ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1176
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2010)
1 Ιουλίου 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ
(ΝΟΜΟΣ 97/70)
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ LUCHIAN MARINA TUDOR,
Εφεσίβλητης
------------------------------------
Ε. Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τον Εφεσείοντα.
Μ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------------
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ηγέρθηκε διαδικασία από τη Δημοκρατία για έκδοση της Luchian Marina Tudor στη χώρα καταγωγής της, τη Μολδαβία, στη βάση εξουσιοδότησης που καταχωρήθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ημερ. 8.12.2009. Η αίτηση έκδοσης βασιζόταν στον περί Εκδόσεων Φυγοδίκων Νόμο αρ. 97/1970 και σχετιζόταν με αδικήματα τα οποία η φυγόδικος φερόταν να είχε διαπράξει στη Μολδαβία σε σχέση με εξώθηση νεαρών κοριτσιών σε πορνεία ασκώντας εναντίον τους φυσική και ψυχολογική βία.
Η φυγόδικος είχε διωχθεί στη Μολδαβία για τα εν λόγω αδικήματα το 2004, αλλά αθωώθηκε από το Δικαστήριο του Edinet. Σε ασκηθείσα όμως έφεση από τις αρμόδιες Μολδαβικές αρχές, καταδικάστηκε στις 21.2.2007 από το Εφετείο της πόλης Balti, σε φυλάκιση 15 ετών και έξι μηνών, αφού προηγουμένως ανετράπη η αθωωτική απόφαση. Στη βάση αυτή ήταν που οι Μολδαβικές αρχές ζήτησαν την έκδοση της προαναφερθείσας, η οποία μετά την αθώωση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία, είχε μεταβεί αρχικά στην Ιρλανδία για σκοπούς εργασίας και μετέπειτα ήλθε στη Δημοκρατία. Τα αδικήματα για τα οποία εκζητείτο αφορούσαν αδικήματα εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπων και παιδιών κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου αρ. 87(Ι)/2007, που επισύρουν ποινές φυλάκισης πέραν του έτους, ενώ οι ίδιες πράξεις συνιστούν και αδικήματα με βάση τα σχετικά άρθρα του Μολδαβικού Ποινικού Κώδικα. Η Δημοκρατία και η Μολδαβία είναι αμφότερες συμβαλλόμενα μέρη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία από πλευράς του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, αλλά και της φυγόδικης, έκρινε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για έκδοση της στη Μολδαβία απορρίπτοντας τις προς το αντίθετο εισηγήσεις της υπεράσπισης. Συναφώς απέρριψε εισήγηση της υπεράσπισης ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο προερχόμενο εκ του γεγονότος ότι είχε καταχωρηθεί και προηγουμένως αίτηση έκδοσης για το ίδιο πρόσωπο και συγκεκριμένα η Αίτηση αρ. 3/09, η οποία όμως απερρίφθη στις 7.12.09, λόγω έλλειψης προώθησης εκ μέρους της Δημοκρατίας. Η απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου υπεράσπισης έγινε στη βάση των αποφάσεων Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261, καθώς και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, στις οποίες τονίστηκε το ειδικό της διαδικασίας που προνοείται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο αρ. 97/1970, ο οποίος και δεν απαγορεύει την επανάληψη αίτησης για την έκδοση φυγοδίκων. Εκείνο που ελέγχεται είναι να μην υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας έκδοσης, κάτι που δεν κρίθηκε να συμβαίνει όταν προηγούμενη αίτηση αποσύρεται ή απορρίπτεται. Εξηγήθηκε ότι αντικείμενο της διαδικασίας έκδοσης φυγόδικου είναι η διαπίστωση των προϋποθέσεων που θέτει ο σχετικός Νόμος, διαπίστωση που δεν είναι ρυθμιστική ή καθοριστική των τελικών δικαιωμάτων του φυγόδικου.
