ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1280

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2008)

 

 

14 Ιουλίου, 2011

 

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

1. J & M LOIZIDES AGENCIES LTD.,

2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΟΙΖΙΔΗΣ,

3. ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΙΖΙΔΗ,

    ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΝΕΟΚΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

ΚΑΙ

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ.,

 

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

 

Χρ. Μίτσιγγας, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία θα δοθεί από τον Πασχαλίδη, Δ., είναι των Δικαστών Ερωτοκρίτου και Πασχαλίδη. Ο Δικαστής Ναθαναήλ, διαφωνών, θα δώσει τη δική του απόφαση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσίβλητη τράπεζα, αξίωνε από τους εφεσείοντες - εναγομένους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα - από μεν την εφεσείουσα 1 ως πρωτοφειλέτιδα, από δε τους λοιπούς εφεσείοντες ως εγγυητές - το ποσό των Λ.Κ.42.676,27 πλέον τόκους 13.7% από 4/6/2007 επί του ποσού Λ.Κ.42.627,60, με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές - 30/6 και 31/12 - το χρόνο. Πρόσθετα, η εφεσίβλητη τράπεζα με την αγωγή της επεδίωκε               δια της έκδοσης σχετικού διατάγματος, την εκποίηση της υπό στοιχεία                Β.Υ. 7946/97 υποθήκης, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν υποθηκεύσει συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους, προς όφελος της εφεσίβλητης.

 

Η ουσία της απαίτησης της εφεσίβλητης, όπως η εν λόγω απαίτηση προκύπτει από το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, έχει ως ακολούθως.

 

Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 29/10/2001 και απόφασης - έγκρισης ημερομηνίας 23/10/2002, η εφεσίβλητη παραχώρησε στην εφεσείουσα 1 δάνειο και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις με τη μορφή παρατραβήγματος σε τρεχούμενο λογαριασμό, ύψους Λ.Κ. 20.000. Με έγγραφη συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 22/11/2000 οι εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν τις απορρέουσες από τη συμφωνία δανειοδότησης της εφεσείουσας 1 υποχρεώσεις της τελευταίας, για σκοπούς δε περαιτέρω εξασφάλισης και εγγύησης προς την εφεσίβλητη, υποθήκευσαν προς όφελος της εφεσίβλητης συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους, λεπτομέρειες της οποίας παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτησης. Επίσης, το παραχωρηθέν στην εφεσείουσα 1 δάνειο εξασφαλίστηκε με δύο ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί του συνόλου του ενεργητικού της εφεσείουσας 1 συγκεκριμένου ύψους, καθώς επίσης και με εκχώρηση από πλευράς εφεσείοντα 2 στην εφεσίβλητη του συνόλου των δικαιωμάτων του, τα οποία απέρρεαν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο ζωής της Eurolife, με αριθμό 90/0120535, ημερομηνίας 28/10/2002.  Η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερομηνίας 6/10/2006 τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού επί του οποίου είχαν παραχωρηθεί οι τραπεζικές διευκολύνσεις και κάλεσε την εφεσείουσα 1 να εξοφλήσει το οφειλόμενο μέχρι τότε υπόλοιπο, το οποίο μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους ανερχόταν σε Λ.Κ.42.676,27, πλέον τόκο προς 13.70% από 4/6/2007 επί ποσού Λ.Κ.42.627,60 μέχρι εξοφλήσεως. Παράλληλα κάλεσε και τους εγγυητές, εφεσείοντες 2 και 3, όπως υπό την εν λόγω ιδιότητα τους ως εγγυητές να εξοφλήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Μετά την εμφάνιση των εφεσειόντων μετά συνηγόρου, η εφεσίβλητη, με αίτηση της την οποία καταχώρισε με βάση τις πρόνοιες της Δ.18, ζήτησε την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον και των τριών εφεσειόντων. Η εν λόγω αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των τελευταίων. Στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2, που συνόδευε την ένσταση και της οποίας το περιεχόμενο υιοθετήθηκε από την εφεσείουσα 3 με ρητή αναφορά στη δική της ένορκη δήλωση που επίσης συνοδεύει την ένσταση, προβάλλεται αριθμός ισχυρισμών. Στο βαθμό και την έκταση που ενόψει των λόγων έφεσης, οι εν λόγω ισχυρισμοί μας αφορούν, αυτοί έχουν ως πιο κάτω.

 

Μέτοχοι στην εφεσείουσα 1 είναι μόνο οι εφεσείοντες 2 και 3, ο μεν πρώτος κατά 60%, η δε δεύτερη κατά 40%. Ο εφεσείων 2 είναι ο μόνος διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας 1, μέσω της οποίας ο εφεσείων 2 διεξαγάγει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του. Η εφεσείουσα 3 ουδέποτε αναμείχθηκε στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εφεσείουσας 1, ούτε και ποτέ είσπραξε οποιοδήποτε μέρισμα. Στη συνέχεια ο εφεσείων 2, αφού παραδέχεται τη σύναψη της συμφωνίας ημερομηνίας 29/10/2001, δυνάμει        της οποίας το 2002 παραχωρήθηκαν στην εφεσείουσα 1 τραπεζικές διευκολύνσεις με τη μορφή παρατραβήγματος στον τρεχούμενο λογαριασμό της, αναφέρει και τα εξής:

 

"7. Κατά το έτος 2002 η εγκριθείσα πιστωτική διευκόλυνση που είχε αυτός ο λογαριασμός ήταν μέχρι Λ.Κ. 20,000.

 

 8.   Όμως, κατά τις αρχές του έτους 2004, κατόπιν προφορικού αιτήματος μου, εκ μέρους της Εναγόμενης 1, προς τον διευθυντή του εν λόγω Πρατηρίου των Εναγόντων δηλ. τον κ. Ανδρέα Σταυρινού, αυτή η πιστωτική διευκόλυνση βάσει προφορικής διαβεβαίωσης του εν λόγω διευθυντή αυξήθηκε σε Λ.Κ. 35,000.

 

 9.   Οι Ενάγοντες κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ εμένα και αυτών, βάσει του εν λόγω Τεκμηρίου Β και των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ εμένα και του εν λόγω διευθυντή τους, από το έτος 2004 χρέωναν τον εν λόγω λογαριασμό παράνομα και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων έξοδα υπερβάσεων Λ.Κ. 105 κάθε μήνα. Ενδεικτικά, μαζί με την παρούσα επισυνάπτω ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, τις μηνιαίες καταστάσεις του εν λόγω λογαριασμού που απέστελναν οι Ενάγοντες στην Εναγόμενη 1 κατά το έτος 2006 όπου καταφαίνεται αυτό το γεγονός. Δηλαδή, οι Ενάγοντες, παράνομα και κατά παράβαση των μεταξύ μας συμφωνιών, για 3 χρόνια περίπου χρέωναν τον εν λόγω λογαριασμό Λ.Κ. 105 μηνιαία και επιπρόσθετα τόκιζαν επί καθημερινής βάσης αυτό το ποσό.

 

10. Επίσης, οι Ενάγοντες, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης μου, οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν των Λ.Κ. 20,000 παρουσίαζε αυτός ο λογαριασμός της Εναγόμενης 1 τον χρέωναν με πρόσθετο τόκο 5,25% κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ αυτών και της Εναγόμενης 1.

 

11. Κατά τα τέλη του έτους 2006, η Εναγόμενη 3 προέβηκε σε εξαργύρωση ενός ασφαλιστηρίου που είχε με την Ασφαλιστική Εταιρεία Eurolife που αποτελεί θυγατρική εταιρεία των Εναγόντων.  Από την εν λόγω εξαργύρωση ξεκαθάρισε ένα ποσό Λ.Κ. 5,018,71 σεντς το οποίο η Εναγόμενη 3, κατόπιν δικής μου παρότρυνσης, ζήτησε από την εν λόγω Ασφαλιστική να το καταθέσει στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Εναγόμενης 1. Η εν λόγω ασφαλιστική όμως σε συνεννόηση με τους Ενάγοντες παράνομα αντί να καταθέσουν αυτό το ποσό στον εν λόγω λογαριασμό το κατάθεσαν σε προσωπικό λογαριασμό της Εναγομένης 3 που παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο της τάξεως Λ.Κ. 10,000. Ο λόγος που προέβηκαν στα πιο πάνω είναι επειδή ο λογαριασμός της Εναγόμενης 1 είναι εξασφαλισμένος με την υποθήκη Υ7946/97 (Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης του κ. Χρ. Παπαλαμπριανού) ενώ για τον εν λόγω προσωπικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξασφάλιση. Κατάσταση λογαριασμού του εν λόγω ασφαλιστηρίου πριν την εξαργύρωση του επισυνάπτεται μαζί με την παρούσα ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2."

 

 

Η εφεσείουσα 3 στη δική της ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αφού υιοθετεί το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα 2, συζύγου της, αναφέρει και τα πιο κάτω:

 

"7. Κατά το έτος 1997, ο σύζυγος μου ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης 1 μου ζήτησε να υποθηκεύσουμε το σπίτι μας ως εξασφάλιση του πιστωτικού ορίου (overdraft) που παρείχαν οι Ενάγοντες στην Εναγόμενη 1. Ο σύζυγος μου με διαβεβαίωσε ότι σε καμία περίπτωση δεν κινδυνεύαμε να χάσουμε το σπίτι μας, καθ' ότι η Εναγόμενη 1 είχε παραχωρήσει και άλλες εξασφαλίσεις στους Ενάγοντες και ότι αυτή η υποθήκη αποτελούσε μια τυπικότητα η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια του σπιτιού μας.

 

8.     Ως εκ τούτου, δέχθηκα και υποθηκεύτηκε το σπίτι μας προς όφελος των Εναγόντων. Αυτή η υποθήκη φέρει τον αριθμό Υ7946/97 ημερ. 23/9/1997 δηλ. είναι αυτή βάσει της οποίας οι Ενάγοντες ζητούν στην Έκθεση Απαιτήσεως τους να προβούν σε πώληση του σπιτιού μας.

 

9.     Οι Ενάγοντες, παρόλο που γνώριζαν ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με τις εργασίες της Εναγομένης 1 και ότι το προαναφερόμενο ακίνητο ήταν η συζυγική μου οικία, ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ανάφεραν ότι έπρεπε να ελέγξω με ανεξάρτητο τρίτο τις συνέπειες που μπορεί να είχε αυτή η υποθήκευση πριν προχωρήσω να την αποδεχθώ, τη στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ δεν είχα κανένα όφελος απ' αυτή την υποθήκη παρά μόνον μου ζήτησαν να τους προσκομίσω κάποια έγγραφα και να τους υπογράψω κάποια έγγραφα.

 

10.   Επίσης, κατά το έτος 2002 όταν υπέγραψα ως εγγυήτρια της Εναγόμενης 1, δηλ. το Τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης του              κ. Χρ. Παπαλαμπριανού, ο σύζυγος μου, υπό την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης 1, μου ανάφερε ότι αυτή η εγγύηση που θα παρείχα ήταν όπως την υποθήκη δηλ. κάτι το τυπικό που καμία συνέπεια δεν θα είχε σ' εμένα καθ' ότι η Εναγόμενη 1 είχε δώσει και άλλες εξασφαλίσεις στους Ενάγοντες. Περαιτέρω, οι Ενάγοντες ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ζήτησαν να ελέγξω τους κινδύνους που διέτρεχα με την υπογραφή της εν λόγω εγγυήσεως την στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ, παρόλον που ήμουν σύζυγος του Εναγόμενου 2, από αυτές τις διευκολύνσεις δεν θα είχα κανένα όφελος καθ' ότι ούτε διευθυντής της Εναγόμενης 1 ήμουν ούτε υπάλληλος της."

