ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1606

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2011)

15 Σεπτεμβρίου 2011

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004)

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΚΟΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (ΡΩΣΣΙΔΗ)

Εφεσείοντα/Εκζητούμενου

- ΚΑΙ -

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

------------------------------

Κ. Ευσταθίου με Α. Λουκά, ασκούμενο δικηγόρο,

για τον Εφεσείοντα.

Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Α. Θεοδώρου-Μαστίχη, ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσείων παρών.

--------------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στη βάση σχετικού ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας και το οποίο πιστοποιήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Δημοκρατίας, ως κεντρική αρχή, ως νομίμως εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 16(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου αρ. 133(Ι)/2004 (εφεξής «ο Νόμος»), εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντος ημεδαπό ένταλμα σύλληψης στις 29.6.2011. 

 

        Ο εφεσείων ως εκζητούμενο πρόσωπο παρουσιάσθηκε στη συνέχεια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενώπιον του οποίου ακολούθησε η νενομισμένη για την έκδοση του διαδικασία.  Μετά από ορισμένες αναβολές, το μαρτυρικό υλικό που αφορούσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης τέθηκε εκ συμφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου, οι δε δικηγόροι προχώρησαν ουσιαστικά σε αγόρευση επί νομικών σημείων.  Τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Εφετείου, ο κ. Ευσταθίου δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας και το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που ο Νόμος καθορίζει για έγκριση του αιτήματος.  Κύριο σημείο του εφεσείοντος πρωτοδίκως, ήταν ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορούσε να αφορά ταυτόχρονα την έκδοση του εκζητουμένου προσώπου τόσο για άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης στην Ελληνική Δημοκρατία, όσο και για εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας του.  Παρεμφερές του συλλογισμού αυτού, που ως βάση είχε την απόδοση στο σχετικό άρθρο του Νόμου της απλής γραμματικής ερμηνείας της σχετικής διάταξης, ήταν και το απροσδιόριστο του ύψους της ποινής φυλάκισης την οποία θα εκτίσει ο εφεσείων όταν εκδοθεί στην Ελληνική Δημοκρατία.  Αυτή η ποινή φυλάκισης η οποία αφορά αδικήματα για τα οποία ήδη ο εφεσείων καταδικάστηκε ερήμην του στην Ελληνική Δημοκρατία, ενδεχομένως να επιμηκυνθεί ανεπίτρεπτα και με τη δίωξη του στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας για άλλα αδικήματα, οπότε, εάν καταδικαστεί, παραμένει άγνωστος ο τρόπος συσχέτισης της ποινής που τυχόν θα επιβληθεί, με τις ποινές στις οποίες αυτός ήδη καταδικάστηκε. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σκεπτικό του έδωσε φιλελεύθερη ερμηνεία στο Νόμο, συμπλέοντας με την εισήγηση της Δημοκρατίας, καθοδηγούμενο από το προοίμιο της Απόφασης-Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ημερ. 13.6.2002, στη βάση του οποίου ψηφίστηκε ο Νόμος.  Αντλώντας καθοδήγηση από τη στόχευση του Νόμου για τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς επίσης και απλούστευση του όλου συστήματος παράδοσης υπόπτων ή καταδικασθέντων ατόμων, θεώρησε ότι η διάζευξη που προνοείται στο άρθρο 3 του Νόμου δεν απαγορεύει τη συσσώρευση στο αιτιολογικό μέρος του εκδιδόμενου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και των δύο σκοπών εφόσον αφορούν διαφορετικές πράξεις.  Κατέληξε, επομένως, ότι η διάζευξη αφορά την αξιόποινη πράξη και όχι το πρόσωπο του εκζητούμενου με αποτέλεσμα να μην απαγορεύεται η προώθηση αμφοτέρων των καταστάσεων που προνοούνται στο άρθρο 3, νοουμένου ότι αφορούν διάφορες πράξεις και όχι την ίδια χαρακτηριζόμενη όμως με διαζευκτικό τρόπο.  Ενέκρινε επομένως την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και διέταξε την έκδοση και παράδοση του εφεσείοντος στην Ελληνική Δημοκρατία. 

 

        Ασκήθηκε έφεση μέσα στον περιοριστικό χρόνο των τριών ημερών που προνοεί το άρθρο 24(1) του Νόμου, το δε Εφετείο άκουσε εντός του επίσης περιοριστικού χρόνου των οκτώ ημερών από την άσκηση της έφεσης, τις θέσεις του εφεσείοντος με σκοπό να εκδώσει την απόφαση του εντός της ίδιας προθεσμίας.  Να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης στις 13.9.2011, ο εφεσείων υπέβαλε γραπτή αίτηση για καταχώρηση πρόσθετου λόγου έφεσης, η οποία έγινε αποδεκτή αυθημερόν από τη Δημοκρατία με αποτέλεσμα οι θέσεις του          κ. Ευσταθίου να επεκταθούν πέραν των ανωτέρω και στην εισήγηση ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν θα έπρεπε να εκτελεστεί εφόσον στο μέρος που αφορούσε την εκτέλεση ποινής φυλάκισης, αυτή είναι αγνώστου ύψους και αφορά εν πάση περιπτώσει σε ερήμην καταδίκη του εφεσείοντος. Αυτά, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ότι ουδείς στερείται της ελευθερίας του χωρίς τη διεξαγωγή δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας.

 

        Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στην υπό κρίση υπόθεση αφορούσε την έκδοση του εφεσείοντος στη βάση σχετικής πληροφόρησης ότι αυτός καταζητείτο δυνάμει σχετικού εντάλματος σύλληψης από τον Ανακριτή Α΄ Τμήματος Πλημμελοδικών Πειραιώς, καθώς και για την εκτέλεση 19 εκτελεστών αποφάσεων του Πλημμελοδικείου Πειραιώς για αντίστοιχες υποθέσεις έκδοσης επιταγών από τον εφεσείοντα προς ευάριθμες ελλαδικές εταιρείες για διάφορα ποσά, οι οποίες παρέμειναν απλήρωτες εφόσον δεν είχαν αντίκρισμα. 

 

        Το άρθρο 3 του Νόμου, προβλέπει τα εξής:

 

«3.  Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή Διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής  Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας:

 

(α)  Για την άσκηση ποινικής δίωξης ή

(β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.»

 

        Κρίνεται ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο πιο πάνω άρθρο και ιδιαιτέρως στη διάζευξη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι απολύτως ορθή και συνάδουσα με το σκοπό και στόχο της Απόφασης-Πλαίσιο που δεν ήταν άλλος από τη γρήγορη και αποτελεσματική, μέσω ενός απλουστευμένου συστήματος, παράδοση υπόπτων ή καταδικασθέντων στην αιτούμενη χώρα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα των Ελληνικών Αρχών για παράδοση του εφεσείοντος νομίμως εδραζόταν και στους δύο λόγους που καθόριζε το εκδοθέν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δηλαδή, τόσο για άσκηση ποινικής δίωξης, όσο και για εκτέλεση ήδη επιβληθείσας ποινής.

 

  Η τελεολογική ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο με συνέπεια οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου να τυγχάνουν διασταλτικής ερμηνείας, ορθά διασυνθέθηκε με το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά ουσία και όχι τύπο.  Από την ανάγνωση του άρθρου 2.1 της Απόφασης-Πλαίσιο, φαίνεται ότι το ένταλμα μπορεί να αφορά πράξεις περισσότερες της μίας και με αυτό τον στόχο ο Κύπριος νομοθέτης προνόησε στο άρθρο 4(2) του Νόμου ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να συσχετίζεται με περισσότερες από μια αξιόποινες πράξεις.  Στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι επαφίεται στα κράτη-μέλη να επιλέξουν τον τρόπον εφαρμογής της Απόφασης-Πλαίσιο ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.  Δεν πρόκειται για περίπτωση ευρωπαϊκής πρόνοιας που έχει άμεσο αποτέλεσμα στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών  (δέστε και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κώστα Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356).

 

 Είναι πρόδηλο, επομένως, ότι η έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος σύλληψης από τις Ελλαδικές αρχές αφορά κατά πρώτο λόγο μια συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη οι λεπτομέρειες της οποίας παραπέμπουν, όπως απορρέει από την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την έκδοση του ημεδαπού εντάλματος σύλληψης, στις κατ΄ ισχυρισμόν ψευδείς παραστάσεις τις οποίες ο εφεσείων προέβαλε σε εταιρεία στον Πειραιά σχετικά με το αξιόπιστο και τη φερεγγυότητα του ως επιχειρηματία, με αποτέλεσμα να αποσπάσει διάφορα είδη αργυροχρυσοχοΐας ύψους  πέραν  των  €20.000.  Κατά δεύτερο λόγο, οι  υπόλοιπες 19 πράξεις, συναρτώνται, όπως ήδη αναφέρθηκε, με την έκδοση επιταγών άνευ αντικρίσματος.  Πρόκειται, επομένως, για δύο διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες νομίμως συνυπάρχουν στο ίδιο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εφόσον αποσκοπούν, όπως είναι και ο στόχος της Απόφασης-Πλαίσιο, στην αποφυγή περιττών διαδικασιών, στην αποτροπή αχρείαστης έκδοσης πέραν του ενός ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, στην απλούστευση του  όλου μηχανισμού και, βεβαίως, στην παρεμπόδιση κατάχρησης της εν γένει διαδικασίας.  Θα μπορούσε εδώ να γίνει χρήσιμη παραπομπή στην απόφαση Dabas (Appellant) v. High Court of Justice, Madrid (Repsondent) (Criminal Appeal from Her Majesty´s High Court of Justice (2007) UKHL 6, της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και ιδιαίτερα στις παρ. 4 της απόφασης του Lord Bingham  και παρ. 16 και 18 της απόφασης του Lord Hope.  Εξηγήθηκε εκεί ότι η Απόφαση-Πλαίσιο («Framework Decision»), εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 34(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και έχει, στη βάση του άρθρου 249(3) την ίδια δεσμευτική ισχύ στα κράτη-μέλη όπως οι Οδηγίες («Directions»).  Η Απόφαση-Πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί απόρροια των διεργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Tampere τον Οκτώβριο του 1999 και είχε στόχο την κατάργηση των διαδικασιών έκδοσης μεταξύ των κρατών-μελών και την αντικατάσταση του από ένα σύστημα παράδοσης μεταξύ των δικαστικών αρχών (δέστε και  Rifat Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 473).

 

Στα πιο πάνω πλαίσια, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε διασταλτικά το άρθρο 3.  Δεν υπήρχε αποχρών λόγος περί του αντιθέτου.  Όπως συναφώς παρατήρησε και η δικηγόρος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, οι μόνες προϋποθέσεις για τη μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή που επιφορτίζεται με το έργο της εξέτασης του εντάλματος, είναι οι αναφερόμενες στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου που αφορούν τους υποχρεωτικούς και τους προαιρετικούς, αντίστοιχα, λόγους μη εκτέλεσης και οι οποίοι λόγοι δεν συνέτρεχαν εδώ. 

 

        Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης, όπως και η       κα Κάρνου το έθεσε ενώπιον του Εφετείου, ότι ο κανόνας ειδικότητας που απαντάται στο Μέρος Πέμπτο και συγκεκριμένα στο άρθρο 36 του Νόμου, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο εκζητούμενος παραιτείται ρητά από το ευεργέτημα του κανόνα ειδικότητας που αφορά τη μη δίωξη, καταδίκη, ή στέρηση της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε πριν από την παράδοση του και είναι διάφορος από εκείνη για την οποία εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. 

 

        Ο κ. Ευσταθίου τόνισε τη σημασία της αρχής που ρητά εμπεριέχεται και στο άρθρο 2(2) του Νόμου, ότι εφαρμόζοντας τις διατάξεις του, δεν είναι δυνατή η «... παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».  Επεκτείνοντας έτσι τη σκέψη του κατά τρόπο που να συμπλέκει και το δεύτερο λόγο έφεσης που, όπως ήδη λέχθηκε, ανεφύη κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης.

 

        Η πιο πάνω εισήγηση είναι άνευ ερείσματος.  Κατ΄ αρχάς να υποδειχθεί ότι η θέση του συνηγόρου ότι ο Νόμος έπεται κατά την ιεράρχηση των πηγών δικαίου, του Συντάγματος, είναι εσφαλμένη.  Ο Νόμος δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση, αλλά εναρμονιστικό κείμενο συνάδον με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μεταφέρει στο ημεδαπό δίκαιο, το δίκαιο της Ένωσης.  Έπεται ότι έχει αυξημένη ισχύ από τις πρόνοιες του Συντάγματος υπό τον όρο ότι αποτελεί νόμιμη μεταφορά στη Δημοκρατία, δηλαδή, οι διατάξεις του Νόμου δεν είναι αντίθετες με τις πρόνοιες του Συντάγματος.  (δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου - ανωτέρω -).  Μετέπειτα, αποκτούν σημασία και τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ισχύοντα, όπως τα εξήγησε η  κα Κάρνου και ενώπιον του Εφετείου.  Μετά την πρωταρχική διαπίστωση ότι οι επιβληθείσες ποινές στις 19 υποθέσεις υπερβαίνουν την περίοδο των τεσσάρων μηνών, που κατ΄ ελάχιστον προνοείται από το άρθρο 7(1) του Νόμου ή στην περίπτωση που η αξιόποινη πράξη της οποίας επιδιώκεται η τιμωρία στο αιτών κράτος προνοείται τουλάχιστον δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης στη Δημοκρατία, διασφαλίστηκε η παροχή πρόσθετων πληροφοριών ή εγγυήσεων από την Ελληνική Δημοκρατία με τη διαδικασία που προσφέρεται από το Νόμο, άρθρο 15, κατά τρόπο που πιστοποιήθηκαν τα εξής: (i) ο εφεσείων εκλητεύθη στην Ελληνική Δημοκρατία, ως αγνώστου διαμονής κατά τα άρθρα 156-428 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,  (ii) ο εφεσείων δύναται να ασκήσει έφεση άμα τη εκδόσει του κατά το άρθρο 429 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εναντίον της ερήμην καταδίκης του, αλλά και να υποβάλει αίτηση ακυρώσεως της όλης διαδικασίας, συμφώνως του άρθρου 430 του Κώδικα, (iii) η επίδοση των κατηγοριών έγινε στον εφεσείοντα με άλλο τρόπο, (iv) οι ποινές που υποβλήθηκαν σ΄ αυτόν (από 5 μήνες έως 2 έτη και 4 μήνες, όλες μετατραπείσες σε χρηματικές ποινές), συντρέχουν διαδοχικά, εκτός εάν ο εφεσείων ασκήσει το δικαίωμα του για συγχώνευση των ποινών ώστε να οριστεί μια συνολική ποινή κατά το            άρθρο 551 του Κώδικα, (v) το ύψος της ποινής εν συνόλω καθορίζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης συμφώνως των αρχών κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 94 και 96 του Ποινικού Κώδικα και (vi) σε καμιά περίπτωση ο εφεσείων δεν θα κληθεί να εκτίσει ποινή φυλάκισης πέραν των     10 ετών.

 

        Τα πιο πάνω περιέχονταν στα Τεκμήρια 5 και 6 που κατατέθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο εκ συμφώνου, χωρίς να αμφισβητηθούν οποτεδήποτε.  Υπό τω φως και των ανωτέρω διευκρινίσεων/εγγυήσεων, δεν διαπιστώνεται καμία απολύτως παραβίαση των διατάξεων του Άρθρου 30 του Συντάγματος.  Εφόσον η ερημοδικία επιτρέπεται από τη νομοθεσία του κράτους που επιδιώκει την έκδοση δεν τίθεται θέμα παραβίασης των αρχής της φυσικής δικαιοσύνης ή της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.  Πόσο μάλλον εδώ, που στον εφεσείοντα προσφέρεται η δυνατότητα ασκήσεως έφεσης ή και ακύρωσης της διαδικασίας ακριβώς λόγω της ερήμην καταδίκης του.  Το τι το ημεδαπό Δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει είναι να μην εκδοθεί το εκζητούμενο πρόσωπο σε χώρα όπου θα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.  (δέστε άρθρο 2(2) του Νόμου).

 

        Κατά τα λοιπά, η Απόφαση-Πλαίσιο και ο Νόμος στηρίζονται εν πολλοίς στην αμοιβαιότητα, αλλά και την εμπιστοσύνη και σεβασμό που τεκμαίρεται να υφίσταται μεταξύ των δικαστικών αρχών (δέστε την παρ. 8 της απόφασης του Lord Bingham στην υπόθεση Dabas - ανωτέρω -).  Οι διασφαλίσεις/ εγγυήσεις που δόθηκαν από την Ελληνική  Δημοκρατία εμπίπτουν σ΄ αυτά τα πλαίσια και σχετίζονται με την ουσία του θέματος και όχι τον τύπο του εντάλματος.  Άλλωστε, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσέγγιση του εφεσείοντος ως προς τον τρόπο που θα συσχετισθούν οι επιβληθείσες ποινές με την κατηγορία που αναμένεται να εκδικαστεί στην Ελλάδα, είναι θεωρητική ως προς την εισήγηση ότι θα υπάρξει παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Όπως ήδη αναφέρθηκε, παρέχονται, όταν εκδοθεί, στον εφεσείοντα διάφορα δικονομικά και ουσιαστικά μέτρα, τόσο για αμφισβήτηση των ποινών που επιβλήθησαν, όσο και για τον καθορισμό της συνολικής διάρκειας τους.

 

        Η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

                                                Π.

                                                Δ.

                                                Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο