ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1280

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2008)

 

14 Ιουλίου 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1.    J & M LOIZIDES AGENCIES LTD,

2.    ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΟΙΖΙΔΗΣ,

3.    ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΙΖΙΔΗ,

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΝΕΟΚΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντες

- ΚΑΙ -

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων

---------------------------------

 

Χρ. Μίτσιγγας, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου,

 

-----------------------------------

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης  και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο.  Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα αυτή προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης εκεί όπου ο ενάγων συμμορφούμενος με τις διατάξεις της Δ.18 θ.1, μετατοπίζει το βάρος στους ώμους του εναγομένου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση.  Ο εναγόμενος θα πρέπει σύμφωνα με σαφή καθιερωμένη νομολογία να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση.  Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση.  (δέστε Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376). 

 

        Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν «.. ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.».  Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars».  Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής

 

«The defendant´s affidavit must "condescend upon particulars", and  should, as far as possible, deal specifically with the plaintiff´s claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it.  It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.

 

            A mere general denial that the defendant is indebted will not suffice (Wallingford v. Mutual Society (1880), 5 App. Cas., per Lord Blackburn, at p. 704: Re General Rail, Syndicate, Whitsley´s Case, (1900) 1 Ch., per Lindley, M.R., at p. 369; Anon., (1875) W.N. 249, per Quain, J., at p. 250), unless the grounds on which the defendant relies as showing that he is not indebted are stated (ibid.).................................................................

..........................................................................................................

 

            If the defence relied on is fraud the affidavit should state the particulars of the fraud (Wellingford v. Mutual Society (1880), 5 App. Cas. 685).  A mere vague general allegation of fraud is useless (ibid).

 

            Similarly, if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.

 

            Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence.»

 

        Στην υπό κρίση υπόθεση, μεταξύ άλλων, επιδιώχθηκε και η έκδοση απόφασης εναντίον της εφεσείουσας, εναγόμενης 3 πρωτοδίκως, για το ποσό των £42.676,27 με τόκο 13.70% από 4.6.2007, καθώς και διάταγμα πώλησης του κτήματος το οποίο η εφεσείουσα 3, μαζί με τον σύζυγο της εφεσείοντα 2, υποθήκευσε προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγόντων πρωτοδίκως.  Σ΄ αυτή και μόνο την πτυχή επί της οποίας διατηρώ αντίθετη άποψη, θα εστιάσω την προσοχή μου στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, ενόψει και του ευρύτερου αποτελέσματος στο οποίο καταλήγει η πλειοψηφία.  Αφού βεβαιώθηκε η οφειλή και επισυνάφθηκαν στην πρωτόδικη αίτηση για συνοπτική απόφαση όλα τα σχετικά έγγραφα εγγύησης και υποθήκης, η εφεσείουσα 3, σε δική της ένορκη δήλωση στην καταχωρηθείσα ένσταση αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής της υποθήκης, ανέφερε ότι η οικία ανήκε εξ ημισείας στην ίδια και το σύζυγο της, ότι αποτελεί τη μόνη ακίνητη περιουσία της, και ότι κατά το 1997, ο εφεσείων 2 σύζυγος της «.. ως αντιπρόσωπος της εναγομένης 1 μου ζήτησε να υποθηκεύσουμε το σπίτι μας ως εξασφάλιση του πιστωτικού ορίου (overdraft) που παρείχαν οι ενάγοντες στην εναγομένη 1». Η εναγομένη 1, δηλαδή η εφεσείουσα 1, είναι εταιρεία προφανώς οικογενειακή στην οποία η ίδια κατέχει, ως αναφέρει στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης της, το 40% των μετοχών.  Παρόμοια δήλωση καταγράφεται και στην παρ. 3 της ένορκης δήλωσης του συζύγου της, εφεσείοντα 2. 

 

        Ως περαιτέρω διατείνεται, ο σύζυγος της τη διαβεβαίωσε ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα έχαναν το σπίτι τους διότι η εταιρεία είχε  παραχώρησει και άλλες εξασφαλίσεις στους εφεσίβλητους και η υποθήκη αυτή «.. αποτελούσε μια τυπικότητα η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια του σπιτιού μας.».  Δέχθηκε επομένως να υποθηκεύσει το σπίτι προς όφελος των εφεσιβλήτων.  Στη συνέχεια καταγράφει την εξής θέση στην παρ. 9:

 

«Οι Ενάγοντες, παρόλο που γνώριζαν ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με τις εργασίες της Εναγομένης 1 και ότι το προαναφερόμενο ακίνητο ήταν η συζυγική μου οικία, ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ανάφεραν ότι έπρεπε να ελέξω με ανεξάρτητο τρίτο τις συνέπειες που μπορεί να είχε αυτή υποθήκευση πριν προχωρήσω να την αποδεχθώ, την στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ δεν είχα κανένα όφελος απ΄ αυτή την υποθήκη παρά μόνον μου ζήτησαν να τους προσκομίσω κάποια έγγραφα και να τους υπογράψω κάποια έγγραφα.»

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση εφ΄ όλης της αξίωσης αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν αφενός όλες οι προϋποθέσεις της Δ.18, ενώ οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις της παροχής επαρκών λεπτομερειών προς αμφισβήτηση, κατά  ουσιαστικό τρόπο, της εναντίον τους απαίτησης.  Με ειδική αναφορά στην πιο πάνω θέση της εφεσείουσας 3 σε σχέση με την προσπάθεια της να υπερασπιστεί την αγωγή ιδιαιτέρως ως προς το επιδιωκόμενο διάταγμα εκποίησης της υποθήκης, έκρινε ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε η εφεσείουσα 3, ότι ο εφεσείων 2 σύζυγος της ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας εφεσείουσας 1, ήταν ένας αυτονόητος ισχυρισμός εφόσον ως μέτοχος και η ίδια στην εταιρεία γνώριζε ότι διοικητικός σύμβουλος αυτής ήταν ο σύζυγος της, εφεσείων 2.  Περαιτέρω, πουθενά δεν γινόταν ισχυρισμός είτε από την ίδια, είτε από τον σύζυγο της, ο οποίος επίσης προέβη σε δική του ένορκη δήλωση στα πλαίσια της ένστασης για συνοπτική απόφαση, ότι ο σύζυγος της εξουσιοδοτήθηκε ποτέ ή ενεργούσε ρητά ή εξυπακουόμενα ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, δηλαδή της τράπεζας, που ήταν πιστωτής και ορθά το Δικαστήριο σημείωσε αυτό το γεγονός.  Περαιτέρω διαπίστωσε και ορθά, κατά την άποψη μου, ότι σε κανένα σημείο η εφεσείουσα 3 δεν προέβαλε τη θέση ή τον ισχυρισμό ότι παραπλανήθηκε κατευθείαν από τους ίδιους τους εφεσίβλητους σε σχέση με τις υποχρεώσεις και ευθύνες της σε οποιονδήποτε χρόνο λόγω της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας εγγύησης και υποθήκης. 

 

        Στη συνέχεια εξέτασε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας 3, σε σχέση με τα όσα αναπαράχθηκαν ανωτέρω από την παρ. 9 της ένορκης δήλωσης της.  Έκρινε ότι η αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Barclays Bank Plc. v. Ο΄Brien (1994) 1 A.C. 180, δεν ίσχυε στην περίπτωση, εφόσον η εφαρμογή της προϋπέθετε την απόδειξη ότι είτε οι εφεσίβλητοι είχαν πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης ή απρεπούς συμπεριφοράς του υπαιτίου τέτοιας συμπεριφοράς, είτε ότι ο υπαίτιος ήταν αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων.  Σημειώνοντας ότι ούτε ο εφεσείων 2 στη δική του ένορκη δήλωση δέχθηκε ή ανέφερε ότι ο ίδιος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, αλλά ούτε η εφεσείουσα 3 παρέθεσε στοιχεία που να αποδεικνύουν τέτοια γνώση ή σχέση αντιπροσώπου-αντιπροσωπευόμενου, απέρριψε τη θέση ότι υπήρξε οποιασδήποτε μορφής παραπλάνηση ή ψυχολογική βία από την πιο πάνω απλή δήλωση που η εφεσείουσα 3 κατέγραψε στην ένορκη δήλωση της, ως προς τα όσα της ανέφερε ο σύζυγος της. Δεν μπορούσε επομένως να εξαχθεί εξυπακουόμενη γνώση εκ μέρους των εφεσιβλήτων ως πιστωτών για οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά του συζύγου.

 

        Η θέση αρχής που λήφθηκε στην απόφαση Barclays Bank Plc v. O´Brien - ανωτέρω - για προστασία των ατόμων που παρέχουν εγγύηση προς όφελος του πιστωτή εμπίπτει στα πλαίσια της ευρύτερης θεωρίας της ανεπίτρεπτης επιρροής («undue influence»), η δε έμφαση η οποία έχει δοθεί μέσα από τη νομολογία έγκειται στην ανεύρεση κάποιας λανθάνουσας συμπεριφοράς εκ μέρους του πιστωτή από την άποψη της κατάχρησης της θέσης εμπιστοσύνης που έχει έναντι του οφειλέτη, κατά τρόπο που να φαίνεται ότι υπάρχει εκμετάλλευση του αδύναμου μέρους στη συναλλαγή.  Στην εν λόγω απόφαση   δόθηκε καθοδήγηση από τη Βουλή των Λόρδων προς τις τράπεζες που παρείχαν πιστώσεις ώστε να προστατεύονται έναντι του κινδύνου να απωλέσουν την ασφάλεια που εδόθη από τον εναγόμενο (με ειδική έμφαση στις συζύγους), λόγω της πιθανότητας να είχε αποσπασθεί η υπογραφή του ως αποτέλεσμα ανεπίτρεπτης επιρροής από τρίτο πρόσωπο.  Αναγνωρίσθηκε, ως θέμα πολιτικής, η ανάγκη να εξισορροπείται η επιθυμία προς προστασία των ύπανδρων γυναικών που κινδύνευαν να απωλέσουν τα σπίτια τους, με την ανάγκη για τις πιστώτριες τράπεζες να δανείζουν χρήματα έναντι της ασφάλειας που παρείχετο από την υποθήκευση της κατεχόμενης εξ ημισείας οικογενειακής στέγης.  Κατέστη ταυτόχρονα σαφές, ανατρέποντας την εντύπωση που έδωσε η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην ίδια υπόθεση, ότι θα πρέπει να διαπιστωθεί πρώτιστα η ύπαρξη κάποιας αδικοπραξίας («legal wrong»), δηλαδή ανεπίτρεπτης επιρροής είτε πραγματικής, είτε εξυπακουόμενης και δεν ήταν επαρκές για τη σύζυγο απλώς να δηλώνει ότι δεν είχε αντιληφθεί την πραγματική φύση και έννοια της συναλλαγής που υπέγραψε για να αποφύγει τις ευθύνες της έναντι της τράπεζας.

 

 Η απόφαση στην Barclays Bank Plc v. O´Brien - ανωτέρω - αποσαφήνισε ότι όπου η τράπεζα δεν έχει πραγματική γνώση γεγονότων που οδήγησαν σε ανεπίτρεπτη επιρροή, δεν χρειάζεται να ανιχνεύσει ειδικά  από τη σύζυγο απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο αυτή υπήρξε θύμα ανεπίτρεπτης επιρροής.  Η τράπεζα μπορεί να βασιστεί σε αυτό το οποίο δηλώνεται στο έντυπο της αιτήσεως για τη λήψη του δανείου ή την υποθήκευση του συζυγικού οίκου.  (δέστε το σύγγραμμα της Jill Poole: "Casebook on Contract Law" 8η έκδ. σελ. 661-677).

 

        Η αρχή που τέθηκε στην Barclays Bank Plc v. O´Brien - ανωτέρω - επεξήγηθηκε περαιτέρω, προς περιορισμό της, στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Royal Bank of Scotland v. Etridge (No. 2) (2001) UKHL 44, (2002) AC 773, όπου λέχθηκε ότι είναι πάντοτε αναγκαίο και ταυτόχρονα μεγάλης σπουδαιότητας να εξετάζονται επισταμένα τα γεγονότα και οι συνθήκες της   κάθε υπόθεσης.  Παρόλο που στην Etridge δεν υπήρχε πρόθεση να κλείσει η πόρτα εντελώς στη θεώρηση των πραγμάτων για την ύπαρξη ανεπίτρεπτης επιρροής με μόνη την προς αυτό θέση του εναγομένου, δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι πίπτει επί των ώμων του εναγομένου να δείξει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η κατ΄ ισχυρισμόν ανεπίτρεπτη επιρροή, ιδιαίτερα στις υποθέσεις της εξυπακουόμενης ανεπίτρεπτης επιρροής.  Στο σκεπτικό της απόφασης στην Etridge, ιδιαίτερα μέσα από την ομιλία του Lord Clyde, αποθαρρύνθηκε η απόδοση υπερβολικής έμφασης στην εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή.  Στην δε απόφαση του ο Lord Nicholls ανέφερε ότι:

 

«Proof that the complainant placed trust and confidence in the other party in relation to the management of the complainant´s financial affairs, coupled with a transaction which calls for explanation, will normally be sufficient, failing satisfactory evidence to the contrary, to discharge the burden of proof.»

