ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 1 ΑΑΔ 1314

14 Ιουλίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

GENEMP TRADING LTD,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΠΡΩΗΝ ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2007)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση ασφάλειας εξόδων ― Έγκριση αίτησης παροχής ασφάλειας εξόδων στο στάδιο της έφεσης ― Έκδοση διατάγματος δυνάμει της Δ.35, θ.2, που προνοεί για την κατάθεση ασφάλειας εξόδων που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης ― Δυνατή η εξουσία παροχής ασφάλειας εξόδων κατ' έφεση, με κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60 ― Η αίτηση εκρίθη δικονομικά ορθή παρά το ότι στηρίχθηκε μόνο στη δικαιοδοτική βάση της Δ.35, θ.2, και στο Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Εταιρείες ― Αίτηση ασφάλειας εξόδων ― Δυνατή η έκδοση διατάγματος και με βάση το Άρθρο 382 του Κεφ. 113 ― Δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο εκεί όπου φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η εταιρεία δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα, να εκδώσει εναντίον της διάταγμα για την ασφάλεια εξόδων, αναστέλλοντας στο μεταξύ όλες τις διαδικασίες.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση ασφάλειας εξόδων ― Ο χρόνος υποβολής της αίτησης ― Πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη ― Η καθυστέρηση διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, δεν αποκλείεται να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος ― Στην προκειμένη, εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε απόφαση με την οποία καταδικάστηκε να πληρώσει στην εφεσίβλητη €13.421,12 ως έξοδα με τόκο 8% από 13.7.2000, πλέον €2.001,25 ως Φ.Π.Α. Δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής της, με αποτέλεσμα την καταχώρηση αίτησης διάλυσης της, στα πλαίσια της οποίας, εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης και διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής της περιουσίας της ο Επίσημος Παραλήπτης.

Τόσο τα επιδικασθέντα έξοδα της αίτησης όσο και έξοδα άλλης απορριφθείσας αγωγής της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης, εκκρεμούσαν. Σχετικό ένταλμα κινητών προς εκτέλεση της απόφασης, επεστράφη ανεκτέλεστο.

Με βάση τα πιο πάνω τα οποία ετέθησαν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση της εφεσίβλητης για παροχή ασφάλειας εξόδων, υποστηριζόταν ότι η εφεσείουσα θα έπρεπε να διαταχθεί να καταβάλει ποσό μέχρι €5.000, ως ασφάλεια εξόδων διότι ήταν φανερό, ότι σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης δεν θα ήταν δυνατή η ανάκτηση των εξόδων της εφεσίβλητης.

Η εφεσείουσα ενέστη υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι είχε καλή υπόθεση, ότι η αίτηση είχε καταχωρηθεί πολύ καθυστερημένα, δεν είχε καταδειχθεί ότι σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης δεν θα ήταν σε θέση να καταβάλει το ποσό των εξόδων και ότι δεν εξειδικευόταν το ζητούμενο ποσόν.

Προέβαλε επίσης ότι η αίτηση ήταν δικονομικά αβάσιμη και πως δεν θα μπορούσε να διαταχθεί εναντίον της η παροχή ασφάλειας εξόδων εφόσον ήταν εγγεγραμμένη εταιρεία με γραφείο και έδρα στη Λευκωσία.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Παρά το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση δεν μνημόνευε τη Δ.60, θ.1 η οποία έχει θεωρηθεί μέσα από τη νομολογία ότι παρά την αναφορά σε ενάγοντα, η εξασφάλιση για έξοδα μπορεί να διαταχθεί και εναντίον εφεσείοντα, εν τούτοις η αίτηση ήταν δικονομικά ορθή διότι βασιζόταν στη Δ.35, θ.2, καθώς και στο Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Η δε εφεσίβλητη έδωσε ικανή πειστική μαρτυρία ως προς την αδυναμία της εφεσείουσας να καταβάλει τα έξοδα.

2. Η εφεσείουσα δεν επισύναψε οποιοδήποτε ισολογισμό ή δηλώσεις στο Φόρο Εισοδήματος που να κατεδείκνυαν ότι είχε τέτοια ικανά περιουσιακά στοιχεία ώστε να ήταν σε θέση να καταβάλει τυχόν έξοδα που ενδεχομένως επιδικάζονταν εναντίον της κατ' έφεση.

3. Ενεργοποιούνταν ευλόγως και οι διατάξεις του Άρθρου 382 του Κεφ. 113.

4.    Αναφορικά με τη δύναμη της υπόθεσης της εφεσείουσας, ως παράγοντα σημασίας στην αίτηση, προέκυπτε, ότι η έφεση στρεφόταν ουσιαστικά εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεδομένων των νομολογιακών αρχών περί περιορισμένης επέμβασης στο έργο της αξιολόγησης μαρτυρίας.

5. Υπό τις περιστάσεις που εξηγήθηκαν, δεν υπήρχε τέτοια καθυστέρηση που να καθιστά την αίτηση καταχρηστική.

7. Η επιδιωκόμενη παροχή δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποτελέσει βάσιμο στοιχείο που κωλύει την πρόσβαση στο Εφετείο, τη στιγμή μάλιστα που η εφεσείουσα υποστήριξε, ότι είχε διαθέσιμο ποσό της τάξης των €537.040 γερμανικών μάρκων.

8. Το ότι δεν καταχωρήθηκε ενδεικτικός κατάλογος προϋπολογισμού εξόδων, όπως θα ήταν ορθό, η αίτηση δεν υπόκειτο, δίχως άλλο, σε απόρριψη στην απουσία καταλόγου. Ποσό της τάξης των €3.500, εκρίθη ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις.

Εκδόθηκε διάταγμα όπως η εφεσείουσα κατέθετε υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €3.500, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Κάθε περαιτέρω διαδικασία στην υπό κρίση έφεση ανεστάλη μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της ως άνω ασφάλειας. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης-αιτήτριας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ebrand v. Gassier [1884] 28 Ch.D. 232,

In Re Apollinaris Company's Trade Marks [1891] 1 Ch. 1,

Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170,

Dence v. Mason [1879] WN 31,

Κυριάκου ν. Μιχαήλ (2007) 1 Α.Α.Δ. 933,

Northampton Goal, Iron & Waggon Co v. Midland Waggon Co [1878] 7 Ch.D. 500,

Genemp Trading Ltd v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 1658,

Garcia Manibardo v. Spain [2002] 34 E.H.R.R. 6,

Nasser v. United Bank of Kuwait [2002] 1 W.L.R. 1868,

Dagher a.o. v. Morace a.o. (1985) 1 C.L.R. 656.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 6012/2000), ημερ. 17.9.2007.

Κ. Ταλαρίδης, για Αιτήτρια-Εφεσίβλητη.

Ν. Αγγελίδης για Χρ. Κληρίδη και Σ. Δράκος, για Καθ' ης η αίτηση-Εφεσείουσα.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αγωγή που ηγέρθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από την εφεσείουσα εταιρεία εναντίον μεταξύ άλλων και της εφεσίβλητης τράπεζας, απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 17.9.2007. Ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με 20 σχετικούς λόγους. Η έφεση καταχωρήθηκε στις 29.10.2007, μετά δε από διάφορες οδηγίες στα πλαίσια της προδικασίας, εισήχθηκε η υπό κρίση αίτηση ημερ. 19.1.2011 για ασφάλεια εξόδων.

Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Γεωργίας Δανού, νομικού συμβούλου στο νομικό τμήμα της αιτήτριας-εφεσίβλητης, στα πλαίσια της απόρριψης της προαναφερθείσας αγωγής η οποία έφερε αρ. 6012/00, η εφεσείουσα-καθ' ης η αίτηση καταδικάστηκε να πληρώσει στην εφεσίβλητη £7.855,03 (το αντίστοιχο €13.421,12) ως έξοδα με τόκο 8% από 13.7.2000 πλέον £1.171,28 (€2.001,25), ως Φ.Π.Α. Η εφεσείουσα δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής αυτής, με αποτέλεσμα να εισαχθεί η εταιρική αίτηση υπ' αρ. 229/08 για διάλυση της, στα πλαίσια της οποίας όντως εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 26.9.08, ο δε Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε ως προσωρινός εκκαθαριστής της περιουσίας της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα καταδικάστηκε επίσης στα έξοδα τα οποία υπολογίσθηκαν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή στις 19.10.09, στο ποσό των €1.668 πλέον Φ.Π.Α. Η εφεσείουσα παρουσιάζεται επίσης να είχε εγείρει άλλη αγωγή, την υπ' αρ. 4787/05 εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία επίσης απερρίφθη στις 7.10.09, με καταδίκη αυτής σε ποσό εξόδων €2.558,95.

Ένταλμα κινητών προς εκτέλεση της αποφάσεως στην υπ' αρ. 6012/00 υπόθεση, επεστράφη ανεκτέλεστο αρχικά λόγω αλλαγής διευθύνσεων, αργότερα δε λόγω μη λειτουργίας της εφεσείουσας η οποία παρουσιάζεται να μην έχει οποιαδήποτε εμπορική ή άλλη δραστηριότητα. Επομένως, η εφεσείουσα θα πρέπει να διαταχθεί να καταβάλει ποσό μέχρι €5.000, ως ασφάλεια εξόδων διότι είναι φανερό από τα προαναφερθέντα ότι σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης δεν θα είναι δυνατή η ανάκτηση των εξόδων της εφεσίβλητης.

Η εφεσείουσα ενίσταται στην παροχή οποιουδήποτε ποσού ως ασφάλεια εξόδων θεωρώντας ότι έχει καλή υπόθεση επί της εφέσεως της, ότι η αίτηση για ασφάλεια εξόδων έχει καταχωρηθεί πολύ καθυστερημένα, ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η εφεσείουσα σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει το ποσό των εξόδων, ενώ δεν εξειδικεύεται καν, ούτε δικαιολογείται το ποσό των €5.000 με οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Η εφεσείουσα θεωρεί επίσης ότι η αίτηση είναι δικονομικά αβάσιμη και εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να διαταχθεί εναντίον της η παροχή ασφάλειας εξόδων εφόσον είναι εγγεγραμμένη εταιρεία με γραφείο και έδρα στη Λευκωσία και με εμπορική ή άλλη δραστηριότητα στη Δημοκρατία, οι δε διευθυντές αυτής είναι μόνιμοι κάτοικοι της Δημοκρατίας και Κύπριοι υπήκοοι. Τέλος, θεωρείται ότι η εφεσείουσα έχει ήδη καταβάλει ή παράσχει ασφάλεια εξόδων με ανάλογη κατάθεση εγγύησης.

Η παροχή ασφάλειας εξόδων συνεπάγεται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τέτοια ασφάλεια διατάσσεται κατά κανόνα όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού ή έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός δικαιοδοσίας, κάτι το οποίο πρωτίστως φαίνεται από το ίδιο το κλητήριο ένταλμα. Η τυχόν κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας που βρίσκεται εντός της επικράτειας και είναι ουσιαστική και μόνιμη, δυνατόν να συνηγορήσει εναντίον της παροχής ασφάλειας εξόδων υπό την προϋπόθεση ότι η περιουσία αυτή είναι κατά κοινή λογική διαθέσιμη προς εκτέλεση και όχι υποκείμενη σε εξανεμισμό σε οποιοδήποτε χρόνο. (Δέστε Ebrand v. Gassier [1884] 28 Ch.D. 232 και In Re Apollinaris Company' s Trade Marks [1891] 1 Ch. 1).

Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία. Ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και δεν αποκλείεται η περίπτωση η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος. (Δέστε Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170).

Παρά το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση δεν μνημονεύει τη Δ.60, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοεί για την παροχή ασφάλειας εξόδων και η οποία έχει θεωρηθεί μέσα από τη νομολογία ότι παρά την αναφορά σε ενάγοντα, η εξασφάλιση για έξοδα μπορεί να διαταχθεί και εναντίον εφεσείοντα (Dence v. Mason [1879] WN 31 και Κυριάκου v. Μιχαήλ (2007) 1 Α.Α.Δ. 933), εν τούτοις η αίτηση είναι δικονομικά ορθή διότι βασίζεται στη Δ.35, θ.2, καθώς και στο Αρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Η καταληκτική πρόταση της Δ.35, θ.2, προνοεί για την κατάθεση ασφάλειας εξόδων που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης ως ήθελε διαταχθεί από το Εφετείο κάτω από ειδικές περιστάσεις. Στο Supreme Court Practice 1970, σελ. 790 και 796, όπου σχολιάζεται το O.59, r.10 των τότε Αγγλικών Θεσμών, αναγράφεται ότι αυτό προήλθε από το προηγούμενο O.59, r.9 (αντίστοιχο με τη Δ.35, θ.2), εξηγείται δε στην παρ. 59/10/14, ότι οι λόγοι για τους οποίους δυνατόν να διαταχθεί ασφάλεια εξόδων κατ' έφεση είναι οι ίδιοι με τους λόγους που ένα πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατόν να λάβει υπόψη, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε ειδικών περιστάσεων που κατά τη γνώμη του Εφετείου καθιστούν την περίπτωση δίκαιη για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Η εξουσία επομένως παροχής ασφάλειας εξόδων κατ' έφεση είναι δυνατή, με κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60. Περαιτέρω, το Αρθρο 382 του Κεφ. 113, δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο εκεί όπου φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η εταιρεία δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα, να εκδώσει εναντίον της διάταγμα για την ασφάλεια εξόδων, αναστέλλοντας στο μεταξύ όλες τις διαδικασίες.

Δεν αμφισβητείται από πλευράς της εφεσείουσας ότι ουδέν στην ουσία ποσό έχει καταβληθεί έναντι των διαφόρων εξόδων στα οποία αυτή καταδικάστηκε. Όπως ορθά υποδεικνύει ο κ. Ταλαρίδης στο περίγραμμά του, ο λόγος για τον οποίο η εφεσείουσα διατείνεται ότι δεν έχει προβεί στην πληρωμή των οφειλομένων εξόδων συναρτάται αποκλειστικά με την άρνηση της να το πράξει διότι αμφισβητεί τη νομιμότητα των πρωτοδίκων αποφάσεων, προσβάλλοντας συνακόλουθα και τα διατάγματα εξόδων. Αυτή η θέση της εφεσείουσας πάσχει από δικονομική, αλλά και ουσιαστική ανεπάρκεια. Η εφεσείουσα δεν μπορεί ούτε εύλογα, αλλά ούτε και νόμιμα να επικαλείται την ίδια την έφεση για να αποφύγει τις υποχρεώσεις της. Το δικαίωμα στην αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, περιλαμβάνει και την αντίστοιχη υποχρέωση να καταβάλει τα πρωτόδικα έξοδα, απόρροια της αρχής ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται να δρέψει τους καρπούς της επιτυχίας του. Περαιτέρω, η εισήγηση αυτή δεν μπορεί βέβαια να αναιρέσει την τεκμηριωμένη αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης ότι παρά την καταδίκη της εφεσείουσας σε έξοδα, ουδέν ανακτήθηκε εφόσον το ένταλμα κινητών ήταν ανεπιτυχές.

Η εφεσίβλητη στα πλαίσια συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της που καταχωρήθηκε με την άδεια του Εφετείου, επισύναψε όλα τα αναγκαία έγγραφα που τεκμηριώνουν την καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα στην Αγωγή Αρ. 6012/00 και στην Εταιρική Αίτηση Αρ. 229/08, μαζί με τους συνακόλουθους υποβληθέντες και εγκριθέντες καταλόγους εξόδων. Περαιτέρω, επισυνάφθηκαν ως Τεκμ. 5 και 6, τα επιστραφέντα εντάλματα κινητής περιουσίας στα οποία ο αρμόδιος δικαστικός επιδότης κατέγραψε ότι η εφεσείουσα είχε εγκαταλείψει τη δοθείσα διεύθυνση και ότι άλλη διεύθυνση που δόθηκε ήταν εντελώς άσχετη με αυτήν. Κρίνεται ότι έχει δοθεί ικανή πειστική μαρτυρία ως προς την αδυναμία της εφεσείουσας να καταβάλει τα έξοδα και δεν είναι ορθή η αντίθετη θέση ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο περί της ανικανότητας της να καταβάλει αυτά τα έξοδα.

Πρόσθετα, είναι εντελώς ανυπόστατη η προβαλλόμενη στο περίγραμμα της εφεσείουσας θέση ότι αυτή είναι φερέγγυα διότι διαθέτει περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 537.040 γερμανικών μάρκων επειδή αυτό ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην κατ' έφεση απόφαση του ότι μόνο αυτό το ποσό είχε παραληφθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα από την εφεσείουσα μέσω της κανονικής τραπεζικής οδού. Το εύρημα αυτό δεν αποδεικνύει ότι κατά την ημερομηνία υποβολής της υπό κρίση αίτησης για ασφάλεια εξόδων, η εφεσείουσα κατέχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, ούτε η εφεσείουσα επισύναψε, όπως ορθά παρατηρεί ο κ. Ταλαρίδης, οποιοδήποτε ισολογισμό ή δηλώσεις στο Φόρο Εισοδήματος που να δεικνύουν ότι έχει τέτοια ικανά περιουσιακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να καταβάλει τα έξοδα που τυχόν ήθελαν επιδικαστεί εναντίον της κατ' έφεση.

Τα πιο πάνω καθορίζουν επίσης ότι ευλόγως ενεργοποιούνται οι διατάξεις του Αρθρου 382 του Κεφ. 113, ως προς το ότι η εφεσείουσα ως εταιρεία φαίνεται να μην είναι σε θέση να καλύψει τα έξοδα. Αυτό, παρά το γεγονός στο οποίο έδωσε έμφαση ο κ. Αγγελίδης, ότι η εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο οι δε διευθυντές αυτής, το εκ Γιουγκοσλαβίας ζεύγος Djordjevic, είναι τώρα μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου με Κυπριακή υπηκοότητα. Ουδεμία σχέση έχουν τα ως άνω με το κατά πόσον η ίδια η εφεσίβλητη, ως εταιρική οντότητα, είναι ή όχι σε θέση να καταβάλει τα έξοδα της εφετειακής διαδικασίας. Όπως πρόσθετα σημειώνεται στο Supreme Court Practice 1970, σελ. 380-381, παρ. 23/1-3/12 για την περίπτωση όπου η ενάγουσα είναι εταιρεία, το γεγονός ότι η εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία. (Northampton Goal, Iron & Waggon Co v. Midland Waggon Co [1878] 7 Ch.D. 500). Παραμένει άσχετο εδώ το γεγονός ότι δόθηκε αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης. Εναντίον της εφεσείουσας έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης και ο Επίσημος Παραλήπτης έχει αναλάβει ως προσωρινός εκκαθαριστής. Το εκ πρώτης όψεως τεκμήριο είναι λοιπόν δεδομένο, η δε εφεσείουσα ουδεμία προς το αντίθετο μαρτυρία έφερε.

Όσον αφορά τη δύναμη της υπόθεσης της εφεσείουσας, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Η έφεση στρέφεται ουσιαστικά εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαφόρων μαρτύρων που παρέλασαν κατά τη δίκη. Είναι γνωστή η νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εάν η μαρτυρία αυτή έχει αξιολογηθεί πλημμελώς ή αντιφατικά, αντίθετα προς τη λογική ή τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων ή όπου τα ευρήματα είναι σε αντίθεση με τη δοθείσα μαρτυρία. Αρκεί να λεχθεί σ' αυτό το στάδιο ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων προέκυψε μέσα από τις δικογραφημένες αξιώσεις της εφεσείουσας ότι είχε αποσταλεί ένα σύνολο 899.450 γερμανικών μάρκων στην εφεσίβλητη, εκ των οποίων η τελευταία την πίστωσε μόνο με 537.040 γερμανικά μάρκα. Η θέση των μαρτύρων της εφεσείουσας, η οποία και απερρίφθη πρωτοδίκως, ήταν ότι τα χρήματα δεν αποστέλλονταν όλα μέσω της κανονικής τραπεζικής οδού, αλλά και με άλλα διαθέσιμα μέσα, μέσα σε σακούλες ή βαλίτσες, λόγω των τότε απαγορεύσεων που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Έθνη στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε όντως με φαινομενική καθυστέρηση. Εξηγείται όμως ότι την ημέρα που η έφεση ορίστηκε για προδικασία, η εφεσείουσα βρισκόταν υπό διάλυση με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η αναβολή σε διάφορες ημερομηνίες ώστε να διασαφηνιστεί το ζήτημα της συγκατάθεσης του Επισήμου Παραλήπτη ως προς τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου από το δικηγόρο της εφεσείουσας. Περαιτέρω, δηλώθηκε στις 22.11.2010 ότι είχε διαταχθεί πρωτοδίκως η αναστολή του διατάγματος διάλυσης της εφεσείουσας οπότε, εφόσον παρουσιαζόταν πλέον δυνατή η συνέχιση της έφεσης, καταχωρήθηκε η αίτηση για ασφάλεια εξόδων. Υπό τις περιστάσεις κρίνεται ότι δεν υπάρχει τέτοια καθυστέρηση που να καθιστά καταχρηστική ή απορριπτέα την όλη διαδικασία παροχής ασφάλειας εξόδων. Παρεμβάλλεται εδώ ότι η εγγύηση των €2.000 που η εφεσείουσα διατάχθηκε να καταβάλει στα πλαίσια της έφεσης που αυτή καταχώρησε εναντίον του εκδοθέντος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διατάγματος εκκαθάρισης της, (δέστε Genemp Trading Ltd v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 1658), ουδεμία σχέση με την υπό κρίση διαδικασία ώστε να θεωρείται, ως εσφαλμένα εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας, ότι έχει ήδη δοθεί επαρκής κάλυψη των εξόδων, εφόσον το ποσό των €2.000 ρητά καθορίσθηκε από το Εφετείο να είναι «.... για κάλυψη των εξόδων που ενδεχομένως να διαταχθούν εναντίον της εταιρείας σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης.». Η έφεση όμως εκείνη, υπ' αρ. 354/08, αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την εκκαθάριση της εφεσείουσας. Πρόκειται λοιπόν για εντελώς διάφορη της παρούσας, διαδικασία.

Διατείνεται επίσης η εφεσείουσα ότι τυχόν διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων θα αποτελέσει δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο. Έγινε προς τούτο επίκληση της υπόθεσης Garcia Manibardo v. Spain [2002] 34 E.H.R.R. 6, του ΕΔΑΔ, καθώς και των αναφερομένων στο σύγγραμμα των Clayton and Tomlinson: "The Law of Human Rights", Τόμος 1ος, 2η έκδ. (2009), όπου στη σελ. 745 μνημονεύεται η απόφαση Nasser v. United Bank of Kuwait [2002] 1 W.L.R. 1868, στην οποία κρίθηκε ότι οι πρόνοιες για την παροχή ασφάλειας εξόδων κατ' έφεση θα πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των διατάξεων του Αρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το ζητούμενο είναι σε κάθε περίσταση κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη τις όλες συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια.

Παρατηρείται ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν έχουν οποιαδήποτε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Στη Nasser λέχθηκε ότι η αναγκαιότητα παροχής ασφάλειας εξόδων δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση στο Δικαστήριο, ενώ η παραχώρηση άδειας για έφεση έδειχνε τουλάχιστον «a real prospect» για επιτυχία της έφεσης. Στο ισχύον Κυπριακό σύστημα όμως, η παραχώρηση προηγούμενης άδειας για έφεση δεν υφίσταται και έτσι η καταχώρηση της έφεσης από μόνη της δεν είναι και ένδειξη πιθανής επιτυχίας της. Έπειτα, η επιδιωκόμενη παροχή ενός ποσού ύψους €5.000 δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποτελέσει βάσιμο στοιχείο που κωλύει την πρόσβαση στο Εφετείο, τη στιγμή μάλιστα που η εφεσείουσα διατείνεται, ως υπεδείχθη προηγουμένως, ότι έχει διαθέσιμο ένα ποσό της τάξης των €537.040 γερμανικών μάρκων. Έπεται ότι δεν μπορεί να αποτελεί και λόγο απαγόρευσης πρόσβασης στο Δικαστήριο, η μη συμμόρφωση με τυχόν διαταγή ασφάλειας εξόδων, εφόσον, όπως λέχθηκε και πριν, οι δικονομικές πρόνοιες δεν μπορούν να εφαρμόζονται μόνο προς όφελος της εφεσείουσας με την απρόσκοπτη δυνατότητα καταχώρησης εκ μέρους της έφεσης, αλλά όχι και προς όφελος της εφεσίβλητης ώστε να μην είναι γι' αυτήν λογικό να αναζητήσει ασφάλεια εξόδων. Αναφέρεται δε στο The White Book Service 2006, Civil Procedure Vol. 1, σελ. 633, στα σχόλια της παρ. 25.15.2, (με παραπομπή και στη Nasser), ότι η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πόσον είναι ορθό για ένα εφεσείοντα να προχωρά με την έφεση του, χωρίς να κινδυνεύει να πληρώσει τα έξοδα της άλλης πλευράς σε περίπτωση αποτυχίας. Ούτε συνάγεται ότι η άδεια και μόνο καταχώρησης έφεσης εξουδετερώνει την αναγκαιότητα έκδοσης διαταγής ασφάλειας εξόδων.

Ως προς το ζήτημα του ύψους του ποσού των εξόδων που θα πρέπει να διαταχθεί ως ασφάλεια, παραμένει γεγονός ότι ουδείς κατάλογος προϋπολογισμού αυτού του ποσού έχει κατατεθεί από την εφεσίβλητη, ώστε να βοηθηθεί το Εφετείο στον καθορισμό του. Ένας τέτοιος υπολογισμός είναι ορθό να επισυνάπτεται σε αιτήσεις του είδους όπως είχε συμβεί στην υπόθεση Dagher a.o. v. Morace a.o. (1985) 1 C.L.R. 656, 665-666, όπου ο αναλυτικός πίνακας που προσφέρθηκε βοήθησε το Δικαστήριο στον υπολογισμό των αναγκαίων εξόδων.  Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1966, στα σχόλια του αντίστοιχου O.23, r.3, σελ. 510:

«It is a great convenience to the Court to be informed what are the estimated costs, and for this purpose a skeleton bill of costs usually affords a ready quide.»

Παρά το βοηθητικό τέτοιου καταλόγου, η επισύναψη του δεν προνοείται από οποιαδήποτε δικονομική πρόνοια, ώστε η αίτηση για ασφάλεια εξόδων να υπόκειται, δίχως άλλο, σε απόρριψη στην απουσία καταλόγου. Η απουσία καταλόγου στο τέλος της ημέρας απλώς δεν βοηθά την ίδια την εφεσίβλητη, ως αιτήτρια, στο να υποστηρίξει με την αναγκαία λεπτομέρεια το ύψος του ποσού των €5.000 που επιδιώκεται. Βεβαίως, δεν παραγνωρίζεται εδώ ότι ο υπολογισμός των εξόδων αφορά τη διαδικασία έφεσης, όπου τα πράγματα είναι ευκολότερα εφόσον στην ουσία τα στάδια της ακρόασης της έφεσης είναι λιγότερα και συνήθως μετά την προδικασία και την ανταλλαγή των περιγραμμάτων, η έφεση οδηγείται σε ακρόαση. Έχοντας υπόψη τα  πιο πάνω και την μέχρι στιγμής παρατεταμένη διαδικασία λόγω της έκδοσης του διατάγματος εκκαθάρισης της εφεσείουσας και τους εκτεταμένους λόγους έφεσης, κρίνεται ότι ένα ποσό της τάξης των €3.500, είναι ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις.

Εκδίδεται επομένως διάταγμα όπως η εφεσείουσα καταθέσει υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης από οποιαδήποτε τράπεζα διεξάγει εργασίες στην Κύπρο, στην ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή, ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €3.500, εντός 60 ημερών από σήμερα. Κάθε περαιτέρω διαδικασία στην υπό κρίση έφεση αναστέλλεται μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της ως άνω ασφάλειας. Σε περίπτωση που η διαταχθείσα ασφάλεια εξόδων στο ως άνω ποσό δεν κατατεθεί εντός του ορισθέντος χρόνου των 60 ημερών, τότε η έφεση θα θεωρείται ως αυτομάτως εγκαταλειφθείσα και απορριφθείσα. Ο εφεσίβλητος θα δικαιούται βεβαίως στα έξοδα της έφεσης μέχρι τότε, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης-αιτήτριας και εναντίον της εφεσείουσας-καθ' ης η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Εκδίδεται διάταγμα όπως η εφεσείουσα καταθέσει υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €3.500, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Κάθε περαιτέρω διαδικασία στην υπό κρίση έφεση αναστέλλεται μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της ως άνω ασφάλειας. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης-αιτήτριας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο