ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2011) 1 ΑΑΔ 941
31 Μαΐου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡOΦΩΝ (Π.Ο.Α.) ΛΤΔ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ΕΙΡΗΝΑIΟΥ (ΡEΝΟΥ) ΠΑΠΑΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2009)
Συμβάσεις ― Όρος σε σύμβαση για παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία ― Έγερση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την αξία πωληθέντων και παραδοθέντων εμπορευμάτων στη βάση της σύμβασης ― Κατά πόσο η μεταγενέστερη διάλυση του συνεταιρισμού με τον οποίο έγινε αρχικά η σύμβαση και η, κατ' ισχυρισμόν, συνομολόγηση προφορικής συμφωνίας, υπερφαλάγγισαν την αρχική σύμβαση και κατέστησαν ανενεργό τη ρήτρα διαιτησίας ― Κρίθηκε, ανατρέποντας το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν την είχαν υπερφαλαγγίσει.
Απόδειξη ― Εξωγενής μαρτυρία ― Γραπτή σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων ― Ισχυρισμός για ύπαρξη παράλληλης προφορικής συμφωνίας ― Κατά πόσο μπορούσε να υποκαταστήσει τους όρους της γραπτής σύμβασης.
Διαιτησία ― Ρήτρα διαιτησίας σε γραπτή σύμβαση ― Εφαρμόζεται εκτός αν καταδειχθούν ισχυροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της.
Το θέμα το οποίο εγείρετο προς εξέταση στην παρούσα υπόθεση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το κατά πόσο η διαφορά μεταξύ των διαδίκων διέπετο από τη συμφωνία ημερομηνίας 9.2.2004 η οποία περιείχε ρήτρα διαιτησίας. H εφεσείουσα - εναγόμενη (στο εξής η εφεσείουσα), από την οποία ο εφεσίβλητος - ενάγων (στο εξής ο εφεσίβλητος) αξίωνε με την αγωγή του το ποσό των €24.300 ως αξία προϊόντων τα οποία τους πώλησε και παρέδωσε από 1.12.2007 μέχρι 27.1.2008, υποστήριζε ότι ετύγχανε εφαρμογής η ρήτρα διαιτησίας, στη βάση της οποίας και υπέβαλε αξίωση για αναστολή της εναντίον της διαδικασίας. Η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι η σύμβαση είχε υπογραφεί από τον Σωτήρη και τον Ρένο Παπαλοΐζου, ως συνεταίρων. Ο συνεταιρισμός όμως διελύθη και δημιουργήθηκε η εταιρεία Σωτήρης και Ρένος Παπαλοΐζου Λτδ, η οποία όμως διεγράφη την 19.12.2007. Με τη διάλυση του συνεταιρισμού, η σύμβαση έπαυσε να τον δεσμεύει, εξ ου και επήλθε προφορική συμφωνία μεταξύ του ιδίου και της εφεσείουσας την 1.11.2007 για νέα συνεργασία. Ο εφεσίβλητος κατέληξε ισχυριζόμενος ότι εν πάση περιπτώσει η απαίτησή του δεν συνιστούσε «διάφορά» στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως η απαίτηση του εφεσίβλητου δεν απέρρεε από τη συμφωνία ημερομηνίας 9.2.2004 αλλά από την ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία των μερών που έγινε την 1.11.2007. Το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο όρος της συμφωνίας ημερ. 9.2.2004 δεν κάλυπτε τη διαφορά που αφορούσε την παρούσα αγωγή και, ως εκ τούτου, δεν διέταξε την αναστολή της δικαστικής διαδικασίας ώστε η επίδικη διαφορά να παραπεμφθεί σε διαιτησία.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, προσβάλλοντας τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε πολύ επιφανειακά το θέμα, αποτυγχάνοντας να ασχοληθεί με την ουσία, αφού περιορίστηκε στη βάση των ισχυρισμών του εφεσίβλητου για προφορική συμφωνία. Και μπορεί μεν η σύμβαση να υπεγράφη και από τον εφεσίβλητο Ρένο Παπαλοΐζου και από το Σωτήρη Παπαλοΐζου ως συμβαλλόμενους παραγωγούς, η αποχώρηση όμως στη συνέχεια του Σωτήρη Παπαλοΐζου δεν οδηγούσε αναπόφευκτα στην κατάληξη ότι αυτή έπαυε να δεσμεύει τον εφεσίβλητο, ο οποίος μάλιστα με την υπογραφή της σύμβασης κατέστη και συνέχισε έκτοτε να είναι μέτοχος στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσείουσας, που ήταν, σύμφωνα με τη σύμβαση, προϋπόθεση της συνεργασίας του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λτδ, και του παραγωγού, και μάλιστα λαμβάνοντας μετοχές ανάλογες της κατανομής ποσοστόσεων.
2. Η ουσία ήταν ότι παρά την αποχώρηση του Σωτήρη Παπαλοΐζου και τη διαγραφή της ελάχιστα βιώσασας εταιρείας στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος μετά ταύτα συνέχισε να συνεργάζεται ο ίδιος προσωπικώς με την εφεσείουσα στη βάση των όρων της σύμβασης, ώστε αυτοί να τον εδέσμευαν είτε δυνάμει της αρχικής του προσχώρησης στη σύμβαση και της διατήρησης του μετοχικού του κεφαλαίου είτε δυνάμει της υιοθέτησης τους με την προφορική συμφωνία την οποία ισχυρίσθηκε.
3. Τούτου δοθέντος σαφώς η διαφορά ήταν διαφορά στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας, αφού αφορούσε την απαίτηση του εφεσίβλητου για αξία παραδοθέντων προϊόντων υπολογιζόμενη δυνάμει των όρων της σύμβασης και επεκτεινόμενη στις εκατέρωθεν θέσεις ως προς αντισυμβατική συμπεριφορά ενός εκάστου.
Η έφεση πρέπει να επιτύχει και να εκδοθεί, κατ' εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας, διαταγή για αναστολή της διαδικαστικής διαδικασίας ώστε η διαφορά να παραπεμφθεί σε διαιτησία.
Η έφεση επιτράπηκε με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου. Εκδόθηκε διαταγή για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hoare v. Graham [1811] 3 Camp. 57,
Xριστοδούλου v. Μιχαηλίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2058,
Balcancarimpex F.T.O. v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kυριακίδου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2440/08), ημερ. 29.6.2009.
Δ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσείουσα.
Μ. Χαραλάμπους για Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος, ο οποίος είναι κτηνοτρόφος, ήγειρε αγωγή κατά της Εφεσείουσας Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λτδ, διεκδικώντας €24.300 ως αξία κτηνοτροφικών προϊόντων τα οποία της πώλησε και παρέδωσε από 1.12.2007 μέχρι 27.1.2008. Η Εφεσείουσα, καταχωρώντας εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, υπέβαλε αξίωση για αναστολή της διαδικασίας βασιζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας στη μεταξύ των μερών Σύμβαση Αποκλειστικής Διάθεσης Γάλακτος και Βοείου Κρέατος υπογραφείσα την 9.2.2004, δυνάμει της οποίας ο Εφεσίβλητος κατέστη συγχρόνως και μέτοχος στο μετοχικό κεφάλαιο της Εφεσείουσας. Η Εφεσείουσα παρέπεμψε περαιτέρω στο ότι περί τα τέλη Ιανουαρίου, 2008 ο Εφεσίβλητος, κατά παράβαση της σύμβασης, έπαυσε να την προμηθεύει, με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί μεγάλες ζημιές τις οποίες απαίτησε από τον Εφεσίβλητο. Αυτός, αντιδρώντας και ισχυριζόμενος ότι ήταν η Εφεσείουσα που παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις της, κατεχώρησε την αγωγή. Η διαφορά, ήταν η θέση της Εφεσείουσας, σαφώς προκύπτει από την εν λόγω συμβατική σχέση των μερών ώστε να δικαιολογείτο η εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας.
Ο Εφεσίβλητος, εντιστάμενος στην αίτηση, δεν αρνήθηκε την ύπαρξη της ρήτρας διαιτησίας. Ισχυρίσθηκε όμως ότι η Σύμβαση υπεγράφη όχι μόνο από τον ίδιο αλλά και από άλλο παραγωγό - και όντως στη σύμβαση αναφέρονται ως συμβαλλόμενοι παραγωγοί οι Σωτήρης και Ρένος Παπαλοΐζου - ως συνέταιροι, λαμβάνοντας από την Εφεσείουσα τον κωδικό 170 βάσει του οποίου και διεξήγετο η συνεργασία τους με την Εφεσείουσα. Τα τέλη Οκτωβρίου 2007 όμως ο συνεταιρισμός διελύθη και δημιουργήθηκε η εταιρεία Σωτήρης & Ρένος Παπαλοΐζου Λτδ, η οποία όμως διεγράφη την 19.12.2007. Ήταν λοιπόν η θέση του Εφεσίβλητου ότι, με τη διάλυση του συνεταιρισμού, η Σύμβαση έπαυσε να τον δεσμεύει, εξ ου και επήλθε προφορική συμφωνία μεταξύ του και της Εφεσείουσας την 1.11.2007 για νέα συνεργασία μεταξύ του και της Εφεσείουσας, ο ίδιος λαμβάνοντας μάλιστα νέο κωδικό 150. Ισχυρίζετο περαιτέρω ο Εφεσίβλητος ότι η Εφεσείουσα παρέλειψε να του καταβάλει το ποσό που απαιτεί και το οποίο, δυνάμει της συμφωνίας τους, όφειλε να το κατέβαλλε μέχρι 20.2.2008. Και κατέληγε ισχυριζόμενος ότι εν πάση περιπτώσει η απαίτηση του δεν συνιστά «διαφορά» στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.
Το Δικαστήριο, ασχοληθέν κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα, τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και τις αρχές της νομολογίας, περιόρισε το ουσιαστικό μέρος της απόφασης του στο απόσπασμα που παραθέτουμε:
«Έχω διεξέλθει με προσοχή το υλικό που βρίσκεται ενώπιόν μου. Εκείνο που διαπιστώνω είναι πως η απαίτηση εναντίον των Εναγομένων-Αιτητών δεν απορρέει από την συμφωνία ημερομηνίας 9.2.2004 αλλά από ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία των μερών που έγινε την 1.11.2007. Τούτου δοθέντος και παρά την ύπαρξη της συμφωνίας ημερ. 9.2.2004 μεταξύ Ενάγοντα και άλλου προσώπου με την Εναγόμενη, έχω την άποψη πως η διαφωνία των μερών επεκτείνεται και σε θέματα άλλα τα οποία δεν σχετίζονται εκ πρώτης όψεως με τη συμφωνία ημερομηνίας 9.2.2004. Σημειώνω ότι ο όρος της συμφωνίας ημερομηνίας 9.2.2004 για παραπομπή σε διαιτησία αφορά διαφορά που απορρέει μόνο από την εν λόγω συμφωνία και δεν επεκτείνεται σε άλλα ζητήματα. Με αυτό το δεδομένο βρίσκω ότι στην προκειμένη περίπτωση ο όρος της συμφωνίας ημερ. 9.2.2004 δεν καλύπτει την διαφορά που αφορά την παρούσα αγωγή σε συνάρτηση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Ενάγοντα και τα όσα αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση.»
Τις διαπιστώσεις αυτές προσβάλλει η έφεση, στη βάση ότι σαφώς η διαφορά, αφορώσα στη μη πληρωμή της αξίας των προϊόντων, που επεκτείνετο και στη θέση της Εφεσείουσας για τη συμβατική διακοπή της συνεργασίας από τον Εφεσίβλητο και ανάλογες απαιτήσεις της, εμπίπτει στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας. Και ότι η αναφορά του Εφεσίβλητου σε προφορική συμφωνία ανεξάρτητη από τη Σύμβαση συνιστά απλώς προσπάθεια αποφυγής της ρήτρας διαιτησίας αφού η Σύμβαση εξακολουθούσε να δεσμεύει τα μέρη και να διέπει τη συνεργασία τους.
Έχει έρεισμα η έφεση. Κατά πρώτον, να παρατηρήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν απεφάσισε ευθέως ότι η Σύμβαση έπαυσε να δεσμεύει τα μέρη και έτσι να διέπει τη συνεργασία τους, όπως ήταν η θέση του Εφεσίβλητου. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι η ρήτρα διαιτησίας δεν εκάλυπτε τη διαφορά την οποία αφορούσε η αγωγή αφού αυτή εβασίζετο όχι στη συνεργασία βάσει της Σύμβασης αλλά σε συνεργασία δυνάμει της προφορικής συμφωνίας ώστε να επεκτείνεται σε θέματα που δεν σχετίζονται με τη Σύμβαση. Αυτή όμως ήταν μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση η οποία απέτυχε να ασχοληθεί με την ουσία, αφού περιορίσθηκε στη βάση των ισχυρισμών του Εφεσίβλητου για προφορική συμφωνία. Και μπορεί μεν η Σύμβαση να υπεγράφη και από τον Εφεσίβλητο Ρένο Παπαλοΐζου και από το Σωτήρη Παπαλοΐζου ως συμβαλλόμενους παραγωγούς, η αποχώρηση όμως στη συνέχεια του Σωτήρη Παπαλοΐζου ουδόλως οδηγούσε αναποφεύκτως στην κατάληξη ότι αυτή έπαυε να δεσμεύει τον Εφεσίβλητο, ο οποίος μάλιστα με την υπογραφή της Σύμβασης κατέστη και συνέχισε έκτοτε να είναι μέτοχος στο μετοχικό κεφάλαιο της Εφεσείουσας, που ήταν, σύμφωνα με τη Σύμβαση, προϋπόθεση της συνεργασίας του Οργανισμού και του παραγωγού, και μάλιστα λαμβάνοντας μετοχές ανάλογες της κατανομής ποσοστόσεων. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το προοίμιο όπου αναφέρεται ότι:
«ΕΠΕΙΔΗ ο Παραγωγός επιθυμεί να γίνει μέτοχος του Οργανισμού και να διαθέτει όλη την παραγωγή της κτηνοτροφικής του μονάδας σε αγελαδινό γάλα και βόειο κρέας στον Οργανισμό για απεριόριστο χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που καθορίζει η πιο κάτω σύμβαση.»
Ακόμα, σχετικός είναι ο όρος 3 όπου προβλέπεται ότι η Σύμβαση ενεργοποιείται «μόλις ο Παραγωγός καταστεί μέλος του Οργανισμού», και ο όρος 4 ότι η Σύμβαση τερματίζεται με 12μηνη προειδοποίηση και εφ' όσον παρέλθουν τρία έτη από την εγγραφή του Παραγωγού ως μέλους του Οργανισμού. Πέραν τούτων, η ίδια η απαίτηση του Εφεσίβλητου βασίσθηκε στον καθορισμό της στις τιμές και τον τρόπο υπολογισμού που αναφέρονται στη Σύμβαση στον όρο 5. Αλλά και ο όρος 7 είναι σχετικός, αφού αφορά τις ποσοστόσεις στη βάση των οποίων ο Παραγωγός προμηθεύει τον Οργανισμό την ποσότητα γάλακτος που αναλογεί στην παραγωγική μονάδα του.
Με όλα αυτά, δεν ήταν δυνατό για τον Εφεσίβλητο να ισχυρίζεται ότι, ενώ η συνεργασία του με την Εφεσείουσα συνέχισε δυνάμει των όρων της Σύμβασης, δεν ίσχυε ο όρος για διαιτησία διότι είχε άλλη προφορική συμφωνία με την Εφεσείουσα. Θα ήταν παράδοξο κάποια τέτοια προφορική συμφωνία, και αν θεωρηθεί ότι έγινε, να υιοθετούσε τους όρους της Σύμβασης αλλά όχι τον όρο για διαιτησία, χωρίς ρητή αναφορά προς τούτο. Η ουσία ήταν ότι, παρά την αποχώρηση του Σωτήρη Παπαλοΐζου και τη διαγραφή της ελάχιστα βιώσασας εταιρείας στη συνέχεια, ο Εφεσίβλητος μετά ταύτα συνέχισε να συνεργάζεται ο ίδιος προσωπικώς με την Εφεσείουσα στη βάση των όρων της Σύμβασης, ώστε αυτοί να τον εδέσμευαν είτε δυνάμει της αρχικής του προσχώρησης στη Σύμβαση και της διατήρησης του μετοχικού του κεφαλαίου είτε δυνάμει της υιοθέτησης τους με την προφορική συμφωνία την οποία ισχυρίσθηκε. Ως προς τούτο, είναι σχετική η αναφορά του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα στη νομολογία (ίδε Hoare v. Graham [1811] 3 Camp. 57, Xριστοδούλου v. Μιχαηλίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2058, Balcancarimpex F.T.O. v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815). Oυδεμία σημασία είχε, σε αυτή τη βάση, η παραχώρηση νέου κωδικού στον Εφεσίβλητο, πράγμα που αφορούσε μόνο τη διεκπεραίωση των συναλλαγών.
Τούτου δοθέντος, σαφώς η διαφορά ήταν διαφορά στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας, αφού αφορούσε την απαίτηση του Εφεσίβλητου για αξία παραδοθέντων προϊόντων υπολογιζόμενη δυνάμει των όρων της Σύμβασης και επεκτεινόμενη στις εκατέρωθεν θέσεις ως προς αντισυμβατική συμπεριφορά ενός εκάστου. Δεν μπορούσε η διαφορά να μην απέρρεε από τη Σύμβαση, εφ' όσον αφορούσε τη συνεργασία τους δυνάμει των όρων της Σύμβασης και τον τερματισμό της. Και βεβαίως υπήρχε διαφωνία ως προς τα γεγονότα που αφορούσαν την ευθύνη των μερών, όπως ορίζει η νομολογία.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Εκδίδεται, κατ' εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας, διαταγή για αναστολή της διαδικαστικής διαδικασίας ώστε η διαφορά να παραπεμφθεί σε διαιτησία. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτρέπεται με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου. Εκδόθηκε διαταγή για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.