ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1831
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2008)
20 Οκτωβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΟΥΜΟΥΛΟΥ,
3. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
- - - - - -
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της αγωγής η οποία εκδικάστηκε πρωτόδικα ήταν συμφωνία ενοικιαγοράς επίπλων η οποία είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων. Στην Έκθεση Υπεράσπισης στην αγωγή, όπως συνέβηκε σε μεγάλο αριθμό άλλων υποθέσεων παρόμοιας φύσεως, ηγέρθηκε από πλευράς εναγομένων-εφεσειόντων ισχυρισμός ότι η επίδικη συμφωνία δεν ήταν γνήσια και πραγματική παρά μόνο ήταν μια συμφωνία εικονικής ενοικιαγοράς με συγκεκαλυμμένο σκοπό την εξασφάλιση χρηματοδότησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία ικανού αριθμού μαρτύρων, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα ως προς τα γεγονότα, αλλά και συμπεράσματα:
"... Σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της εναγόμενης 2 στο Τεκμήριο 2 τα αντικείμενα ήταν στην αποκλειστική της ιδιοκτησία και είχε το δικαίωμα να τα πωλήσει και τα πρόσφερε για πώληση στην τρέχουσα τιμή πώλησης ως περιγράφονται στο Τεκμήριο 2. Περαιτέρω, στη συμφωνία και δηλώσεις του μισθωτή ο εναγόμενος 1 δηλώνει υπεύθυνα ότι παρέλαβε τα αγαθά σε καλή κατάσταση τα οποία βρήκε από όλες τις απόψεις κατάλληλα και απόλυτα ικανοποιητικά. Βεβαιώνει, επίσης, ότι γνώριζε την τιμή των αγαθών σε μετρητά πριν υπογράψει. Επίσης στην παράγραφο 4 καλεί τους ενάγοντες «οι οποίοι δεν είδαν τα αγαθά να βασισθούν στις διαβεβαιώσεις του. Στο τιμολόγιο, Τεκμήριο 3, περιγράφονται τα αντικείμενα του συμβολαίου Τεκμήριο 2, και οι αντίστοιχες αξίες τους, με βάση τις δηλώσεις των εναγομένων 1 και 2 οι οποίοι το υπογράφουν ως παραλήπτης και πωλητής, αντίστοιχα. Οι ενάγοντες δέχθηκαν τις τιμές που δήλωσαν οι εναγόμενοι 1 και 2 γνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι ήταν αξιόχρεοι και έχοντας ως εξασφάλιση την ενεχυρίαση των μετοχών, Τεκμήρια 7 και 8. Εκδόθηκε η επιταγή Τεκμήριο 6, η οποία πληρώθηκε στην εναγόμενη 2. Επειδή ο εναγόμενος 1 δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του οι ενάγοντες τερμάτισαν το συμβόλαιο με επιστολή Τεκμήριο 5, ημερομηνίας 15.1.2003, καλώντας τους να καταβάλουν ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο. Σύμφωνα με κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 4, ημερομηνίας 2.2.2007 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανέρχεται σε Λ.Κ.48.929,85.
Το ποσό Λ.Κ.11.625 που φαίνεται στο συμβόλαιο Τεκμήριο 2 αποτελεί δικαιώματα που υπολογίσθηκαν σε 7,75% επί του ποσού των Λ.Κ.50.000 του συμβολαίου.
Έχω την άποψη ότι οι δηλώσεις των εναγομένων 1 και 2 στα επίδικα έγγραφα τους εμποδίζουν να ισχυρίζονται ότι τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα ή ότι η εναγόμενη 2 δεν ήταν η απόλυτη ιδιοκτήτης, προσκομίζοντας εν πάση περιπτώσει αναξιόπιστη μαρτυρία. Από τη δήλωση της εναγόμενης 2 που περιέχεται στο συμβόλαιο ότι τα αντικείμενα ήταν στην αποκλειστική της ιδιοκτησία με δικαίωμα να τα πωλήσει στην τρέχουσα τιμή και τη δήλωση του εναγόμενου 1 ότι είχε εξετάσει και παραλάβει τα αντικείμενα την τιμή των οποίων γνώριζε καθώς και από τις δηλώσεις στο τιμολόγιο φαίνεται ότι είχαν παραστήσει ότι η εναγόμενη 2 ήταν η πωλητής και απόλυτη ιδιοκτήτρια των υπαρκτών επίπλων αξίας Λ.Κ.50.000. Όπως και στην υπόθεση Ιωάννου Γιαννάκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1522 η συμπεριφορά τους οδήγησε την Τράπεζα να αποδεχθεί την εισήγηση για τη χρηματοδότηση με ενοικιαγορά της συναλλαγής σε βαθμό που θα ήταν άδικο να τους επιτραπεί να ενεργήσουν με τρόπο ασυμβίβαστο με την πιο πάνω συμπεριφορά τους. (Βλ. επίσης T. J. S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (ανωτέρω). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αξιόπιστου Μ.Ε.1 στηρίχτηκαν στις δηλώσεις των πελατών τους.
Εφαρμόζοντας τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες προέβηκαν στον καταρτισμό μιας καθόλα νόμιμης και γνήσιας συμφωνίας ενοικιαγοράς των αντικειμένων που περιγράφονται σε αυτή και με τους όρους που περιέχονται σε αυτή. Θεωρώ δε ότι η συμφωνία τερματίστηκε νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους της."
Οι εφεσείοντες με την παρούσα έφεσή τους αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης ετυμηγορίας και προβάλλουν προς τούτο διάφορους λόγους τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2, 5, 6, 11, 12.
Οι έξι αυτοί λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από ένα κοινό κεντρικό άξονα ο οποίος συνίσταται στον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εσφαλμένη αξιολόγηση και αποδοχή ή απόρριψη μαρτυρίας που δόθηκε από πλευράς εφεσιβλήτων και εφεσειόντων αντίστοιχα. Με το περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσείοντες αναπτύσσουν από κοινού αυτούς τους λόγους έφεσης και θα ακολουθήσουμε την ίδια τακτική.
Τυγχάνει προς τούτο ο βασικός ισχυρισμός των εφεσειόντων, ότι η πρωτόδικη Δικαστής παρέλειψε εντελώς να λάβει υπόψη της ή και να αξιολογήσει τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των εφεσιβλήτων Μ.Ε.1 Α. Σάββα, υπεύθυνου στο Τμήμα Αποδοχής Συμβολαίων. Όπως προσθέτουν, η πρωτόδικος Δικαστής, χωρίς να αξιολογήσει εκείνη τη μαρτυρία στη βάση της νομολογίας ως προς τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την διαπίστωση της εικονικότητας ή μη μιας συμφωνίας ενοικιαγοράς, προχώρησε κατά τρόπο αυθαίρετο στο συμπέρασμα ότι ο Μ.Ε.1 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας και ότι η μαρτυρία του ουδόλως κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Ότι ακόμα, στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία των εναγομένων-εφεσειόντων 1 και 2 ως αναξιόπιστη κατά τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο, δεδομένου μάλιστα ότι η απόρριψη της μαρτυρίας τους ήταν προφανώς το αποτέλεσμα της μη πλήρους ή και λανθασμένης ή αυθαίρετης και αντινομικής μαρτυρίας του Μ.Ε.1.
Προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους οι εφεσείοντες παρέπεμψαν σε νομολογία η οποία αφορούσε υποθέσεις με αντικείμενο παρόμοιες συμφωνίες ενοικιαγοράς στις οποίες κρίθηκε πρωτόδικα και/ή επικυρώθηκε κατ΄ έφεση διαπίστωση ότι οι συμφωνίες ήσαν εικονικές, λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και στοιχείων μαρτυρίας όπως αυτών που ήσαν διαθέσιμα και στην παρούσα υπόθεση.
Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί σε σωρεία αποφάσεων του Εφετείου, το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η διαμόρφωση της κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το δε Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, παρεμβαίνει μόνο εκεί όπου τα πρωτόδικα ευρήματα ή συμπεράσματα είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, ή όπου αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική. [Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1 ΑΑΔ 634, Κουλουμπρής ν. Askanis Maintenance & Services Ltd (2007) 1A ΑΑΔ 508].
Έχοντας εξετάσει τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας στην παρούσα υπόθεση από την πρωτόδικο Δικαστή, την κρίση της ως προς την αξιοπιστία των εκατέρωθεν μαρτύρων, καθώς επίσης και τα εξαχθέντα από αυτή τη διεργασία ευρήματα και συμπεράσματα, αδυνατούμε να διακριβώσουμε ότι έχει εμφιλοχωρήσει οτιδήποτε το μεμπτό. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι τόσο η παράθεση όσο και η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας ήταν ενδελεχής και επαρκής, τα δε εξαχθέντα από αυτήν ευρήματα και συμπεράσματα εδικαιολογούντο πλήρως και συνείδαν με τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο είχε δεχθεί ως αξιόπιστη.
Η μελέτη του σχετικού μέρους από την πρωτόδικη απόφαση που σχετίζεται με την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας (σελ. 10-12) καθόλου δεν δίδει την εικόνα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ή να αξιολογήσει με επάρκεια τη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του ή οποιωνδήποτε από αυτούς. Το Δικαστήριο παρουσιάζεται να αξιολογεί τους μάρτυρες τόσο εκ της παράστασής τους στο εδώλιο του μάρτυρα, όσο και εκ του περιεχομένου της μαρτυρίας τους και να δίδει ικανοποιητική αιτιολογία γιατί αποδέχεται ή δεν αποδέχεται τη μαρτυρία τους ή μέρος αυτής.
Ειδικότερα δε ως προς τα στοιχεία εκείνα τα οποία κρίθηκαν σε άλλες υποθέσεις ως σχετικά για την άσκηση κρίσης ως προς την εικονικότητα ή μη της συναλλαγής, το Δικαστήριο όχι μόνο δεν τα παραγνώρισε, αλλ΄ αντίθετα, στις σελίδες 12-13 της προσβαλλόμενης απόφασης, ειδικά αναφέρθηκε σ΄ αυτά. Με αναφορά δε και κατ΄ εφαρμογή στις αρχές που χάραξε η νομολογία ως προς τη διακρίβωση της εικονικότητας ή μη μιας συναλλαγής, κατέληξε ως εξής (σελίδα 17):
"Εφαρμόζοντας τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες προέβηκαν στον καταρτισμό μιας καθόλα νόμιμης και γνήσιας συμφωνίας ενοικιαγοράς των αντικειμένων που περιγράφονται σε αυτή και με τους όρους που περιέχονται σε αυτή. Θεωρώ δε ότι η συμφωνία τερματίστηκε νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους της."
Ιδιαίτερη βαρύτητα φαίνεται να δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθά βέβαια, στο γεγονός ότι στην επίδικη σύμβαση είχε περιληφθεί δήλωση της εναγόμενης-εφεσείουσας 2 ότι τα αντικείμενα, όχι μόνο δεν ήταν ανύπαρκτα, αλλά βρίσκονταν στην αποκλειστική της ιδιοκτησία με δικαίωμα να τα πωλήσει στην τρέχουσα τιμή, όπως επίσης και δήλωση του εφεσείοντα-εναγομένου 1 ότι είχε εξετάσει και παραλάβει τα αντικείμενα, την τιμή των οποίων γνώριζε. Λήφθηκαν επίσης υπόψη και δηλώσεις στο τιμολόγιο περί της ιδιοκτησίας και της αξίας υπαρκτών επίπλων από τους εφεσείοντες-εναγομένους.
Αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης αρ. 3 και 9.
Με τους δύο αυτούς λόγους έφεσης, προσβάλλονται ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με τα οποία ο Μ.Υ.1 Δ. Αριστοτέλους, ο οποίος παρουσίασε στο Δικαστήριο εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας για την ουσιώδη χρονική περίοδο, στη μαρτυρία του δεν συσχέτισε την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς με τις εγκυκλίους και ότι η επίδικη σύμβαση δεν παραβίαζε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας περί απαγόρευσης συναλλαγών για χρηματοδότηση αγοράς μετοχών.
Όπως είναι φυσικό, αυτοί οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι πρωτόδικα ήσαν σημεία υπεράσπισης, δεν θα μπορούσαν να ευσταθήσουν μετά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή ήταν γνήσια συμφωνία ενοικιαγοράς και δεν αποδείχθηκε η εικονικότητά της. Οι δε σχετικοί περιορισμοί τους οποίους είχε επιβάλει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στόχευαν μόνο σε τραπεζικά ιδρύματα και όχι σε χρηματοδοτικούς οργανισμούς. Επομένως, ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.
Λόγος Έφεσης αρ. 4.
Με αυτό το λόγο έφεσης προσβάλλεται το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του Μ.Υ.4 Λούκα Παπαλλή. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, "κατά τρόπο εντελώς αυθαίρετο, χωρίς καμμιά δικαιολογία ή εξήγηση" το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του μάρτυρα εκείνου.
Σημειώνεται ότι ο Μ.Υ.4 είναι λογιστής-ελεγκτής, ο οποίος στη μαρτυρία του προέβηκε σε υπολογισμούς της επιβάρυνσης τόκων με δύο εναλλακτικές μεθόδους για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν χρεώσει τους εφεσείοντες με τόκο που υπερέβαινε το ποσοστό που είχε συμφωνηθεί με την επίδικη σύμβαση.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη μαρτυρία του μάρτυρα τούτου στις σελίδες 9 και 11-12 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο μάρτυρας δεν έλαβε καθόλου υπόψη του το στοιχείο της ύπαρξης οποιωνδήποτε καθυστερήσεων στην πληρωμή συμφωνηθέντων μηνιαίων μισθωμάτων, αλλ΄ αντίθετα εξέλαβε ως δεδομένο το ότι οι όροι της σύμβασης τηρήθηκαν ως είχαν συμφωνηθεί και ότι όλες οι δόσεις πληρώθηκαν στην ημερομηνία που οφείλονταν. Περαιτέρω, ενώ ο μάρτυρας στην κυρίως εξέτασή του αναφέρθηκε σε ποσοστό επιβάρυνσης 18,47% με τη μια μέθοδο υπολογισμού τόκων και 14,12% με την άλλη, κατά την αντεξέτασή του αναγνώρισε ότι το ποσοστό επιβάρυνσης που φαίνεται στο συμβόλαιο για την περίοδο ισχύος του, δηλαδή για τρία χρόνια, ήταν 7,75%.
Ήταν δε γι΄ αυτούς τους λόγους τους οποίους και εξέθεσε, που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, λόγοι οι οποίοι κρίνονται ως ικανοποιητικοί.
Λόγος Έφεσης αρ. 7.
Με αυτό το λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο οι δηλώσεις των εναγομένων-εφεσειόντων 1 και 2 στα κατατεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα, δημιουργούσαν σ΄ αυτούς κώλυμα στο να ισχυρίζονται ότι τα δηλωθέντα αντικείμενα ενοικιαγοράς ήσαν ανύπαρκτα ή ότι η εφεσείουσα 2 δεν ήταν η απόλυτη ιδιοκτήτριά τους.
Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως εξής:
". Έχω την άποψη ότι οι δηλώσεις των εναγομένων 1 και 2 στα επίδικα έγγραφα τους εμποδίζουν να ισχυρίζονται ότι τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα ή ότι η εναγόμενη 2 δεν ήταν η απόλυτη ιδιοκτήτης, προσκομίζοντας εν πάση περιπτώσει αναξιόπιστη μαρτυρία. Από τη δήλωση της εναγόμενης 2 που περιέχεται στο συμβόλαιο ότι τα αντικείμενα ήταν στην αποκλειστική της ιδιοκτησία με δικαίωμα να τα πωλήσει στην τρέχουσα τιμή και τη δήλωση του εναγόμενου 1 ότι είχε εξετάσει και παραλάβει τα αντικείμενα την τιμή των οποίων γνώριζε καθώς και από τις δηλώσεις στο τιμολόγιο φαίνεται ότι είχαν παραστήσει ότι η εναγόμενη 2 ήταν η πωλητής και απόλυτη ιδιοκτήτρια των υπαρκτών επίπλων αξίας Λ.Κ.50.000. Όπως και στην υπόθεση Ιωάννου Γιαννάκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1990) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1522 η συμπεριφορά τους οδήγησε την Τράπεζα να αποδεχθεί την εισήγηση για τη χρηματοδότηση με ενοικιαγορά της συναλλαγής σε βαθμό που θα ήταν άδικο να τους επιτραπεί να ενεργήσουν με τρόπο ασυμβίβαστο με την πιο πάνω συμπεριφορά τους. (Βλ. επίσης T. J. S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (ανωτέρω). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αξιόπιστου Μ.Ε.1 στηρίχτηκαν στις δηλώσεις των πελατών τους."
Όπως είναι φανερό από την πρωτόδικη απόφαση ως σύνολο, κατόπιν αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εναγομένων και εκείνο το οποίο τονίζεται στο πιο πάνω απόσπασμα δεν είναι το κώλυμα προσκόμισης εξωγενούς μαρτυρίας προς αντίκρουση των εγγράφων δηλώσεων (μαρτυρία η οποία επιτράπηκε εν πάση περιπτώσει), αλλ΄ η αποτυχία ανατροπής του περιεχομένου των γραπτών δηλώσεων των ιδίων των εναγομένων με μαρτυρία η οποία κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Αυτή δε η προσέγγιση βρίσκει έρεισμα στη νομολογία στην οποία και παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα.
Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.
Λόγος Έφεσης αρ. 8.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζονται οι εφεσείοντες κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν υπήρξε αξιόπιστη μαρτυρία ότι το δάνειο παραχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους για σκοπούς επενδύσεων στο Χ.Α.Κ.
Αυτός ο λόγος έφεσης εμφανώς δεν μπορεί να ευσταθήσει, αφ΄ ης στιγμής έχουν ήδη επικυρωθεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με τα οποία η επίδικη συναλλαγή δεν συνιστούσε δάνειο αλλά γνήσια σύμβαση ενοικιαγοράς. Ως αποτέλεσμα αποδεκτού τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας, όπως έχει επεξηγηθεί προηγουμένως, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τις περί του αντιθέτου θέσεις των εφεσειόντων, τη μαρτυρία των οποίων για καλούς λόγους έκρινε ως αναξιόπιστη.
Λόγος Έφεσης αρ. 10.
Αυτός ο λόγος έφεσης αποσύρθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων με σχετική δήλωση στην αγόρευσή του.
Λόγος Έφεσης αρ. 13.
Αυτός ο λόγος έφεσης θα μπορούσε να εξετασθεί και να έχει νόημα μόνο εάν η επίδικη συναλλαγή κρινόταν ως εικονική με ανύπαρκτα αντικείμενα, οπότε και οι Ανταπαιτήσεις των εναγομένων-εφεσειόντων θα μπορούσαν να ευσταθήσουν.
Ως αποτέλεσμα, κανένας από τους προωθηθέντες λόγους έφεσης δεν έχει στοιχειοθετηθεί, οπότε αναπόφευκτα η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