ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 547
21 Μαρτίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΘΕΚΛΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
2. ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΝΗΛΙΚΗ
ΔΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ
ΑΥΤΗΣ ΦΙΛΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΘΑΝΑΣΗ
ΚΑΙ ΘΕΚΛΑΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
3. ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΤΙΔΗ,
2. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΕΤΡΟΥ & ΠΑΥΛΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2008)
Αμέλεια ― Ιατρική αμέλεια ― Κατά πόσο ιατρός γυναικολόγος μαιευτήρ επέδειξε επαγγελματική αμέλεια κατά την πρόωρη γέννηση του παιδιού της ενάγουσας με καισαρική τομή, με αποτέλεσμα τόσο η ενάγουσα όσο και το νεογνό, να υποστούν σημαντικές βλάβες ― Κατά πόσο η υποβολή της ενάγουσας σε στείρωση αμέσως μετά τον τοκετό, συνιστούσε πράξη αμέλειας και/ή πράξη γενόμενη κατά παράβαση των θεσμίων καθηκόντων του ιατρού, και/ή κατά πόσο η επέμβαση της στείρωσης διενεργήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων και κατάληξη σε ευρήματα ― Συνιστά κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Κατά πόσο οι ισχυριζόμενες αντιφάσεις της μαρτυρίας, επηρέαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο την ουσία της μαρτυρίας.
Δικαστική απόφαση ― Κατά πόσο η διάρρευση 17 μηνών από το πέρας της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, επηρέασε αρνητικά την κρίση του Δικαστηρίου επί των καίριων ζητημάτων που είχε ενώπιόν του.
Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Αξιολόγηση ιατρικής μαρτυρίας ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Οι εφεσείοντες 1 και 3 είναι σύζυγοι. Η εφεσείουσα 2 είναι το μικρότερο από τα πέντε παιδιά των εφεσειόντων. Ο εφεσίβλητος 1 είναι ιατρός γυναικολόγος και διεξήγαγε την εργασία του στην «Πολυκλινική Πέτρου & Παύλου», ιδιοκτησίας και/ή τελούσας υπό τη διεύθυνση των εφεσιβλήτων 2, στη Λεμεσό.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν λόγω επαγγελματικής αμέλειας του εφεσίβλητου 1 και των εφεσιβλήτων 2 ως εκ προστήσεως ευθυνόμενων. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η, κατ' ισχυρισμόν, αμέλεια του εφεσίβλητου 1 συνίστατο στο ότι ο εφεσίβλητος 1, διενεργώντας πρόωρο τοκετό με καισαρική τομή στην εφεσείουσα 1 όταν αυτή βρισκόταν στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι ούτε η ίδια αλλά ούτε και το παιδί διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, προκάλεσε στις εφεσείουσες 1 και 2 τις ακόλουθες σωματικές βλάβες:
Στην εφεσείουσα 1 προκάλεσε στείρωση χωρίς τη δική της συγκατάθεση και χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, καθώς και πρόκληση ακατάσχετης αιμορραγίας. Στην εφεσείουσα 2 προκάλεσε εκχυμώσεις των κάτω άκρων, του τριχωτού της κεφαλής και του προσώπου, κυάνωση, εγκεφαλοπάθεια 1ου βαθμού και εγκεφαλική παράλυση τύπου Αριστερής Ημιπληγίας. Η παρούσα κατάσταση της εφεσείουσας 2 είναι η ακόλουθη:
Αυτή πάσχει από ψυχοκινητική καθυστέρηση λόγω περιγεννητικής ασφυξίας, καθυστέρηση και διαταραχή στην κινητικότητα και στάση. Έχει νοητική καθυστέρηση, υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής. Το νευρολογικό πρόβλημα είναι χρόνιο λόγω μόνιμης στατικής εγκεφαλικής βλάβης.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν ειδικές αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.1.283, γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που είχαν υποστεί οι εφεσείουσες 1 και 2 καθώς και γενικές αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη και/ή προσβολή της προσωπικότητας και/ή πόνο και οδύνη που υπέστησαν οι εφεσείοντες 1 και 3 συνεπεία της στείρωσης της εφεσείουσας 1.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε όλα να αποβούν ομαλά. Όμως κατά τη διενέργεια της επέμβασης, η εφεσείουσα 1 υπέστη μεγάλη αιμορραγία οφειλόμενη στους κιρσούς που είχε στη μήτρα. Παρά την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αιμορραγίας από τον εφεσίβλητο, προκλήθηκε δυσκολία στην εξαγωγή του εμβρύου. Καθόσον αφορά τη στείρωση της εφεσείουσας 1, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι έγινε με τη θέληση της εφεσείουσας και κατόπιν σχετικών οδηγιών της ίδιας και του συζύγου της προς το γιατρό.
Στην έκθεση υπεράσπισής τους, οι εφεσίβλητοι εξειδίκευσαν τους λόγους για τους οποίους επιβαλλόταν ο τερματισμός της κύησης με καισαρική τομή. Οι λόγοι αυτοί ήσαν α) ότι η εφεσείουσα 1 είχε ψηλή πίεση, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό σε παχυσαρκία αφού το βάρος της ήταν 108 κιλά και το ύψος της ήταν 1,62 μ.. Η υπέρταση μπορούσε να της δημιουργήσει προεκλαμψία με ενδεχόμενο θάνατο, β) Το έμβρυο παρουσίαζε ταχυκαρδία που συνήθως οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση. Επιπλέον, η εγκάρσια θέση του εμβρύου στη μήτρα απέκλειε τη δυνατότητα του φυσιολογικού τοκετού.
Αναφορικά με το θέμα του χρόνου εξαγωγής του νεογνού, η θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι η καθυστέρηση ήταν γύρω στα 1-2 λεπτά πέραν του φυσιολογικού χρόνου και αυτό οφειλόταν στην αιμορραγία. Αυτή η θέση δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία του αναισθησιολόγου κ. Τσιάτταλου (Μ.Ε.7) ο οποίος κατέθεσε ότι ο συνήθης χρόνος είναι 5 έως 6 λεπτά και ότι η συγκεκριμένη επέμβαση κράτησε 8 έως 10 λεπτά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τις θέσεις των εφεσειόντων για την ισχυριζόμενη αμέλεια των εφεσιβλήτων. Σε σχέση με το θέμα της στείρωσης το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτή διενεργήθηκε με την εντολή ή τη συγκατάθεση της εφεσείουσας, η οποία, καθώς προέκυπτε από διάφορα σημεία της μαρτυρίας, εξέφρασε προηγουμένως την επιθυμία να υποβληθεί σε στείρωση και για το σκοπό αυτό έδωσε εντολή στο γιατρό.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην εσφαλμένη εκτίμηση των γεγονότων από πλευράς των εφεσιβλήτων. Προέβαλαν επίσης οι εφεσείοντες καθυστέρηση στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα παράπονα των εφεσειόντων για πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη εκτίμηση των γεγονότων κρίνονται αβάσιμα. Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν για αμέλεια παρέμειναν ατεκμηρίωτοι εφόσον δεν υπήρξε επιστημονική μαρτυρία η οποία θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει την εκδοχή τους.
2. Η ουσία της μαρτυρίας δεν επηρεάζεται από τις αναφορές περί αντιφάσεων στο περίγραμμα των εφεσειόντων. Το Εφετείο σπάνια παραγκωνίζει ευρήματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Ο διάδικος που αμφισβητεί την ορθότητα ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων έχει το βάρος να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι λανθασμένα και αυτό πρέπει να γίνεται με πειστικά επιχειρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν αυτό το βάρος και συνεπώς δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
3. Το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για τη διαπίστωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αποτιμάται με αναφορά στη δίκη ως σύνολο. Οι επιμέρους παράγοντες που προσμετρούν είναι η φύση, οι ιδιομορφίες και το περίπλοκο της υπόθεσης καθώς και η συμπεριφορά των διαδίκων. Το χρονικό διάστημα των 17 μηνών που, εν προκειμένω, διέρρευσε από το πέρας της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, δεν επηρέασε αρνητικά την κρίση του Δικαστηρίου πάνω στα καίρια ζητήματα που είχε ενώπιόν του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή
και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πουγιούκα κ.ά. v. Θρασυβούλου (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2014,
Λουκαΐδης κ.ά. v. Eκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαυρονικόλα, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 854/2000), ημερ. 28/11/2007.
Χρ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO:Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν λόγω επαγγελματικής αμέλειας του εφεσίβλητου 1 και των εφεσιβλήτων 2 ως εκ προστήσεως ευθυνόμενων. Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και αρνήθηκαν κάθε ευθύνη. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως ανυπόστατους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για αμέλεια και απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της.
Προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και από αυτά που δηλώθηκαν ως παραδεκτά ότι οι εφεσείοντες είναι μεταξύ τους σύζυγοι και γονείς πέντε ανήλικων παιδιών μεταξύ των οποίων και της εφεσείουσας 2 που είναι το πέμπτο παιδί της οικογένειας. Ο εφεσίβλητος 1 είναι ιατρός γυναικολόγος και διεξήγαγε την εργασία του στην «Πολυκλινική Πέτρου & Παύλου», ιδιοκτησίας και/ή τελούσας υπό τη διεύθυνση των εφεσιβλήτων 2, στη Λεμεσό.
Η εφεσείουσα 1 στις 27.10.1997, ενώ βρισκόταν στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, επισκέφθηκε, ύστερα από ραντεβού, τον γιατρό της εφεσίβλητο 1 για εξετάσεις ρουτίνας σε σχέση με την πορεία της εγκυμοσύνης της. Ο εφεσίβλητος 1 αφού την εξέτασε, της σύστησε τοκετό με καισαρική τομή. Η εφεσείουσα έχοντας εμπιστοσύνη στον γιατρό της αποδέχθηκε τη σύστασή του. Πήγε σπίτι και σύντομα επέστρεψε στην κλινική, μεταφέροντας μαζί της τα χρειώδη για τον τοκετό. Εισήχθη στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκε η εφεσείουσα 2, με καισαρική τομή που διενήργησε ο εφεσίβλητος 1. Η εφεσείουσα 1 κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά το πέρας του τοκετού, υπέστη στείρωση από τον εφεσίβλητο. Η εφεσείουσα 2 αμέσως μετά τον τοκετό, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και ακολούθως στο Μακάρειο Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Η εφεσείουσα 1 προέβαλε στην έκθεση απαίτησης ότι στις 27.10.1997 ο εφεσίβλητος της σύστησε πρόωρο τοκετό με καισαρική τομή και ότι τη διαβεβαίωσε πως δεν διέτρεχαν οποιοδήποτε κίνδυνο η ίδια ή το παιδί. Οι εφεσείοντες εξειδικεύοντας στο ίδιο δικόγραφο την αμέλεια του εφεσίβλητου, ισχυρίστηκαν ότι,
(1) παρέλειψε να προβεί σε πλήρεις προγεννητικές εξετάσεις ή/και διάγνωση ως προς τη σωστή θέση του εμβρύου στη μήτρα πριν από τον τοκετό,
(2) διενήργησε την καισαρική τομή χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι υπήρχε ο απαραίτητος εξοπλισμός εντός του χειρουργείου για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας επέμβασης,
(3) δεν ήλεγξε αν τα μηχανήματα, χειρουργικά εργαλεία και φιάλες οξυγόνου που πιθανό να χρησιμοποιούνταν κατά την επέμβαση, ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση,
(4) κατά τη διάρκεια της επέμβασης προκλήθηκε ακατάσχετη αιμορραγία στην εφεσείουσα 1,
(5) αμέσως μετά τον τοκετό, προέβη σε στείρωση της εφεσείουσας 1 χωρίς τη συναίνεση και εν αγνοία της και χωρίς εξουσιοδότηση της ίδιας ή του συζύγου της ο οποίος βρισκόταν στην κλινική κατά τη διάρκεια της επέμβασης,
(6) παρέλειψε να προβεί σε άμεση και/ή έγκαιρη οξυγόνωση του νεογέννητου (εφεσείουσας 2) αμέσως μετά τον τοκετό καθότι η φιάλη οξυγόνου που βρισκόταν μέσα στο χειρουργείο δεν ήταν σε κατάσταση που θα μπορούσε να λειτουργήσει αμέσως,
(7) η εφεσείουσα 2 γεννήθηκε σε άθλια κατάσταση και λόγω της μη έγκαιρης οξυγόνωσης, μεταφέρθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Λόγω της κατάστασης της, δεν έγινε αποδεκτή η εισαγωγή της και ενόψει τούτου, μεταφέρθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο Λευκωσίας για περίθαλψη.
Ως αποτέλεσμα της αμέλειας του εφεσίβλητου και/ή της αποτυχίας του να επιδείξει τη δέουσα προσοχή και/ή επιδεξιότητα και/ή κατά παράβαση των θέσμιων καθηκόντων του κατά τη διάρκεια της επέμβασης για πρόωρο τοκετό οι εφεσείουσες 1 και 2 υπέστησαν σημαντικές βλάβες οι οποίες εκτέθηκαν στην έκθεση απαίτησης ως εξής:
«Α. ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ 1 ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ.
(Α) Ο Εναγόμενος 1 αμέσως μετά την διαδικασία της χειρουργικής επεμβάσεως πρόωρου τοκετού δια καισαρικής τομής εις την κλινική των Εναγομένων 2 προέβηκε σε στείρωση της Ενάγουσας 1 διά της αφαιρέσεως των εσσωγεννητικών της οργάνων και/ή σε απολύνωση των σαλπίγγων της χωρίς την συναίνεση και/ή την συγκατάθεση και/ή εξουσιοδοτήσεως και/ή εν αγνοία τόσον της ιδίας όσον και του συζύγου της - Ενάγοντα 3.
(Β) Ο Εναγόμενος 1 κατά την διάρκεια της επεμβάσεως διά καισαρικής τομής της Ενάγουσας 1 διά πρόωρο τοκετό της προκάλεσε ακατάσχετη αιμορραγία θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο της ζωής της.
Β. ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ ΤΟΥ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΟΥ - ΕΝΑΓΟΥΣΑ 2 ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ.
(Α) ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ
(α) Εκχυμώσεις άνω και κάτω άκρων�·
(β) Εκχυμώσεις στο τριχωτό της Κεφαλής·
(γ) Εκχυμώσεις στο Πρόσωπο·
(δ) Παρουσίαζε κυάνωση άκρων και περιστομάτων·
(ε) Εγκεφαλοπάθεια 1ου βαθμού·
(ζ) Εγκεφαλική παράλυση τύπου Αριστερής Ημιπληγίας·
(θ) Μπήκε σε φωτοθεραπεία για περίοδο τριών ημερών.
(Β) ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
(α) Πάσχει από ψυχοκινητική καθυστέρηση λόγω περιγεννητικής ασφυξίας·
(β) Παρουσιάζει καθυστέρηση και διαταραχή στην κινητικότητα και στάση·
(γ) Νοητική καθυστέρηση, υπερκινητικότητα και διάσπαση της προσοχής·
(δ) Το νευρολογικό πρόβλημα είναι χρόνιο λόγω μόνιμης στατικής εγκεφαλικής βλάβης·
(ε) Συστήνεται θεραπευτική παρέμβαση με:
i. Φυσιοθεραπεία 2 φορές τη βδομάδα·
ii. Εργοθεραπεία 2 φορές τη βδομάδα·
iii. Λογοθεραπεία 2 φορές τη βδομάδα·
iv. Ψυχολογική Στήριξη.»
Οι εφεσείοντες αξίωσαν ειδικές αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.1.283, γενικές αποζημιώσεις για τις πιο πάνω σωματικές βλάβες και τα εξ αυτών αποτελέσματα που έχουν υποστεί οι εφεσείουσες 1 και 2 καθώς και γενικές αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη και/ή προσβολή της προσωπικότητας και/ή πόνο και οδύνη που υπέστησαν οι εφεσείοντες 1 και 3 συνεπεία της στείρωσης της εφεσείουσας 1.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι καθόλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έγιναν όλες οι προβλεπόμενες προγεννητικές εξετάσεις και έλεγχοι για τη θέση του εμβρύου στη μήτρα. Η θέση του εμβρύου, ελέγχθηκε από τον εφεσίβλητο τουλάχιστον 12 φορές κατά τη διάρκεια της κύησης και μάλιστα ένας από τους λόγους για τους οποίους σύστησε στις 27.10.1997 τοκετό με καισαρική τομή ήταν γιατί το έμβρυο βρισκόταν σε εγκάρσια θέση, όπως διαπίστωσε με υπερηχογράφημα που έγινε εκείνη την ημέρα (27.10.1997). Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι το χειρουργείο ήταν πλήρως εξοπλισμένο και ότι ο εφεσίβλητος έλεγξε πριν από την επέμβαση όλα τα χειρουργικά εργαλεία, τα μηχανήματα και τις φιάλες οξυγόνου και όλα βρίσκονταν, όπως διαπίστωσε, σε άριστη κατάσταση. Κατά τη διενέργεια της επέμβασης, η εφεσείουσα 1 υπέστη μεγάλη αιμορραγία οφειλόμενη στους κιρσούς που είχε στη μήτρα. Παρά την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αιμορραγίας από τον εφεσίβλητο, προκλήθηκε δυσκολία στην εξαγωγή του εμβρύου. Καθόσον αφορά τη στείρωση της εφεσείουσας 1, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι έγινε με τη θέληση της εφεσείουσας και κατόπιν σχετικών οδηγιών της ίδιας και του συζύγου της προς το γιατρό.
Οι εφεσίβλητοι δεν αρνήθηκαν ότι η εφεσείουσα 2 είχε υποστεί ταλαιπωρία κατά τον τοκετό, αρνήθηκαν όμως ότι ήταν σε άθλια κατάσταση ή ότι δεν έτυχε έγκαιρης οξυγόνωσης.
