ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

                                                (Έφεση Αρ.24/2009)

 

24 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

                                               

ΕΥΑΝΘΙΑ  ΕΛΛΗΝΑ,

 

                                                          Εφεσείoυσα/Καθ΄ης η Αίτηση,

- και -

 

ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

                                                          Εφεσίβλητος/Αιτητής,

-----------------------------------

 

Σ.Παπακυριακού, για την Εφεσείουσα

Π.Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο

 

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Το 1999 επήλθε η διάσταση μεταξύ των διαδίκων και στις 25 Ιουνίου 2001 εκδόθηκε το διαζύγιο τους.  Ως αποτέλεσμα τούτου ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου διεκδικώντας συνεισφορά στην αποκτηθείσα, μετά το γάμο περιουσία του ζευγαριού, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος συνέβαλε στη δημιουργία της εν λόγω περιουσίας. 

 

Για συμπλήρωση της εικόνας των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση αυτή πρέπει να σημειώσουμε ότι οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 27 Απριλίου 1991.  Κατά δε τη διάρκεια του γάμου κτίστηκε μια ανώγειος κατοικία, που αποτελούσε τη συζυγική στέγη.  Η ανέγερση έγινε  στην οροφή υφιστάμενης κατοικίας ευρισκομένης σε ιδιόκτητο ακίνητο, το οποίο, ήταν και είναι, εγγεγραμμένο εξ αδιανεμήτου στην αδελφή της εφεσείουσας κατά ½, στη μητέρα της κατά ¼, και κατά ¼ στην ιδία.  Το εν λόγω μερίδιο αποκτήθηκε από την εφεσείουσα δυνάμει δωρεάς από τη μητέρα της που έγινε στις 5 Απριλίου 1993, αφού στο μεταξύ είχε κτιστεί η εν λόγω ανώγειος κατοικία. 

 

Η αίτηση  του εφεσίβλητου αμφισβητήθηκε έντονα από την εφεσείουσα και για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης κατέθεσαν 8 μάρτυρες για τον εφεσίβλητο και 11 μάρτυρες για την εφεσείουσα.  Ταυτοχρόνως, η τελευταία διεκδίκησε ανταπαιτητικώς την αξία μετοχών που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου και επίσης την αξία ενός αυτοκινήτου.  Το Δικαστήριο, με μια μακροσκελή απόφαση, για την οποία θα αναφερθούμε μεταγενέστερα, είχε αποδεχθεί την αίτηση και εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση με συνακόλουθο διάταγμα για εγγραφή, στο όνομα του εφεσίβλητου, του 1/3 από το ¼ μερίδιο του ακινήτου, που ευρίσκεται στο όνομα της εφεσείουσας.  Διαζευκτικώς, το Δικαστήριο εξέδωσε και απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας για €21,375.  Παράλληλα απέρριψε την ανταπαίτηση με έξοδα. 

 

Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης, η πλευρά του εφεσίβλητου εγκατέλειψε το μέρος της απόφασης με το οποίο είχε αναγνωριστεί η δυνατότητα εγγραφής του πιο πάνω μεριδίου στο όνομα του και έτσι η έφεση προωθήθηκε μόνο, σε συνάρτηση με το επιδικασθέν ποσό, παραμένοντας ουσιαστικώς, ο πρώτος λόγος άνευ ουσίας.

Ουσιαστικώς οι πλείστοι λόγοι έφεσης έχουν ως επίκεντρο την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε επαύξηση της περιουσίας και εδραζόμενο, σ΄αυτό το συμπέρασμα,  το Δικαστήριο προχώρησε και επιδίκασε στον εφεσίβλητο το 1/3 της αξίας της περιουσίας, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα που προσφέρεται με βάση το μαχητό τεκμήριο, για το οποίο γίνεται αναφορά, στο άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, 1991 (Ν.232/91) («ο Νόμος»). 

 

Υπάρχει ένα δοσμένο γεγονός το οποίο είχε αποτελέσει τον πυρήνα της απόφασης του Δικαστηρίου και ταυτοχρόνως το αμφισβητούμενο στοιχείο από πλευράς εφεσείουσας. 

 

Στο οικόπεδο της οδού Αμφίσσης και Ευπλοίας, στον ΄Αγιο Γεώργιο Λεμεσού, υπήρχε ισόγειος οικοδομή την οποία χρησιμοποιούσαν οι γονείς της εφεσείουσας.  Στην ταράτσα της εν λόγω οικοδομής κτίστηκε η κατοικία την οποία χρησιμοποιούσαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους.  Αυτή και μόνο η ανέγερση, δεν μπορεί, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαύξηση γιατί δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώνει την υφιστάμενη περιουσία, την εποχή τέλεσης του γάμου, έτσι ώστε να αντιπαραβληθεί με την αξία της περιουσίας κατά το στάδιο της διάστασης, για να τεκμηριωθεί η επαύξηση. 

 

Με μια σειρά λόγων έφεσης αμφισβητείται η μαρτυρία των εκτιμητών και ιδιαιτέρως του Α. Αγαθαγγέλου, γιατί, όπως ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, αυτός δεν είχε καν επισκεφθεί την επίδικη κατοικία αλλά περιορίστηκε μόνο, στην οπτική παρατήρηση και την εξέταση των αρχιτεκτονικών σχεδίων της οικοδομής.

 

Η πλευρά της εφεσείουσας παραπονείται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «είναι κοινώς παραδεκτή η ανέγερση της κατοικίας των διαδίκων ....» είναι λανθασμένο.

 

Δεν συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση.  Η όλη υπόθεση δομήθηκε και από τις δυο πλευρές ότι, ο μεν εφεσίβλητος συνεισέφερε στο κόστος ανέγερσης, με χρήματα ή εργασία, η δε εφεσείουσα ότι ολόκληρο το κόστος ανέγερσης το είχε επωμιστεί η ιδία και οι γονείς της. 

Υπάρχει μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει την όλη εικόνα, εδραζόμενη στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι ο ίδιος είχε συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, με χειρονακτική εργασία για την ανέγερση της εν λόγω οικοδομής.  Αυτό ήταν ανάμεσα στα στοιχεία που οδήγησαν το Δικαστήριο στο εύρημα για ύπαρξη συνεισφοράς.  Σημειώνουμε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα, επί του προκειμένου δεν έγινε αποδεκτή. 

 

Το αναντίλεκτο στην υπόθεση αυτή, και κατά την άποψη μας σωστό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο εκτιμητής Αγαθαγγέλου και αποδέχτηκε το Δικαστήριο, είναι ότι το ακίνητο επί του οποίου κτίστηκε η ανώγειος επίδικη κατοικία, είχε διαφοροποιήσει την αξία του προς το θετικότερο. 

 

Η εκτίμηση του Α.Αγαθαγγέλου δεν βρίσκουμε να έχει οποιοδήποτε δομικό πρόβλημα, εδραζόμενο στην απουσία εισόδου εντός της οικοδομής.  Ο εν λόγω εκτιμητής στήριξε τις παρατηρήσεις και τα συνακόλουθα συμπεράσματα του, σε οπτική παρατήρηση του εξωτερικού της οικοδομής και εφάρμοσε, για τον προσδιορισμό της αξίας, τη συγκριτική μέθοδο εκτίμησης. Συνακόλουθα, δε βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο της εφεσείουσας επί του προκειμένου.  Ούτε για τις  εκτιμήσεις των υπολοίπων εκτιμητών θεωρούμε ότι υπήρξε λάθος προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία τους, ιδιαιτέρως του Γ.Μουρουζίδη αρχιτέκτονα, δίδοντας ανάλογη αιτιολογία.  Το ίδιο ισχύει και για τον κ.Κυπρίδημο, επιμετρητή ποσοτήτων.

 

Η εφεσείουσα παραπονείται ότι η χρησιμοποίηση από το Δικαστήριο του μαχητού τεκμηρίου, του 1/3, που προβλέπεται στο εδάφιο (2), άρθρο 14 του Νόμου είναι λανθασμένο γιατί, όπως σημειώνεται, δεν έχει καταδειχθεί η επαύξηση.  Διαφωνούμε με αυτή την προσέγγιση γιατί, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ήταν εύλογο και αναμενόμενο να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα της επαύξησης από τη στιγμή που είχε ανεγερθεί επιπρόσθετος όροφος σε υφιστάμενη οικοδομή.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο είχε καταλήξει σε εύρημα συμμετοχής του εφεσίβλητου στην ανέγερση της οικοδομής, με την εκτέλεση εργασιών ως εργάτης, συνεισφορά στα οικογενειακά βάρη, αποπληρωμή δανείου στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αστυνομικών Κύπρου και αγορά ηλεκτρικών ειδών και υλικών οικοδομής, χωρίς την ύπαρξη δυνατότητας ακριβούς προσδιορισμού της συνεισφοράς, νομιμοποιείτο να εφαρμόσει τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου και να θεωρήσει ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται στο 1/3 της αξίας της επαύξησης της περιουσίας. 

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη δωρεά στην οποία είχε προβεί η μητέρα της εφεσείουσας και όπως σημειώσαμε πιο πάνω της είχε μεταβιβάσει το ¼ του ακινήτου επί του οποίου υπάρχει, εκτός από το κτίριο επί του οποίου κτίστηκε η ανώγειος κατοικία και έτερο κτίριο στο οποίο κατοικεί η αδελφή της. 

 

Για σκοπούς διατήρησης της αυτοτέλειας των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων, ο νομοθέτης έχει προβλέψει με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 14 του Νόμου, ότι

 

«Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται  ότι αυτοί απέκτησαν:

 

(α) από δωρεά ...»

 

Με γνώμονα την πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση και έχοντας υπόψη την εκτίμηση του Α.Αγαθαγγέλου, που διαχωρίζει την αξία της οικοπεδικής γης και την αξία της ανωγείου κατοικίας, θεωρούμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε το ποσό επαύξησης στο 1/3 της αξίας της ανωγείου κατοικίας και συναφώς ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Με τους λόγους έφεσης 5, 6, 7, 8, 9,10 και 11 ουσιαστικώς αμφισβητείται η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι συνέβαλε, με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω στην οικοδόμηση της ανωγείου κατοικίας.  Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο του δικάσαντος Δικαστή.  Το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν συνάδουν με τη μαρτυρία ή συγκρούονται με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του. (βλ. Τσίκκας ν. Χριστοφή Πολ.Εφ.309/2008 ημερ. 18 Νοεμβρίου 2010, Μεσσάρη ν. Κατσιαμίδη, Πολ.΄Εφ. 376/2006, ημερ. 29 Νοεμβρίου 2010, και Καστάνας κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά.  Πολ.΄Εφ. 262/2007, ημερ. 20 Δεκεμβρίου 2010). Παρόλο που στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε η αξιολόγηση να ήταν πιο αναλυτική, δεν βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο της εφεσείουσας επί του προκειμένου και δεν χρειάζεται η επέμβαση μας. 

 

Σε συνάρτηση με τον 12ο λόγο έφεσης, που σχετίζεται με την κατ΄ισχυρισμόν έλλειψη τεκμηρίωσης της συνεισφοράς, έχουμε ήδη απαντήσει εξετάζοντας το θέμα του 4ου λόγου έφεσης που αφορούσε το θέμα του μαχητού τεκμηρίου, (άρθρο 14(2)).

 

Οι λόγοι έφεσης 13-16 αφορούν την αξιοπιστία των εμπειρογνωμόνων οι οποίοι κατέθεσαν στη δίκη και όπως σημειώσαμε πιο πάνω δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στο παράπονο που υποβλήθηκε.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση της, με την οποία διεκδικούσε 1412 μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας και την αξία ενός αυτοκινήτου, που κατά την περίοδο του γάμου είχε χρησιμοποιηθεί ως μέρος της αγοράς άλλου αυτοκινήτου.  Το Δικαστήριο απέρριψε αυτό το σκέλος της μαρτυρίας και δεν απεδέχθη αυτά τα οποία η εφεσείουσα πρόβαλε.  Δεν βρίσκουμε να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου θεωρούμε ότι η έφεση δεν έχει έρεισμα και πρέπει να απορριφθεί. 

 

Πριν όμως ολοκληρώσουμε την απόφαση αυτή πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ιδιαιτέρως μακροσκελής, αποτελούμενη από 89 σελίδες.  Στο μεγαλύτερο μέρος της απόφασης και συγκεκριμένα σε 68 σελίδες από τις 89, αναπαράγεται η προσαχθείσα μαρτυρία.  Η δομή της απόφασης εναπόκειται στον κάθε Δικαστή, πλην όμως η παράθεση, ολόκληρης της μαρτυρίας, ιδιαιτέρως του κειμένου των ενόρκων δηλώσεων, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, ουδόλως ικανοποιεί.  Θα έπρεπε να περιοριστεί η καταγραφή μόνο στην αναγκαία μαρτυρία που σχετίζεται άμεσα με τα επίδικα θέματα, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα.

 

Ένα άλλο θέμα το οποίο μας έχει απασχολήσει και θεωρούμε ότι πρέπει να τονιστεί είναι το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε, όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης στις 24 Ιουνίου 2003 και η απόφαση εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 2009.  Η όλη πρωτόδικη διαδικασία χρειάστηκε για να συμπληρωθεί έξι ολόκληρα χρόνια, γεγονός ανεπίτρεπτο και άκρως ανεπιθύμητο για τη φύση της υπόθεσης, που έπρεπε να εκδικαστεί σε σύντομο χρόνο για να είναι και αποτελεσματική.  Δεν μπορούμε βεβαίως να μη στιγματίσουμε και την απροθυμία των συνηγόρων, να προχωρήσουν σε περιορισμό των επίδικων θεμάτων και προώθησης της υπόθεσης επί της ουσίας, συμβάλλοντας έτσι, καθοριστικά στην προκληθείσα καθυστέρηση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

 

                                                               ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.             

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο