ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1564
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2006)
9 Σεπτεμβρίου 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα,
- ΚΑΙ -
ΘΕΟΚΛΗ ΣΟΥΛΗ,
Εφεσίβλητου.
----------------------------------
Λ. Λουκαΐδης, με Λ. Στυλιανού (κα), για την Εφεσείουσα.
Ε. Ανδρέου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση
της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν όλοι οι Δικαστές πλην των Κωνσταντινίδη, Δ. και Χατζηχαμπή, Δ. θα απαγγείλει ο Ναθαναήλ, Δ. Ο Χατζηχαμπής, Δ., θα εκδώσει την απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί και ο Κωνσταντινίδης, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα ενεγράφη στις 17.12.1977 ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, αλλά με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου ημερ. 28.1.2000, μετατράπηκε σε δημόσια εκδίδοντας προς το σκοπό αυτό πρόσκληση για εγγραφή τον Μάρτιο του 2000. Ακολούθως, δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο την πρόθεση της να διαθέσει μετοχές στο κοινό στη βάση πρόσκλησης για εγγραφή («prospectus»), με άνοιγμα καταλόγων στις 12.4.2000 και κλείσιμο καταλόγων στις 14.4.2000. Η σχετική δημοσίευση προερχόταν, όπως αναφερόταν σε αυτή, από την «Investylia Ltd Group of Companies».
Ο εφεσίβλητος ενωρίτερα στις 28.1.2000, υπέβαλε στο σχετικό έντυπο αίτηση για παραχώρηση σ΄ αυτόν με τη μορφή της ιδιωτικής τοποθέτησης, 10.000 συνήθων μετοχών της εφεσείουσας, εσώκλεισε δε και το ποσό των £750 που αντιστοιχούσε με το 10% της αξίας των μετοχών που αιτήθηκε, αναλαμβάνοντας την αποπληρωμή του υπολοίπου σε πρώτη ζήτηση. Η καταληκτική παράγραφος του σχετικού εντύπου είχε ως εξής:
«Αντιλαμβάνομαι και αποδέχομαι ότι η Εταιρεία θα μετατραπεί σε δημόσια εταιρεία με σκοπό την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και ότι οι μετοχές δεν θα εκδοθούν και παραχωρηθούν σε μένα παρά μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας εισαγωγής στο Χρηματιστήριο ως ήθελε κριθεί προσφορότερο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας.»
Στις 5.4.2000, απευθύνθηκε επιστολή από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο στην οποία επισυναπτόταν σχετικό τιμολόγιο ως προς το υπόλοιπο της οφειλής του εφεσίβλητου ύψους £6.760, το οποίο ήταν το άθροισμα του υπολοίπου του ποσού των 10.000 ζητηθεισών συνήθων μετοχών, πλέον £10 για την αγορά 10 ιδρυτικών μετά ψήφου μετοχών, αξίας £1 εκάστη. Ολόκληρο το οφειλόμενο καταβλήθηκε προς την εφεσείουσα, η οποία εξέδωσε σχετική απόδειξη είσπραξης, άνευ ημερομηνίας.
Η εφεσείουσα υπέβαλε στις 14.6.2000 αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (εφεξής «το Χ.Α.Κ.»), η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ., αλλά στη συνέχεια απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στη συνεδρία της ημερ. 6.2.2002, με έρεισμα το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν πληρούσε τον Καν. 61(1)(ε), ο οποίος καθορίζει ως μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής ότι ο εκδότης των τίτλων, ο οποίος επιδιώκει την εισαγωγή τους στο Χ.Α.Κ., να είχε συναφείς δραστηριότητες, να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως έτη. Στη σχετική απόφαση σημειώθηκε επίσης ότι η εφεσείουσα, αλλά και το συγκρότημα αυτής ως σύνολο, δεν είχε διαθέσιμους τους εξελεγμένους αυτούς λογαριασμούς (παρόλον που οι εταιρείες που απάρτιζαν το συγκρότημα λειτουργούσαν κανονικά και είχαν τέτοιους λογαριασμούς), εφόσον η δραστηριοποίηση του συγκροτήματος κάτω από κοινή διεύθυνση είχε αρχίσει ουσιαστικά τον Μάϊο του 2000. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σημείωσε πρόσθετα ότι λόγω της ανυπαρξίας εξελεγμένων λογαριασμών για το συγκρότημα, ο επενδυτής δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την απόδοση των εταιρειών του συγκροτήματος.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα, επιστροφή μετά τόκου του ποσού των £7.510, καθώς και τιμωριτικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ή και ψευδείς παραστάσεις. Η ουσία της θέσης του εφεσίβλητου ήταν η γνωστοποίηση σε αυτόν από την εφεσείουσα, από τον Ιανουάριο του 2000, της πρόθεσης της να εισάξει τους μετοχικούς τίτλους στο Χ.Α.Κ. και γι΄ αυτό το λόγο αποφάσισε την αγορά μετοχών στη βάση της ιδιωτικής τοποθέτησης. Επίσης ότι η εφεσείουσα τον είχε πληροφορήσει ότι η αίτηση για εισδοχή στο Χ.Α.Κ. θα γινόταν άμεσα, εν πάση δε περιπτώσει, ήταν ρητός ή εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας ότι οι μετοχικοί τίτλοι της εφεσείουσας θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. «... εντός ευλόγου χρόνου και ή εντός του εκ του νόμου καθοριζομένου νομικού πλαισίου.». Στην πιο πάνω βάση, ο εφεσίβλητος καταλόγισε στην εφεσείουσα ότι διά ψευδών παραστάσεων και με δόλια συμπεριφορά εισέπραξε το αντίτιμο των μετοχών που ο εφεσίβλητος ζήτησε, εφόσον η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εισδοχή εντός ευλόγου χρόνου των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. ήταν αδύνατη, παραλείποντας έτσι να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ανάλογα, ενώ ήταν σε γνώση της, ότι γι΄ αυτόν είχε σημασία η δυνατότητα ρευστοποίησης των μετοχών του σε σύντομο χρόνο.
Απορριπτική ήταν, ως αναμενόταν, η θέση της εφεσείουσας. Με την υπεράσπιση της, ως τροποποιήθηκε, απέρριψε όλους τους εναντίον της ισχυρισμούς παραπέμποντας στην εκ μέρους του εφεσίβλητου απόκτηση μετοχών της στη βάση των προνοιών του ενημερωτικού δελτίου, αρνούμενη ταυτόχρονα ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε τις μετοχές ή κατέβαλε το αντίτιμο τους «. με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των τίτλων ... στο Χ.Α.Κ.» ή ότι έγιναν οποιεσδήποτε παραστάσεις πέραν αυτών που περιέχονταν στο ενημερωτικό δελτίο, στο οποίο μάλιστα δηλωνόταν ρητά ότι η εφεσείουσα «.. δεν πληρούσε μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής στο Χ.Α.Κ. και συγκεκριμένα την προϋπόθεση να είχε δραστηριότητες και να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον προηγούμενα της αιτήσεως έτη, αφού η εταιρεία είχε συσταθεί στην Κύπρο στις 17.12.1977 αλλά παρέμεινε αδρανής μέχρι την 28.1.2000 που μετατράπηκε σε δημόσια.». Πρόθεση της ήταν, ως επίσης συμειωνόταν στο ενημερωτικό δελτίο, να υποβάλει αίτηση στο Χ.Α.Κ. «.. μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής ..».
Η εφεσείουσα ήγειρε επίσης ζήτημα ότι η πρόνοια του άρθρου 58Α(3)(β) και 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου αρ. 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως με τους Νόμους αρ. 42(Ι)/2000 και αρ. 9(Ι)/2001, υποχρεώνουσα την επιστροφή χρηματικών ποσών που εισέπραξε, είναι αντισυνταγματική και αντίθετη με τα Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος, καθώς και με διάφορες πρόνοιες της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (77/91/ΕΟΚ ημερ. 13.12.1976), αλλά και συγκρουόμενη με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ως τροποποιήθηκε.
Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία που προήλθε τόσο από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, ως ενάγοντα, όσο και από τον Στέλιο Στυλιανού, διευθυντή της εφεσείουσας. Έχοντας υπόψη και τα δηλωθέντα παραδεκτά γεγονότα, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε δίκαιο στην αξίωση του και εξέδωσε στις 31.7.2006, απόφαση για το σύνολο του ποσού των £7.510, πλέον 6% τόκο μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού του, το Δικαστήριο, παρά τις εντελώς διαφορετικές εκδοχές των δύο μαρτύρων, στην ουσία τις δέχθηκε και τις δύο, κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί κατωτέρω. Θεώρησε δε ότι η στοιχειοθέτηση των παραστάσεων προέκυπτε εν πάση περιπτώσει από τα εκ συμφώνου κατατεθέντα τεκμήρια και ιδιαιτέρως το Τεκμήριο 8, την αίτηση δηλαδή που υπέβαλε ο εφεσίβλητος, το Τεκμήριο 2, το ενημερωτικό δελτίο, καθώς και το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση στο Χ.Α.Κ. στις 14.6.2000. Παράλληλα, εξέτασε το εγερθέν ζήτημα συνταγματικότητας, απορρίπτοντας τις σχετικές θέσεις της εφεσείουσας στη βάση των αποφάσεων στις Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683 και Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investment Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 704, ενώ σε σχέση με τη θέση περί σύγκρουσης της ημεδαπής νομοθεσίας με την Οδηγία 77/91/ΕΟΚ, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην Anaptixis Group Ltd v. Νίκου Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691, όπου αποφασίστηκε ότι η Οδηγία είχε ενσωματωθεί στον περί Εταιρειών Νόμο σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς και κατά συνέπεια δεν τύγχανε οποιασδήποτε εφαρμογής.
Η καταχωρηθείσα έφεση εναντίον της πρωτόδικης κρίσης διέρχεται το σύνολο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνταγματική πτυχή. Ο κ. Λουκαΐδης, ο οποίος σε κάποιο στάδιο ηγήθηκε της υπόθεσης της εφεσείουσας, ζήτησε από το Εφετείο όπως η έφεση αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας ενόψει των σοβαρών και άλλων συνταγματικών θεμάτων που εγείρονταν. Πληροφόρησε το Εφετείο ότι θα ζητούσε από το Ανώτατο Δικαστήριο να αποστεί από τις προαναφερθείσες προηγούμενες αποφάσεις του ως λανθασμένες και ερχόμενες σε αντίθεση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Εφετείο αποφάσισε τη διεύρυνση του με αποτέλεσμα η έφεση να αναληφθεί από την Πλήρη Ολομέλεια. Μετά από σχετική καθυστέρηση στην ετοιμασία υπομνήματος εκ μέρους της εφεσείουσας στο οποίο αναπτύσσονταν τροποποιημένοι λόγοι έφεσης, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση κατά την οποία τέθηκαν πλείστα όσα θέματα, συνταγματικού, κυρίως, περιεχομένου.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν γίνει «παραστάσεις στον ενάγοντα εισαγωγής ή για την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εναγομένης στο Χ.Α.Κ.» με την έννοια του άρθρου 3(3) του Νόμου Αρ. 42(Ι)/2000, εφόσον η ορθή ερμηνεία θα έπρεπε να ήταν ότι αυτή η προοπτική και οι παραστάσεις θα πρέπει να αναφέρονται ή να υποδηλούν γεγονότα τα οποία αποδεικνύονται ψευδή κατά το χρόνο των παραστάσεων ή των δηλώσεων και όχι αναφορικά με πεποίθηση ή πρόθεση που σχετίζονταν με τη μελλοντική πορεία της εφεσείουσας. Περαιτέρω, λανθασμένα αποφασίστηκε ότι δεν είναι απαραίτητη η απόδειξη παραστάσεων για να αποδειχθεί ότι έγινε νόμιμη πληρωμή και είσπραξη χρημάτων είτε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο Χ.Α.Κ., είτε άλλως πως και η αρχή που καθιερώθηκε στις υποθέσεις Anaptixis Group Ltd v. Νίκου Μιχαηλίδη, Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου - ανωτέρω - σύμφωνα με την οποία το άρθρο 58Α(3)(β), δεν προϋποθέτει την απόδειξη παραστάσεων εισαγωγής τίτλων στο Χ.Α.Κ., αρκεί δε η πληρωμή των χρημάτων, είναι εσφαλμένη. Η εισήγηση που αναπτύχθηκε εδώ επεκτάθηκε και στη σκέψη ότι η φράση ή ο όρος «άλλως πως» είναι ασαφής και αόριστος και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να προέρχεται από νόμο προσιτό, σαφή και ακριβή.
Πρόσθετα, οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου αρ. 42(Ι)/2000, είναι ασυμβίβαστες με το Άρθρο 23 του Συντάγματος και η σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι εσφαλμένη ενόψει και πάλι των αποφάσεων του Ε.Δ.Α.Δ. που καθιερώνουν τον κανόνα περί σαφήνειας και ποιότητας της νομοθεσίας και περιορίζουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ασυμβίβαστες είναι οι πρόνοιες επίσης και με το Άρθρο 25 του Συντάγματος, ενόψει του ότι περιορίζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την άσκηση επαγγέλματος εφόσον κατά το χρόνο της δικαιοπραξίας στις 28.1.2000, αλλά και στις 5.4.2000, όταν παραχωρήθηκαν στον εφεσίβλητο οι μετοχές, δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί ο σχετικός Νόμος, ο οποίος άρχισε να ισχύει από τις 7.4.2000. Δόθηκε επομένως αναδρομική ισχύ στις πρόνοιες του Νόμου χωρίς να περιείχετο σαφής προς τούτο διατύπωση στο ίδιο το νομοθέτημα. Περαιτέρω, η ίδια νομοθεσία προσκρούει και στο Άρθρο 26 του Συντάγματος εφόσον περιορίζει την ελευθερία των συμβάσεων δεδομένου ότι οι νομοθετικές πρόνοιες επεκτείνονταν σε διευθετήσεις που είχαν λάβει χώραν πριν την έναρξη της ισχύος της νομοθεσίας.
Αντίθετες ήταν οι θέσεις του εφεσίβλητου στο δικό του περίγραμμα στο οποίο επικαλείται τα παρόμοια γεγονότα της υπόθεσης Investylia Ltd v. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1343. Εισηγείται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd - ανωτέρω -, εφάρμοσε το άρθρο 3(3) του Νόμου αρ. 42(Ι)/2000, για το ποσό των £750 που είχε καταβληθεί ως αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων πριν από τη δημοσίευση του Νόμου στις 7.4.2000, το δε άρθρο 58Α(3)(β) για το μέρος της αντιπαροχής που δόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου αναφορικά με το ποσό των £6.760. Ο εφεσίβλητος θεωρεί ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα έχει αποφασίσει τελεσίδικα όλα τα ζητήματα που εγείρει η εφεσείουσα με δεδομένο ότι οι πρόνοιες της νομοθεσίας κρίθηκαν καθόλα συνταγματικές και σύμφωνες με την Κοινοτική Οδηγία 77/91/ΕΟΚ.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης αναπτύχθηκαν περαιτέρω τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ενώ η ίδια η Πλήρης Ολομέλεια κατηύθυνε τη σκέψη των συνηγόρων και στα αποφασισθέντα από το Ε.Δ.Α.Δ. στην Investylia Public Company Limited v. Cyprus, Αίτηση αρ. 24321/05 ημερ. 17.9.2009.
Η εξέταση των συνταγματικών θεμάτων που ανεφύησαν κατ΄ έφεση με σκοπό μάλιστα την απόκλιση από σταθερή προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχει σταθερό και βέβαιο υπόβαθρο γεγονότων. Η αρχή αυτή υπεδείχθη στο συνήγορο της εφεσείουσας κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης, υπό το φως των λόγων εφέσεως υπ΄ αρ. 1(β) και 7, με τους οποίους αμφισβητείτο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγιναν παραστάσεις από την εφεσείουσα προς τον εφεσίβλητο, λόγους τους οποίους ο συνήγορος επέμενε να προωθήσει ταυτόχρονα με τη συνταγματική πτυχή.
Προκύπτει όμως από τη μελέτη της πρωτόδικης απόφασης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αμφοτέρων των μαρτύρων ήταν ελλιπής και με αντικρουόμενα ευρήματα. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εφεσίβλητο χαρακτήρισε την εικόνα που αυτός παρουσίασε ως «μέτρια», ταυτόχρονα δεν διέκρινε, ως ανέφερε, οποιαδήποτε τάση ή προσπάθεια να παραθέσει γεγονότα άλλα από αυτά που ήταν στην άμεση γνώση και αντίληψη του. Περαιτέρω, ενώ χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί προφορικών παραστάσεων που του είχαν γίνει από τον Στέλιο Στυλιανού ως προς την εισδοχή των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. ως υπερβολικούς, κατέγραψε και τη θέση «... χωρίς όμως να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ενάγοντας έλεγε ψέματα.».
Από την άλλη, χαρακτήρισε τον Στέλιο Στυλιανού ως «εξαιρετικό μάρτυρα». Θεώρησε ότι η μαρτυρία του ήταν «.. σαφής, στρωτή και πλήρης ...», ενώ «σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του παρά την επίμονη αντεξέταση του.». Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια εξέφρασε την άποψη ότι η απάντηση στο ερώτημα αν είχαν γίνει παραστάσεις ή όχι ήταν θετική. Αυτό όμως με βάση, όπως εξάγεται, τα έγγραφα τα οποία είχε ενώπιον του, δηλαδή, τη δήλωση στην αίτηση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στις 28.1.2000 ότι το δικαίωμα για εξάσκηση εξαγοράς μιας ακόμη συνήθους μετοχής για κάθε πέντε που θα παραχωρούνταν, θα ασκείτο «.. κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών της εισδοχής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.», ενώ υπήρχε επίσης δήλωση στην ίδια αίτηση ότι η εφεσείουσα μετατρεπόταν σε δημόσια εταιρεία «.. με σκοπό την εισαγωγή της στο Χ.Α.Κ. ...» και περαιτέρω ότι οι μετοχές θα εκδοθούν και παραχωρηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο «.. ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.». Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το ενημερωτικό δελτίο, Τεκμήριο 2, περιείχε παραστάσεις εφόσον στη σελ. 10, κάτω από την παράγραφο που τιτλοφορείτο «Διαπραγμάτευση Μετοχών», αναφερόταν ότι η εφεσείουσα θα υπέβαλλε «... μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στο Χ.Α.Κ.», αίτηση που κατατέθηκε στις 14.6.2000.
Όλα τα πιο πάνω, προερχόμενα από έγγραφα, θεωρήθηκαν ως ικανά να αποτελέσουν παραστάσεις περί εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα και την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο Χ.Α.Κ.
Απορρέει από όλα τα πιο πάνω ότι δεν έγινε με εναργή τρόπο η αξιολόγηση των αντίθετων εκδοχών των δύο μαρτύρων διότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι ούτε ο εφεσίβλητος έλεγε ψέματα, αλλά και η εκ διαμέτρου αντίθετη μαρτυρία του Στυλιανού ήταν ορθή. Η μεταγενεστέρως καταγραφείσα θέση του Δικαστηρίου ότι είχαν όντως γίνει παραστάσεις στον εφεσίβλητο για την προοπτική εισδοχής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. ήταν αποτέλεσμα εξαγωγής συμπεράσματος από τα διάφορα ενώπιον του έγγραφα, αλλά αμέσως πριν αυτή την τοποθέτηση, το Δικαστήριο είχε καταγράψει ότι ο Στυλιανού στην προφορική του μαρτυρία είχε δηλώσει στον εφεσίβλητο ότι δεν μπορούσαν να εισαχθούν οι μετοχές άμεσα στο Χ.Α.Κ. ενόψει του γεγονότος ότι η εφεσείουσα δεν τηρούσε τον Καν. 61.
Δεν είναι δυνατόν έχοντας υπόψη τον τρόπο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταγράψει την αξιολόγηση του επί
των αντικρουόμενων μαρτυριών, να εξαχθεί με την αναγκαία δικαστική ασφάλεια, η οποία προϋποθέτει σαφή και κάθετη απόφαση επί των διαφορετικών εκδοχών, ποια ήταν εν προκειμένω η κρίση του. Η ερμηνεία που δόθηκε στα διάφορα τεκμήρια διέρχεται και επηρεάζεται από την πρωταρχική αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, εφόσον τα έγγραφα καταρτίστηκαν μετά τις κατ΄ ισχυρισμόν προφορικές παραστάσεις.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, καθίσταται αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν τα έξοδα της επανεκδίκασης.
Διατάσσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