Στην έκθεση υπεράσπισης, οι εφεσίβλητοι εξειδίκευσαν ως πιο κάτω, τους λόγους για τους οποίους επιβαλλόταν ο τερματισμός της κύησης με καισαρική τομή όπως εξήγησε στους εφεσείοντες 1 και 3 ο γιατρός στις 27.10.1997. Όταν η εφεσείουσα 1 προσήλθε στις 27.10.1997 στην κλινική για εξέταση ο εφεσίβλητος 1 διαπίστωσε,
(α) ότι η εφεσείουσα 1 είχε ψηλή πίεση, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό σε παχυσαρκία αφού το βάρος της ήταν 108 κιλά και το ύψος της ήταν 1,62 μ. Η υπέρταση μπορούσε να της δημιουργήσει προεκλαμψία με ενδεχόμενο θάνατο.
(β) Το έμβρυο παρουσίαζε ταχυκαρδία που συνήθως οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση.
(γ) Οι λόγοι (α) και (β) ανωτέρω, τόσο ο καθένας χωριστά όσο και οι δύο μαζί, επέβαλλαν τον άμεσο τερματισμό της κύησης.
(δ) Επιπλέον, η εγκάρσια θέση του εμβρύου στη μήτρα απέκλειε τη φυσική γέννα και άφηνε ως μόνη επιλογή τη διενέργεια καισαρικής τομής.
Η εφεσείουσα 1 στην απάντησή της στην υπεράσπιση παραδέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος της σύστησε πρόωρο τοκετό με καισαρική λόγω της ελαφράς μορφής ταχυκαρδίας που παρουσίαζε το έμβρυο και γι' αυτό συγκατατέθηκε στο να γίνει η γέννα με καισαρική τομή. Οι εφεσείοντες δέχθηκαν επίσης ότι μετά τη γέννηση τα νεογνά περνούν στη σφαίρα ευθύνης του παιδίατρου. Ωστόσο, παρέμειναν αμετακίνητοι στο ότι η ζημιά που είχε υποστεί το παιδί (εφεσείουσα 2) προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της επέμβασης και/ή του τοκετού και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο.
Για την υπόθεση των εφεσειόντων κατέθεσαν οι εφεσείοντες 1 και 3 και ακόμη οκτώ μάρτυρες ενώ για την υπεράσπιση κατέθεσαν ο εφεσίβλητος και ακόμη τρεις μάρτυρες.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής παρατήρησε ότι στην έκθεση απαίτησης, η στείρωση της εφεσείουσας, καταλογίζεται ως πράξη αμέλειας του εφεσίβλητου και/ή ως πράξη γενόμενη κατά παράβαση των θέσμιων καθηκόντων του. Επισημαίνει ωστόσο, ότι το επίδικο ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ο γιατρός ενήργησε αμελώς κατά την επέμβαση, αφού η στείρωση ήταν επιτυχής, αλλά κατά πόσο υπήρξε ή όχι συγκατάθεση της εφεσείουσας 1 για τη διενέργεια της στείρωσης. Ο δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του σχετικά με αυτό το ζήτημα, προτίμησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία, καθώς έκρινε, επιβεβαιώθηκε από τη σύζυγο και βοηθό του εφεσίβλητου αλλά και από τη μαρτυρία της νοσηλεύτριας (Μ.Υ.2) η οποία, μετά τον τοκετό, ρωτήθηκε από τη μητέρα και αδελφή της εφεσείουσας αν της είχαν κάμει στείρωση (της εφεσείουσας), γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι αυτές γνώριζαν για την εντολή που έδωσε προηγουμένως η εφεσείουσα 1 στο γιατρό. Ο δικαστής αφού σημείωσε ότι η μαρτυρία της προαναφερόμενης νοσηλεύτριας δεν αμφισβητήθηκε σχολιάζει περαιτέρω τη μαρτυρία ως εξής:
«Περαιτέρω μου φαίνεται περίεργο και χωρίς λογική συνέπεια για να το δεχθώ ότι ο Εναγόμενος 1 μετά από ένα δύσκολο τοκετό, χωρίς να έχει την εντολή και συγκατάθεση της Εναγούσης 1 να προβεί στη στείρωσή της.
Πιο εξειδικευμένα η Ενάγουσα κρίθηκε αναξιόπιστη γιατί δεν νοείται να μη διαμαρτυρηθεί όταν ο γιατρός, Εναγόμενος 1, σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, όταν της είπε ότι τη στείρωσε, η μόνη ανησυχία της ήταν ότι θα είχε πρόβλημα με τον άντρα της. Επίσης δεν νοείται η καθυστέρηση στην καταγγελία της πράξης του Εναγομένου 1 εάν αυτή δεν είχε γίνει με τη συγκατάθεση της ιδίας. Το ίδιο ισχύει για τον Ενάγοντα 3 ο οποίος έκαμε πληρωμές έναντι της αμοιβής του Εναγομένου 1 χωρίς να του παραπονεθεί για το θέμα της στείρωσης. Κρίνεται επίσης πιο φυσικό η Ενάγουσα να ζήτησε τη στείρωση αφού είχε ήδη τέσσερα παιδιά και κυοφορούσε το πέμπτο.
Αν η εκδοχή των Εναγόντων ήταν αληθινή, γιατί η Ενάγουσα 1 έκρυψε το γεγονός από τον Ενάγοντα 3 ο οποίος το έμαθε μετά τρεις μέρες από τον Εναγόμενο 1 και γιατί είχαν έντονη συζήτηση μεταξύ τους. Η μόνη λογική εξήγηση είναι γιατί έδωσε εντολή στον Εναγόμενο 1 για στείρωσή της.»
Η διαπίστωση ότι η στείρωση έγινε με τη συγκατάθεση και κατ΄ εντολή της εφεσείουσας, βάλλεται με την έφεση ως λανθασμένη. Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι η εν λόγω διαπίστωση είναι αυθαίρετη και ότι αποτελεί προϊόν συλλογισμού χωρίς λογική συνέπεια. Το θέμα, όπως σωστά τέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίθηκε στη βάση μαρτυρίας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Εξετάσαμε την εισήγηση των εφεσειόντων πλην όμως δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει βάσιμο έρεισμα που να δικαιολογεί επέμβαση προς ανατροπή της υπό αναφορά διαπίστωσης η οποία συνάδει τόσο με τη μαρτυρία που ορθά κρίθηκε αξιόπιστη, όσο και με την κοινή λογική. Τα σχόλια του δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι εύλογα και δικαίως προτίμησε να στηριχθεί στην εκδοχή του εφεσίβλητου ο οποίος, όπως φάνηκε, δεν είχε κανένα λόγο να διενεργήσει τη στείρωση χωρίς την εντολή ή τη συγκατάθεση της εφεσείουσας η οποία, καθώς προκύπτει από διάφορα σημεία της μαρτυρίας, εξέφρασε προηγουμένως την επιθυμία να υποβληθεί σε στείρωση και για το σκοπό αυτό έδωσε εντολή στο γιατρό.
Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι η εφεσείουσα 1 ήταν σε θέση να ακούει και να αντιλαμβάνεται τα διαδραματιζόμενα στο χειρουργείο κατά την ώρα του τοκετού και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα. Τα όσα η εφεσείουσα 1 ανέφερε ότι συνέβησαν μέσα στο χειρουργείο κατά την ώρα του τοκετού αντικρούστηκαν από όλους που ήταν παρόντες. Ο αναισθησιολόγος (Μ.Ε.7) κατέθεσε ότι ένα άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση αναισθησίας μπορεί να ακούει και να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του μόνο όταν είναι μικρή η δόση του αναισθητικού και όταν η επέμβαση βρίσκεται προς το τέλος και ελαττώνεται η χορήγηση του φαρμάκου για να ξυπνήσει ο ασθενής. Στην περίπτωση της εφεσείουσας η χορήγηση του φαρμάκου ήταν κανονική και δεν αναμενόταν, σύμφωνα με το μάρτυρα, η εφεσείουσα να είχε αντίληψη για ό,τι λεγόταν ή συνέβαινε στο χειρουργείο κατά την ώρα του τοκετού. Έχουμε επομένως την άποψη ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα λόγω της επίδρασης του αναισθητικού δεν ήταν σε θέση να έχει σαφή αντίληψη των διαδραματιζόμενων κατά την ώρα του τοκετού και εν πάση περιπτώσει και τα όσα αυτή ανέφερε ότι άκουσε δεν αποτελούσαν κάτι το ουσιώδες για την υπόθεσή της.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην έκταση που αυτή αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας του νεογνού (εφεσείουσας 2) αμέσως μετά τον τοκετό. Τα γεγονότα σαφώς ομιλούν από μόνα τους. Η κατάσταση της υγείας του νεογνού δεν ήταν καλή γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο δεν θα παρίστατο ανάγκη μεταφοράς στο Νοσοκομείο Λεμεσού και στη συνέχεια, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, στο Μακάρειο Νοσοκομείο στη Λευκωσία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του παιδίατρου κ. Κουάλη (Μ.Ε.2) μόλις γεννήθηκε το μωρό αυτό δεν παρουσίαζε πρόβλημα και ήταν σε θέση να μεταφερθεί στο δωμάτιο των νεογνών όπου τη μετέφερε μετά από 15 περίπου λεπτά. Πρόβλημα αναπνευστικής δυσχέρειας άρχισε να παρουσιάζεται μετά από περίπου 4-5 λεπτά οπότε χορήγησε στο παιδί οξυγόνο και ακολούθως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο εκτός κλινικής. Αν το παιδί ήταν ή όχι ντυμένο δεν νομίζουμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπόθεση. Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει τη μαρτυρία του ιατρού Κουάλη που αυτοί κάλεσαν στο δικαστήριο, σαφώς δεν συνάδει προς τη βασική αρχή ότι η πλευρά που καλεί ένα μάρτυρα εγγυάται την αξιοπιστία του.
Αναφορικά με το θέμα του χρόνου εξαγωγής του νεογνού, η θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι η καθυστέρηση ήταν γύρω στα 1-2 λεπτά πέραν του φυσιολογικού χρόνου και αυτό οφειλόταν στην αιμορραγία. Αυτή η θέση δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία του αναισθησιολόγου κ. Τσιάτταλου (Μ.Ε.7) ο οποίος κατέθεσε ότι ο συνήθης χρόνος είναι 5 έως 6 λεπτά και ότι η συγκεκριμένη επέμβαση κράτησε 8 έως 10 λεπτά. Αυτό που προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας είναι ότι όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στην εξαγωγή του νεογνού πέραν του φυσιολογικού χρόνου τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να υποστεί το παιδί μόνιμη βλάβη στον εγκέφαλο (υποξαιμική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια). Στην προκείμενη περίπτωση αναμφίβολα υπήρξε καθυστέρηση, ο χρόνος της οποίας δεν προσδιορίστηκε επακριβώς. Ωστόσο, καίριο ζήτημα είναι κατά πόσο η όποια καθυστέρηση, οφειλόταν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του εφεσίβλητου συνιστώσα αμέλεια. Ο ίδιος εξήγησε ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οφειλόταν στην αιμορραγία και στις συνεπαγόμενες επιπλοκές. Ο εφεσίβλητος περιέγραψε τις δυσκολίες που συνάντησε κατά την επέμβαση με κυριότερες τη θέση του εμβρύου στη μήτρα και την αιμορραγία της εφεσείουσας 1 που είχε ως αιτία τους κιρσούς της μήτρας. Από πλευράς εφεσειόντων δεν υπήρξε εκδοχή υποστηριζόμενη σοβαρά από επιστημονική μαρτυρία. Ο παιδίατρος κ. Κουάλης (Μ.Ε.2) ο οποίος ήταν παρών κατά τη διάρκεια του τοκετού και παρακολούθησε τα διαδραματιζόμενα δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να καταλογιστεί ως αμέλεια σε βάρος του εφεσίβλητου. Ο εν λόγω μάρτυρας λόγω της ειδικότητας και της πείρας του λογικά θα ήταν σε θέση να διακρίνει αν ο εφεσίβλητος ενήργησε αμελώς κατά τη διάρκεια της επέμβασης και κατά την προσπάθειά του για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιπλοκών που παρουσιάστηκαν. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι δεν ήταν εύκολο να προβλέψει το ενδεχόμενο της αιμορραγίας λόγω των κιρσών στη μήτρα ούτε όμως και να το αποφύγει εφόσον η τομή έπρεπε απαραιτήτως να γίνει λόγω της θέσης του εμβρύου στη μήτρα και της ταχυκαρδίας που παρουσίαζε, δεν απαντήθηκε με πειστική επιστημονική μαρτυρία. Αυτή εξάλλου είναι και η συνηθισμένη πρακτική που ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις γεγονός το οποίο και πάλιν δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες με επιστημονική μαρτυρία.
Αναφορικά με τους μώλωπες και εκχυμώσεις που προκλήθηκαν στο σώμα του παιδιού κατά τον τοκετό, οι παιδίατροι Κουάλης (Μ.Ε.2) και Α.Χ"Δημητρίου (Μ.Ε.5) καθώς και ο εφεσίβλητος, εξήγησαν ότι ο λόγος για τον οποίο το παιδί υπέστη αυτές τις κακώσεις οφειλόταν στη θέση του εμβρύου που δεν επέτρεπε την εύκολη εξαγωγή του πράγμα που συνεπαγόταν την άσκηση κάποιας πίεσης.
Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα πιο πάνω θέματα είναι λογικά και συνάδουν πλήρως με τη μαρτυρία που ορθά κρίθηκε ως αξιόπιστη. Τα παράπονα των εφεσειόντων για πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη εκτίμηση των γεγονότων κρίνονται αβάσιμα. Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν για αμέλεια παρέμειναν ατεκμηρίωτοι εφόσον δεν υπήρξε επιστημονική μαρτυρία η οποία θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει την εκδοχή τους.
Οι αναφορές περί αντιφάσεων που γίνονται στο περίγραμμα των εφεσειόντων, συνιστούν στο σύνολό τους, αποσπασματική αντίκριση της μαρτυρίας η οποία στοχεύει στην υπόδειξη ασήμαντων διαφορών στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας χωρίς να επηρεάζεται η ουσία της μαρτυρίας. Επαναλαμβάνουμε ότι το Εφετείο σπάνια παραγκωνίζει ευρήματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Ο διάδικος που αμφισβητεί την ορθότητα ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων έχει το βάρος να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι λανθασμένα και αυτό πρέπει να γίνεται με πειστικά επιχειρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν αυτό το βάρος και συνεπώς θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας προς ανατροπή των συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Η καθυστέρηση στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης αποτέλεσε χωριστό λόγο έφεσης. Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι λόγω της καθυστέρησης υπήρξε «αποχρωματισμός των γεγονότων» που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου υπό μορφή προφορικής μαρτυρίας με αποτέλεσμα να μη γίνεται καμιά αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση στη μαρτυρία του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού (Μ.Ε.10) και της Γιολάντας Σιάμιση (Μ.Ε.3) παιδιάτρου στο Παιδιατρικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λεμεσού.
Είναι γεγονός ότι από την ημερομηνία που επιφυλάχθηκε η έκδοση της απόφασης μέχρι την έκδοσή της, μεσολάβησε το υπερβολικό για την περίπτωση χρονικό διάστημα των 17 περίπου μηνών. Κατ' επανάληψη υποδείξαμε ότι τέτοιες αχρείαστες καθυστερήσεις είναι ανεπιθύμητες και πρέπει να αποφεύγονται. Όσο πιο πολύ καθυστερεί η συγγραφή και η έκδοση της απόφασης τόσο περισσότεροι είναι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν. Η μνήμη ξεθωριάζει και η αντίληψη στοιχείων της μαρτυρίας ή στοιχείων που αφορούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν δυνητικά μειώνεται.
Το εύλογο του χρόνου που απαιτείται για τη διαπίστωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αποτιμάται με αναφορά στη δίκη ως σύνολο. Οι επιμέρους παράγοντες που προσμετρούν είναι η φύση, οι ιδιομορφίες και το περίπλοκο της υπόθεσης καθώς και η συμπεριφορά των διαδίκων. Βλ. μεταξύ άλλων Πουγιούκα κ.ά. v. Θρασυβούλου (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2014 και Λουκαΐδης κ.ά. v. Eκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 22. Στην παρούσα υπόθεση κατέθεσαν συνολικά 14 μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, η μαρτυρία των οποίων έπρεπε να αξιολογηθεί από το δικαστήριο με προσοχή. Γενικά ενώπιον του δικαστηρίου τέθηκαν θέματα τα οποία, άνκαι δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκα, εντούτοις έχρηζαν μελέτης, προσοχής και αξιολόγησης. Το διάστημα των 17 μηνών που διέρρευσε από το πέρας της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης αν και υπερβολικό για την περίπτωση εντούτοις δεν φαίνεται να προκάλεσε «αποχρωματισμό των γεγονότων» όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες. Το δικαστήριο σχολίασε τόσο τη μαρτυρία του ιατροδικαστή Π. Σταυριανού όσο και της παιδιάτρου Γ. Σιάμιση και με ακρίβεια αναφέρθηκε σε όλα τα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας τα οποία και αξιολόγησε προτού καταλήξει στο τελικό συμπέρασμα το οποίο κρίνουμε ως καθόλα ορθό και δίκαιο. Η διαπίστωσή μας είναι ότι το χρονικό διάστημα των 17 μηνών δεν επηρέασε αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου πάνω στα καίρια ζητήματα που είχε ενώπιόν του.
Θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά στο θέμα του υπολογισμού των αποζημιώσεων οι οποίες θα επιδικάζονταν υπέρ των εφεσειόντων σε περίπτωση που οι εφεσίβλητοι βρίσκονταν υπεύθυνοι.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.