ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FRIXOS MICHAEL ν. BREVINOS LIMITED (1969) 1 CLR 578
Vuitton ν. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453
Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217
Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248
Demstar Ltd ν. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 597
M & Ch Mitsingas Trading Ltd. και Άλλοι ν. The Timberland Co. (1997) 1 ΑΑΔ 1791
Resola (Cyprus) Ltd. ν. Xάρη Xρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598
Xριστοφόρου Θεοδώρα Θεοδώρου ν. Eλένης Θεοδώρου Xριστοφόρου (1998) 1 ΑΑΔ 1551
Δήμος Πάφου ν. Σοφοκλή Βοσκού (2001) 1 ΑΑΔ 1168
Rousounides & Soteriou Trading Limited και Άλλος ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 ΑΑΔ 1274
Κούνουνα Χριστοφής ν. C. & A. Simonos Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1361
T. A. Micrologic Computer Consultants Ltd ν. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 1802
Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. και Άλλοι ν. Benfleet Enterprises Ltd και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 280
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2011) 1 ΑΑΔ 1066
17 Ιουνίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΟΞΥΝΟΣ,
2. N.Y.C. ENTERPRISES LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΡΟΛΗ ΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 310/2008)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση και με το οποίο απαγορεύετο στην καθ' ης η αίτηση, εφεσείουσα εταιρεία και/ή διευθυντές, υπαλλήλους, αντιπροσώπους και εντεταγμένους της από του να επεμβαίνουν στην ελεύθερη χρήση και κατοχή από την αιτήτρια, εφεσίβλητη ενός αυτοκινήτου το οποίο της είχε παραχωρήσει δυνάμει δωρεάς ο καθ' ου η αίτηση, εφεσείων, εν διαστάσει σύζυγός της ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στη διαπίστωση ότι επληρούντο και οι τρεις θεσμικές προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60).
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Ανεπανόρθωτη ζημία ― Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με την τρίτη θεσμική προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημία ― Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει θεραπεία.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Ο αιτητής έχει υποχρέωση να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Το Δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψιν, εκτός όλων των άλλων σχετικών στοιχείων, και το γεγονός ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) κλίνει υπέρ του διαδίκου, ο οποίος αξιώνει την εξασφάλιση της ενδιάμεσης θεραπείας ― Κατά πόσο η καθυστέρηση έγκαιρης κατάθεσης της έκθεσης απαιτήσεως, συνιστά λόγο για τη μη έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του, έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαία για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών.
Δίκαιο επιείκειας ― Εμπίστευμα ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Αξίωση της συζύγου σε σχέση με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, στηριζόμενη στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα, τα οποία διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας.
Η εφεσίβλητη και ο εφεσείων 1 είναι εν διαστάσει σύζυγοι και γονείς δύο ανήλικων παιδιών. Η εφεσείουσα 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κύριο και βασικό μέτοχο τον εφεσείοντα 1, ο οποίος είναι και ένας εκ των διευθυντών της.
Στις 11.3.2008 η εφεσίβλητη καταχώρησε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αξιώνοντας, ως πραγματική ιδιοκτήτρια, τη μεταβίβαση στο όνομά της του αυτοκινήτου KQM 842, το οποίο της είχε δωρίσει ο σύζυγός της, εφεσείων 1, το οποίο με δική του εισήγηση και συγκατάθεση, ενεγράφη στο όνομα της εφεσείουσας 2 ως καταπιστευματοδόχου (trustee) της εφεσίβλητης για φορολογικούς σκοπούς.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε μονομερή αίτηση στα πλαίσια της αγωγής, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο απαγορεύετο στην εφεσείουσα 2 και/ή διευθυντές, υπαλλήλους, αντιπροσώπους και εντεταλμένους της από του να επεμβαίνουν στην ελεύθερη χρήση και κατοχή από την εφεσίβλητη του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.
Την μονομερή αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση, στην οποία η εφεσίβλητη ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι με την εισήγηση του εφεσείοντος 1 και με τη συγκατάθεση της ίδιας, το αυτοκίνητο αν και δικό της, ενεγράφη στο όνομα της εφεσείουσας 2 για φορολογικούς σκοπούς. Η ίδια είχε αποκλειστική κατοχή και χρήση του αυτοκινήτου για να πηγαινοέρχεται στην εργασία της, για τη μεταφορά των παιδιών στα φροντιστήρια και γενικά για σκοπούς εξυπηρέτησης των προσωπικών της αναγκών όπως και αυτών της οικογένειάς της. Στις 3.3.2008 και ενώ ο εφεσείων 1 και η ίδια βρίσκονταν σε διάσταση, η τελευταία ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και το αυτοκίνητο μεταφέρθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν ασφαλισμένο, για να επισκευασθεί. Κατόπιν παρέμβασης του εφεσείοντος 1, η ασφαλιστική εταιρεία την πληροφόρησε ότι αδυνατεί να της παραδώσει το αυτοκίνητο εφόσον εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ήταν η εφεσείουσα 2 και όχι η ίδια. Τέλος, ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι ο σύζυγός της ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε σε σχέση με το αυτοκίνητό της, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι κατόπιν δικών της ενεργειών είχε εκδοθεί εναντίον του από το Οικογενειακό Δικαστήριο φυλακιστήριο για καθυστερημένες δόσεις διατροφής ύψους €2.000, το οποίο εκκρεμούσε προς εκτέλεση.
Η εφεσείουσα 2 εταιρεία, δια του διευθυντή και συζύγου της εφεσίβλητης, εφεσείοντα 1, καταχώρησε ένσταση ισχυριζόμενη βασικά ότι η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο κατά το στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησής της όλα τα ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραπλανηθεί, καθώς επίσης και ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις που ο Νόμος και η νομολογία θέτουν για έκδοση απαγορευτικών προσωρινών διαταγμάτων. Με την ένσταση απορρίπτονταν επίσης οι ισχυρισμοί και οι θέσεις της εφεσίβλητης ως ανυπόστατες, ενώ προβαλλόταν και η θέση ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο στην αιτούμενη θεραπεία. Κατά την ακρόαση αντεξετάστηκαν τόσο η εφεσίβλητη, όσο και ο εφεσείων 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέπεμψε σε νομολογία σχετική με την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από το Δικαστήριο και τις συνέπειες που μια τέτοια απόκρυψη συνεπάγεται, καθώς επίσης και στη νομολογία που διέπει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60, όπως έχει τροποποιηθεί), απέρριψε την ένσταση και αφού εξακρίβωσε ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, κατέστησε το διάταγμα απόλυτο.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, προβάλλοντας του ακόλουθους δύο λόγους έφεσης:
1. H απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά λανθασμένη διότι δεν αξιολόγησε ορθά και αντικειμενικά τη μη αποκάλυψη στην οποία η εφεσίβλητη προέβη, στο στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησής της και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και
2. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά λανθασμένη διότι με βάση τη μαρτυρία δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.
Στα πλαίσια του περιγράμματός τους οι εφεσείοντες προέβαλαν τη θέση ότι παρά το γεγονός ότι από την καταχώρηση της αγωγής και την έκδοση του επίδικου διατάγματος έχουν παρέλθει δύο χρόνια, η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε έκθεση απαίτησης, παραλείποντας έτσι να προωθήσει την αγωγή της, γεγονός που καθιστά την όλη στάση και συμπεριφορά της καταχρηστική, στοιχείο που από μόνο του δικαιολογεί τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης και τον τερματισμό της ισχύος του επίδικου διατάγματος.
Επί του ανωτέρω τελευταίου θέματος το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εγείρετο στα πλαίσια των λόγων έφεσης, δεν εμπόδιζε το Δικαστήριο από του να προχωρήσει στην εξέτασή του, ενόψει του ότι η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση της κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για απονομή της δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνονται υπ' όψιν τα ακόλουθα: 1) Το ότι η εφεσίβλητη εδράζει την αξίωσή της εναντίον της εφεσείουσας 2 στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα τα οποία διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας 2) Το ότι μέχρι την ημέρα του ατυχήματος το αυτοκίνητο ήταν στην κατοχή της εφεσίβλητης, ενώ η πρόθεση της εφεσείουσας 2 να θέσει το αυτοκίνητο υπό την κατοχή της για πρώτη φορά εκδηλώθηκε μετά το ατύχημα και 3) Το ότι η εφεσίβλητη εξέφραζε τη σταθερή θέση ότι το αυτοκίνητο είναι δικό της περιουσιακό στοιχείο, της το είχε δωρίσει ο σύζυγός της, εφεσείων 1, και ότι η εγγραφή του στο όνομά της είχε γίνει αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και αυτό με την εισήγηση του εφεσείοντος 1.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του και στη βάση των επισημάνσεων στις οποίες είχε προβεί. Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στη διαπίστωση ότι πληρούνται και οι τρεις θεσμικές προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60. Ειδικότερα, και σε σχέση με την τρίτη θεσμική προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στην οποία δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από τον συνήγορο των εφεσειόντων, η εφαρμοστέα αρχή είναι ότι οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα. Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία του διαδίκου ο οποίος επιδιώκει θεραπεία.
3. Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience), κλίνει υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίφθηκε, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,
Goody's Evagorou Ltd. v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572,
Rousounides & Soteriou Trading Limited κ.ά. v. Κ.Ο.Τ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274,
ΑΚΗΣ (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ. εμπορευόμενοι υπό την επωνυμία Akis Express v. C. Koukkouris Trading Co. Ltd. εμπορευόμενοι υπό την επωνυμία Aris Express (1998) 1 Α.Α.Δ. 149,
T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd. v. Microsoft Corporation (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1802,
Κίτσιος κ.ά. v. A.C. Kitsios Motors Ltd. δια του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της εταιρείας κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 1262,
Διευθυντής των Φυλακών v. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,
Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,
Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597,
Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,
Χριστοφόρου κ.ά. v. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551,
Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168,
Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. κ.ά. v. Beenfleet Enterprises Ltd. κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280,
Michael v. Brevinos Limited (1969) 1 C.L.R. 578,
Κούνουνα v. C. & A. Simonos Ltd. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1361,
Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245,
M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιαπανάς, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1232/2008), ημερ. 9.8.2008.
Γ. Λοΐζου για Α. Τριανταφυλλίδη και για Μ. Κλεόπα, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσίβλητη και εφεσείων 1 είναι εν διαστάσει σύζυγοι και γονείς δύο ανήλικων παιδιών. Η εφεσείουσα 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κύριο και βασικό μέτοχο τον εφεσείοντα 1, ο οποίος είναι και ένας εκ των διευθυντών της.
Με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε στις 11/3/2008, η εφεσίβλητη αξίωσε, ως πραγματική ιδιοκτήτρια, τη μεταβίβαση στο όνομα της του αυτοκινήτου KQM 842, το οποίο της είχε δωρίσει ο σύζυγος της, εφεσείων 1, το οποίο με δική του εισήγηση και με τη δική της συγκατάθεση, ενεγράφη στο όνομα της εφεσείουσας 2 ως καταπιστευματοδόχου (trustee) της εφεσίβλητης, για φορολογικούς σκοπούς.
Την ίδια μέρα, η εφεσίβλητη με μονομερή αίτηση, την οποία καταχώρισε στα πλαίσια της αγωγής της, επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο απαγορεύετο στην εφεσείουσα 2 και/ή διευθυντές, υπαλλήλους, αντιπροσώπους και εντεταλμένους της από του να επεμβαίνουν στην ελεύθερη χρήση και κατοχή από την εφεσίβλητη του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.
Τη μονομερή αίτηση συνόδευε πολυσέλιδη ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, στην οποία επισυναπτόταν αριθμός εγγράφων ως τεκμηρίων. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση της, το περιεχόμενο της οποίας αποτέλεσε το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης, η εφεσίβλητη αναφέρει περιληπτικά τα πιο κάτω:
Πριν τη διακοπή της συμβίωσης της με τον εφεσείοντα 1 και συγκεκριμένα τον Απρίλιο 2007, επειδή η ίδια δεν διέθετε δικό της αυτοκίνητο - το δικό της το είχε πουλήσει - και χρησιμοποιούσε ένα από τα αυτοκίνητα του συζύγου της, ο τελευταίος της παραχώρησε δυνάμει δωρεάς το υπ' αρ. εγγραφής KQM 842 αυτοκίνητο, για την αγορά του οποίου ο σύζυγος της δαπάνησε το συνολικό ποσό των Λ.Κ.30.000.
Με την εισήγηση του εφεσείοντα 1 και με τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης, το αυτοκίνητο, αν και δικό της, ενεγράφη, κι' αυτό για φορολογικούς σκοπούς, στο όνομα της εφεσείουσας 2. Την αποκλειστική κατοχή και χρήση του αυτοκινήτου είχε όμως η ίδια, η οποία και το χρησιμοποιούσε για να πηγαινοέρχεται στην εργασία της, για μεταφορά των παιδιών στα φροντιστήρια τους και γενικά για σκοπούς εξυπηρέτησης των προσωπικών της αναγκών, όπως και αυτών της οικογένειάς της.
Ως αποτέλεσμα της διάστασης μεταξύ της ιδίας και του εφεσείοντα 1, προέκυψαν περιουσιακές διαφορές, για την επίλυση των οποίων η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο αρχές του 2008. Στο Οικογενειακό Δικαστήριο η εφεσίβλητη οδήγησε και τα θέματα διατροφής των ανήλικων παιδιών της.
Στις 3/3/2008 και ενώ εφεσείων 1 και εφεσίβλητη ήταν σε διάσταση, η τελευταία ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα ενώ οδηγούσε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος, το αυτοκίνητο υπέστη σοβαρές ζημιές, για την αποκατάσταση των οποίων μεταφέρθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν ασφαλισμένο, σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων.
Κατόπιν παρέμβασης του εφεσείοντα 1, τον οποίο είχε στο μεταξύ ενημερώσει η εφεσίβλητη για το δυστύχημα, η ασφαλιστική εταιρεία πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι αδυνατεί να της παραδώσει το αυτοκίνητο εφόσον ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης δεν ήταν η ίδια, αλλά η εφεσείουσα 2. Και συνεχίζει η εφεσίβλητη στην ένορκη δήλωσή της:
"20. Η χρήση του εν λόγω αυτοκινήτου μου είναι αναγκαία αφού δεν έχω άλλο μέσο για να διακινούμαι και να ικανοποιώ τις ανάγκες μου και των παιδιών μου. Είναι έτσι κι αλλιώς το δικό μου αυτοκίνητο.
21. Από την ημέρα του δυστυχήματος έχω δανειστεί από συγγενείς ή φίλους για να μπορώ να διακινούμαι ανάλογα, αλλά αυτό δε θα μπορούσε να είναι μόνιμη λύση. Περαιτέρω και ειδικότερα τώρα που είμαι πλέον μόνη μου και έχω την ευθύνη και φύλαξη των παιδιών μας με τον εναγόμενο 1, τα έξοδα είναι πολλά και ενόψει της συμπεριφοράς του εναγόμενου 1, αναγκάστηκα να προχωρήσω σε επέκταση του ορίου παρατραβήγματος στον τραπεζικό μου λογαριασμό για ποσό ύψους €10.000. Συνεπώς, αυτή τη στιγμή και ώσπου να ξεκαθαρίσουν οι εκκρεμότητες με τον εναγόμενο 1, δεν είμαι σε θέση να προχωρήσω στην αγορά αυτοκινήτου, ή ακόμα και στην ενοικίαση αυτοκινήτου, είτε με δάνειο ή άλλως πως. Από την άλλη μου είναι εντελώς αδιανόητο να προχωρήσω σε αγορά άλλου αυτοκινήτου, από τη στιγμή που έχω ήδη αυτοκίνητο.
22. Λόγω όλων των πιο πάνω αναγκάστηκα να προχωρήσω στην καταχώρηση της πιο πάνω αγωγής για να κατοχυρωθώ ως η νόμιμη ιδιοκτήτρια του ως η πρόθεση του εναγομένου 1 όταν μου δώρισε το εν λόγω αυτοκίνητο και περαιτέρω αναγκάστηκα να προχωρήσω με την καταχώρηση της παρούσας αίτησης για να μπορέσω να διατηρήσω την υφιστάμενη προτέρα κατάσταση, μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής, αλλά και γιατί όταν ολοκληρωθούν οι επισκευές του αυτοκινήτου μου, δε θα μπορέσω να το παραλάβω, με αποτέλεσμα να υποστώ μεγάλη ζημιά και ταλαιπωρία."
Τέλος, ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι ο σύζυγος της ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε σε σχέση με το αυτοκίνητο της, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι κατόπιν δικών της ενεργειών είχε εκδοθεί εναντίον του από το Οικογενειακό Δικαστήριο φυλακιστήριο για καθυστερημένες δόσεις διατροφής ύψους €2.000, το οποίο εκκρεμούσε προς εκτέλεση.
Η εφεσείουσα 2 εταιρεία, δια του διευθυντή και συζύγου της εφεσίβλητης, εφεσείοντα 1, καταχώρισε ένσταση ισχυριζόμενη βασικά ότι η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε στο δικαστήριο κατά το στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης της όλα τα ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να παραπλανηθεί, καθώς επίσης και ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις που ο Νόμος και η νομολογία θέτουν για έκδοση απαγορευτικών προσωρινών διαταγμάτων. Με την ένσταση απορρίπτονταν επίσης οι ισχυρισμοί και οι θέσεις της εφεσίβλητης ως ανυπόστατες, ενώ προβαλλόταν και η θέση ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο στην αιτούμενη θεραπεία. Κατά την ακρόαση αντεξετάστηκαν τόσο η εφεσίβλητη, όσο και ο εφεσείων 1.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρέπεμψε σε σχετική με την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από το δικαστήριο και τις συνέπειες που μια τέτοια απόκρυψη συνεπάγεται, νομολογία, καθώς επίσης και στη νομολογία που διέπει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60, όπως έχει τροποποιηθεί), απέρριψε την ένσταση και αφού εξακρίβωσε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και ότι είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, κατέστησε το διάταγμα απόλυτο.
Την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την παρούσα έφεση, στα πλαίσια της οποίας προβάλλονται οι πιο κάτω δύο λόγοι έφεσης:
"1) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι νομικά λανθασμένη διότι δεν αξιολόγησε ορθά και αντικειμενικά τη μη αποκάλυψη στην οποία η εφεσίβλητη προέβη, στο στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης της και η οποία είχε ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να παραπλανηθεί και
2) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι νομικά λανθασμένη διότι με βάση τη μαρτυρία δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60."
Σ' αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι στα πλαίσια του περιγράμματος τους, οι εφεσείοντες προβάλλουν και τη θέση, θέση με την οποία θα ασχοληθούμε αμέσως πιο κάτω, ότι παρά το γεγονός ότι από την καταχώριση της αγωγής και την έκδοση του επίδικου διατάγματος έχουν παρέλθει δύο χρόνια, η εφεσίβλητη δεν καταχώρισε έκθεση απαίτησης, παραλείποντας έτσι να προωθήσει την αγωγή της, γεγονός που καθιστά την όλη στάση και συμπεριφορά της καταχρηστική, στοιχείο που από μόνο του δικαιολογεί τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης και τον τερματισμό της ισχύος του επίδικου διατάγματος.
Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η παράλειψη από πλευράς διαδίκου που έχει εξασφαλίσει ενδιάμεση θεραπεία, να προωθήσει την υπόθεση του επαναπαυόμενος στο γεγονός της εξασφάλισης μιας τέτοιας θεραπείας, ενδεχομένως να καθιστά τη συνέχιση ισχύος της ενδιάμεσης θεραπείας, κατάχρηση της διαδικασίας, γεγονός που συνεπάγεται τον τερματισμό της θεραπείας. Όπως πολύ ενδεικτικά επισημάνθηκε στην υπόθεση Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, επισήμανση η οποία έκτοτε έχει κατ' επανάληψη τονιστεί από τη νομολογία μας, «... η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης». Εκεί όμως όπου η καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής είναι αδικαιολόγητη και δημιουργεί τη βάσιμη εντύπωση ότι η έκδοση του προσωρινού διατάγματος αποτελούσε αυτοσκοπό για τον ενάγοντα, τότε δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του συγκεκριμένου θέματος παραπέμπουμε και στις υποθέσεις Goody's Evagorou Ltd. v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572, Rousounides & Soteriou Trading Limited κ.ά. v. Κ.Ο.Τ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274, Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρες) Λτδ. εμπορευόμενοι υπό την επωνυμία Akis Express v. C. Koukkouris Trading Co. Ltd. εμπορευόμενοι υπό την επωνυμία Aris Express (1998) 1 Α.Α.Δ. 149, T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd. v. Microsoft Corporation (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1802 και Χριστόφορος Κίτσιος κ.ά. v. A.C. Kitsios Motors Ltd. δια του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της εταιρείας κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 1262.
Αρχικά θα πρέπει να πούμε ότι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εγείρεται στα πλαίσια των λόγων έφεσης, αλλά για πρώτη φορά τέθηκε ενώπιον μας στα πλαίσια του περιγράμματος των εφεσειόντων, δεν εμποδίζει το δικαστήριο, ως είναι η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσίβλητης, από του να προχωρήσει και να το εξετάσει. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του έχει σύμφυτο χαρακτήρα και όπως η νομολογία μας έχει κατ' επανάληψη επισημάνει μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαία για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών v. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, το οποίο υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε, αντικατοπτρίζει πλήρως και στην ορθή της διάσταση τη θέση της νομολογίας μας επί του συγκεκριμένου θέματος:
"Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας, που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση τους, σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου."
Επανερχόμενοι στην παρούσα περίπτωση, παρατηρούμε τα εξής. Πρόκειται για υπόθεση της οποίας τα επίδικα θέματα φέρνουν στο προσκήνιο τις γενικότερες διαφορές του ανδρογύνου, οι οποίες εκκρεμούν προς επίλυση ενώπιον των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Πέραν όμως τούτου, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, εκκρεμούσης της έφεσης και ως αποτέλεσμα καταχώρισης αίτησης από πλευράς των εφεσειόντων για απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησής της, αίτηση, την οποία να σημειωθεί οι εφεσείοντες τελικά απέσυραν, καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης και η υπόθεση, αφού τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν, ορίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Όπως έχουμε πληροφορηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των δύο πλευρών, η υπόθεση έχει ήδη οριστεί για ακρόαση σε πολύ σύντομο χρόνο και επομένως, η τελική κρίση του δικαστηρίου αναμένεται να δοθεί σύντομα. Ενόψει τούτων και γενικά ενόψει των όσων συνθέτουν την υπό εξέταση περίπτωση, έστω και αν η εφεσίβλητη επέδειξε καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής της, κρίνουμε ότι δεν ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, η άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της απόρριψης της αίτησης και συνακόλουθα της ακύρωσης του διατάγματος, για τους λόγους που εισηγείται η πλευρά των εφεσειόντων.
Προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι, με προβολή στα πλαίσια του περιγράμματος τους και μόνο σχετικής θέσης, οι εφεσείοντες έθεταν υπό αμφισβήτηση και τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιληφθεί και να εκδικάσει την αγωγή και συνακόλουθα την αίτηση της εφεσίβλητης, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα. Τη συγκεκριμένη θέση όμως οι εφεσείοντες απέσυραν και ορθά υπό το φως ότι τέτοιο ζήτημα όχι μόνο δεν τέθηκε ποτέ ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά ούτε και υπάρχει τέτοιος λόγος έφεσης. Και έτσι η ουσία της εν λόγω θέσης δεν θα μας απασχολήσει. Μπορεί να σημειωθεί μόνο, ότι το όχημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσείουσας 2 ως καταπιστευματοδόχου, με την επίδικη διαφορά να αφορά αποκλειστικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οχήματος και να περιορίζεται αυστηρά μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας εταιρείας.
Πρώτος λόγος έφεσης
Το κατ' ισχυρισμό ουσιώδες γεγονός το οποίο η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε στο πρωτόδικο δικαστήριο με αποτέλεσμα αυτό να παραπλανηθεί και να εκδώσει στην απουσία των εφεσειόντων το προσωρινό διάταγμα, αφορά τη μη αποκάλυψη της επιστολής των δικηγόρων του εφεσείοντα 1, ημερομηνίας 7/3/2008, προς την εφεσίβλητη με την οποία πληροφορείτο η τελευταία ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν διατεθημένος να της παράσχει, αν επιθυμούσε, άλλο μέσο διακίνησης, αφού το επίδικο αυτοκίνητο θα επιστρεφόταν στην εφεσείουσα 2, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου.
Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, η διαδικασία σε μονομερή αίτηση, δημιουργεί στον αιτητή, λόγω της φύσης της αίτησης, την υποχρέωση να αποκαλύπτει στο δικαστήριο όλα τα γεγονότα που γνωρίζει ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζε, τα οποία μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η παράλειψη του αιτητή να αποκαλύψει τα εν λόγω γεγονότα, δυνατό να οδηγήσει στην ακύρωση του διατάγματος χωρίς να προχωρήσει το δικαστήριο στην εξέταση της αίτησης. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός, είναι αντικειμενικό, το στοιχείο δε της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος. (Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, Χριστοφόρου κ.ά. v. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168 και Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. κ.ά. v. Beenfleet Enterprises Ltd. κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280).
Με δεδομένη τη βάση της αγωγής, αλλά και το σύνολο του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζητούμενο, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, «είναι αν εκείνο που προβλήθηκε στο Δικαστήριο ως ουσιαστικό νομικό βάθρο και ως προεξάρχον ζήτημα, ήταν η διακίνηση της ενάγουσας ή των παιδιών τους, ή η απειλή αποστέρησης του συγκεκριμένου αυτοκινήτου για το οποίο αξιώνει με βάση το δίκαιο της επιείκειας, την επ' ονόματί της εγγραφή του». Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, «Η αναφορά στη διακίνηση της ίδιας και των παιδιών της, σε περίπτωση αποστέρησης του αυτοκινήτου, μόνο παρεμπίπτον ως εκ του αποτελέσματος αυτονόητο θέμα αναφέρθηκε και όχι κατ' επίκλησιν ως προς την ουσία του επιζητούμενου δικαιώματος» μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Όπως πολύ εύστοχα το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, «Δεν είναι με αναφορά στο ενδεχόμενο έλλειψης διακίνησης της ίδιας ή των παιδιών της που αποτάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά στην αποστέρηση του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, ως προς την ουσία επί επικαλούμενου συγκεκριμένου δικαιώματος, εδραζομένου επί καταπιστεύματος ..... Με άλλα λόγια η προσφορά, αν το επιθυμούσε, να της δοθεί άλλο αυτοκίνητο ως είναι το περιεχόμενο της σχετικής επιστολής, ουδόλως μετέβαλλε την ουσία ως προς τα επικαλούμενα δικαιώματά της ....».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η σχετική με τον πιο πάνω λόγο έφεσης επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, συνιστούν οι πιο κάτω δύο θέσεις:
α) Εφόσον η εφεσείουσα 2, που ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου αυτοκινήτου, ουδέποτε αποφάσισε να δωρίσει, ούτε και ποτέ δώρισε το επίδικο αυτοκίνητο στην εφεσίβλητη και ο εφεσείων 1, που ήταν το πρόσωπο που σύμφωνα με την εφεσίβλητη της δώρισε το αυτοκίνητο, δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, οι πιθανότητες της εφεσίβλητης να δικαιούται σε θεραπεία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες.
β) Η επιδίκαση και καταβολή αποζημιώσεων, συνιστά επαρκή θεραπεία για την εφεσίβλητη, σε περίπτωση που η τελευταία επιτύχει στην αγωγή της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνοντας αρχικά το γεγονός ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε εναντίον της εφεσείουσας 2 μόνο, στη συνέχεια προχώρησε και αφού υπενθύμισε τη βασική αρχή ότι σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του, προβαίνει σε μια καθόλα επιτρεπτή, προκαταρκτική και στην όψη της μόνο αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης, το πρωτόδικο δικαστήριο, προέβη σε αριθμό επισημάνσεων με βάση τις οποίες αφού κατέληξε ότι εκείνο που ουσιαστικά επιζητείτο από την εφεσίβλητη είναι η ιδιοκτησία του επίδικου αυτοκινήτου, που είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσείουσας 2 ως καταπιστευματοδόχου, στη συνέχεια και με αναφορά σε σχετική νομολογία, διαπίστωσε την ύπαρξη και των τριών θεσμικών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Πρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων, ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το επίδικο διάταγμα.
Παραθέτουμε τις βασικότερες από τις εν λόγω επισημάνσεις, τις οποίες συμμεριζόμαστε. Η εφεσίβλητη κατείχε και οδηγούσε το αυτοκίνητο από της αγοράς του τον Απρίλιο του 2007, συνέχισε δε να το κατέχει καθ' όλη τη διάρκεια του γάμου, καθώς επίσης και μετά που επήλθε η διάσταση του ανδρογύνου. Η εφεσείουσα 2 ουδέποτε έθεσε θέμα ανάκτησης του αυτοκινήτου ή προστασίας των περιουσιακών της στοιχείων, παρά μόνο όταν έγινε το δυστύχημα. Το αυτοκίνητο δόθηκε στην εφεσίβλητη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι οποίοι στην ουσία τους παρέμειναν αναντίλεκτοι, ως δώρο στα πλαίσια των προσπαθειών των δύο συζύγων για επανένωση μετά την πρώτη διάσταση και ενεγράφη στο όνομα της εφεσείουσας 2 για φορολογικούς σκοπούς, «σύνηθες φαινόμενο σε οικογένειες», όπως παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο. Η εφεσίβλητη κατέβαλε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το ποσό των €400 στην ασφάλεια ως ζημιά που δεν κάλυπτε η ασφαλιστική εταιρεία (excess), ενώ ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων 1 αποφάσισε να της στερήσει το αυτοκίνητο - η ουσία του συγκεκριμένου λόγου δεν αμφισβητήθηκε - ήταν η έκδοση εναντίον του φυλακιστηρίου για την είσπραξη καθυστερημένης διατροφής. Ήταν σταθερή θέση της εφεσίβλητης, σύμφωνα και με τον εφεσείοντα 1, ότι το αυτοκίνητο ήταν δικό της, όπως και η θέση της ότι οι αναφορές της «δεν ήταν σε σχέση με το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο αλλά ως προς την ουσιαστική ιδιοκτησία του».
Όπως έχει νομολογηθεί, σκοπός ενός συντηρητικού διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, είναι η διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων (status quo ante), όπως αυτή είχε κατά το χρόνο που η υπό εκδίκαση διαφορά προέκυψε και παράλληλα η διατήρηση της επίδικης περιουσίας, για όλο το χρονικό διάστημα που εκκρεμεί η εκδίκαση της αγωγής (Michael v. Brevinos Limited (1969) 1 C.L.R. 578 και Κούνουνα v. C. & A. Simonos Ltd. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1361).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του και στη βάση των επισημάνσεων στις οποίες είχε προβεί, στις κυριότερες των οποίων έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσίβλητη εδράζει την αξίωση της εναντίον της εφεσείουσας 2 στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα τα οποία διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι την ημέρα του δυστυχήματος το αυτοκίνητο ήταν στην κατοχή της εφεσίβλητης, ενώ η πρόθεση της εφεσείουσας 2 να θέσει το αυτοκίνητο υπό την κατοχή της για πρώτη φορά εκδηλώθηκε μετά το δυστύχημα. Τέλος υπενθυμίζουμε τη σταθερή θέση της εφεσίβλητης ότι το αυτοκίνητο είναι δικό της περιουσιακό στοιχείο, της το είχε δωρίσει ο σύζυγος της, εφεσείοντας 1, και ότι η εγγραφή του στο όνομα της εφεσείουσας 2 έγινε αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και αυτό με εισήγηση του εφεσείοντα 1. Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε στη διαπίστωση ότι πληρούνται και οι τρεις θεσμικές προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60. Ειδικότερα, και σε σχέση με την τρίτη θεσμική προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στην οποία να σημειωθεί δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, υπενθυμίζουμε την αρχή ότι οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα, (Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων, θεωρούμε επίσης ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience), κλίνει υπέρ της εφεσίβλητης. Όπως πολύ ορθά σημειώνει:
"... Ακόμα και αν στο τέλος της ημέρας αποδειχθεί ότι το επίδικο αυτοκίνητο ανήκει τελικά στην εναγόμενη 2 - καθ'ης η αίτηση εταιρεία, και η αιτήτρια στο μεταξύ προκαλέσει ζημιά στο αυτοκίνητο, αντιπαρέρχομαι την ασφαλιστική κάλυψη που αναφέρθηκε ο κ. Στυλιανού, ως υπεδείχθη και στην Κούνουνα (ανωτέρω), υπάρχει πάντα η ικανοποίηση της επιδίκασης αποζημίωσης. Και ακριβώς το στοιχείο αυτό θέτει προς τελική εξέταση κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να παραμείνει σε ισχύ το διάταγμα. Το ισοζύγιο της ευχέρειας έχω την άποψη για τους πιο πάνω λόγους πως κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της αιτήτριας, αφού ως υπεδείχθη στις υποθέσεις Γρηγορίου και Κούνουνα (ανωτέρω), κρίνεται με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο."
Ενόψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.