ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1541
8 Αυγούστου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ITERA GROUP LTD,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 17.5.2011,
ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1508/2006
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ GALINA WEBER, ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ (1) ITERA GROUP LTD, (2) IGOR V. MAKAROV ΚΑΙ
(3) SWEET WATER INVERVEST CORP. ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 79/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης certiorari σχετικά με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις εναντίον της αιτήτριας εταιρείας ― Επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων και απόρριψη σχετικής εισήγησης ― Αδύνατο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τι συνιστά εξαιρετική περίσταση.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Πρέπει να υπάρχει τέτοια πλάνη ή πλάνη σε νομική αρχή που να μπορεί να διακριβωθεί από το δικαστήριο αμέσως και όχι ύστερα από έρευνα των στοιχείων ή της μαρτυρίας.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Όταν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, η ύπαρξη δυσμενών επιπτώσεων που το διάταγμα ή η απόφαση των οποίων επιχειρείται η ακύρωση, θα έχει στην οικονομική κατάσταση, εμπορική δραστηριότητα και ιδιωτική ζωή του αιτητή, δεν κρίνονται ως εξαιρετικές περιστάσεις έτσι ώστε να δικαιολογείται η έκδοση certiorari.
Η αιτήτρια επιδίωξε την παραχώρηση άδειας για καταχώρησης αίτησης της φύσεως certiorari προς το σκοπό της ακύρωσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε εναντίον της ποσόν ύψους $ 202.375.830.
Η ενάγουσα στην αγωγή, είχε στηρίξει την αξίωσή της σε ζημιές που υπέστη από την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της αιτήτριας εταιρείας, για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου την οποία θεωρούσε άκυρη και παράνομη. Συνεπεία της αύξησης αυτής μειώθηκε, σύμφωνα πάντα με την ενάγουσα-καθ' ης η αίτηση και το ποσοστό της στο μετοχικό κεφάλαιο της αιτήτριας εταιρείας, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Η αιτήτρια εταιρεία προέβαλε προς υποστήριξη της αίτησης μεταξύ άλλων ότι:
α) το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του ως αποτέλεσμα νομικής πλάνης, προφανούς από το πρακτικό,
β) υπήρχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις που η νομολογία απαιτεί, στην περίπτωση που ο αιτητής διαθέτει και άλλο ένδικο μέσο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Δεν αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα. Εφ' όσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, η επίκληση της εξαιρετικής δικαιοδοσίας για έκδοση του προνομιακού εντάλματος, που χαρακτηρίστηκε ως το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου, πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
2. Θα πρέπει ο αιτητής να δείξει πως υπάρχουν επαρκώς ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα. Αν δε ικανοποιηθούν και τα δύο σκέλη, δεν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για θεραπεία.
3. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Για να δικαιολογείται, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου, η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, θα πρέπει η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες να είναι πολύ σοβαρή.
4. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος certiorari προκειμένου να επιτευχθεί εκ νέου ακρόαση του ζητήματος που έχει εγερθεί.
5. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης - ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση - είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπο κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιαστεί οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
6. Το ένταλμα της φύσης certiorari μπορεί να εκδοθεί όταν έχει εμφιλοχωρήσει νομικό ελάττωμα προφανές από τη δικογραφία. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν καλύπτει και τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, αλλά μόνο τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του.
7. Η αιτήτρια εταιρεία δεν απέδειξε με βάσει τα πιο πάνω, την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που θα συνηγορούσαν υπέρ της έκδοσης διατάγματος certiorari, όταν υφίσταντο στη διάθεσή της άλλα ένδικα μέσα.
Η αίτηση απορρίφθηκε, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
R. v. Epping and Harlow General Comrs [1983] 3 All E.R. 257,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31,
R. v. Chief Constable of Merseyside ]1986] 1 All E.R. 257,
R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122,
Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947,
Καλλιτσιώνης (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ 2089,
Smith v. Ampol [1974] A.C. 821,
Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066,
Σάββα (2001) 1(Γ) A.Α.Δ. 1941,
Geningconsult (Cyprus) Ltd, Αίτηση Αρ. 30/2001, ημερ. 30.3.2001,
Brainpedia Holding Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1713.
Aίτηση.
Π. Πολυβίου, Στ. Πολυβίου (κα), Κ. Σταματίου και Π. Νεοκλέους, για την Αιτήτρια.
Κ. Κακουλλή (κα) και Γ. Χριστοδούλου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 17.5.2011, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον της αιτήτριας εταιρείας στην παρούσα αίτηση, απόφαση για $202.375.830. Η ενάγουσα στην αγωγή βάσισε την αξίωσή της στην απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της αιτήτριας εταιρείας, ημερομηνίας 27.11.2005, για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου την οποία θεωρούσε άκυρη και παράνομη. Συνεπεία της αύξησης αυτής μειώθηκε, σύμφωνα πάντα με την καθ' ης η αίτηση και το ποσοστό της στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Ουσιαστικά η απαίτηση βασιζόταν στο ότι η αιτήτρια εταιρεία, χωρίς να χρειάζεται κεφάλαια, αποφάσισε σε έκτακτη γενική συνέλευση, την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με μοναδικό σκοπό τη συρρίκνωση του μετοχικού ποσοστού της καθ'ης η αίτηση.
Η αιτήτρια εταιρεία αξιώνει ακύρωση της πιο πάνω απόφασης μέσω της παρούσας αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, υποστηρίζοντας ότι στην απόφασή του το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε μετά από νομική πλάνη, προφανή από το πρακτικό.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προσπάθησε να δείξει ότι πράγματι υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που η νομολογία απαιτεί, όταν ο αιτητής διαθέτει και άλλο ένδικο μέσο (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41), άνκαι υπέδειξε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθείται άλλος κανόνας. Εν όψει, βέβαια, πάγιας δικής μας νομολογίας, δεν είναι αναγκαίο να καταφύγουμε σε ξένες δικαιοδοσίες.
Ο κ. Πολυβίου βάσισε το επιχείρημά του για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων στο ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις αποφασίζονται αναλόγως της περιπτώσεως. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια εταιρεία αντιμετώπιζε ήδη και πριν από την έκδοση της απόφασης μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, αφού λόγω ουσιαστικά έλλειψης ρευστότητας είναι υπό την παρακολούθηση τραπεζών, πιστωτών της. Τα σοβαρότατα προβλήματα απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και η εκδοθείσα απόφαση, αν συνδυαστεί με τα προϋπάρχοντα προβλήματα, δημιουργεί μια ζοφερή κατάσταση. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε ο κ. Πολυβίου στην απαίτηση πληρωμής που η καθ' ης η αίτηση-ενάγουσα έστειλε στην αιτήτρια εταιρεία μία μέρα μετά την απόφαση.
Η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως έχει τονιστεί στην Ανθίμου, ανωτέρω, με αναφορά στο διαθέσιμο του ένδικου μέσου της έφεσης (βλέπε επίσης R. v. Epping and Harlow General Comrs [1983] 3 All E.R. 257), δεν αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα. Εφ' όσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, η επίκληση της εξαιρετικής δικαιοδοσίας για έκδοση του προνομιακού εντάλματος, που χαρακτηρίστηκε ως το κατάλοιπο της εξουσίας του δικαστηρίου, πρέπει να δικαιολογείται από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων (βλέπε Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, 1475). Θα πρέπει ο αιτητής να δείξει πως υπάρχουν επαρκώς ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα. Αν δε ικανοποιηθούν και τα δύο σκέλη, δεν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για θεραπεία.
Όπως σημειώθηκε και στην υπόθεση Μεστάνας, ανωτέρω, οι εξαιρετικές περιστάσεις κατ' ανάγκην διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση.
Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Για να δικαιολογείται, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου, η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari, θα πρέπει η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες να είναι πολύ σοβαρή (Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος certiorari προκειμένου να επιτευχθεί εκ νέου ακρόαση του ζητήματος που έχει εγερθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης - ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση - είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπο κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιαστεί οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης (Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947).
Κατά τεκμήριο, η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων είναι γρηγορότερη και ίσως γι' αυτό πιο αποτελεσματική θεραπεία από τη διαδικασία της έφεσης. Αυτό, όμως, δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση γιατί τότε σε όλες τις περιπτώσεις που υπάρχει η δυνατότητα έφεσης θα ήταν δικαιολογημένη η έκδοση διατάγματος certiorari. Εκείνο που θα πρέπει να τεκμηριωθεί είναι ότι η συγκεκριμένη υπόθεση διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες έχει προβλεφθεί έφεση.
Αν ο χρόνος εκδίκασης της έφεσης από μόνος του αποτελούσε εξαιρετικές περιστάσεις, τότε ο κανόνας που τέθηκε με την Ανθίμου θα ήταν χωρίς σημασία (Καλλιτσιώνης (2010) 1(Γ) A.A.Δ. 2089).
Στο σημείο αυτό ίσως θα πρέπει να σημειωθεί και το γεγονός ότι το κατ' ισχυρισμόν προφανές από το πρακτικό νομικό σφάλμα, δεν είναι τόσο προφανές. Για την επισήμανσή του χρειάστηκε να καταχωρηθεί σχετική ένορκη δήλωση, ενώ, όπως και η κα Κακουλλή υπέδειξε, υπάρχουν στοιχεία που καθιστούν το επιχείρημα ότι το σφάλμα είναι προφανές, όχι και τόσο βάσιμο.
Η κα Κακουλλή αναφέρθηκε επίσης και στην υπόθεση Smith v. Ampol [1974] A.C. 821, όπου κρίθηκε ότι ο σκοπός της έκδοσης νέων μετοχών από το διοικητικό συμβούλιο ήταν η μείωση της μετοχικής συμμετοχής του μετόχου της πλειοψηφίας, ο οποίος κρίθηκε ως αθέμιτος.
Εξ άλλου, όταν το δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή έκαμε κατάχρηση αυτής, απλά και μόνο γιατί ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέχτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα κι αν καταδίκασε χωρίς μαρτυρία (Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Το ένταλμα της φύσης certiorari μπορεί να εκδοθεί όταν έχει εμφιλοχωρήσει νομικό ελάττωμα προφανές από τη δικογραφία. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν καλύπτει και τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, αλλά μόνο τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του. Δεν είναι αρκετό να υπάρχει σοβαρή πλάνη ή ακόμα και πλάνη σε σχέση με την καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που να μπορεί να διακριβωθεί από το δικαστήριο αμέσως και όχι ύστερα από έρευνα των στοιχείων ή της μαρτυρίας. Εξ άλλου όταν εκδίδεται διάταγμα certiorari λόγω νομικού σφάλματος προφανούς στο πρακτικό, κατά κανόνα, δεν επιτρέπεται η εισαγωγή μαρτυρίας μέσω ένορκης δήλωσης, ακριβώς επειδή το σφάλμα πρέπει να είναι τόσο προφανές από το πρακτικό και μόνο (R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, ανωτέρω).
Όταν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, η ύπαρξη δυσμενών επιπτώσεων που το διάταγμα ή η απόφαση που επιχειρείται η ακύρωσή του, θα έχει στην οικονομική κατάσταση, εμπορική δραστηριότητα και ιδιωτική ζωή του αιτητή, δεν κρίθηκαν ως εξαιρετικές περιστάσεις έτσι ώστε να δικαιολογείται η έκδοση certiorari (Σάββα (2001) 1(Γ) A.Α.Δ. 1941, 1945 και Geningconsult (Cyprus) Ltd, Αίτηση Αρ. 30/2001, ημερ. 30.3.2001 και Brainpedia Holding Ltd (2010) 1(Γ) A.A.Δ.1713).
Δεν επιθυμώ να υπεισέλθω με λεπτομέρεια στα γεγονότα και στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, για να μην, τυχόν, επηρεαστούν μελλοντικές διαδικασίες. Καταλήγω ότι η αιτήτρια εταιρεία δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που θα συνηγορούσαν υπέρ της έκδοσης διατάγματος certiorari, όταν υφίστανται στη διάθεσή της άλλα ένδικα μέσα. Γι' αυτό το λόγο η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.