Απορρίφθηκε επίσης η θέση της υπεράσπισης ότι η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί στη Μολδαβία κατά την έφεση που οδήγησε στην καταδικαστική εναντίον της φυγόδικης απόφαση, δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι η απόφαση του Εφετείου της Μολδαβίας στο Δικαστήριο της πόλης Balti έγινε στην απουσία της φυγόδικης και χωρίς να είχε προηγουμένως ειδοποιηθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε σε σχέση με το λόγο αυτό ότι η φυγόδικη είχε εκπροσωπηθεί κατ΄ έφεση από συνήγορο, αλλά έστω και αν δεν υπήρχαν δεδομένα ως προς το ερώτημα με ποιο τρόπο ο δικηγόρος είχε διοριστεί για να την αντιπροσωπεύει (οπότε τίθετο σε αμφιβολία η συμμόρφωση των Μολδαβικών αρχών με το άρθρο 6), εν τούτοις εφόσον η Μολδαβία ήταν και είναι δεσμευμένη από το άρθρο 3 του Δευτέρου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για Έκδοση Φυγοδίκων, το οποίο προβλέπει δικαίωμα επανεκδίκασης σε περίπτωση δίκης που λαμβάνει χώραν in absentia, δεν τίθετο τελικώς ζήτημα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο όμως προχώρησε να εξετάσει και το ζήτημα του αμφοτερόπλευρου της εγκληματικότητας ώστε να διαπιστώσει ότι οι πράξεις για τις οποίες η φυγόδικη είχε διωχθεί και καταδικασθεί, ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο έκνομες σύμφωνα και με το δίκαιο της Δημοκρατίας. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι η κατατεθείσα εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφερόταν σε παράνομη δραστηριότητα της φυγόδικης στη Δημοκρατία δυνάμει του Νόμου αρ. 87(Ι)/07, ο οποίος όμως είχε δημοσιευθεί στις 13.7.07, σε χρόνο δηλαδή πολύ μεταγενέστερο της έκνομης συμπεριφοράς της που αναγόταν το 2002, ενώ και η καταδικαστική κατ΄ έφεση απόφαση είχε εκδοθεί στις 21.2.2007. Εφόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η εξουσιοδότηση αναφερόταν στο Νόμο αρ. 87(Ι)/07 και όχι στο προηγούμενο νομικό καθεστώς που ίσχυε με το Νόμο αρ. 3(Ι)/2000, η Δημοκρατία ως αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη πάντα χρόνο, τον Οκτώβριο του 2002, η επίδικη συμπεριφορά της φυγόδικης ήταν έκνομη και στη Δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη του αιτήματος προς έκδοση της.
Ασκήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα έφεση κατά της πρωτόδικης κρίσης στο πιο πάνω σημείο, στην πορεία δε της συζήτησης της έφεσης, δόθηκε και δικαίωμα στην υπεράσπιση να καταχωρήσει αντέφεση επί των θεμάτων που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εναντίον της φυγόδικης. Σημειώθηκε όμως εξέλιξη ενόψει της μεταγενέστερης απέλασης της φυγόδικης από άλλη αρμοδία αρχή της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα από το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης πριν την εκδίκαση της έφεσης. Η εξέλιξη αυτή γνωστοποιήθηκε στο Εφετείο στις 18.2.2011, όταν δηλώθηκε από τον κ. Γεωργίου ότι η φυγόδικη είχε απελαθεί στη Μολδαβία από το πιο πάνω Τμήμα. Στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε την ημέρα εκείνη, η κα Λοϊζίδου δήλωσε ότι προσπάθησε μέσω της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, να εντοπίσει τα σχετικά διατάγματα στη βάση των οποίων η φυγόδικη απελάθηκε, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Παρέμεινε, όμως, ως δεδομένο και από τις δύο πλευρές, ότι η φυγόδικη είχε όντως ήδη απελαθεί στη Μολδαβία και υπήρχε προς τούτο και σχετικό τηλεομοιότυπο της Interpol.
Τέθηκε επομένως ζήτημα κατά πόσο ενόψει της απέλασης της φυγόδικης από τη Δημοκρατία, υφίστατο πλέον αντικείμενο να συνεχιστεί η έφεση επί της ουσίας της. Το θέμα αφέθηκε να εξεταστεί από τη Δημοκρατία, η οποία στην επόμενη εμφάνιση στις 28.3.2011 δήλωσε, μέσω της κας Λοϊζίδου, τα εξής, στο πρακτικό:
«Μετά από πολύ προβληματισμό και μετά από διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες υπηρεσίες τόσο του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσο και των αρμοδίων τμημάτων της Νομικής Υπηρεσίας που ασχολούνται με τις προσφυγές εναντίον της Δημοκρατίας στο ΕΔΑΔ έχουμε αποφασίσει να ζητήσουμε από το Δικαστήριο να συνεχιστεί η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής. Και το Δικαστήριο είχε ερωτήσει πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η εφεσίβλητη. Βρίσκεται, είναι στη χώρα της στη Μολδαβία που είναι η αιτούσα χώρα και φαίνεται ότι άρχισε η έκτιση της ποινής φυλάκισης. Επίσης αν θέλετε να εξηγήσω περαιτέρω γιατί ζητούμε να εκδικαστεί αυτή η έφεση, είναι διότι οι χειρισμοί της Δημοκρατίας από την αρχή της υποβολής της αίτησης δηλαδή μέχρι την ημερομηνία απέλασης είναι θέματα που θα εξεταστούν από το ΕΔΑΔ σε προσφυγή που πιθανό να υποβληθεί και όπως έχουμε πληροφορηθεί και η πλευρά της εφεσίβλητης σκοπεύει να υποβάλει προσφυγή στο ΕΔΑΔ για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»
Στην πορεία της συζήτησης, η κα Λοϊζίδου δήλωσε και το εξής:
«Εάν εκδοθεί απόφαση και γίνει αποδεκτή η έφεση φαίνεται ότι η Δημοκρατία από την αρχή της σύλληψης είχε καλή πίστη.»
Ο κ. Γεωργίου από πλευράς του, έλαβε τελικώς τη θέση ότι η όλη υπόθεση, ως εξελίχθηκε, απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας, εφόσον η Δημοκρατία επέλεξε να επιτευχθεί ο σκοπός της έκδοσης με άλλα μέσα, δεν χρειάζεται δε κατ΄ ανάγκην να εξεταστεί πλέον η ουσία της υπόθεσης.
Πασιφανές είναι από τα πιο πάνω ότι δεν έχει παραμείνει αντικείμενο της έφεσης μετά την απέλαση της φυγόδικης από άλλη αρχή της Δημοκρατίας. Η όλη διαδικασία που ακολουθείται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο αρ. 97/70, στοχεύει στη σύλληψη του φυγόδικου στο κράτος του συμβαλλομένου μέρους στο οποίο βρίσκεται το καταζητούμενο προς έκδοση πρόσωπο, η προσαγωγή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών του κράτους με την καταχώρηση της εξουσιοδότησης από τη χώρα που ζητά την έκδοση του φυγόδικου και η συνακόλουθη έκδοση του προσώπου, εάν και εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις. Μάλιστα, σχετικές πρόνοιες του Νόμου παρέχουν στο Δικαστήριο την εξουσία πέραν της έκδοσης εντάλματος συλλήψεως του προσώπου που διώκεται για το αδίκημα στη ξένη χώρα, να διατάξει και την κράτηση του προς έκδοση προσώπου με σκοπό βέβαια τη διασφάλιση ότι ο φυγόδικος θα εκδοθεί σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε διατάξει τούτο. Το άρθρο 14(2) του Νόμου προνοεί ότι εάν ο κρατούμενος ήθελε αποδράσει δύναται να συλληφθεί σε οποιοδήποτε μέρος της Δημοκρατίας ως να επρόκειτο για πρόσωπο που απέδρασε από τόπο που κρατείτο δυνάμει εντάλματος σύλληψης σε σχέση με αδίκημα που διεπράχθη εντός της Δημοκρατίας.
Συνάγεται ότι από τη στιγμή που το προς έκδοση πρόσωπο για οποιοδήποτε λόγο δεν ευρίσκεται πλέον εντός της εδαφικής επικράτειας της Δημοκρατίας, δεν υπάρχει και αντικείμενο στο οποίο να στοχεύει η καταχωρηθείσα από το Γενικό Εισαγγελέα έφεση, εφόσον αντικείμενο της έφεσης είναι η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη η αίτηση για έκδοση με αποτέλεσμα η φυγόδικος να πρέπει να εκδοθεί στη χώρα της για τα περαιτέρω. Όπως όμως έχει καταγραφεί, η φυγόδικος ήδη απελάθη από τη Δημοκρατία και σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που δόθηκαν από τους συνηγόρους, αυτή ήδη εκτίει ποινή φυλάκισης στη Μολδαβία για τα αδικήματα για τα οποία κατεδικάσθη από το Εφετείο του Balti. Ακόμη λοιπόν και σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης και απόρριψης της αντέφεσης, δεν θα ήταν δυνατή η έκδοση της φυγόδικου, αφού αυτή δεν ευρίσκεται στη Δημοκρατία. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 136, την οποία επικαλέσθηκε η κα Λοϊζίδου, δεν είναι σχετική με τα εδώ δεδομένα. Εκεί, επιδιώχθηκε η έκδοση εντάλματος Certiorari, το οποίο και εκδόθηκε, ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με υπέρβαση εξουσίας και πλάνη νόμου σε σχέση με την εφαρμογή του Νόμου αρ. 97/70, διότι έκρινε, στα πλαίσια της εξέτασης προσωποκράτησης αλλοδαπού για έκδοση στις Η.Π.Α. και πριν την καταχώρηση εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο ο αλλοδαπός δεν καλύπτονταν από την σύμβαση φυγοδίκων μεταξύ Κύπρου και Η.Π.Α. Στα πλαίσια της απόφασης για έκδοση του certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του, είπε ότι το γεγονός ότι ο καταζητούμενος μετά την έκδοση της αθωωτικής πρωτόδικης απόφασης, είχε φύγει από την Κύπρο, (οικειοθελώς προφανώς), δεν ανέκοπτε την πορεία της δικαιοσύνης και δεν άφηνε την αίτηση χωρίς αντικείμενο. Αυτό προφανώς διότι σε περίπτωση επανασύλληψης του καταζητούμενου στην Κύπρο, θα προχωρούσε η Δημοκρατία να καταθέσει αίτηση για έκδοση, η οποία θα εξεταζόταν για πρώτη φορά επί της ουσίας της. Ήταν λοιπόν αναγκαία η έκδοση του certiorari διότι το ζητούμενο εκεί ήταν η λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, χωρίς να είχε ακόμη αρχίσει η αναγκαία διαδικασία ενώπιον του. Εδώ, τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά.
Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε:
«Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασης του.»
Στην ουσία εκείνο που επιδιώκεται με τη συνέχιση της έφεσης είναι, όπως άλλωστε δηλώθηκε, σε περίπτωση προσφυγής της φυγόδικου στο ΕΔΑΔ, οι όποιοι χειρισμοί και άλλες ενέργειες της Δημοκρατίας να φαίνεται εκ των υστέρων ότι έγιναν με καλή πίστη. Αυτή η θέση της Δημοκρατίας αποτελεί σαφώς κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει του ότι ενσυνείδητα προωθείται η έφεση για αλλότριο σκοπό. Όπως λέχθηκε στη Σοφοκλή Σοφοκλέους ν. Κυριακής Τσεσμέλογλου, Πολιτική Αίτηση αρ. 16/2011, ημερ. 5.5.2011, αίτηση που επιδίωκε στα πλαίσια οικογενειακής διαφοράς την αναζήτηση εκ των προτέρων καλυπτικής άδειας ότι η ήδη καταχωρηθείσα έφεση εναντίον απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν εμπρόθεσμη, αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εφόσον ήδη είχε καταχωρηθεί η έφεση και επομένως το εμπρόθεσμο ή εκπρόθεσμο της θα εξεταζόταν στη διαδικασία της ίδιας της έφεσης. Δεν ήταν δυνατό για το Εφετείο να καταστεί γνωμοδοτικό όργανο ώστε να δώσει εκ των προτέρων καλυπτική άδεια στους όποιους χειρισμούς έγιναν από τον εκεί εφεσείοντα.
Η επιδίωξη λοιπόν σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ΄ αυτόν, όπως στην ουσία γίνεται εδώ, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας. (Γιαννάκης Π. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, 170 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, σελ. 531). Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (αρ. 3) για άδεια καταχώρησης αίτησης για Certiorari (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, λέχθηκε στις σελ. 547-548:
«Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση. Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων.» (δέστε Ηλία (αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζενάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.)
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