Συνακολούθως προς τα προηγούμενα, απέρριψε και την ανταπαίτηση.
Αντικείμενο της έφεσης είναι η κρίση ως προς το δεδικασμένο. Από την άλλη πλευρά δεν τέθηκε ζήτημα ως προς την ουσία ή για την απόρριψη της ανταπαίτησης και δεν θα χρειαστεί να επεκταθούμε επ' αυτών σε οτιδήποτε πέραν των πιο πάνω γενικών. Μετά την άσκηση της έφεσης απεβίωσε ο εφεσίβλητος και συμφωνήθηκε πως, εν όψει της φύσης του θέματος, η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί μόνο σε σχέση με την εφεσίβλητη, αφού ούτε ζήτημα εξόδων ετίθετο ως προς τον εφεσίβλητο είτε για την πρωτόδικη είτε για τη διαδικασία της έφεσης.
Ο Παναγιώτης Χαραλάμπους, πατέρας της εφεσείουσας και τότε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 557, καταχώρησε κατά της αδελφής του, εφεσίβλητης, την Αγωγή Αρ. 3640/84 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αντικείμενο της αγωγής ήταν η κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση στο ακίνητό του σε σχέση με την οποία διεκδίκησε σχετικά διατάγματα και αποζημιώσεις. Από την άλλη πλευρά προβλήθηκε ανταπαίτηση στη βάση ισχυρισμών παρόμοιων με τους εδώ προβληθέντες. Στις 19.3.88 η αγωγή και η ανταπαίτηση αποσύρθηκαν, χωρίς να είχε ζητηθεί η άδεια του Δικαστηρίου. Επομένως, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, στη βάση της νομολογίας μας (βλ. Kypreos v. Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565, Eleftheriades v. Cyprus Hotels Ltd (1985) 1 C.L.R. 677, Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Πατσαλίδης v. Δίσπυρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 17), δημιουργήθηκε δεδικασμένο. Τα επίδικα θέματα στις δυο αγωγές ήταν τα ίδια και υπήρχε και η απαραίτητη ταυτότητα διαδίκων αφού, όπως εξηγείται στη Γαβριήλ κ.ά. v. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868, με αναφορά στους Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, Τόμος 16, παράγρ. 990 (βλ. και Forrest κ.ά. v. Βαρδάκη κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 6), το δεδικασμένο ισχύει και για τους διαδόχους των διαδίκων, των οποίων το συμφέρον ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην προηγούμενη αγωγή. Αντικείμενο των αγωγών ήταν η κατ' ισχυρισμόν παράνομη επέμβαση στο ίδιο ακίνητο και η απόσυρση της πρώτης, στην υπόθεση Γαβριήλ κ.ά., κρίθηκε πως δημιούργησε δεδικασμένο αφού το συμφέρον του ενάγοντα στη δεύτερη αγωγή ταυτιζόταν απόλυτα και αποκλειστικά με εκείνο της προκατόχου του, ενάγουσας στην προηγούμενη αγωγή.
Οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν στα περί την ταυτότητα των διαδίκων αυτών καθ' εαυτών, ως όρου για την ύπαρξη δεδικασμένου. Επισημαίνουν την ακόλουθη λεπτομέρεια που δεν υπήρχε στην περίπτωση της Γαβριήλ κ.ά. (ανωτέρω). Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του ακινήτου, δηλαδή ο πατέρας της ενάγουσας, της μεταβίβασε την κυριότητα του ακινήτου το 1986, πριν την απόσυρση της αγωγής. Επομένως, το 1988, όταν απέσυρε την αγωγή, δεν είχε κανένα δικαίωμα επί του ακινήτου, για να μπορεί να τίθεται ζήτημα εγκατάλειψής του. Στην ουσία δεν νομιμοποιείτο πλέον στη διεκδίκηση των διαταγμάτων που επιδίωξε με την αγωγή, όντας ιδιοκτήτης. Το μόνο που είχε ως δυνητικά ζωντανή αξίωση ήταν οι αποζημιώσεις για ζημιά, αν υπήρχε, από την παράνομη επέμβαση, μέχρι την μεταβίβαση του ακινήτου στην εφεσείουσα. Θέμα που δεν ήταν ζωντανό στην περίπτωση της δεύτερης αγωγής.
Ανεξάρτητα από αυτά, συνεχίζουν οι λόγοι έφεσης, η πρώτη αγωγή και η απόσυρση της αφορούσαν στις επεμβάσεις που τότε προσδιορίζονταν ως αντικείμενό της και για το χρονικό διάστημα που εκείνη κάλυπτε. Δεν μπορούσε, επομένως, να τίθεται ζήτημα δεδικασμένου για τη συνέχιση αλλά και για την επέκταση της παράνομης επέμβασης η οποία, πλέον, συνίστατο και στην ανέγερση περαιτέρω κτηρίων και άλλων κατασκευών, τότε ανύπαρκτων.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Χωρίς, ωστόσο, κάποιο ιδιαίτερο επιχείρημα σε σχέση με το γεγονός ότι, όταν αποσύρθηκε η πρώτη αγωγή, ο πατέρας της εδώ εφεσείουσας, που ενήγαγε ως ιδιοκτήτης του ακινήτου δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτης, όταν απέσυρε την αγωγή. Απλώς ανέφερε πως διαφωνεί με τη θέση που προωθήθηκε. Αλλά και ως προς τη διαφορά μεταξύ των πιο πάνω επεμβάσεων, εκείνης της πρώτης αγωγής και εκείνης της παρούσας, δεν ήταν συγκεκριμένη. Η αναφορά, σημειώνει, σε κάποια κτίσματα, χωρίς προσδιορισμό του χρόνου ανέγερσής τους, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα εξέβαλλε «της εμβέλειας του δεδικασμένου». Και στις δυο αγωγές αιτία της αγωγής ήταν η επέμβαση και, σ' αυτό το πλαίσιο, συζήτησε και ζήτημα κωλύματος ως εκ της κατ' ισχυρισμό ανοχής για μεγάλο χρονικό διάστημα των επεμβάσεων μετά την απόσυρση της πρώτης αγωγής, θέμα εκτός του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης, την ορθότητα της οποίας υποστήριξε και ασύνδετου προς το ζήτημα του δεδικασμένου που ήταν το μόνο από την άποψη της νομιμοποίησης που εγέρθηκε, συζητήθηκε και αποφασίστηκε.
Κρίνουμε βάσιμα τα επιχειρήματα της εφεσείουσας. Δεχόμαστε πως κατά το χρόνο της απόσυρσης της πρώτης αγωγής, ο τότε ενάγων δεν νομιμοποιείτο στη διεκδίκηση διαταγμάτων για παράνομη επέμβαση αφού, πλέον, δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου. Η ιδιοκτήτρια ήταν η εφεσείουσα και δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για δέσμευσή της ως διαδόχου του, αφού είναι αυτονόητο πως η δέσμευση των διαδίκων εξυπακούει διαδοχή που ακολουθεί και εδώ δεν είχαμε τέτοια. Η εφεσείουσα ήταν ήδη ιδιοκτήτρια του ακινήτου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πρώτης αγωγής, δεν ήταν διάδικος η ίδια και δεν ήταν ορθό να της αποδοθεί δέσμευση. Ελλείπει, στην περίπτωση, η απαραίτητη προϋπόθεση της ταυτότητας διαδίκων.
Είναι, όμως, ορθό και το περαιτέρω επιχείρημα σε σχέση με το είδος της επέμβασης και δεν χρειάζεται, ως προς αυτό, να επεκταθούμε στα αφορούντα στην πτυχή τους ως προς την κατ' ισχυρισμό φύση της, ως συνεχιζόμενης, που δεν φαίνεται να αποτέλεσε εξειδικευμένο πρόβλημα στις υποθέσεις Γαβριήλ κ.ά. και Forrest κ.ά. (ανωτέρω). Μια σύγκριση της έκθεσης απαίτησης στην πρώτη αγωγή και εκείνης στη δεύτερη, δείχνει πως άλλες ήταν οι τότε κατ' ισχυρισμόν επεμβάσεις και άλλες ή, πάντως, επιπρόσθετες, οι τωρινές. Στην πρώτη αγωγή η έκθεση απαιτήσεως αναφερόταν σε ανέγερση ή κατασκευή αποχωρητηρίου, λάκκου για ακάθαρτα νερά και αποθήκη. Στην τωρινή ο ισχυρισμός ήταν πως οι εναγόμενοι «πρόσφατα προέβησαν σε ανέγερση και/ή επιδιόρθωση φούρνου και άλλων βοηθητικών κατασκευών». Δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες και με τη μαρτυρία γίνεται αναφορά σε πρόσφατα κατασκευασθείσες παράγκες και σε κάγκελο που απέκλειε την εφεσείουσα από τη χρήση του επίμαχου μέρους του ακινήτου. Ενώ, παράλληλα, υπήρχε μαρτυρία πως ακριβώς η αρχική αγωγή αποσύρθηκε επειδή αφορούσε σε περιορισμένη επέμβαση. Στο τέλος δε, στη βάση και της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι ανήγειραν «παράγκες και πρόχειρα κτίσματα και φούρνο και κάγκελο». Αυτά, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, «κατά διάφορα, άγνωστα για το Δικαστήριο χρονικά διαστήματα» αλλά σαφώς, όπως προκύπτει από τις συγκρίσεις, ακάλυπτα από την πρώτη αγωγή, και, κατά τη δεύτερη, προσφάτως ανεγερθέντα ή κατασκευασθέντα. Απουσίαζε, συνεπώς και η απαραίτητη προϋπόθεση της ταυτότητας του επίδικου θέματος που δεν ικανοποιείται απλώς από το γεγονός ότι και οι δυο αγωγές αφορούσαν σε παράνομη επέμβαση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε «απίστευτη έχθρα και μίσος» μεταξύ των μερών. Χαρακτήρισε θλιβερή την παρουσία τους στο Δικαστήριο και σημείωσε πως θα ανέμενε ότι τόσο οι δικηγόροι όσο και τα νεαρότερα μέρη της οικογένειας θα επέλεγαν μια διευθέτηση του προβλήματος. Με ξεχωριστό λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής από την κρίση του ότι έπρεπε η διαφορά να συμβιβαστεί και εσφαλμένα κατακρίνει τους δικηγόρους των διαδίκων». Όσο και αν δεν υπήρχαν δεδομένα για καταλογισμό κάποιας ευθύνης στους ίδιους τους δικηγόρους, είναι καθαρό πως δεν απορρίφθηκε η αγωγή για τέτοιο λόγο. Αυτός ο λόγος έφεσης δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β της έκθεσης απαίτησης σε σχέση με τις παράνομες επεμβάσεις όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα. Εκδίδονται σχετικά διατάγματα.