ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 756
18 Απριλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ FYSKO CONTRACTING LTD,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ,
ΑΡΘΡΟ 216, ΚΕΦ. 113,
ΚΑΙ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ FYSKO CONTRACTING LTD,
Εφεσείων,
v.
1. ΕΛΕΝΗΣ ΗΛΙΑΔΗ,
2. ΚΩΣΤΑ ΦΥΣΑ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 175/2010)
Εταιρείες ― Εταιρεία υπό εκκαθάριση ― Απόρριψη αίτησης εκκαθαριστή για έκδοση διαταγμάτων ακύρωσης γραπτών συμφωνιών πώλησης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, κατ' επίκληση του Άρθρου 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και επιδίκαση των εξόδων εις βάρος του εκκαθαριστή, στη βάση του σκεπτικού της Λαζάρου, με την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της Helindo Shipping Company Ltd v. Κούμεττου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 238 ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με την διαταγή των εξόδων από τον εκκαθαριστή ― Ποίοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου επί του θέματος επιδίκασης των εξόδων σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αίτηση του εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Fysko Contracting Limited, εφεσείοντος στην παρούσα έφεση, με την οποία ζητούσε την έκδοση διαταγμάτων ακύρωσης δύο γραπτών συμφωνιών πώλησης καταστημάτων στη Λεμεσό που συνήψε η εταιρεία με την Ελένη Ηλιάδη Φύσα. Ένας εκ των λόγων απορρίψεως αφορούσε στη διαπίστωση ότι το Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, επί του οποίου στηριζόταν η αίτηση, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής και η αίτηση βρισκόταν ουσιαστικά εκτός της εμβέλειας της συγκεκριμένης διάταξης. Το Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα σε βάρος του αιτητή (εφεσείοντος) και υπέρ των καθ' ων η αίτηση (εφεσιβλήτων) με την εξής προσθήκη:
«Αφού έλαβα υπόψη μου τον λόγο για τον οποίο απορρίπτεται η αίτηση, που είναι το ανυπόστατο του αιτήματος του εκκαθαριστή, κρίνω ότι τα έξοδα δεν θα πρέπει να καταβληθούν από την περιουσία της εταιρείας. Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω)».
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται μόνο η ορθότητα του πιο πάνω μέρους της απόφασης για τη μη καταβολή των εξόδων από την περιουσία της εταιρείας αλλά από τον αιτητή, υπό την προσωπική του ιδιότητα.
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι η απόφαση είναι λανθασμένη διότι η αίτηση καταχωρήθηκε υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της εταιρείας και ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ακολούθησε το σκεπτικό της Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 238, για να καταλήξει στο υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα καθότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το αποκλειστικό κριτήριο της απόφασης για την καταβολή των εξόδων από τον ίδιο τον εφεσείοντα προσωπικά και όχι από την περιουσία της εταιρείας, αποτέλεσε το ανυπόστατο του αιτήματος του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έλαβε την απόφασή του αυτή, αφού ο εφεσείων, όπως φαίνεται, εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εταιρείας και καλόπιστα έσπευσε να τα προστατεύσει. Αν συνέτρεχαν άλλοι λόγοι που ενδεχομένως θα δικαιολογούσαν τη συγκεκριμένη απόφαση του δικαστηρίου, οι λόγοι αυτοί έπρεπε να είχαν εξηγηθεί. Θα ήταν άδικο, σε κάθε παρόμοια υπόθεση, να διατάσσεται ο εκκαθαριστής να καταβάλλει τα έξοδα του επιτυχόντος διάδικου από την προσωπική του περιουσία. Ενόψει ενός τέτοιου ενδεχόμενου κινδύνου, κανένας εκκαθαριστής δεν θα ήταν διατεθειμένος να προχωρεί στη λήψη μέτρων και διαδικαστικών διαβημάτων με στόχο την προστασία των συμφερόντων της περιουσίας και των πιστωτών της εταιρείας.
2. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα, τη γνησιότητα των προθέσεων του εκκαθαριστή, κατά πόσο ενήργησε επιπόλαια ή με αλλότρια κίνητρα κλπ.. Τέτοια προσέγγιση δεν είναι αντίθετη προς τα λεχθέντα στη Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω).
3. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο εφεσείων δεν ενήργησε κακόπιστα, επιπόλαια ή με αλλότρια κίνητρα και, ως εκ τούτου, θα ήταν άδικο να επωμισθεί τα έξοδα.
Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή για καταβολή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από την περιουσία της εταιρείας. Τα εν λόγω έξοδα να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκτός αν έχουν συμφωνηθεί. Σε σχέση με τα έξοδα της έφεσης εκδόθηκε διαταγή όπως επωμισθεί η κάθε πλευρά τα δικά της έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Λαζάρου, με την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της Helindo Shipping Company Ltd v. Κούμεττου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 238.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, A.E.Δ.), (Γενική Aίτηση Aρ. 500/95), ημερομ. 26.2.2010.
Ν. Αγγελίδης για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ενταφιανός, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 11.6.1996 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα διάλυσης της εταιρείας Fysko Contracting Limited. Προσωρινός εκκαθαριστής της εταιρείας διορίστηκε ο Επίσημος Παραλήπτης.
Δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερομηνίας 25.6.2004 ο εφεσείων διορίστηκε εκκαθαριστής της εταιρείας και υπό αυτή την ιδιότητα, καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας την έκδοση διαταγμάτων ακύρωσης δύο γραπτών συμφωνιών πώλησης καταστημάτων ημερομηνίας 23.3.1996 και 10.4.1996 που συνήψε η εταιρεία ως πωλητής με την Ελένη Ηλιάδη Φύσα ως αγοράστρια και που αντιστοίχως αφορούσαν τα περιγραφόμενα στην αίτηση καταστήματα της εταιρείας στη Λεμεσό. Ο εφεσείων ζητούσε επίσης την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να διατασσόταν ο Διευθυντής του Κτηματολογίου να αποσύρει τις προαναφερόμενες γραπτές συμφωνίες που είχαν κατατεθεί στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, λόγω ακυρότητας (των συμφωνιών).
Η βασική θέση του εφεσείοντα σε εκείνη την αίτηση ήταν ότι οι συμφωνίες ήταν άκυρες ως συναφθείσες μετά την καταχώρηση της αίτησης διάλυσης της εταιρείας στις 6.11.1995 και ότι επρόκειτο για εικονικές και παράνομες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στην προσπάθεια της εταιρείας και των διευθυντών της να καταδολιεύσουν τους πιστωτές της εταιρείας αποξενώνοντας παράνομα περιουσιακά της στοιχεία σε χρόνο που ήταν ήδη σε γνώση τους ότι είχε ξεκινήσει η διαδικασία εκκαθάρισης της εταιρείας.
Οι εφεσίβλητοι, καθ' ων η αίτηση, καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, βασισμένη σε πραγματικά και νομικά σημεία.
Δεν θα μας απασχολήσουν οι εκατέρωθεν θέσεις και η επιχειρηματολογία που οι διάδικοι ανέπτυξαν πρωτοδίκως γιατί πρόκειται για θέματα που φαίνεται να μην έχουν σχέση με το αντικείμενο της έφεσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το Αρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο κατ' ουσίαν, αποτέλεσε τη νομική βάση της αίτησης, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί και συνεπώς η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί ως στερούμενη νομικής βάσης. Το δικαστήριο προχωρώντας περαιτέρω, έκρινε πως ακόμη και στην περίπτωση που θα διαπίστωνε ότι εφαρμοζόταν κλπ. το Αρθρο 216 δεν είχε κατά τόπο αρμοδιότητα για την εκδίκαση της αίτησης και ότι εν πάση περιπτώσει η έναρξη της διαδικασίας έπρεπε για το λόγο που εξηγεί, να γινόταν με «αγωγή». Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς να παραπεμφθεί στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο καθότι, όπως αναφέρεται στην απόφαση, δεν χρησιμοποιήθηκε το ορθό δικόγραφο κλπ.. Τα έξοδα επιδικάστηκαν σε βάρος του αιτητή (εφεσείοντα) και υπέρ των καθ' ων η αίτηση (εφεσιβλήτων) με την εξής προσθήκη:
«Αφού έλαβα υπόψη μου τον λόγο για τον οποίο απορρίπτεται η αίτηση, που είναι το ανυπόστατο του αιτήματος του εκκαθαριστή, κρίνω ότι τα έξοδα δεν θα πρέπει να καταβληθούν από την περιουσία της εταιρείας. Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω).»
Με την παρούσα έφεση βάλλεται μόνο το πιο πάνω μέρος της πρωτόδικης απόφασης για τη μη καταβολή των εξόδων από την περιουσία της εταιρείας αλλά από τον αιτητή, υπό την προσωπική του ιδιότητα, καθώς τούτο συνάγεται από το λεκτικό της απόφασης.
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι η απόφαση είναι λανθασμένη διότι η αίτηση καταχωρήθηκε υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της εταιρείας και ότι το δικαστήριο λανθασμένα ακολούθησε το σκεπτικό της Λαζάρου, με την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της Helindo Shipping Company Ltd v. Κούμεττου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 238 για να καταλήξει στο υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα καθότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω).
Η αίτηση απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τους λόγους που συνοπτικά αναφέραμε και αφορούν στην ουσία της υπόθεσης. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι ένας από τους λόγους απόρριψης, αφορούσε στη διαπίστωση ότι το Αρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, επί του οποίου στηριζόταν η αίτηση, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής και η αίτηση βρισκόταν ουσιαστικά εκτός της εμβέλειας της συγκεκριμένης διάταξης. Επισημαίνουμε πως ούτε αυτός ο λόγος απόρριψης της αίτησης αλλά ούτε και οι άλλοι που συνθέτουν το σκεπτικό της απόφασης έχουν εφεσιβληθεί. Με την έφεση προσβάλλεται μόνο το μέρος της απόφασης που αφορά στην καταβολή των εξόδων προσωπικά από τον εφεσείοντα.
Για να κριθεί κατά πόσο ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία κατά την επιδίκαση των εξόδων λογικά πρέπει να προηγηθεί κρίση αναφορικά με την ορθότητα της απόφασης για την απόρριψη της αίτησης. Παρά το γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της αίτησης δεν έχει εφεσιβληθεί, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, αγορεύοντας ενώπιόν μας κατά την ακρόαση της έφεσης, αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί της ουσίας της αίτησης δίδοντας μεταξύ άλλων τη δική του ερμηνεία σχετικά με την εμβέλεια και το πεδίο εφαρμογής των προνοιών του Αρθρου 216 του νόμου. Βεβαίως, η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης επί της ουσίας της αίτησης με προοπτική τη δημιουργία ερείσματος για την επιτυχία της έφεσης, συνιστά μάταιη προσπάθεια εφόσον η ορθότητα της απόφασης δεν προσβάλλεται με την έφεση. Έπεται, ότι το επίδικο θέμα της έφεσης θα κριθεί με δεδομένη την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί της ουσίας της αίτησης.
Το ανυπόστατο του αιτήματος του εφεσείοντα φαίνεται ότι αποτέλεσε το αποκλειστικό κριτήριο της απόφασης για την καταβολή των εξόδων από τον ίδιο προσωπικά και όχι από την περιουσία της εταιρείας. Το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε υπό τις περιστάσεις να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε την καταβολή των εξόδων από τον εφεσείοντα αντί από την περιουσία της εταιρείας, τα συμφέροντα της οποίας ο τελευταίος εκπροσωπούσε και καλόπιστα, καθώς φαίνεται, έσπευσε να προστατεύσει. Αν συνέτρεχαν άλλοι λόγοι που ενδεχομένως θα δικαιολογούσαν τη συγκεκριμένη απόφαση του δικαστηρίου, οι λόγοι αυτοί έπρεπε να είχαν εξηγηθεί. Θα ήταν άδικο, σε κάθε παρόμοια υπόθεση, να διατάσσεται ο εκκαθαριστής να καταβάλλει τα έξοδα του επιτυχόντος διάδικου από την προσωπική του περιουσία. Ενόψει ενός τέτοιου ενδεχόμενου κινδύνου, κανένας εκκαθαριστής δεν θα ήταν διατεθειμένος να προχωρεί στη λήψη μέτρων και διαδικαστικών διαβημάτων με στόχο την προστασία των συμφερόντων της περιουσίας και των πιστωτών της εταιρείας.
Καταλήγοντας σημειώνουμε πως σε περιπτώσεις ως η παρούσα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα, τη γνησιότητα των προθέσεων του εκκαθαριστή, κατά πόσο ενήργησε επιπόλαια ή με αλλότρια κίνητρα κλπ.. Θεωρούμε πως μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι αντίθετη προς ό,τι έχει ειπωθεί στη Λαζάρου v. Κούμεττου κ.ά. (ανωτέρω) η οποία, καθώς φαίνεται, αποτέλεσε το έρεισμα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου για το θέμα των εξόδων.
Έχουμε τη γνώμη πως δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσείων ενήργησε κακόπιστα, επιπόλαια ή με αλλότρια κίνητρα και συνεπώς μας φαίνεται άδικο να επωμισθεί τα έξοδα.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση καθόσον αφορά το θέμα της καταβολής των εξόδων παραμερίζεται. Εκδίδεται διαταγή για καταβολή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από την περιουσία της εταιρείας. Τα εν λόγω έξοδα να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκτός αν έχουν συμφωνηθεί.
Καθόσον αφορά τα έξοδα της έφεσης, θεωρούμε ότι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή για καταβολή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από την περιουσία της εταιρείας. Τα εν λόγω έξοδα να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκτός αν έχουν συμφωνηθεί. Σε σχέση με τα έξοδα της έφεσης εκδίδεται διαταγή όπως επωμισθεί η κάθε πλευρά τα δικά της έξοδα.