 

        Υπάρχουν επομένως τρία στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν για να υπαχθούν τα γεγονότα μιας υπόθεσης στη λεγόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή («presumed undue influence»).  Το πρώτο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι εναπόθεσε εμπιστοσύνη στην τράπεζα σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων.  Τέτοια εμπιστοσύνη αναφύεται ως θέμα νόμου λόγω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των διαδίκων. Σε αυτές τις σχέσεις εμπεριέχονται οι κατηγορίες του γονέα και παιδιού, επιτρόπου και προστατευόμενου, καταπιστευματοδόχου και δικαιούχου,  δικηγόρου και πελάτη και ιατρικού συμβούλου ή ιατρού και ασθενούς.  Η σχέση συζύγων δεν εμπίπτει σε αυτές τις κατηγορίες.  Επομένως πρέπει να αποδειχθεί ως πραγματικό γεγονός η εναπόθεση εμπιστοσύνης στον εναγόμενο.

 

  Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι η συναλλαγή χρήζει εξήγησης.  Η φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον Lord Nicholls «calls for explanation», αποτελεί την επαναδιατύπωση της φράσης «manifest disadvantage» που χρησιμοποιήθηκε στην ομιλία του Lord Scarman στην υπόθεση National Westminister Bank plc v. Morgan (1985) AC 686.  Το τρίτο στοιχείο έγκειται στην προσπάθεια απόδειξης εκ μέρους του εναγομένου, (της τράπεζας στην περίπτωση), να ανατρέψει την εξαγωγή εκ πρώτης όψεως συμπεράσματος ανεπίτρεπτης επιρροής και αυτό κατά κανόνα γίνεται με την τράπεζα ως πιστωτή να δείχνει ότι ο εγγυητής, ή, η σύζυγος κατά περίπτωση, ενήργησε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επιρροή έχοντας προς τούτο ικανή αυτόνομη συμβουλή πριν  την υπογραφή.  Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ύπαρξη των δύο πρώτων στοιχείων, (δέστε γενικώς για τα πιο πάνω, το σύγγραμμα  του  Ewan Mckendrick: "Contract law" 6η έκδ.  σελ. 363-368). 

 

        Κατά την άποψη μου, υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης της νομολογίας, η εφεσείουσα 3 (αλλά και ο σύζυγος της εφεσείων 2), έστω και στα πλαίσια συνοπτικής απόφασης δεν έθεσαν τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που θα οδηγούσαν σε μια εκ πρώτης όψεως αναδυόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή για να τους δοθεί άδεια προς υπεράσπιση.  Υπενθυμίζεται ότι η εφεσείουσα 3, ως σύζυγος, δεν έθεσε οποιοδήποτε στοιχείο ότι ο εφεσείων 2 σύζυγος της άσκησε οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη επιρροή στο πρόσωπο της είτε πραγματικά, είτε εξυπακουόμενα.  Δεν  υπάρχει ούτε ισχυρισμός ότι ο σύζυγος εφεσείων 2 ενεργούσε κατ΄ εντολή ή ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της τράπεζας, ούτε και αναφέρθηκε οποιοδήποτε γεγονός στην ένορκη δήλωση αμφοτέρων των εφεσειόντων 2 και 3 που να αφήνει έστω και  υπόνοια προς κάτι τέτοιο.  Μετέπειτα, η συναλλαγή με την υποθήκευση του ενός δευτέρου της συζυγικής οικίας προς όφελος της τράπεζας στις συνθήκες της υπόθεσης, δεν χρήζει εξήγησης εφόσον ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο  να υποθηκευθεί το σπίτι προς όφελος της οικογενειακής εταιρείας, εφεσείουσας 1, εφόσον η τελευταία ήθελε περαιτέρω χρηματοδότηση στην οποία η εφεσείουσα 3, είναι κατά 40% μέτοχος.

 

        Επ΄ αυτόυ του τελευταίου σημείου, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η υποθήκευση ήταν προς όφελος και της εφεσείουσας 3, εφόσον η παροχή της δανειοδότησης ή της επέκτασης αυτής προς την εφεσείουσα 1 εταιρεία, ωφελούσε οικονομικά και την ίδια ως κατά 40% μέτοχο της.  Πρόκειτο επομένως ουσιαστικά για μια καθαρά εμπορική συναλλαγή.  Δεν ενέχει σημασία το γεγονός ότι η ίδια δεν ήταν διοικητικός της σύμβουλος, ή, ως δήλωσε, δεν λάμβανε μέρισμα.  Η οικονομική επιβίωση της εταιρείας αφορούσε βεβαίως  και την ίδια εφόσον ήταν μέτοχος.  Στην Barclays Bank Plc v. O´Brien - πιο πάνω - στην απόφαση του Lord Browne-Wilkinson, λέχθηκαν τα εξής:

 

            «Therefore, in my judgment a creditor is put on inquiry when a wife offers to stand surety for her husband´s debts by the combination of two factors: (a) the transaction is on its face not to the financial advantage of the wife; and (b) there is a substantial risk in transactions of that kind that, in procuring the wife to act as surety, the husband has committed a legal or equitable wrong that entitles the wife to set aside the transaction.»

 

        Εδώ, τίποτε ουσιαστικό δεν αποκαλύπτει η ένορκη δήλωση της συζύγου.  Σαφώς η συναλλαγή ήταν εμπορικής φύσεως και προς όφελος της, ενώ δεν υπάρχει καταλογισμός από τη σύζυγο στον σύζυγο στα όσα περιέχονται στην παρ. 9 της ένορκης δήλωσης της, ότι ο σύζυγος διέπραξε οποιαδήποτε αδικοπραξία κατά νόμο ή στο δίκαιο της επιείκειας ή ότι τα όσα είπε ήταν παραπλανητικά προς αυτήν. Η τράπεζα στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης δεν είχε εκ του γεγονότος και μόνο με βάση την Royal Bank of Scotland v. Etridge - ανωτέρω - ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 ήταν σύζυγοι, εξυπακουόμενη γνώση οποιασδήποτε ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς.  Περαιτέρω, η θέση της εφεσείουσας 3 ότι οι εφεσίβλητοι, ως τράπεζα, γνώριζαν ότι δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με τις εργασίες της οικογενειακής εταιρείας, παρέμεινε κενό γράμμα, εφόσον καμιά απολύτως λεπτομέρεια δεν δίνεται από την οποία να απορρέει τέτοιο δεδομένο.  Αναμενόταν η παραπομπή σε κάποια γεγονότα όπως ότι υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ της εφεσείουσας 3 και της τράπεζας, ποιοι ήταν εκεί παρόντες ή και αναφορά σε ευρύτερα δεδομένα, ώστε να έδινε υπόσταση στον ισχυρισμό της ότι η τράπεζα γνώριζε είτε ότι δεν είχε ανάμειξη στις εργασίες της εταιρείας ή ότι δεν είχε οποιοδήποτε όφελος από την υποθήκη.

 

        Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε σε κάποια έκταση στο θέμα δεν αντιστρατεύονται την αρχή που επιτάσσει να μην γίνεται αξιολόγηση των αντικρουόμενων θέσεων ως να εκδικαζόταν η αγωγή από το στάδιο της αίτησης για συνοπτική απόφαση.  Αυτό ισχύει όπου όντως εγείρονται με επαρκείς λεπτομέρειες ζητήματα που συνηγορούν υπέρ της παροχής άδειας για υπεράσπιση είτε εν όλω, είτε εν μέρει ή και με όρους.  Όμως εκεί που οι αιτιάσεις που προβάλλει ο εναγόμενος είναι γενικές και αόριστες και δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, οφείλεται η εξέταση τους αν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει «.. a fair or reasonable probability of the defendant´s having a real or bona fide defence» (Banque de Paris et des Pays-Bas (Swisse) SA v. de Naray (1984) 1 Lloyd´s Rep. 21, 23).

 

        Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή, υπό το φως των όσων έχουν καταγραφεί στις ένορκες δηλώσεις των εφεσειόντων 2 και 3, της αρχής που τέθηκε στην Barclays Bank Plc v. O´Brien - ανωτέρω - και επεξηγήθηκε περαιτέρω στην Royal Bank of Scotland v. Etridge (No.2).  Σε καμιά περίπτωση οι εφεσείοντες και ιδιαίτερα η εφεσείουσα 3, δεν παρείχαν τις αναμενόμενες λεπτομέρειες που θα οδηγούσαν σε παροχή του δικαιώματος καταχώρησης υπεράσπισης.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο