ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1200

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 295/2008)

 

11 Ιουλίου, 2011

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΦΡΗΣΛΑΝΤ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ,

Εφεσείουσας,

ν.

 

CLAPPAS TRADING HOUSE LTD,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Αλ. Μαρκίδης και Ιφ. Γεωργιάδου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Τριλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι ελλαδική εταιρεία, εγγεγραμμένη σύμφωνα με το ελληνικό  δίκαιο και έχει έδρα την Αθήνα. Η εφεσίβλητη είναι κυπριακή εταιρεία, εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο της Κύπρου και έχει έδρα τη Λευκωσία.

 

Υστερα από διαπραγματεύσεις κάποιας χρονικής διάρκειας, η κυπριακή εταιρεία άρχισε περί τα μέσα του 2007 να διανέμει επί προμηθεία προϊόντα της ελλαδικής στην κυπριακή αγορά. Η εμπορική συνεργασία των δύο εταιρειών δεν έμελλε να αντέξει στο χρόνο. Προέκυψαν διαφορές οι οποίες οδήγησαν στον τερματισμό της συμφωνίας. Η κυπριακή εταιρεία κίνησε αγωγή εναντίον της ελλαδικής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας αποζημιώσεις για διάφορες αιτίες καθώς και δηλωτική απόφαση ότι «η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία τερματίστηκε εξ υπαιτιότητας των εναγομένων».

 

Το κλητήριο ένταλμα σφραγίστηκε και επιδόθηκε εκτός δικαιοδοσίας στην ελλαδική εταιρεία. Η τελευταία, καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και στη συνέχεια αίτηση για παραμερισμό κλπ του διατάγματος με το οποίο παραχωρήθηκε άδεια για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων. Ζητήθηκε επίσης και η αναστολή της διαδικασίας.

 

Κατά την ακρόαση της αίτησης, προβλήθηκε από πλευράς της ελλαδικής εταιρείας ο ισχυρισμός ότι οι δύο εταιρείες συνήψαν μεταξύ τους έγκυρη Σύμβαση Διανομής η οποία, μεταξύ άλλων, διαλάμβανε ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και εφαρμογής του ελληνικού δικαίου προς επίλυση διαφορών που τυχόν θα προέκυπταν κατά την εφαρμογή της συμφωνίας. Όταν η κυπριακή εταιρεία αποτάθηκε μονομερώς στο δικαστήριο για να πάρει την άδεια σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας δεν αποκάλυψε, ως είχε υποχρέωση, την ύπαρξη της προαναφερόμενης συμφωνίας και ειδικά τον όρο περί της ρήτρας δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου. Παράλληλα, η ελλαδική εταιρεία δήλωσε  συμμόρφωση στις πρόνοιες του άρθρου 23 του Κανονισμού 44/01 σύμφωνα με τις οποίες τα δικαστήρια της Ελλάδας (Αθηνών) έχουν διεθνή δικαιοδοσία η οποία είναι αποκλειστική. Ηταν η θέση της ελλαδικής εταιρείας πως και αν ακόμη δεν είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και πάλιν τα κυπριακά δικαστήρια δεν θα είχαν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 5 του εν λόγω Κανονισμού, η αγωγή έπρεπε να είχε καταχωρηθεί στην Ελλάδα όπου αυτή (η ελλαδική εταιρεία) έχει την έδρα της.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της κυπριακής εταιρείας η οποία αρνήθηκε την ύπαρξη έγκυρης Σύμβασης Διανομής με την προαναφερόμενη ρήτρα. Ισχυρίστηκε ότι «η σύμβαση» που η ελλαδική εταιρεία επικαλέστηκε,  αποτελούσε απλώς ένα προσχέδιο στη βάση του οποίου γινόταν η συζήτηση των όρων συνεργασίας και τίποτε περισσότερο. Η εκδοχή της κυπριακής εταιρείας είναι ότι η εμπορική συνεργασία των δύο εταιρειών διεξαγόταν στη βάση ηλεκτρονικών μηνυμάτων που αντάλλασσαν μεταξύ τους και των προφορικών συνομιλιών που είχαν περιοδικά και κατά περίπτωση. Επομένως, λέγει η κυπριακή εταιρεία, δεν απέκρυψε ο,τιδήποτε  το ουσιώδες όταν αποτάθηκε στο δικαστήριο για άδεια σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας το οποίο θα επηρέαζε αρνητικά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου εφόσον κανένα έγγραφο/τεκμήριο δεν αποκαλύπτει κατάρτιση συμφωνίας εκτός από τις διαπραγματεύσεις για καταρτισμό συμφωνίας. Καθόσον αφορά στο θέμα του κατά πόσο τα κυπριακά δικαστήρια είναι ή όχι κατάλληλα για την εκδίκαση της υπόθεσης, η κυπριακή εταιρεία υποστήριξε ότι αυτά είναι τα πλέον κατάλληλα εφόσον είναι στην Κύπρο που γινόταν η διανομή και διαφήμιση των προϊόντων και από εδώ θα αντληθεί το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας που θα προσαχθεί (υπεραγορές, διαφημιστές και άλλα πρόσωπα). Σχετικά με τη θέση της ελλαδικής εταιρείας ότι αυτή θα έπρεπε να εναχθεί στην Ελλάδα, η κυπριακή εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 5 του Καν. 44/01 καταδεικνύει ότι θα μπορούσε η αγωγή να καταχωρηθεί σε κυπριακό δικαστήριο, όπως και έγινε, γιατί εδώ είναι που θα έπρεπε να εκπληρωθεί η παροχή και εδώ προέκυψαν οι διαφορές από τη μεταξύ τους συμφωνία.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ύστερα από θεώρηση των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων, έκρινε ότι προέβαλλαν προς εξέταση δύο ουσιαστικά ζητήματα στα οποία οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων επικέντρωσαν την επιχειρηματολογία τους κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Το πρώτο ζήτημα είναι αν στη συμφωνία των μερών περιέχεται ρήτρα δικαιοδοσίας για εκδίκαση της διαφοράς από ελληνικά δικαστήρια και σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο και το δεύτερο, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι ή όχι κατάλληλο (forum convenience) για την εκδίκαση της υπόθεσης. Και αφού αναφέρθηκε σε νομολογία η οποία διέπει το θέμα της παραπομπής της διαφοράς σε αλλοδαπό δικαστήριο καθώς και στον Κοινοτικό Κανονισμό υπ΄ αρ. 44/2001 (Council Regulation (EC) No. 44(2001) - γνωστό ως Brussels 1 Regulation, οι πρόνοιες του οποίου υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, εξέτασε κατά πόσο οι διάδικοι κατήρτισαν όντως δεσμευτική μεταξύ τους συμφωνία περιέχουσα ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και εφαρμογής του ελληνικού δικαίου για την επίλυση της διαφοράς. Η διαπίστωση  επί του προκειμένου, για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση, είναι ότι η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη λόγω της ανυπαρξίας συγκεκριμένου εγγράφου στο οποίο να αποτυπώνονται οι όροι στη βάση των οποίων οι διάδικοι συμφώνησαν να συνεργαστούν. Ενόψει τούτου, κρίθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα στην εξακρίβωση - στο παρόν στάδιο - των συμφωνηθέντων όρων στη βάση των οποίων άρχισε η συνεργασία και μεταξύ αυτών αν συμφώνησαν ή όχι στην κατ΄ ισχυρισμό ρήτρα δικαιοδοσίας. Σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος ο πρωτόδικος δικαστής διατύπωσε την άποψη ότι το θέμα της διακρίβωσης των συμφωνηθέντων όρων ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο όταν κάθε διάδικος θα έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει μαρτυρία και ότι επομένως, το θέμα της δικαιοδοσίας με βάση το άρθρο 23 του Κανονισμού 44/2001 θα αιωρείται μέχρις ότου τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και αξιολογηθεί όλο το μαρτυρικό υλικό. Ταυτόχρονα όμως, ο πρωτόδικος δικαστής δεν παρέλειψε να επισημάνει και μια αντίφαση η οποία υπάρχει, καθώς διαπίστωσε, στις θέσεις που προώθησε η κυπριακή εταιρεία ότι δηλαδή, ενώ από τη μια ισχυρίζεται ότι η συνεργασία της με την ελλαδική ήταν αποτέλεσμα γραπτής συμφωνίας ή συμφωνίας εν μέρει γραπτής και εν μέρει προφορικής, από την άλλη, προβάλλει ότι «οι βάσεις της συνεργασίας τους τίθονταν κατά περίπτωση και περιοδικά» ή «τα μέρη συμφωνούσαν σε ουσιώδη μέρη της συνεργασίας τους άπαξ και εν προόδω.» Επί αυτού του θέματος ο δικαστής για ευνόητους λόγους, όπως αναφέρει, δεν έδωσε συνέχεια. Και εφόσον το θέμα της δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να αποφασιστεί σ΄ εκείνο το στάδιο, κρίθηκε ότι το συναφές ζήτημα της απόκρυψης ήταν άνευ σημασίας εφόσον όλοι οι όροι της συνεργασίας, όπως διαφάνηκε ήταν υπό αμφισβήτηση.

 

Το θέμα της καταλληλότητας των κυπριακών δικαστηρίων, συνυφασμένο με το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας, εξετάστηκε με αναφορά στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και τη νομολογία που διέπει το εν λόγω θέμα. Κρίθηκε ότι η ελλαδική εταιρεία δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης ότι τα ελληνικά δικαστήρια είναι πιο βολικά από ότι τα κυπριακά για να αναλάβουν δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση της ελλαδικής εταιρείας για παραμερισμό κλπ, απορρίφθηκε. Η τελευταία, άσκησε την υπό κρίση έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται και από την κυπριακή εταιρεία με αντέφεση. Από τώρα και στο εξής η ελλαδική εταιρεία θα αναφέρεται ως «η εφεσείουσα» και η κυπριακή εταιρεία ως «η εφεσίβλητη».

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποβάλλει ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η θέση της εφεσείουσας είναι ότι «η Σύμβαση Διανομής καταρτίστηκε ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής των e-mails, τεκμηρίων 1 έως 7 αλλά και όσων προφορικά συμφωνήθηκαν» είναι εσφαλμένο.

 

Είναι γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε ότι η Σύμβαση Διανομής καταρτίστηκε και με προφορική συμφωνία. Ούτε όμως το δικαστήριο αποφαίνεται  ότι θέση της εφεσείουσας είναι ότι υπήρξε γραπτή και προφορική συμφωνία συνιστώσα τη Σύμβαση Διανομής. Τα e-mails που αντάλλαξαν οι εταιρείες παραπέμπουν σε  «πρόσφατες συζητήσεις» (βλ. e-mail - τεκμ. 4 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό) γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι παράλληλα με τα e-mails έγιναν και συζητήσεις (προδήλως προφορικές) και καθώς προκύπτει, έγιναν και ανταλλαγές επισκέψεων οι οποίες οδήγησαν στη Σύμβαση Διανομής η οποία ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει συμπεριληφθεί σε ενιαίο και ολοκληρωμένο έγγραφο. Αυτό που συνάγεται είναι ότι οι διάδικοι, ενεργώντας εν πολλοίς περιστασιακά, συνεργάστηκαν εμπορικά επιδιώκοντας το αμοιβαίο όφελος. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η διαβιβασθείσα επιθυμία της εφεσείουσας ότι «θα πρέπει να συμφωνήσουμε λεπτομερώς όλους τους όρους συνεργασίας μας για την οριστικοποίηση και υπογραφή της σχετικής σύμβασης διανομής» (βλ. e-mail - τεκμ. 4, ανωτέρω), ενισχύει αυτή τη θεώρηση.

 

Εχουμε τη γνώμη ότι αυτό που απέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ως θέση της εφεσείουσας δεν φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα ούτε και συνιστά παρερμηνεία των γεγονότων επί των οποίων η εφεσείουσα στήριξε την υπόθεσή της. Εν πάση περιπτώσει, η αντίληψη του πρωτόδικου δικαστή ως προς ό,τι αποτελούσε θέση της εφεσείουσας σαφώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ζήτημα καθοριστικό του αποτελέσματος εφόσον ουδόλως προκύπτει πότε και σε ποιο βαθμό έγινε, ή αν έγινε καν οριστικοποίηση του «προσχεδίου σύμβασης διανομής» ύστερα από τις διάφορες επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί εκατέρωθεν.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποβάλλει ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο έγγραφο στο οποίο να αποτυπώνονται οι όροι στη βάση των οποίων τα μέρη συμφώνησαν να συνεργαστούν και ότι εντοπίζεται πρόβλημα στην εξακρίβωση των συμφωνηθέντων όρων. Το περιεχόμενο των e-mails 1-7 που επισυνάπτονται στην Ενορκο Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της εφεσείουσας δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι καταρτίστηκε Σύμβαση Διανομής. Το e-mail 4 για το οποίο έγινε ήδη λόγος, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι τα μέρη και ιδιαίτερα η εφεσείουσα, προσδοκούσαν στην μελλοντική οριστικοποίηση της σύμβασης εφόσον θα κατέληγαν πρώτα σε συμφωνία επί όλων των όρων της συνεργασίας. Ούτε βεβαίως προκύπτει ο,τιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την αποδοχή της ρήτρας δικαιοδοσίας του προσχεδίου από πλευράς εφεσίβλητης.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, (για τους λόγους που εξηγεί) το ζήτημα της δικαιοδοσίας θα εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο όταν θα τεθεί υπόψη του δικαστηρίου κατά τη δίκη επί της ουσίας, όλη η μαρτυρία. Η προσέγγιση αυτή του δικαστηρίου βάλλεται ως εσφαλμένη και με την αντέφεση της εφεσίβλητης. Το ζητούμενο βεβαίως για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν είναι η μορφή που πήρε η εμπορική συνεργασία των διαδίκων και τα νομικά και/ή συμβατικά της ερείσματα. Αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι αν όντως υπήρξε έγκυρη συμφωνία ρήτρας δικαιοδοσίας στη βάση της οποίας το δικαστήριο έπρεπε να ενεργήσει καθορίζοντας την πάρα πέρα πορεία της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας δυνάμει της οποίας καθορίζεται ρήτρα δικαιοδοσίας αυτή έχει ισχύ και κατά κανόνα εφαρμόζεται εκτός αν ο ενάγων αποδείξει ότι συντρέχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι οι οποίοι καθιστούν δικαιολογημένη τη μη εφαρμογή της. Η απόφαση επί του προκειμένου εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου λαμβανομένων βεβαίως υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης. (Βλ. Halsbury's Laws of  England, 3η έκδ., τόμος 2, σελ. 24-28 και G.P. Michaelides & Sons Ltd v. Transmarcon N.V. κα (2000) 1(Β) ΑΑΔ, Trendtex Trading Corporation & Another v. Credit Suisse [1980] 3 All E.R. 721 και The Fehgmarn [1958] All E.R. 333. Εχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο από τη στιγμή που εξέτασε όλο το υλικό που οι διάδικοι έθεσαν ενώπιόν του για να αποφασίσει σχετικά με το θέμα της δικαιοδοσίας χωρίς να εντοπίσει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βάσιμη διαπίστωση περί ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας για ρήτρα δικαιοδοσίας όφειλε να προβεί σε ξεκάθαρη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε τέτοια ρήτρα δικαιοδοσίας και να αναλάβει, όπως και έπραξε, δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης χωρίς καμιά αίρεση ή επιφύλαξη.

 

Η επί του προκειμένου συγκλίνουσα θέση των διαδίκων είναι ορθή. Συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο οριστικά έπρεπε να είχε αποφανθεί επί του ουσιώδους θέματος της δικαιοδοσίας στα πλαίσια της αίτησης κατά τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Βλ. Michael v. United Transport Co Ltd (1981) 1 CLR 322.

 

Με την έφεση, βάλλεται ως λανθασμένη και η σκέψη του δικάσαντος δικαστηρίου ότι ενόψει της αμφισβήτησης των όρων της συνεργασίας, η κατ΄ ισχυρισμόν απόκρυψη της ρήτρας δικαιοδοσίας είναι άνευ σημασίας. Θεωρούμε ορθή την επί του προκειμένου κρίση του δικαστηρίου. Πράγματι δεν υπήρχαν ενώπιον του κοινώς παραδεκτοί όροι συνεργασίας στη βάση των οποίων ρυθμιζόταν η σχέση των διαδίκων ούτε υπήρχε ο,τιδήποτε που λογικά θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως συμβατική δέσμευση των μερών αναφορικά με την επιλογή της δικαιοδοσίας και του δικαίου επίλυσης διαφορών. Αντιθέτως αυτό που είχε προκύψει πρωτοδίκως ήταν ο εντοπισμός προβλημάτων στη διακρίβωση των όρων που ενδεχομένως είχαν συμφωνηθεί είτε στη βάση του προταθέντος προσχεδίου συμφωνίας που διαλάμβανε την επίμαχη ρήτρα δικαιοδοσίας ή άλλως πως. Υπό αυτές τις περιστάσεις αβεβαιότητας ως προς το τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί ορθά έχει κριθεί ότι η κατ΄ ισχυρισμόν απόκρυψη ήταν άνευ σημασίας.

 

Το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η εφεσίβλητη έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπόθεση δεν ευσταθεί. Η διαπίστωση μας είναι ότι η εφεσείουσα δεν προώθησε προς εξέταση το συγκεκριμένο θέμα και ενόψει τούτου το δικαστήριο δεν μπορούσε να το εξετάσει αφηρημένα και χωρίς τη δέουσα υποστύλωση.

 

Ανεδαφικό είναι και το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης ενόψει της διαπίστωσης του ότι υπήρξε αντίφαση στις θέσεις της (εφεσίβλητης). Η εφεσείουσα αναφέρεται στο πιο κάτω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου:

 

«Επί του παρόντος, όμως, δεν θα΄ ταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι, εκ πρώτης όψεως, αναδύεται μια αντίφαση στις θέσεις που προώθησε η καθ΄ ης η αίτηση. Δηλαδή, ενώ από τη μια ισχυρίζεται ότι η συνεργασία της με την αιτήτρια ήταν αποτέλεσμα «γραπτής συμφωνίας ή συμφωνίας εν μέρει γραπτής και εν μέρει προφορικής» από την άλλη προβάλλει ότι «οι βάσεις της συνεργασίας τους τίθονταν κατά περίπτωση και περιοδικά» ή «. τα μέρη συμφωνούσαν σε ουσιώδη μέρη της συνεργασίας τους άπαξ και εν προόδω .». Για ευνόητους, όμως, λόγους δεν θα επεκταθώ περαιτέρω τη στιγμή που το θέμα θα εξεταστεί σε βάθος στο κατάλληλο στάδιο.»

 

 

 

Όπως έχει ειπωθεί, σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος η εφεσίβλητη άσκησε αντέφεση. Ισχυρίζεται ότι το προαναφερόμενο συμπέρασμα είναι λανθασμένο καθότι ουδέποτε έκανε λόγο για μια και μοναδική συμφωνία ή για ένα και μόνο έγγραφο όπου καταγράφονταν οι όροι της συμφωνίας. Αυτό που εννοούσε (η εφεσίβλητη) στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος ήταν ότι υπήρξε το σύνολο των γραπτών επιστολών που τα μέρη αντάλλαξαν μεταξύ τους στις οποίες ενσωματώνονταν κατά διαστήματα και μέχρι τον Ιούνιο 2007 τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα.

 

Αντικρίζοντας σφαιρικά την εκδοχή της εφεσίβλητης φαίνεται πως εξ αρχής προωθούσε τη θέση ότι η συνεργασία προχώρησε στη βάση των επιστολών που είχαν ανταλλάξει παρά στη βάση μιας συγκεκριμένης γραπτής συμφωνίας. Εστω όμως ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θεωρούμε ότι υπήρξε ουσιώδης αντίφαση η οποία θα μπορούσε απαραιτήτως και χωρίς άλλο να οδηγήσει στην απόρριψη των θέσεων της εφεσίβλητης όπως εισηγείται η εφεσείουσα.

 

Εχει ήδη κριθεί ως ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Επομένως, δεν τίθεται πλέον θέμα εφαρμογής του άρθρου 23 του Κανονισμού εφόσον η ύπαρξη συμφωνίας για ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του. Απομένει προς εξέταση αυτό που διαζευκτικά προβάλλει η εφεσείουσα, ότι δηλαδή μπορεί να τύχουν εν προκειμένω εφαρμογής τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 60 του Κανονισμού οι πρόνοιες των οποίων παρέχουν, καθώς εισηγείται, τη δυνατότητα έγερσης αγωγής εναντίον προσώπου που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους (άρθρο 5) νοουμένου ότι συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες η εφεσείουσα ταξινομεί ως εξής:

 

«(α)ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή,

(β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: - εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, - εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών. Το στοιχείο (α), δηλαδή ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή εφαρμόζεται όταν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο (β) δηλαδή ο τόπος που έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά.»

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του καθόρισε ότι αντικείμενο της διαφοράς των διαδίκων αποτελούσε, η παραβίαση από την εφεσείουσα των όρων της συμφωνίας για αποστολή εμπορευμάτων προς την εφεσίβλητη. Η «επίδικη παροχή» του άρθρου 5 του καν. 44/2001 δεν είναι η αποκλειστικότητα ή μη της όποιας συμφωνίας αλλά η διακοπή της συνεργασίας ένεκα της άρνησης αποστολής εμπορεύματος στην Κύπρο από την εφεσείουσα. Η θέση της εφεσίβλητης επί του προκειμένου είναι ότι ο «τόπος» όπου εκπληρώθηκε η οφείλει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή είναι η Κύπρος, τα δικαστήρια της οποίας αποκτούν δικαιοδοσία. Στην S.P.R.L. Arcado v. S.A.Haviland C- 9/87 ημερομηνίας 8.3.1988 αποφασίστηκε ότι η απαίτηση για αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της συνεργασίας αντιπροσωπείας αποτελεί «διαφορά εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Με βάση το υλικό που έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου φαίνεται πως κάτι ανάλογο αξιώνουν και οι εφεσίβλητοι από την εφεσείουσα. Επομένως τα δικαστήρια της Κύπρου αποκτούν εν προκειμένω δικαιοδοσία και με βάση τον προαναφερόμενο Κανονισμό.

 

Ενόψει των πιο πάνω οριστικά αποφαινόμαστε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Υπέρ των εφεσιβλήτων επιδικάζονται τα 2/3 των εξόδων της έφεσης τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το δικαστήριο. Για την αντέφεση δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

                                                               Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                               Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο