ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2014
22 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 299/2007)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ Α. ΚΟΥΡΙΔΗ,
Εφεσείουσα-Εναγομένη,
v.
G.P.C. FORTUNE INSURANCE & INVESTMENT LTD,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 300/2007)
ΧΡΙΣΤΟΣ Α. ΚΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας-Εναγόμενος,
v.
G.P.C. FORTUNE INSURANCE & INVESTMENT LTD,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 299/2007, 300/2007)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Η επέμβαση του Εφετείου σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο, στο οποίο ανήκει και η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία, διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― Στις περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί.
Η εφεσίβλητη, η οποία μεταξύ άλλων ασχολείτο και με εργασίες χρηματιστηριακής φύσης, ενεργώντας στη βάση σχετικών οδηγιών, αγόρασε για λογαριασμό των εφεσειόντων, μέσω του Χ.Α.Κ., αριθμό μετοχών συγκεκριμένης δημόσιας εταιρείας, ποσό το οποίο οι τελευταίοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν. Ως αποτέλεσμα, ηγέρθησαν εναντίον τους δύο αγωγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν και στα πλαίσια αυτών εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν τις οφειλές και ισχυρίστηκαν ότι εξοφλήθηκαν από τον αδελφό του εφεσείοντα.
Ο δε εφεσείων στην Έφεση Αρ. 300/07 ανταπαιτούσε από την εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ.1.233,83, που η τελευταία εισέπραξε από συγκεκριμένη εταιρεία για λογαριασμό του ιδίου από την πώληση μετοχών του και το οποίο ποσό, σύμφωνα με τη θέση του, η εφεσίβλητη κατακράτησε αντί να του το καταβάλει.
Tο πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι εξόφλησαν το χρεωστικό τους υπόλοιπο.
Ακολούθως αποσυνένωσε τις δύο αγωγές και εξέδωσε απόφαση στην κάθε μία από αυτές, υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των Λ.Κ.3.761,38, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα στην έφεση 300/07 απορρίφθηκε επειδή ο εφεσείων απέτυχε, καθώς κρίθηκε, να την αποδείξει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη προσαχθείσα μαρτυρία οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι εξόφλησαν το χρεωστικό υπόλοιπο.
Έκρινε μεταξύ άλλων ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου από την οποία να προέκυπτε ότι στο ποσό που πλήρωσε ο Μ.Υ.1 για εξόφληση και κλείσιμο του συγκεκριμένου λογαριασμού, συμπεριλαμβάνονταν και οι οφειλές των Εναγομένων στις παρούσες αγωγές.
Ασκήθηκαν δύο εφέσεις και με τους λόγους έφεσης που προβλήθηκαν υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και συνεπώς τα ευρήματα όπως και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, ήταν εσφαλμένα.
β) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το αβάσιμο της ανταπαίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη μαρτυρία των Εναγομένων, οι οποίοι αναμφίβολα έφεραν το βάρος απόδειξης του βασικού υπερασπιστικού ισχυρισμού τους, ότι με την εξόφληση του συγκεκριμένου τρεχούμενου λογαριασμού και το κλείσιμό του (γεγονός στο οποίο άλλωστε συμφωνούσε η μαρτυρία των Εναγόντων) εξοφλήθηκαν ταυτόχρονα και οι επίδικες οφειλές τους, δεν προέκυπτε, ούτε τι αντιπροσώπευε το χρέος των £18.914,11, ούτε πολύ περισσότερο ότι στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονταν οι οφειλές των Εναγομένων.
2. Το συμπέρασμα το οποίο προέκυπτε από την πιο πάνω αδιαμφισβήτητη, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε, μαρτυρία, ήταν ότι στο ποσό του υπολοίπου που εκκρεμούσε σε βάρος της εφεσίβλητης στον εν λόγω τρεχούμενο λογαριασμό, περιλαμβάνονταν και οι συγκεκριμένες οφειλές των εφεσειόντων, γεγονός το οποίο οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι με την εξόφληση του συνόλου του εκκρεμούντος σε βάρος των εφεσειόντων στον εν λόγω λογαριασμό χρεωστικού υπολοίπου εξοφλήθηκαν και οι οφειλές των εφεσειόντων.
3. Αναφορικά με την Έφεση Αρ. 300/2007 και συγκεκριμένα τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος στρεφόταν εναντίον της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση του εφεσείοντα, ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι η απουσία του εφεσείοντα από το εδώλιο του μάρτυρα, στην ουσία άφηνε τους σχετικούς με την ανταπαίτηση ισχυρισμούς του, μετέωρους και ατεκμηρίωτους.
Η Έφεση Αρ. 299/2007 επιτράπηκε στο σύνολό της ως επίσης και οι σχετικοί λόγοι έφεσης 1 και 2 στην Έφεση Αρ. 300/2007, με συνακόλουθη διαταγή για έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε με εξαίρεση το μέρος που αφορούσε στην απόρριψη της ανταπαίτησης χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αριστείδου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32,
Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,
Φραντζής κ.ά. v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σατολιά, E.Δ.), (Αγωγές Aρ. 1675/04, 1676/04 αντίστοιχα), ημερομ. 17.10.2007.
Χαρ. Λαπέρτας, για τους Εφεσείοντες.
Π. Αγγελίδης με Μ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, ήγειρε εναντίον ενός εκάστου εφεσείοντα αγωγή αξιώνοντας από τον καθένα από αυτούς χωριστά το ποσό των Λ.Κ.3.761,38, πλέον τόκους και έξοδα. Πρόκειται για τις δύο αγωγές στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκε η εκκαλούμενη με τις παρούσες εφέσεις, πρωτόδικη απόφαση. Επειδή οι εν λόγω αγωγές παρουσίαζαν κοινό υπόβαθρο γεγονότων και παράλληλα κοινά νομικά σημεία, συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν.
Για την εφεσίβλητη κατέθεσε ο διευθυντής της, Σ. Αρκαδίου, ενώ για τους εφεσείοντες, οι οποίοι να σημειωθεί είναι ανδρόγυνο, κατέθεσε ο κατά 50% μέτοχος της εφεσίβλητης και αδελφός του εφεσείοντα, Γ. Κουρίδης και η σύζυγος του τελευταίου Ολ. Κουρίδη η οποία ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο η γραμματέας της εφεσείουσας. Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας που αφορά το μετοχικό καθεστώς της εφεσίβλητης σημειώνουμε ότι μέτοχος του υπόλοιπου 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης, ήταν η σύζυγος του Μ.Ε.1.
Η εκδοχή της εφεσίβλητης όπως αυτή δικογραφήθηκε και προωθήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, είναι η εξής. Η εφεσίβλητη, η οποία μεταξύ άλλων ασχολείτο και με εργασίες χρηματιστηριακής φύσης, ενεργώντας στη βάση σχετικών οδηγιών, αγόρασε για λογαριασμό των εφεσειόντων, μέσω του Χ.Α.Κ., αριθμό μετοχών συγκεκριμένης δημόσιας εταιρείας, συνολικής αξίας Λ.Κ.7.522,76, ήτοι Λ.Κ.3.761,38 για τον κάθε ένα από τους δύο εφεσείοντες, ποσό το οποίο οι τελευταίοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν με αποτέλεσμα να εγερθούν εναντίον τους οι δύο αγωγές στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Η εκδοχή των δύο εφεσειόντων ήταν εξίσου απλή. Ισχυρίστηκαν ότι οι οφειλές τους εξοφλήθηκαν από τον αδελφό του εφεσείοντα Γ. Κουρίδη (Μ.Υ.1), δια της καταβολής από τον τελευταίο σε εμπορική τράπεζα Λ.Κ.18.914,11 προς εξόφληση χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού της εφεσίβλητης τον οποίο λειτουργούσε για σκοπούς εξυπηρέτησης των πελατών της, μεταξύ των οποίων ήταν και οι δύο εφεσείοντες, και στο οποίο χρεωστικό υπόλοιπο περιλαμβάνονταν και οι δικές τους οφειλές. Θα πρέπει να πούμε ότι οι εφεσείοντες, στα πλαίσια υπεράσπισης τους προώθησαν πρωτοδίκως ακόμα μία θέση, καθαρά νομικής φύσης, την οποία όμως επέλεξαν να μην προωθήσουν κατ' έφεση, γι' αυτό και δεν θα μας απασχολήσει.
Ο εφεσείων στην έφεση 300/07 ανταπαιτούσε από την εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ.1.233,83, που η τελευταία εισέπραξε από συγκεκριμένη εταιρεία για λογαριασμό του ιδίου από την πώληση μετοχών του και το οποίο ποσό, η εφεσίβλητη κατακράτησε αντί να του το καταβάλει. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι για την πληρωμή του εν λόγω ποσού εκδόθηκε επιταγή στο όνομα της εφεσίβλητης, την οποία η τελευταία κατέθεσε στον προαναφερόμενο δικό της λογαριασμό αντί να την προωθήσει στον ίδιο για είσπραξη. Ο εν λόγω λογαριασμός είναι αυτός στον οποίο εκκρεμούσε το σε βάρος της εφεσίβλητης χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο εξοφλήθηκε από το Μ.Υ.1.
Ο πρωτόδικος δικαστής αρχικά προσδιόρισε τα επίδικα θέματα, που όπως ο ίδιος διαπίστωσε από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων θα έπρεπε να διαγνωσθούν με την απόφασή του. Στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει, τα προσδιόρισε ως εξής.
(α) Εάν η εξόφληση του χρεωστικού υπόλοιπου του τρεχούμενου λογαριασμού με αριθμό 599-01-457838-01 των εναγόντων (της εφεσίβλητης) στην Ελληνική Τράπεζα από το Γεώργιο Κουρίδη ισοδυναμεί με εξόφληση των επίδικων οφειλών των εναγομένων (εφεσειόντων) στους ενάγοντες (την εφεσίβλητη),
(β) Η βασιμότητα της ανταπαίτησης του εναγομένου (εφεσείοντα) στην αγωγή Aρ. 1676/04 για το ποσό των Λ.Κ.1.233,83.
Στη συνέχεια ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε με την ενώπιον του μαρτυρία την οποία, αφού ανέλυσε, οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι εξόφλησαν το σε βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποσυνένωσε τις δύο αγωγές, προχώρησε και έκδωσε απόφαση στην κάθε μία από αυτές, υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των Λ.Κ.3.761,38, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα στην έφεση 300/07 απορρίφθηκε επειδή ο εφεσείων απέτυχε, καθώς κρίθηκε, να την αποδείξει.
Η ορθότητα της σχετικής με το βάσιμο των απαιτήσεων της εφεσίβλητης κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, αμφισβητείται με δύο πανομοιότυπους και στις δύο εφέσεις, λόγους έφεσης, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και συνεπώς τα ευρήματα όπως και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε είναι εσφαλμένα. Την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το αβάσιμο της ανταπαίτησης, ο εφεσείων αμφισβητεί με τον τρίτο λόγο έφεσης.
Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι επέμβαση του Εφετείου σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο, στο οποίο ανήκει και η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία, διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στις περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί (βλ. Αριστείδου v. Δημοκρατίας (2011) 2 A.A.Δ. 32, Παντελής Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633 και Ανδρέας Φραντζής κ.ά. v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2010) 1 A.A.Δ. 254.
Στην περίπτωση μας το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του έκαμε δεκτή τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και απέρριψε αυτή των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, οδηγήθηκε στην κατάληξη του ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι εξόφλησαν το σε βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο, με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:
"Η εξόφληση στις 19.07.2002 του χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού με αρ. 599-01-457838-01 των Εναγόντων στην Ελληνική Τράπεζα από το Μ.Υ.1 ισοδυναμεί ή όχι με εξόφληση των επίδικων οφειλών των Εναγομένων στους Ενάγοντες.
Από τη μαρτυρία, τόσο του Μ.Ε.1, όσο και των Μ.Υ.1 και 2 προκύπτουν τα ακόλουθα αδιαμφισβήτητα ουσιαστικά συμπεράσματα σε σχέση με το συγκεκριμένο τρεχούμενο λογαριασμό:
1. Ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε για να αγοράζονται μετοχές πελατών της εταιρείας.
2. Κατά το χρονικό διάστημα της λειτουργίας του και μέχρι την εξόφλησή του και το κλείσιμό του στις 19.07.2002 από το Μ.Υ.1 έγιναν πολλές πράξεις στο λογαριασμό αυτό, με την έννοια της χρέωσής του με διάφορα ποσά για την αγορά μετοχών πελατών των Εναγόντων και της πίστωσής του με άλλα αντίστοιχα ποσά που προέρχονταν από την πώληση μετοχών πελατών των Εναγόντων.
3. Κανείς από τους Μ.Ε.1 και Μ.Υ.1 και 2 δεν γνώριζε την ακριβή κίνηση του συγκεκριμένου λογαριασμού (πιστώσεις-χρεώσεις), κατά το χρονικό διάστημα της λειτουργίας του, ούτε και προσκόμισε οποιοδήποτε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο και,
4. Καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου από την οποία να προκύπτει ότι στο ποσό των £18.914,11, που πλήρωσε ο Μ.Υ.1 στις 19.07.2002 για εξόφληση και κλείσιμο του συγκεκριμένου λογαριασμού, συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλές των Εναγομένων στις παρούσες αγωγές.
Αναπτύσσοντας έτι περαιτέρω το σκεπτικό του Δικαστηρίου οφείλω να καταγράψω, κατά τρόπο ξεκάθαρο, ότι από τη μαρτυρία των Εναγομένων, οι οποίοι αναμφίβολα έφεραν το βάρος απόδειξης του βασικού υπερασπιστικού ισχυρισμού τους, ότι με την εξόφληση του συγκεκριμένου τρεχούμενου λογαριασμού και το κλείσιμό του στις 19.07.2002 (γεγονός στο οποίο άλλωστε συμφωνεί η μαρτυρία των Εναγόντων) εξοφλήθηκαν ταυτόχρονα και οι επίδικες οφειλές τους, δεν προκύπτει, ούτε τι αντιπροσώπευε το χρέος των £18.914,11, ούτε πολύ περισσότερο ότι στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονταν οι οφειλές των Εναγομένων.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εναγομένων, αντιλαμβανόμενος προφανώς αυτό το εγγενές έλλειμμα της μαρτυρίας των πελατών του, κάλεσε ουσιαστικά το Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του, να αναγάγει το συγκεκριμένο ζήτημα σε ζήτημα αξιοπιστίας και να αποδεχθεί τη συναφή υπερασπιστική θέση περί εξόφλησης, αποδεχόμενο και στηριζόμενο μόνο στον ισχυρισμό του Μ.Υ.1 ότι εξόφλησε το λογαριασμό και τον έκλεισε, γιατί οι Εναγόμενοι ήταν αδέλφια του.
Πέραν του ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 έχει απορριφθεί, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί σε προηγούμενο σημείο της απόφασης, και εάν ακόμη γινόταν αποδεκτή η συγκεκριμένη πρόθεσή του, αυτό δεν θα είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για την υπεράσπιση των Εναγομένων, ενόψει του ότι και σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να αποδειχθεί, με σχετική μαρτυρία, η διασύνδεση της εξόφλησης του λογαριασμού με την πληρωμή των επίδικων οφειλών των Εναγομένων."
Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στο ποσό των Λ.Κ.18.914,11 που πληρώθηκε στις 19/7/2002 προς εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού της εφεσίβλητης δεν συμπεριλαμβανόταν και η οφειλή των εφεσειόντων είναι εσφαλμένη. Η εν λόγω κατάληξη βρίσκεται σε αντίθεση με την, όπως ορθά κρίθηκε, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα τον τρεχούμενο λογαριασμό 599-01-457838-01, στον οποίο χρεώνονταν και πιστώνονταν, ανάλογα με την περίπτωση, τα ποσά που είτε δαπανούντο για σκοπούς αγοράς μετοχών είτε εισπράττοντο από την πώληση μετοχών, για λογαριασμό των πελατών της. Κοινό έδαφος συνιστά επίσης το γεγονός ότι ο Μ.Υ.1 στις 19/7/2002 κατέβαλε στην Ελληνική Τράπεζα το ποσό των Λ.Κ.18.914,11. Με την καταβολή του εν λόγω ποσού εξοφλήθηκε το σύνολο του εκκρεμούντος μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, σε βάρος της εφεσίβλητης, υπολοίπου. Κοινό έδαφος συνιστά επίσης τόσο το γεγονός ότι το ποσό των Λ.Κ.3.761,38 το οποίο αξιώνεται από τον κάθε ένα από τους εφεσείοντες, αντιπροσωπεύει το ποσό που η εφεσίβλητη κατέβαλε για λογαριασμό ενός εκάστου των εφεσειόντων για σκοπούς αγοράς μετοχών, όσο και το γεγονός ότι για την καταβολή του εν λόγω ποσού χρησιμοποιήθηκαν χρήματα από το συγκεκριμένο τρεχούμενο λογαριασμό, ο οποίος και χρεώθηκε ανάλογα.
Το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από την πιο πάνω αδιαμφισβήτητη, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε, μαρτυρία, είναι ότι στο ποσό του υπολοίπου που εκκρεμούσε στις 19/7/2002 σε βάρος της εφεσίβλητης στον εν λόγω τρεχούμενο λογαριασμό, περιλαμβάνονταν και οι συγκεκριμένες οφειλές των εφεσειόντων, γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι με την εξόφληση του συνόλου του εκκρεμούντος σε βάρος των εφεσειόντων στον εν λόγω λογαριασμό χρεωστικού υπολοίπου εξοφλήθηκαν και οι οφειλές των εφεσειόντων.
Αναφορικά με την έφεση Aρ. 300/2007 και συγκεκριμένα τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος στρέφεται εναντίον της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση του εφεσείοντα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η απουσία του εφεσείοντα από το εδώλιο του μάρτυρα, στην ουσία αφήνει τους σχετικούς με την ανταπαίτηση ισχυρισμούς του, μετέωρους και ατεκμηρίωτους. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει:
"Ο ίδιος ο Εναγόμενος δεν προσήλθε, άγνωστο για ποιο λόγο, στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει και προωθήσει την ανταπαίτησή του, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία, αφενός μεν για τους λόγους που η συγκεκριμένη επιταγή δεν του παραδόθηκε, αλλά κατατέθηκε στο λογαριασμό των Εναγόντων και εάν αυτό έγινε «αδικαιολόγητα, χωρίς καμιά αιτία και χωρίς καμιά οδηγία εκ μέρους του», όπως ισχυρίζεται στην παρ. 16Α της Ανταπαίτησής του, αφετέρου δε για το εάν και κατά πόσο το συγκεκριμένο ποσό εξακολουθεί να του οφείλεται μέχρι σήμερα."
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση Aρ. 299/2007 επιτυγχάνει στο σύνολο της. Για τους ίδιους λόγους επιτυγχάνουν και οι λόγοι έφεσης 1 και 2 της έφεσης Aρ. 300/2007, οι οποίοι στρέφονται εναντίον της ορθότητας της σχετικής με το βάσιμο της απαίτησης της εφεσίβλητης στην εν λόγω περίπτωση, κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο λόγος έφεσης 3 στην Έφεση Aρ. 300/2007 για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω απορρίπτεται. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση, με εξαίρεση το μέρος εκείνο που αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης χωρίς έξοδα, παραμερίζεται.
Τα έξοδα των δύο εφέσεων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, όπως και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στις αγωγές, όπως και αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων. Αναφορικά με την ανταπαίτηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα.
Η Έφεση Αρ. 299/2007 επιτρέπεται στο σύνολό της ως επίσης και οι σχετικοί λόγοι έφεσης 1 και 2 στην Έφεση Αρ. 300/2007, με συνακόλουθη διαταγή για έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με εξαίρεση το μέρος που αφορούσε στην απόρριψη της ανταπαίτησης χωρίς έξοδα.