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, όπως και στη γνωστή ως O' Brien αρχή, επίκληση της οποίας έκαμε η εφεσείουσα 3, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση, με αποτέλεσμα να απορρίψει το αίτημα τους για χορήγηση άδειας για υπεράσπιση. Ως συνέπεια, προχώρησε και έκδωσε απόφαση με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι ως κοινό παρονομαστή έχουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε με λανθασμένο τρόπο τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προβαλλόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό με ποσά και/ή επιτόκιο που δεν είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, καθώς επίσης και την προβαλλόμενη από την εφεσείουσα 3 υπεράσπιση, σύμφωνα με την οποία, στη δική της περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής η γνωστή ως αρχή O' Brien, η οποία καθορίστηκε στην υπόθεση Barclays Bank Plc v. O' Brien (1994) 1 Α.C. 180.

 

Σκοπός των προνοιών της Δ.18 είναι να δώσουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα να πάρει απόφαση, χωρίς να προχωρήσει στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (trial of the action). Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο αν αποδείξει την υπόθεση του καθαρά και ο εναγόμενος, αναμφίβολα αδυνατεί να προβάλει καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει δικάσιμο θέμα εναντίον της απαίτησης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί. Με άλλα λόγια ο εναγόμενος δεν αποκλείεται από του να προβάλει υπεράσπιση εκτός και αν η εν λόγω υπεράσπιση προβάλλεται αποκλειστικά για σκοπούς καθυστέρησης και όχι για σκοπούς δικαιοσύνης. Είναι επομένως φανερό ότι η διαδικασία που προβλέπεται από τη Δ.18 είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, μοναδική θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος στο είδος της, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παρακάμπτοντας τη συνηθισμένη διαδικασία που προβλέπεται από τους Θεσμούς αναφορικά με τη διακρίβωση της ουσίας των επίδικων διαφορών και αποκλείοντας τον εναγόμενο από του να προβάλει υπεράσπιση στην αξίωση του ενάγοντα, ή να την αμφισβητήσει, επιτυγχάνει την έκδοση απόφασης υπέρ του τελευταίου.

 

Όμως, δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αρνείται την οφειλή ή να ισχυρίζεται δόλο ή να παραθέτει μια νομική ένσταση. Η ένορκη δήλωση που καταχωρείται για υποστήριξη της ένστασης πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (he must condescend upon particulars) (CY.E.M.S. Co. v. General Co-Operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897, σελ. 902-905, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Abdul Aziz Thais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239 και Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 818). Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 στη σελ. 822 με αναφορά στο σύγγραμμα Supreme Court Practice 1999, 1st Ed., page 174, para 14/4/9, λέχθηκε ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

 

Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. Σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο ενεργεί μόνο με βάση το ερώτημα κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν. Επομένως η προσέγγιση της μαρτυρίας θα περιοριστεί αυστηρά μέσα στα στενά πλαίσια που καθορίζει η φύση της παρούσας διαδικασίας, αποκλειστικός στόχος της οποίας είναι η διαπίστωση ύπαρξης καλής υπεράσπισης και/ή ύπαρξης τέτοιων γεγονότων που να παρέχουν στον εναγόμενο το δικαίωμα υπεράσπισης. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Λούκος Λτδ. κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 418, 423, «Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18». Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας τις θέσεις και τα επιχειρήματα του (βλ. άρθρο 30 του Συντάγματος).

 

Επανερχόμενοι στην παρούσα περίπτωση, παρατηρούμε τα πιο κάτω.

 

Αναφορικά με την προτεινόμενη στη βάση των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου 2, υπεράσπισης, της οποίας το περιεχόμενο έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω - το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης υιοθετείται και από την εφεσίβλητη 3 - το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω υπεράσπιση, έχει ως πιο κάτω:

 

"(β) Από το Τεκμ. 1 της ενόρκου δηλώσεως του εναγομένου 2, ήτοι, τις μηνιαίες καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που αποστέλλονταν προς την εναγόμενη 1 εταιρεία από τους ενάγοντες, διαπιστώνω τα εξής:

 

i.      Οι χρεώσεις για έξοδα υπερβάσεων στις μηνιαίες καταστάσεις, όπως και ο συνήγορος των εναγομένων επισημαίνει στην αγόρευσή του, δεν ανέρχονται στο ποσό των Λ.Κ. 105 μηνιαίως, αλλά αυτές για κάθε μήνα είναι διαφορετικού ποσού. Ως εκ τούτου, δεν θα συμφωνήσω ότι, ακόμα και στην περίπτωση που καταλήξω ότι κακώς επιβάλλοντο αυτές οι χρεώσεις, θα πρέπει να αποδεχθώ την εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων ότι μπορεί να εξαχθεί και να γίνει αποδεκτός ο μέσος όρος των ποσών αυτών. Το τεκμήριο που ο ίδιος ο εναγόμενος 2 έχει θέσει ενώπιόν μου τον διαψεύδει.

 

ii.    Όπως φαίνεται από τις καταστάσεις λογαριασμών των μηνών Ιανουαρίου 2006, Φεβρουαρίου 2006, Μαρτίου 2006, Απριλίου 2006, Μαίου 2006, Ιουνίου 2006, Ιουλίου 2006, Αυγούστου 2006 και Σεπτεμβρίου 2006, ήτοι μέχρι και το μήνα που προηγείτο της ημερομηνίας τερματισμού της επίδικης συμφωνίας των χρηματοδοτικών διευκολύνσεων (βλ. επιστολή ημερ. 8.10.2006, Τεκμ. Ε της ενόρκου δηλώσεως του κ. Παπαλαμπριανού) σε αυτές αναγράφεται, στις λεπτομέρειες στη σελ. 1, ότι το όριο του λογαριασμού ήταν Λ.Κ.20.000,00. Συνεπώς, ο εναγόμενος 2, και κατ' επέκταση η εναγόμενη 3 - εφόσον υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του εναγόμενου 2 - αυτοαναιρούνται σε σχέση με τον ισχυρισμό που προβάλλεται στην παράγρ. 8 της ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 2, ότι από τις αρχές του έτους 2004 το όριο του λογαριασμού αυξήθηκε από Λ.Κ.20.000,00 σε ΛΚ.35.000,00. Συνακόλουθα, με τη διαπίστωση αυτή πέφτει στο κενό και είναι άνευ αντικρίσματος και ο ισχυρισμός τους για παράνομη και ή κατά παράβαση των συμφωνηθέντων χρέωση πρόσθετου επιτοκίου ύψους 5.25% στον επίδικο λογαριασμό για τις υπερβάσεις που παρουσίαζε. Ως εκ τούτου, μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου κρίνω ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να αποτελέσουν και δεν συνιστούν υπεράσπιση εν τη εννοία της Δ.18.

 

iii.  Από το Τεκμ. 1 επίσης διαπιστώνω ότι οι εναγόμενοι είχαν                    το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τα εκάστοτε υπόλοιπα και λεπτομέρειες του επίδικου λογαριασμού από τις μηνιαίες καταστάσεις που τους αποστέλλοντο σε δύο εβδομάδες από την ημερομηνία παραλαβής τους. Πουθενά δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι και την καταχώρηση της ένστασής τους στην παρούσα αίτηση, όχι μόνο τα τελικά υπόλοιπα, αλλά ούτε και τις οποιεσδήποτε λεπτομέρειες των εν λόγω μηνιαίων καταστάσεων. Κάτι άλλωστε που ούτε και προβάλλουν μέσα από τις ενόρκους δηλώσεις τους οι οποίες καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της ένστασής τους στις 18.1.2008."

 

 

Αναφορικά με την προτεινόμενη στη βάση των όσων αναφέρονται στις παραγράφους 7, 8, 9 και 10 της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης 3, υπεράσπισης, των οποίων το περιεχόμενο έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω, το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω υπεράσπιση, έχει ως εξής:

 

"(α) Κατ' αρχάς δεν υπάρχει ισχυρισμός από τους εναγόμενους ότι ασκήθηκε ψυχολογική βία ή εξαναγκασμός στην εναγόμενη 3 από τους ενάγοντες. Ούτε και μπορώ να δεχθώ ότι στην έννοια της παραπλάνησης ή ψυχολογικής βίας εμπίπτει μια απλή δήλωση από τον εναγόμενο 2 προς την εναγόμενη 3 ότι η υπογραφή         από μέρους της των εγγράφων εγγύησης, υποθήκης και η υποθήκευση του επίδικου ακινήτου, ήταν απλά μια τυπικότητα.

 

(β)    Η σχέση μεταξύ πρωτοφειλέτη-εναγόμενης 1, και εγγυήτριας-εναγόμενης 3, δεν είναι, αλλά ούτε και ήταν στενή συναισθηματική σχέση.

 

(γ)     Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3-004 στη σελίδα 105 του συγγράμματος Banking Litigation (πιο πάνω), για να επιτύχει η εφαρμογή της αρχής O'Brien πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι η τράπεζα είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης/απρεπούς συμπεριφοράς του υπαίτιου της συμπεριφοράς αυτής, είτε ότι ο υπαίτιος ήταν αντιπρόσωπος της τράπεζας. Ούτε η εναγόμενη 3, ούτε ο εναγόμενος 2 προβάλλουν τέτοιο ισχυρισμό. Ο ίδιος δε ο εναγόμενος 2 δεν αναφέρει ούτε δέχεται ότι υπήρξε από μέρους του τέτοια συμπεριφορά προς την εναγόμενη 3. Το βάρος δε να αποδείξει αυτή τη γνώση από πλευράς τράπεζας το φέρει ο ίδιος ο εγγυητής. Από την ενώπιόν μου μαρτυρία όχι μόνο δεν αποδεικνύεται τέτοια γνώση ή σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, αλλά ούτε καν ισχυρισμός υπάρχει από πλευράς της εναγόμενης 3 προς τούτο.

 

    Συνακόλουθα, δεν αποδέχομαι ότι η αρχή O' Brien μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση."

 

 

Είναι φανερό ότι τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου βασίστηκαν στην αξιολόγηση του περιεχομένου των ενώπιον του ενόρκων δηλώσεων. Είναι επίσης φανερό ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο κανόνας O' Brien δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση έχει ως υπόβαθρο τα συμπεράσματα στα οποία το Δικαστήριο κατέληξε ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης, την ορθότητα των οποίων όμως αμφισβητεί έντονα η υπεράσπιση, η οποία υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα. Έχουμε την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το ενώπιον του υλικό βρίσκεται εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου της διαδικασίας της Δ.18 και κατά την κρίση μας μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί και συνακόλουθα να δοθεί στους εφεσείοντες η ευκαιρία να προβάλουν τους δικούς τους ισχυρισμούς, η ορθότητα των οποίων θα κριθεί στο πλαίσιο διακρίβωσης της ουσίας των επίδικων διαφορών. Η φύση των νομικών θεμάτων που εγείρονται και των ισχυρισμών που προβάλλονται από πλευράς εφεσειόντων είναι τέτοια, που θα πρέπει να δοθεί η άδεια στους εφεσείοντες να υπερασπιστούν.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρίσουν την υπεράσπιση τους εντός 21 ημερών από σήμερα.

 

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα, τόσο πρωτόδικα, όσο και στην έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

                                           Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

                                           Α. Πασχαλίδης, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο