ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1656

22 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 269/2008)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση επενδυτικού λογαριασμού ― Απόρριψη έφεσης εναντίον απόφασης με την οποία επιδικάστηκε χρεωστικό υπόλοιπο από τη λειτουργία επενδυτικού λογαριασμού.

Συμβάσεις ― Σύμβαση επενδυτικού λογαριασμού ― Κατά πόσον αρκούσαν οι προφορικές εντολές για την πραγματοποίηση πράξεων.

Πολιτική Δικονομία ― Ζήτηση λεπτομερειών ― Η εφεσείουσα θα μπορούσε να είχε ζητήσει λεπτομέρειες για ισχυρισμό στην έκθεση Απαίτησης περί προφορικών εντολών ― Δεν στοιχειοθετήθηκε δικονομικής φύσης εμπόδιο μη δικογραφημένης μαρτυρίας.

Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από την εφεσείουσα το ποσό των £26.530,40 ως το υπόλοιπο λογαριασμού όπως αυτό προέκυψε από την πραγματοποίηση, ύστερα από εντολές της εφεσείουσας, αριθμού αγορών και πωλήσεων μετοχών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε πως οι πράξεις έγιναν με εντολές της εφεσείουσας, ωστόσο λόγω δικονομικού προβλήματος που εντόπισε στη δικογράφηση, δεν επιδίκασε το σύνολο του αξιωθέντος ποσού.

Η απόφασή του για την επιδίκαση υπέρ των εφεσιβλήτων του ποσού των €19.712,69 (£11.537,33) το οποίο ήταν το μόνο που καλυπτόταν από την Έκθεση Απαίτησης, αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης.

Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων από την εφεσείουσα ότι:

α)    το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε συμπλέκοντας την αξιοπιστία των μαρτύρων με το βάρος της απόδειξης,

β)   δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα αυθαίρετα και αντίθετα προς την κοινή λογική, στην αιτιολογία και το περίγραμμα της υποστηρίζει ότι απαιτούνταν γραπτές εντολές και πως οι προφορικές δεν ήταν αρκετές.

γ) λανθασμένα στηρίχτηκε στη διαπίστωση πως δόθηκαν οι επίμαχες εντολές από την κουνιάδα της εφεσείουσας αφού δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαιτήσεως.

Αποφασίστηκε ότι:

1.     Υπήρχαν επαρκή στοιχεία που έδειχναν ότι οι πράξεις γίνονταν με προφορικές εντολές της κουνιάδας της εφεσείουσας, για την εφεσείουσα, ως εξουσιοδοτημένη από αυτή. Αυτό, εν τέλει, ουσιαστικά το παραδέχτηκε η εφεσείουσα κατά την αντεξέτασή της.

2.     Δεν εντοπίστηκε σφάλμα συμπλοκής της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος της απόδειξης.

3.     Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας και κατέληξε στην κρίση του στη βάση των όσων εκτίμησε ότι έδειχναν ότι η εφεσείουσα και ο σύζυγός της δεν έλεγαν την αλήθεια. Αυτό και ενόψει, πέραν των εξειδικευθέντων, των υπεκφυγών τους, της επιλεκτικής τους μνήμης και της έλλειψης αμεσότητας, όπως αυτή προέκυπτε από πτυχές της μαρτυρίας τους που κατέγραψε.

4.     Δεν δικαιολογείτο, η άποψη ότι καθορίστηκε πως οι προφορικές εντολές δεν αρκούσαν και ήταν και λανθασμένη η κριτική πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα, χωρίς υπόβαθρο, θεώρησε ότι η εφεσείουσα παραδέχτηκε ότι οι προφορικές εντολές ήταν παραδεχτές.

5.     Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί απουσίας ισχυρισμών στην Έκθεση Απαιτήσεως, αυτό ήταν θέμα μαρτυρίας σε σχέση με την ουσία του ισχυρισμού πως δόθηκαν προφορικές εντολές και είχε, βεβαίως, η εφεσείουσα κάθε δυνατότητα να αναζητήσει λεπτομέρειες.

6.     Δεν στοιχειοθετήθηκε δικονομικής φύσης εμπόδιο μη δικογραφημένης μαρτυρίας το οποίο και ασφαλώς θα εξεταζόταν πρωτοδίκως, αν εγειρόταν.

Η έφεση και η αντέφεση που είχε ήδη αποσυρθεί, απορρίφθηκαν χωρίς διαταγή για έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xαραλάμπους, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 5298/04), ημερομ. 30.6.2008.

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.

Ι. Μαλέκκου για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από την εφεσείουσα το ποσό των £26.530,40 ως το υπόλοιπο λογαριασμού (trading account), όπως αυτό προέκυψε από την πραγματοποίηση, μετά από εντολές της εφεσείουσας, αριθμού αγορών και πωλήσεων μετοχών. Η εφεσείουσα, ενώ παραδεχόταν το άνοιγμα του λογαριασμού και συναφώς την παροχή πληρεξουσίου εγγράφου, αρνήθηκε πως, στη συνέχεια, έδωσε οποιεσδήποτε εντολές. Επομένως, και οποιεσδήποτε πράξεις ενδεχομένως έγιναν, δεν τη δέσμευαν και αρνήθηκε, σ' αυτό το πλαίσιο, τον ισχυρισμό πως εισέπραττε μερίσματα για τις μετοχές που κατ' ισχυρισμό αγοράστηκαν γι' αυτή.

Κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους οι υπάλληλοί τους Στ. Αγρότης και Στ. Χριστοδούλου. Από την άλλη, η εφεσείουσα και ο σύζυγός της. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του συζύγου της. Στη βάση δε των δεδομένων, κατέληξε πως οι πράξεις έγιναν με εντολές της εφεσείουσας. Εν τούτοις, εντόπισε δικονομικό πρόβλημα που δεν επέτρεπε την επιδίκαση του συνόλου του αξιωθέντος ποσού. Η απόφασή του για την επιδίκαση υπέρ των εφεσιβλήτων του ποσού των €19.712,69 (£11.537,33) αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης και «αντέφεσης».

Δεν θα χρειαστεί να αναφερθούμε στα θέματα της «αντέφεσης». Ούτε, βεβαίως, και στους συναφείς ισχυρισμούς της εφεσείουσας σε σχέση με την επιδίκαση ποσού μικρότερου από το αξιωθέν αφού αυτό μόνο, όπως κρίθηκε, καλυπτόταν από την Έκθεση Απαιτήσεως και, περαιτέρω, μέρος του, για έξοδα διαχείρισης και τόκους, δεν αποδείχτηκε. Συζητήθηκε το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά την ακρόαση και η «αντέφεση» αποσύρθηκε όπως και τα σχετικά προς αυτή. Ό,τι αποτελεί το μόνο αντικείμενο της έφεσης όπως ξεκαθαρίστηκε, είναι το κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, πράγματι, οι πράξεις έγιναν με εντολές της εφεσείουσας.

Το άνοιγμα του λογαριασμού, με τη γραπτή εντολή της εφεσείουσας και η παροχή από αυτή σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, είναι παραδεκτά. Όπως και η εξαρχής κατάθεση από την εφεσείουσα, σε εκείνο το λογαριασμό, του ποσού των £130. Αυτό, κάτω από την επίδραση του κλίματος της εποχής, το Νοέμβριο του 1999.  Εκδηλώθηκε φρενίτιδια εμπλοκής απλών ανθρώπων στην προσπάθεια αποκόμισης εύκολου κέρδους. Το κατέθεσε και ο ίδιος ο σύζυγος της εφεσείουσας, πράγμα που επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η αδελφή του, κουνιάδα της εφεσείουσας, στον καθοριστικό ρόλο της οποίας, όπως αυτός της αποδόθηκε, θα αναφερθούμε, βεβαίως, στη συνέχεια, εργαζόταν ως καθαρίστρια στην υπηρεσία των εφεσειόντων και «παρασύρθηκαν». Περαιτέρω, ήταν παραδεκτή η πραγματοποίηση των πράξεων όπως αυτές φαίνονταν στο λογαριασμό που κατέθεσαν και εξήγησαν οι μάρτυρες για τους εφεσίβλητους και ζητήματα ως προς τις πράξεις αυτές και το οικονομικό τους αποτέλεσμα δεν έχουν εγερθεί.

Ενεργούσαν αυτοβούλως οι εφεσίβλητοι; Αγόραζαν μετοχές με δική τους πρωτοβουλία και χρέωναν την εφεσείουσα; Η κατάληξη ήταν αρνητική. Υπήρχαν επαρκή στοιχεία που έδειχναν ότι οι πράξεις γίνονταν με προφορικές εντολές της κουνιάδας της εφεσείουσας, για την εφεσείουσα, ως εξουσιοδοτημένη από αυτή. Αυτό, εν τέλει, ουσιαστικά το παραδέχτηκε η εφεσείουσα κατά την αντεξέτασή της. Το πρωτόδικο δικαστήριο παραθέτει επί του προκειμένου αυτούσιο το πρακτικό. Το μεταφέρουμε και εμείς:

«-Σου υποβάλλω ότι στο Τεκμήριο 3 φαίνονται οι εντολές που έδωσες εσύ προφορικά».

Δεν εδίουν έτσι εντολές εγιώ.

- Αλλά ποιος τις έδωσε;

Η κουνιάδα μου.

- Η κουνιάδα σου για σένα;

Ναι.

- Γιατί δεν της κίνησες αγωγή να σου τα πληρώσει;

Ε .... δεν της κίνησα.

- Εκατάγγειλες την στην Αστυνομία;

Όχι.»

Μετά υπήρξε η συνάντηση του συζύγου της εφεσείουσας με το Στ. Χριστοδούλου. Σύμφωνα με το Στ. Χριστοδούλου στόχος της ήταν να διευθετηθεί τρόπος εξόφλησης της οφειλής της εφεσείουσας, συμπερασματικά παραδεκτής σε εκείνο το στάδιο. Σύμφωνα με το σύζυγο της εφεσείουσας, κατά τη συνάντηση, μίλησαν «πάνω στα οικονομικά» χωρίς να ήταν σε θέση και να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο συζήτησε «για τα οικονομικά». Τελικά προέκυψε και από τη μαρτυρία της εφεσείουσας, πως εισέπραξε σε δυο περιπτώσεις μερίσματα σε σχέση με μετοχές που αγοράστηκαν για λογαριασμό της, υποτίθεται όμως χωρίς την εντολή της. Το τελευταίο κατά ανατροπή του ισχυρισμού της στην Υπεράσπιση, κατά την απόρριψη σχετικού ισχυρισμού στην Έκθεση Απαίτησης. Αρνήθηκε στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισης της πως «εξαργύρωσε τα ισχυριζόμενα είτε οποιαδήποτε άλλα μερίσματα».

Η εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, καταλογίζει στο πρωτόδικο δικαστήριο το θεμελιώδες σφάλμα της σύμπλεξης της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος της απόδειξης. Αφιερώνει δε σ' αυτό το θέμα μεγάλο μέρος του περιγράμματός της, με παραπομπή και στη σχετική νομολογία. Υποστηρίζει ότι «το διατύπωσε καθαρά το Δικαστήριο ότι ζύγισε τις δυο μαρτυρίες με κριτήριο το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και προτίμησε αυτή των εναγόντων». Δεν έχουμε εντοπίσει, όμως, τέτοιο σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση και από τα αποσπάσματα από την απόφαση τα οποία ειδικώς επικαλέστηκε η εφεσείουσα, κάθε άλλο παρά δικαιολογείται τέτοια θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας και κατέληξε στην κρίση του στη βάση των όσων εκτίμησε ότι έδειχναν ότι η εφεσείουσα και ο σύζυγός της δεν έλεγαν την αλήθεια. Αυτό και ενόψει, πέραν των εξειδικευθέντων, των υπεκφυγών τους, της επιλεκτικής τους μνήμης και της έλλειψης αμεσότητας, όπως αυτή προέκυπτε από πτυχές της μαρτυρίας τους που κατέγραψε.

Κατά την αιτιολόγηση του πρώτου λόγου έφεσης η εφεσείουσα θεωρεί και πως το πρωτόδικο δικαστήριο λειτούργησε με την εσφαλμένη εντύπωση ότι η ίδια έφερε το βάρος της απόδειξης ότι δεν έδιδε εντολές. Δεν έκαμε αναφορά σ' αυτό το θέμα, στη συνέχεια, που ήταν και εκτός του λόγου έφεσης όπως αυτό διατυπώθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής της. Εν πάση περιπτώσει η μελέτη της πρωτόδικης απόφασης δεν αποκαλύπτει τέτοιο σφάλμα.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, κάτω από το γενικό ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα αυθαίρετα και αντίθετα προς την κοινή λογική, στην αιτιολογία και το περίγραμμα της υποστηρίζει ότι απαιτούνταν γραπτές εντολές και πως οι προφορικές δεν ήταν αρκετές. Επικαλέστηκε την ίδια τη γραπτή εντολή για το άνοιγμα του λογαριασμού (τεκμήριο 1) και εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε αυτό το έγγραφο λανθασμένα. Από την ορθή ανάγνωσή του, όπως εισηγείται, προκύπτει ότι οι εντολές θα έπρεπε να δίνονταν «γραπτώς ή σε ηλεκτρονική μορφή». Παραγνωρίζει η εισήγηση πως το τεκμήριο 1, το οποίο απευθυνόταν από τους εφεσίβλητους ως τους χρηματιστές, προς την Τράπεζα Κύπρου αφορούσε, όπως ρητά αναφέρεται, στις εντολές για πληρωμές και χρεώσεις του λογαριασμού που θα ανοιγόταν και όχι στις εντολές της εφεσείουσας προς τους χρηματιστές. Δεν δικαιολογείται, λοιπόν, η άποψη ότι με αυτό καθορίστηκε ότι οι προφορικές εντολές δεν αρκούσαν και είναι και λανθασμένη η κριτική πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα, χωρίς υπόβαθρο, θεώρησε ότι η εφεσείουσα παραδέχτηκε ότι οι προφορικές εντολές ήταν παραδεχτές. Δεν παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο σε τέτοια ευθεία μαρτυρία. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως σε μια περίπτωση πράγματι εξουσιοδότησε την κουνιάδα της η οποία και έδωσε προφορική εντολή για την πραγματοποίηση μιας πράξης, άσχετης προς τις επίδικες. Το πρωτόδικο δικαστήριο απλώς σημείωσε, ως συμπέρασμα, πως από αυτό προέκυπτε αντίληψη της εφεσείουσας ότι μπορούσε να ενεργήσει με προφορικές εντολές. Οφείλουμε συναφώς να σημειώσουμε και την απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσείουσα, όταν κατά την ακρόαση συζητείτο αν αρκούσαν οι προφορικές εντολές. Η απάντησή του στη σχετική ερώτηση ήταν «υποθέτω ναι». Στο πλαίσιο του ίδιου λόγου έφεσης συζητείται το γεγονός πως οι μάρτυρες για τους εφεσίβλητους δεν είχαν οι ίδιοι συναντήσει την εφεσείουσα. Αυτό όμως είναι παραδεκτό εναρκτήριο σημείο. Ήταν στη βάση των άλλων που αναφέρθηκαν που κρίθηκε το επίμαχο θέμα, σε συνδυασμό βέβαια και προς τα όσα ουσιαστικά παραδεκτά αφορούσαν στο άνοιγμα του λογαριασμού, το πληρεξούσιο, την κατάθεση του ποσού των £130 και την πραγματοποίηση των πράξεων αλλά, εν τέλει, και την είσπραξη μερισμάτων.

Αποσύρθηκε ο δεύτερος λόγος έφεσης σε σχέση με έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή που κατατέθηκαν και με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχτηκε στη διαπίστωση πως δόθηκαν οι επίμαχες εντολές από την κουνιάδα της εφεσείουσας αφού δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαιτήσεως. Αυτό όμως ήταν θέμα μαρτυρίας σε σχέση με την ουσία του ισχυρισμού πως δόθηκαν προφορικές εντολές και είχε, βεβαίως, η εφεσείουσα κάθε δυνατότητα να αναζητήσει λεπτομέρειες. Λέγει η εφεσείουσα πως αυτή η μαρτυρία, ουσιαστικά δηλαδή όλη η υπόθεση των εφεσιβλήτων όπως αυτή διαμορφώθηκε στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας, «έστω ακόμη και εάν η μαρτυρία αυτή είχε δοθεί χωρίς ένσταση», ήταν εκτός δικογράφου. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετήθηκε δικονομικής φύσης εμπόδιο τέτοιας μορφής το οποίο και ασφαλώς θα εξεταζόταν πρωτοδίκως, αν εγειρόταν.

Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση/εύρημα αναφορικά με το περιεχόμενο των τεκμηρίων 1 και 2 με αποτέλεσμα η απόφασή του να είναι λανθασμένη». Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι το τεκμήριο 2 (το πληρεξούσιο), ορθά ερμηνευόμενο, δεν παρέχει στους εφεσείοντες δικαίωμα αγοράς ή πώλησης μετοχών για την εφεσείουσα και πως χρειάζονται εντολές της. Δεν ήταν όμως διαφορετική η αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου και, ακριβώς, προσδιορίστηκε ως το βασικό επίδικο ζήτημα το κατά πόσο δόθηκαν ή όχι εντολές. Στο περίγραμμα της αγόρευσης της η εφεσείουσα δεν επανέρχεται σ' αυτή την πτυχή αλλά απλώς γενικά υποστηρίζει ότι τα τεκμήρια 1 και 2 δεν αξιολογήθηκαν, μαζί με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Διαπιστώσαμε ότι έγινε το αντίθετο. Προσθέτει η εφεσείουσα πως με την υπογραφή του πληρεξουσίου οι εφεσίβλητοι κατέστησαν «καταπιστευματοδόχοι» της και πως «είχαν υποχρέωση να ασκήσουν τα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν σύμφωνα με το έγγραφο αυτό». Έπρεπε, επομένως, να εξεταστεί αν ενήργησαν με δίκαιο και κατάλληλο τρόπο. Αυτό, όμως, βρίσκεται εντελώς έξω από τον ίδιο τον τέταρτο λόγο έφεσης και την αιτιολογία του και από το επίδικο θέμα, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί πρωτοδίκως.

Καταλήγουμε πως οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η έφεση και η «αντέφεση» απορρίπτονται. Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Η έφεση και η αντέφεση που έχει ήδη αποσυρθεί, απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο