ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 312
24 Φεβρουαρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΣΚΑΝΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2008)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Κατά πόσο, ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, η εργοδοσία του εφεσείοντος με την εφεσίβλητη εταιρεία τερματίστηκε από αυτήν παράνομα, ή αντίθετα κατά πόσο ήταν ο εφεσείων που αποχώρησε οικειοθελώς από την απασχόλησή του ― Κατά πόσο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ερμήνευσε εσφαλμένα τον περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμο του 2000 (Νόμος Αρ. 100(Ι)/2006), ως προς το βάρος αποδείξεως.
Απόδειξη ― Ισχυρισμός για λήψη μαρτυρίας παρά την ύπαρξη διάστασης μεταξύ αυτής και του δικογράφου - Κατά πόσο το Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία "εκτός δικογράφου" ― Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Παναγιώτης Λουκά Λτδ v. Ονουφρίου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 582.
Με αίτησή του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, ο εφεσείων - αιτητής (στο εξής ο εφεσείων), αξίωνε από την εφεσίβλητη εταιρεία (στο εξής η εφεσίβλητη) αποζημιώσεις, φιλοδώρημα και υπερωρίες. Ισχυριζόταν ότι με επιστολή του ημερομηνίας 11.11.2005 προς την εφεσίβλητη, τερμάτισε τις υπηρεσίες του για προσωπικούς λόγους, δίδοντας προειδοποίηση ενός μηνός. Η εφεσίβλητη αποδέχθηκε την παραίτησή του δίδοντας την εντύπωση ότι θα κατέβαλλε προς αυτόν το μισθό του, την προειδοποίηση και τα δεδουλευμένα δικαιώματά του. Όμως η εφεσίβλητη, παράνομα και αυθαίρετα δεν τον δέχθηκε στο χώρο εργασίας της και του αφαίρεσε το αυτοκίνητο με το οποίο διακινείτο, χωρίς ενημέρωση. Με αυτό τον τρόπο, η εφεσίβλητη τερμάτισε τις υπηρεσίες του παράνομα και αδικαιολόγητα.
Η εφεσίβλητη, αντιθέτως, ισχυριζόταν ότι ο εφεσείων είχε εγκαταλείψει οικειοθελώς την απασχόλησή του και, επομένως δεν εδικαιούτο να επιτύχει στις αξιώσεις του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και αποδέχθηκε εκείνη της εφεσίβλητης, και επομένως, έκρινε πως ο εφεσείων δεν εδικαιούτο σε αποζημίωση για εξαναγκασμό σε παραίτηση και προειδοποίηση και δεν του οφειλόταν κανένα ποσό για υπερωριακή εργασία ή για φιλοδώρημα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που Διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμο του 2000 (Νόμος αρ. 100(Ι)/2006), θεωρώντας ότι το βάρος της απόδειξης των όρων της εργασίας έφερε ο εφεσείων - εργοδοτούμενος, αν και πουθενά στην απόφασή του το Δικαστήριο δεν προέβη σε νομικό εύρημα ως προς το ποίος έφερε το βάρος απόδειξης.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε και συνάρτησε τις αυτοτελείς αξιώσεις του, με το θέμα του παράνομου ή μη παράνομου τερματισμού της εργοδότησής του.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παρερμηνεία του Νόμου και της νομολογίας, κατέληξε στα ευρήματά του εις βάρος του εφεσείοντος.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το θέμα της υπερωριακής απασχόλησης αποφασίζοντας ότι αυτές δεν έπρεπε να πληρωθούν από το γεγονός και μόνο ότι αυτές δεν ήταν συμφωνημένες.
5. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το Διαδικαστικό Κανονισμό Κ5(1) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εκείνο το οποίο είχε διακριβώσει, και ορθά βέβαια το Δικαστήριο, ήταν το ότι ο εφεσείων έφερε το βάρος αποδείξεως παράνομης απόλυσης και/ή εξαναγκασμού σε παραίτηση και ότι δεν επρόκειτο περί οικειοθελούς αποχώρησής του και όχι το αντίθετο.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η προσέγγιση του Δικαστηρίου, ως προς το θέμα της απόδειξης των όρων υπό τους οποίους ο εφεσείων εργοδοτείτο, ήταν ορθή. Το γεγονός ότι κατά παράβαση των προνοιών της νομοθεσίας, η εφεσίβλητη παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τους όρους εργοδοσίας, αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά ότι το Δικαστήριο θα διακρίβωνε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια γραπτών κειμένων.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε κάμει οποιοδήποτε διαχωρισμό μεταξύ των αυτοτελών διεκδικήσεων για πληρωμή υπερωριακής απασχόλησης και φιλοδωρήματος από τη μια και της αποζημίωσης για παράνομο τερματισμό εργοδότησης από την άλλη, δεδομένου ότι ρυθμίζονται από διαφορετικές νομοθεσίες.
3. Οι επισημάνσεις του εφεσείοντος σε σχέση με τον λόγο 3 της έφεσης ανωτέρω, δεν υποστηρίζονται ούτε από τα τηρηθέντα πρακτικά, σε σημεία των οποίων παραπέμπει, ούτε και από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης.
4. Ούτε και ο λόγος 4 της έφεσης ανωτέρω, βρίσκει έρεισμα στην εκκαλούμενη απόφαση.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε μαρτυρία "εκτός δικογράφου" όπως είναι ο σχετικός ισχυρισμός. Εκείνο το οποίο με σαφήνεια τόνισε το Δικαστήριο ήταν ότι, παρά μια συγκεκριμένη διάσταση η οποία παρατηρήθηκε μεταξύ δικογράφου και δοθείσας μαρτυρίας, εν τούτοις η όλη εικόνα που δόθηκε με τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης, κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο της δικογραφημένης θέσης της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ακολούθησε στην παρούσα υπόθεση την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Παναγιώτης Λουκά Λτδ v. Ονουφρίου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 582.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παναγιώτης Λουκά Λτδ v. Ονουφρίου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 582.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών Λεμεσού (Kωνσταντίνου, Δ.), (Aίτηση Aρ. 197/2006), ημερ. 7/12/2006.
Α. X"Σέργης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μιχαηλίδου για Α. Παπαδόπουλο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το κυρίαρχο θέμα το οποίο απασχόλησε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού κατά την εκδίκαση της Αίτησης Αρ. 197/2006 ήταν το κατά πόσο η εργοδοσία του εφεσείοντα-αιτητή με την εφεσίβλητη εταιρεία τερματίστηκε από αυτήν παράνομα, ή αντίθετα κατά πόσο ήταν ο εφεσείων που αποχώρησε οικειοθελώς από την απασχόλησή του.
Με τους γενικούς λόγους τους οποίους ο εφεσείων είχε προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ισχυριζόταν ότι με επιστολή του ημερομηνίας 11.11.2005 προς την εφεσίβλητη, τερμάτισε τις υπηρεσίες του για προσωπικούς λόγους, δίδοντας προειδοποίηση ενός μηνός. Η εφεσίβλητη αποδέχθηκε την παραίτησή του δίδοντας την εντύπωση ότι θα κατέβαλλε προς αυτόν το μισθό του, την προειδοποίηση και τα δεδουλευμένα δικαιώματά του. Παρόλον όμως τούτου, και ενώ ο εφεσείων εργαζόταν κανονικά κατά την 15.11.2005, η εφεσίβλητη παράνομα και αυθαίρετα δεν τον δέχθηκε στο χώρο εργασίας της και του αφαίρεσε το αυτοκίνητο με το οποίο διακινείτο, χωρίς να τον ενημερώσει. Με αυτό τον τρόπο ισχυριζόταν ο εφεσείων ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε τις υπηρεσίες του παράνομα και αδικαιολόγητα. Διεκδικούσε δε την καταβολή προς αυτόν διαφόρων ποσών ως αποζημίωση, φιλοδώρημα και υπερωρίες. Η εφεσίβλητη αρνείτο την εκδοχή του εφεσείοντα και ισχυριζόταν ότι μετά την υποβολή της παραίτησής του, ζήτησε από τον εφεσείοντα, ο οποίος διέμενε στη Λευκωσία, να της παραδώσει το αυτοκίνητο που κατείχε και να διευθετήσουν τις οικονομικές τους εκκρεμότητες που υπήρχαν μέχρι τις 11.11.2005. Ο εφεσείων όμως αρνείτο να μεταβεί στη Λεμεσό καλώντας την εφεσίβλητη να στείλει κάποιο στη Λευκωσία να παραλάβει το αυτοκίνητο, πράγμα που έγινε. Στις 22.11.2005, ο εφεσείων προσήλθε στα γραφεία της εφεσίβλητης για να παραλάβει τις επιταγές που αντιπροσώπευαν τα δεδουλευμένα δικαιώματά του και, ταυτόχρονα, υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα με την οποία η πληρωμή γινόταν προς πλήρη ικανοποίηση όλων των οφειλόμενων προς αυτόν δεδουλευμένων δικαιωμάτων. Αρνείτο δε περαιτέρω η εφεσίβλητη ότι όφειλε προς τον εφεσείοντα οποιοδήποτε ποσό για υπερωρίες και/ή φιλοδώρημα.
Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και αποδέχθηκε εκείνη της εφεσίβλητης. Κατέληξε δε συνακόλουθα στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε εγκαταλείψει οικειοθελώς την απασχόλησή του και, επομένως, δεν εδικαιούτο σε αποζημίωση για εξαναγκασμό σε παραίτηση και προειδοποίηση και δεν του οφειλόταν κανένα ποσό για υπερωριακή εργασία ή για φιλοδώρημα.
Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων ήγειρε συνολικά πέντε λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
1ος Λόγος Έφεσης - Εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς το βάρος απόδειξης.
Τυγχάνει αδιαμφισβήτητο γεγονός στην παρούσα υπόθεση ότι κατά παράβαση των προνοιών του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που Διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου του 2000 (Νόμος αρ. 100(Ι)/2006), η εφεσίβλητη δεν εκτέλεσε την υποχρέωση της να γνωστοποιήσει γραπτώς προς τον εφεσείοντα τους ουσιώδεις όρους της Σύμβασης ή σχέσης εργασίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε αυτό το θέμα ως εξής στη σελίδα 14 της απόφασής του:
"... Η παράλειψη του εργοδότη να δώσει γραπτή σύμβαση ή γραπτούς όρους εργοδότησης δεν συνεπάγεται σε ακυρότητα της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας (βλέπε Αρθρο 6(4) του πιο πάνω Νόμου). Είναι όμως σημαντικό να εφαρμόζεται ο πιο πάνω Νόμος για να γνωρίζει ο εργοδοτούμενος από την αρχή τους όρους εργασίας του ή σε περίπτωση μεταβολής τους, την εν λόγω μεταβολή τους ώστε να μην παρουσιάζεται οποιονδήποτε πρόβλημα στη σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου ως προς τους όρους αυτούς και σε περίπτωση που οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ εργοδότη-εργοδοτούμενου αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, να μπορεί το Δικαστήριο να αποφασίζει σχετικά με τους όρους εργασίας έχοντας ενώπιόν του γραπτά στοιχεία.
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε και θα πρέπει το Δικαστήριο να ζυγίσει την ενώπιον του προφορική μαρτυρία σε συνάρτηση με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα κατατεθέντα τεκμήρια για να καταλήξει σε συμπεράσματα ..."
Με αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται, με αναφορά σε διάφορες πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου, ότι είναι εμφανές ότι γενικά το βάρος απόδειξης της ύπαρξης ενημέρωσης του εργοδοτούμενου αναφορικά με τους όρους εργοδοσίας το φέρει ο εργοδότης, δηλαδή η εφεσίβλητη. Ενώ δε ο εφεσείων παρέσχε στο Δικαστήριο λεπτομέρειες ως προς τους όρους της απασχόλησής του, οι οποίες συγκρούοντο με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παρερμηνεία του Νόμου θεώρησε ότι το βάρος της απόδειξης των όρων της εργασίας έφερε ο εφεσείων - εργοδοτούμενος, αν και πουθενά στην απόφασή του το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε νομικό εύρημα ως προς το ποίος έφερε το βάρος απόδειξης. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ορθά διαπίστωσε ότι ο εφεσείων είχε πράγματι το βάρος απόδειξης ότι "δεν έλαβε χώρα απόλυση και/ή εξαναγκασμός σε παραίτηση, αλλά οικειοθελής παραίτηση και το επεξέτεινε εσφαλμένα και στο θέμα της απόδειξης των όρων εργασίας που το είχε αποκλειστικά και μόνο η εφεσίβλητη."
Η πιο πάνω περικοπή από το περίγραμμα Αγόρευσης του εφεσείοντα είναι κατ' αρχάς εμφανώς εσφαλμένη. Εκείνο το οποίο είχε διακριβώσει, και ορθά βέβαια το Δικαστήριο, ήταν το ότι ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει ότι έλαβε πράγματι χώρα παράνομη απόλυση και/ή εξαναγκασμός σε παραίτηση και ότι δεν επρόκειτο περί οικειοθελούς αποχώρησής του και όχι το αντίθετο.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η προσέγγιση του Δικαστηρίου, ως προς το θέμα της απόδειξης των όρων υπό τους οποίους εργοδοτείτο, ήταν ορθή. Το γεγονός ότι κατά παράβαση των προνοιών της νομοθεσίας, η εφεσίβλητη παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τους όρους εργοδοσίας, αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά ότι το Δικαστήριο θα διακρίβωνε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια γραπτών κειμένων. Στην παρούσα δε περίπτωση, ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι υπήρχε συμφωνία ή υποχρέωση για καταβολή υπερωριών και φιλοδωρήματος, ενώ η εφεσίβλητη αρνείτο κάτι τέτοιο. Εάν η μαρτυρία του εφεσείοντα κρινόταν αξιόπιστη, θα αποδεικνυόταν η εκδοχή του, πλην όμως, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην κρινόμενη απόφαση, κάτι τέτοιο δεν ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, το οποίο αξιολογώντας την εκατέρωθεν μαρτυρία, προτίμησε εκείνη την εφεσίβλητης.
Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Έφεσης - Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε και συνάρτησε τις αυτοτελείς αξιώσεις του εφεσίβλητου με το θέμα του παράνομου ή μη τερματισμού της εργοδότησής του.
Με δεδομένο ότι αυτοτελείς διεκδικήσεις για πληρωμή υπερωριακής απασχόλησης και φιλοδωρήματος από τη μια και αποζημίωσης για παράνομο τερματισμό εργοδότησης από την άλλη, ρυθμίζονται από διαφορετικές νομοθεσίες*, κάτω από αυτό το λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν διαχώρισε μεταξύ των δύο. Και συνακόλουθα, ότι εσφαλμένα η κρίση του ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την παράνομη απόλυσή του, συμπαρέσυρε και την τύχη της αξίωσής του για τις αυτοτελείς αξιώσεις.
Δεν έχουμε αντιληφθεί ποιου είδους διαχωρισμό θα έπρεπε να διενεργήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα εξέτασης και αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας, το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα επί όλων των επίδικων θεμάτων, τόσο αυτών που άπτονταν των περιστάσεων υπό τις οποίες τερματίστηκε η εργοδοσία του, όσο και εκείνων που αφορούσαν τις αυτοτελείς του διεκδικήσεις. Δεν είναι ορθό ότι η κρίση του επί των πρώτων θεμάτων συμπαρέσυρε και την κρίση του επί των δεύτερων. Έγιναν θετικά ευρήματα για όλα τα θέματα που είχαν απασχολήσει και δόθηκε ξεχωριστή αιτιολογία γιατί δεν γινόταν δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα για κάθε θέμα ξεχωριστά. Όπως δε συνόψισε το Δικαστήριο στη σελίδα 22 της απόφασής του, "... με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Αιτητή από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστης, η εκδοχή του Αιτητή ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και ότι οφείλονται σε αυτόν δεδουλευμένες υπερωρίες και φιλοδώρημα, απορρίφθηκε".
Είναι επομένως φανερό ότι εξετάστηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία την οποία έδωσε ο εφεσείων τόσο όσο αφορούσε στο ένα είδος των διεκδικήσεων του, όσο και στο άλλο και απορρίφθηκε ως και προς τα δύο θέματα, για τους λόγους που παρατέθηκαν λεπτομερώς στην απόφαση.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
3ος Λόγος Έφεσης - Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα και κατά παρερμηνεία του Νόμου και νομολογίας, κατέληξε στα ευρήματά του εις βάρος του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, απετέλεσε το γεγονός ότι μια μάρτυρας η οποία κλήθηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο εκ μέρους της εφεσίβλητης, ήτοι η κα Φ. Νικολάου, υπεύθυνη μισθολογίου της εταιρείας, βρισκόταν μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου και παρακολούθησε τη μαρτυρία την οποία είχε δώσει προηγουμένως ο εφεσείων.
Όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών (σελ. 19), προτού αρχίσει η αντεξέταση του εφεσείοντα, ο συνήγορός του με δήλωση απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο θεώρησε σωστό να αναφέρει την παρουσία της κυρίας εκείνης για την οποία πληροφορήθηκε ότι δεν ήταν αξιωματούχος της εφεσίβλητης αλλά υπάλληλος και η οποία επρόκειτο να καταθέσει αργότερα. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εξετάσει το θέμα αργότερα και πράγματι όταν επανατέθηκε αργότερα το θέμα, ενώ επρόκειτο να δώσει μαρτυρία η υπάλληλος εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να βρισκόταν στην αίθουσα κατά την ώρα που έδινε μαρτυρία ο εφεσείων και ότι αυτός ο παράγοντας θα λαμβανόταν υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της. Συνέχισε έτσι η διαδικασία με τη λήψη της μαρτυρίας της υπαλλήλου Νικολάου.
Προσεγγίζοντας όμως τη μαρτυρία αυτής της μάρτυρος, το Δικαστήριο στη σελίδα 21 της απόφασής του παρατήρησε ότι, παρά το ότι η παρουσία της μάρτυρος εντός της αίθουσας δεν ακύρωνε τη διαδικασία, εν τούτοις το Δικαστήριο, χωρίς να εισηγείται ότι η μαρτυρία της ήταν αναληθής, δεν ένιωθε άνετα να στηριχθεί σ' αυτήν, έτσι ώστε να εξαγάγει οποιαδήποτε συμπεράσματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.
Ο εφεσείων βέβαια συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση του Δικαστηρίου και υπερθεματίζει. Προβάλλει όμως το παράπονο και τη διαφωνία του επειδή, όπως ισχυρίζεται, ενώ το Δικαστήριο από τη μια δεν έκανε δεκτή τη μαρτυρία της μάρτυρος εκείνης, εν τούτοις την αξιολόγησε και την αντιπαράθεσε ουσιαστικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως προς κάποια σημεία και κατέληξε σε συμπεράσματα αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.
Σε σχέση με αυτές τις επισημάνσεις του εφεσείοντα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν υποστηρίζονται ούτε από τα τηρηθέντα πρακτικά, σε σημεία των οποίων παραπέμπει, ούτε και από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης.
Κατ' αρχάς, δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της μάρτυρος Νικολάου και αργότερα αρνήθηκε να τη λάβει υπόψη. Όπως φαίνεται από το κείμενο της απόφασης, μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα-αιτητή, και αφού η επόμενη μάρτυρας στη διαδικασία ήταν η κα Νικολάου, το Δικαστήριο απέφυγε να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας της και περιορίστηκε στο να αναφέρει τα όσα έχουμε παραθέσει προηγουμένως και τίποτε πέραν τούτων.
Πουθενά στην απόφαση δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε το Δικαστήριο οποιοδήποτε σημείο από τη μαρτυρία της μάρτυρος εκείνης αντιπαραθέτοντας την με σημεία μαρτυρίας του εφεσείοντα.
Στις σελίδες 9-11 της απόφασης, στην οποία παραπέμπει ο συνήγορος του εφεσείοντα, είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο παραθέτει με λεπτομέρεια τα κύρια σημεία της μαρτυρίας της μάρτυρος εκείνης όπως έπραξε και για τη μαρτυρία κάθε άλλου μάρτυρα που είχε καταθέσει. Ίσως αυτή η παράθεση να ήταν τελικά αχρείαστη, αφού αργότερα το Δικαστήριο δεν θα λάμβανε υπόψη τη μαρτυρία εκείνη, αλλά προφανώς θα το έπραξε για σκοπούς πληρότητας. Όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πουθενά στην απόφαση δεν βασίστηκε, χρησιμοποίησε ή αξιοποίησε καθ' οιονδήποτε τρόπο το Δικαστήριο οποιοδήποτε μέρος ή σημείο της μαρτυρίας της.
Ούτε και αυτός ο λόγος μπορεί να ευσταθήσει.
4ος Λόγος Έφεσης - Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα και κατά παρερμηνεία του Νόμου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το θέμα της υπερωριακής απασχόλησης αποφασίζοντας ότι αυτές δεν έπρεπε να πληρωθούν από το γεγονός και μόνο ότι αυτές δεν ήταν συμφωνημένες.
Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης βρίσκει έρεισμα στην εκκαλούμενη απόφαση.
Είναι φανερό τόσο από την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα όσο και από την αποδοχή της μαρτυρίας του διευθυντή της εφεσίβλητης κ. Ασκάνη ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο σε εύρημα ότι δεν είχε συμφωνηθεί πληρωμή για υπερωρίες ή δεν είχε συμφωνηθεί το ύψος ή τρόπος υπολογισμού τους. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του διευθυντή της εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων δεν εργαζόταν εν πάση περιπτώσει υπερωρίες. Εκείνη η εργασία, την οποία ο εφεσείων επικαλείτο ότι διεκπεραίωνε στο σπίτι του ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης όχι υπερωριακή, αλλά εργασία την οποία κάποτε ο εφεσείων εκτελούσε στο σπίτι του αντί στο χώρο εργασίας του.
Επομένως, δεν ετίθετο θέμα όπως προβεί το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε υπολογισμό, αν υπήρχε διαθέσιμη μαρτυρία επειδή διενεργείτο μεν υπερωριακή εργασία, αλλά μόνο η αξία της δεν είχε συμφωνηθεί.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να γίνει δεκτός.
5ος Λόγος Έφεσης - Η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Διαδικαστικού Κανονισμού Κ5(1).
Ο Κανονισμός 5(1) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999 αναφέρει ότι εάν ο καθ' ου η αίτηση επιθυμεί να αμφισβητήσει την απαίτηση ή μέρος της, οφείλει όπως καταχωρήσει εμφάνιση στον Πρωτοκολλητή, σε έντυπο που περιέχει τα στοιχεία που προβλέπονται στον Τύπο 3. Στην εμφάνιση δε, προσδιορίζονται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους αμφισβητείται το αίτημα και η παροχή θεραπείας.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, παρά την ως άνω δικονομική διάταξη και τη θέση την οποία πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα κατά τη δίκη βασιζόμενος στη διάταξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ διακρίβωσε την ύπαρξη διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας που δόθηκε από το διευθυντή της εφεσίβλητης και από τη μάρτυρα Νικολάου, εν τούτοις, αποδέχτηκε την εκτός δικογράφου μαρτυρία όχι μόνο του διευθυντή αλλά και της Νικολάου, τη μαρτυρία μάλιστα της οποίας αρνήθηκε προηγουμένως να λάβει υπόψη και χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο.
Το απόσπασμα της απόφασης το οποίο σχετίζεται με το θέμα τούτο, βρίσκεται στη σελίδα 22 και έχει ως εξής:
"Περαιτέρω δεν συμφωνούμε με τη θέση του δικηγόρου του Αιτητή ότι η μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο από τους Καθ' ων η Αίτηση δεν καλύπτεται από τις έγγραφες προτάσεις τους και ως εκ τούτου θα πρέπει να αγνοηθούν από το Δικαστήριο. Είμαστε της γνώμης ότι η εικόνα που δόθηκε από τους μάρτυρες των Καθ' ων η Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου κινείται μέσα στα πλαίσια της θέσης της παρά τη διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της Καθ' ης η Αίτηση που περιέχεται στην παράγραφο 7 (β) των γενικών λόγων της εμφάνισης και της μαρτυρίας του κ. Ασκάνη και της κας Νικολάου. Από τις παραγράφους 7(α) και 7(γ) των γενικών λόγων της εμφάνισης των Καθ' ων η Αίτηση προκύπτει ότι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση είναι ότι ενώ ο Αιτητής στις 11.11.05 αρχικά τους έδωσε γραπτή προειδοποίηση ενός μηνός για τον τερματισμό της απασχόλησης του εκ των υστέρων αυθαίρετα τερμάτισε αυθημερόν τις υπηρεσίες του στους Καθ' ων η Αίτηση. Ο ισχυρισμός των Καθ' ων η Αίτηση που περιέχεται στην παράγραφο 7(β) των γενικών λόγων της εμφάνισης ότι: «παρά τις επανειλημμένες τηλεφωνικές προειδοποιήσεις τους ο Αιτητής δεν προσέρχετο στην εργασία του» κρίνουμε ότι δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από του να προχωρήσει στην αξιολόγηση της ενώπιον του προφορικής μαρτυρίας στο σύνολο της σε συνάρτηση της ενώπιον του προφορικής μαρτυρίας στο σύνολο της σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια να καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματα του και να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς (βλέπε Παναγιώτης Λουκά Λτδ v. Ονουφρίου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 582). ....."
Οι διαπιστώσεις μας οι οποίες εξάγονται από τη μελέτη του πιο πάνω αποσπάσματος είναι οι ακόλουθες:
α. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία "εκτός δικογράφου" όπως είναι ο ισχυρισμός. Εκείνο το οποίο με σαφήνεια τόνισε το Δικαστήριο ήταν ότι, παρά μια συγκεκριμένη διάσταση η οποία παρατηρήθηκε μεταξύ δικογράφου και δοθείσας μαρτυρίας, εν τούτοις η όλη εικόνα που δόθηκε με τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης, κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο της δικογραφημένης θέσης της.
β. Η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Παναγιώτης Λουκά Λτδ v. Ονουφρίου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 582, ορθά ήταν που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση. Όπως είχε εκεί επιβεβαιωθεί:
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε παρά τη παρατηρηθείσα διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας και της μαρτυρίας του Διευθυντή της, να προχωρήσει στην αξιολόγηση της ενώπιόν του προφορικής μαρτυρίας στο σύνολό της, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια, και αφού καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματά του, να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς."
γ. Η απλή αναφορά στη διάσταση μαρτυρίας, η οποία παρατηρήθηκε και στην περίπτωση της μάρτυρος Νικολάου, επιπρόσθετα με εκείνη του διευθυντή της εφεσίβλητης σε συσχετισμό με το δικόγραφο, καθόλου δεν σήμαινε ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε ή αξιολόγησε τη μαρτυρία της Νικολάου για την οποία προηγουμένως είχε αποφασίσει ότι δεν θα λάμβανε υπόψη.
Η αποτυχία και του τελευταίου τούτου λόγου έφεσης σφραγίζει και την αποτυχία της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.