ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1406
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 257/2008)
14 Ιουλίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΧΑΤΖΗΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
________________________
Α. Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα.
Κλειώ Κραμβή (κα), για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων, με την οποία αυτή απαιτούσε ποσό £3.506,00, ως οφειλόμενα παρεμφερή ωφελήματα και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης, η εφεσείουσα, υπάλληλος των εφεσιβλήτων από 1/6/1973 μέχρι 16/6/1999 που αφυπηρέτησε, ήταν μέλος των συντεχνιών των υπαλλήλων που εργάζονται στους εφεσίβλητους, (οι «συντεχνίες»), και τύγχανε όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τις Συλλογικές Συμβάσεις μεταξύ των εφεσιβλήτων και των συντεχνιών. Από την πρόσληψή της στους εφεσίβλητους συνεισέφερε στο Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων, στο οποίο συνεισέφεραν και οι εφεσίβλητοι τη δική τους αναλογία. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι, κατά το χρόνο αφυπηρέτησής της, υπέγραψε ΄Εγγραφο Απαλλαγής, το οποίο της παρέδωσαν οι εφεσίβλητοι, με ρητή, όμως, επιφύλαξη των δικαιωμάτων της για την καταβολή του ποσού που της αναλογούσε από τις αυξήσεις, ύψους 1,5%, σε παρεμφερή δικαιώματα, που θα παραχωρούνταν από τους εφεσίβλητους στους υπαλλήλους τους, δεδομένου ότι τότε δεν είχε ακόμη συμφωνηθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων και των συντεχνιών ο τρόπος κατανομής τους. Κατά ή περί τις 29/3/2000, μεταξύ των εφεσιβλήτων και των συντεχνιών, υπεγράφη συμφωνία ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης και αποφασίστηκε ο τρόπος κατανομής των παρεμφερών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα αυτή να δικαιούται 1,5% επί των παρεμφερών δικαιωμάτων που παραχωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους στους υπαλλήλους τους και κάλυπταν την περίοδο 1994-1997. Η αναλογία, καταλήγει, που αντιστοιχεί σ' αυτήν είναι το αξιούμενο ποσό, το οποίο, όμως, οι εφεσίβλητοι παράνομα και/ή αντισυμβατικά κατακρατούν.
Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, χωρίς να αμφισβητούν ότι η εφεσείουσα μέχρι 16/6/1999 ήταν υπάλληλός τους και μέλος της συντεχνίας ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ, ισχυρίζονται ότι αυτή αποχώρησε οικειοθελώς, με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Πρόωρης Εθελοντικής Αφυπηρέτησης του Προσωπικού τους και υπέγραψε ΄Εγγραφο Απαλλαγής τους, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της για παρεμφερή δικαιώματα προς τους δικαιούχους, για το λόγο ότι, κατά το χρόνο της αποχώρησής της, δεν είχε συμφωνηθεί ο τρόπος κατανομής τους. Καίτοι αποδέχονται τη σύναψη στις 29/3/2000 της συμφωνίας ανανέωσης των Συλλογικών Συμβάσεων, αρνούνται ότι η εφεσείουσα δικαιούται το αξιούμενο ποσό, επικαλούμενοι τον όρο 2.4 αυτής, σύμφωνα με τον οποίο το ποσό το οποίο θα αναλογούσε στις αυξήσεις που καθορίζονταν θα χρησιμοποιείτο για κάλυψη ολόκληρου ή μέρους του 3% που αφαιρείτο για σκοπούς κατοχυρωμένου Ταμείου Προνοίας κατά την αφυπηρέτηση και κατά τρόπο δίκαιο για όλο το προσωπικό, βάσει αναλογιστικής μελέτης, η ετοιμασία της οποίας θα άρχιζε άμεσα. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης στις 26/11/2001, μεταξύ των εφεσιβλήτων και της συντεχνίας ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ συνήφθη συμφωνία αναφορικά με τον τρόπο κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων, σύμφωνα με την οποία η κάλυψη θα παραχωρείτο μόνο στις περιπτώσεις υπαλλήλων που θα αφυπηρετούσαν κανονικά από τους εφεσίβλητους, δηλαδή στην ηλικία των 60 χρόνων ή μέχρι και πέντε χρόνια νωρίτερα.
Για την υπόθεση, κεντρικό σημείο της οποίας ήταν και εξακολουθεί να είναι κατά πόσο η εφεσείουσα, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της κατά την αφυπηρέτησή της, δικαιούται στο αξιούμενο ποσό, κατέθεσαν η ίδια και, από πλευράς εφεσιβλήτων, ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Διοικητικός Λειτουργός και Λειτουργός Εργασιακών Σχέσεων και Ευημερίας στην Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικήσεως των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, εξηγεί γιατί οι εφεσίβλητοι δεν είναι υπόχρεοι στην καταβολή του ποσού. Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε, καθώς παρατηρεί, και επ' αυτού δεν υπάρχει αντίθετη άποψη, δεν παρουσιάζει διάσταση σε οτιδήποτε το ουσιαστικό. Το ζήτημα δεν ήταν άλλο από την ερμηνεία των όρων των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του, πλαισιωμένων, βέβαια, από το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο, όπως αυτό διαπιστώθηκε από το ίδιο και καταγράφουμε σε συντομία στη συνέχεια.
Η εφεσείουσα, στις 25/6/1998, ζήτησε όπως επωφεληθεί του Σχεδίου Πρόωρης Εθελοντικής Αφυπηρέτησης του Προσωπικού των εφεσιβλήτων, θέτοντας ως προϋποθέσεις για την αφυπηρέτηση ότι η αποζημίωση θα ήταν απαλλαγμένη από επιβάρυνση φόρου εισοδήματος, θα υπολογιζόταν και το δικαίωμά της στο ποσοστό 1.5% σε παρεμφερή δικαιώματα, όπως αναφέρεται στη Συλλογική Σύμβαση, και η ίδια θα παρέμενε μέλος του Ταμείου Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης των εφεσιβλήτων. Η αίτησή της εγκρίθηκε και καθορίστηκαν: ως ημερομηνία αποχώρησής της η 16/6/1999 και χρηματική αποζημίωση το ποσό των £31.269,00. Στις 16/6/1999, αυτή και οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν το ΄Εγγραφο Απαλλαγής, σύμφωνα με το οποίο της προσφέρθηκε, ως αποζημίωση για τον τερματισμό των υπηρεσιών της, το πιο πάνω ποσό πάνω σε χαριστική βάση και η ίδια δήλωσε ότι, με τη λήψη του, όλες οι διεκδικήσεις ή απαιτήσεις ή δικαιώματά της σε σχέση με τη σύμβαση εργασίας, και λόγω του τερματισμού της, διευθετήθηκαν τελεσίδικα. Στο τέλος του εγγράφου αυτού - Τεκμήριο 4 - προστέθηκε από την εφεσείουσα και μονογράφτηκε από την ίδια και τους εφεσίβλητους η πιο κάτω επιφύλαξη:-
«Με επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου για την καταβολή του ποσού που μου αναλογεί από τις αυξήσεις ύψους 1.5% σε παρεμφερή ωφελήματα που παραχωρήθηκαν από την Εταιρεία (0.5% από 1/1/96 και 1% από 1/1/97) και για τις οποίες ο τρόπος κατανομής τους προς τους δικαιούχους δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί μεταξύ της Εταιρείας και των Συντεχνιών.»
Στις 29/3/2000, μεταξύ των εφεσιβλήτων και εκπροσώπων των συντεχνιών, μεταξύ των οποίων και η συντεχνία ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ, υπεγράφη συμφωνία ανανέωσης των Συλλογικών Συμβάσεων, μέχρι 31/12/2002. Στον όρο 2.4 αυτής αναφερόταν ότι το ποσό που αναλογούσε στις αυξήσεις ύψους 2% σε παρεμφερή ωφελήματα θα κατατίθετο σε ειδικό λογαριασμό, μαζί με τις αυξήσεις ύψους 1,5% σε παρεμφερή ωφελήματα, που συμφωνήθηκε στα πλαίσια ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης της περιόδου 1994 - 1997, καθώς και ότι το ποσό που θα συσσωρευόταν στον ειδικό αυτό λογαριασμό θα χρησιμοποιείτο για κάλυψη ολόκληρου ή μέρους του 3% που αφαιρείτο για σκοπούς κατοχυρωμένου Ταμείου Προνοίας κατά την αφυπηρέτηση και κατά τρόπο δίκαιο για όλο το προσωπικό, βάσει αναλογιστικής μελέτης, η ετοιμασία της οποίας θα άρχιζε άμεσα. Ακολούθησε, στις 26/11/2001, μεταξύ των εφεσιβλήτων και της συντεχνίας ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ, όταν πια η εφεσείουσα δεν ανήκε στο προσωπικό των εφεσιβλήτων ή στις συμβαλλόμενες με αυτούς συντεχνίες, η υπογραφή συμφωνίας για τον τρόπο κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία σε σχέση με την ερμηνεία εγγράφων, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι, κατά την υπογραφή του Εγγράφου Απαλλαγής, δέχθηκαν την ύπαρξη της επιφύλαξης της εφεσείουσας και το αίτημά της για την καταβολή του ποσοστού σε παρεμφερή ωφελήματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα εξεταζόταν όταν θα συμφωνείτο μεταξύ τους και των συντεχνιών ο τρόπος κατανομής του στους δικαιούχους. Οι εφεσίβλητοι, όταν η εφεσείουσα υπέβαλε το αίτημά της, στις 5/11/2001, και απορρίφθηκε με την επιστολή τους ημερομηνίας 20/12/2001, επικαλέστηκαν τον όρο 2.4 της συμφωνίας, όπου ρητά προβλεπόταν ότι το ποσό που θα συσσωρευόταν από τις αυξήσεις σε παρεμφερή ωφελήματα θα χρησιμοποιείτο βάσει μελέτης που θα γινόταν. Η μελέτη έγινε και υπογράφτηκε η συμφωνία της 26/11/2001, η οποία καθόρισε τον τρόπο κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων. Από το περιεχόμενό της, προκύπτει ότι το ποσό σε παρεμφερή ωφελήματα θα χορηγείται μόνο στους υπαλλήλους που αφυπηρετούν κανονικά από τους εφεσίβλητους, όπως δε καθορίζεται στη συμφωνία, υπάλληλοι που αφυπηρετούν κανονικά είναι όσοι αφυπηρετούν στην ηλικία των 60 χρόνων ή μέχρι και πέντε χρόνια νωρίτερα. Συνεπώς, καταλήγει, ο τρόπος κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων δεν εφαρμόζεται σε σχέση με αυτούς που αφυπηρέτησαν σύμφωνα με το Σχέδιο Πρόωρης Εθελοντικής Αφυπηρέτησης Προσωπικού, το οποίο επέλεξε η εφεσείουσα. Απέρριψε εισήγηση του συνηγόρου της ότι οι εφεσίβλητοι, μονογράφοντας την επιφύλαξη που αυτή διατύπωσε στο ΄Εγγραφο Απαλλαγής, εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να της παραχωρήσουν τις διεκδικούμενες αυξήσεις σε παρεμφερή ωφελήματα, έτσι ώστε αυτές, πλέον, αποτελούν κεκτημένο δικαίωμά της. Σχετικά ανέφερε τα εξής:-
«Η επιφύλαξη της επί του εγγράφου απαλλαγής αντικατοπτρίζει τη δική της άποψη σε σχέση με το δικαίωμα της και δεν σημαίνει άνευ ετέρου αποδοχή της θέσης της από τους εναγόμενους, ούτε και προβάλλει το αντίθετο από την προσαχθείσα μαρτυρία. Η μονογραφή της επιφύλαξης εκ μέρους των εναγομένων επιβεβαιώνει την ύπαρξη της διατυπωθείσας επιφύλαξης επί του εγγράφου απαλλαγής. ΄Οπως προέκυψε από τη μαρτυρία τα παρεμφερή ωφελήματα δεν είναι αυξήσεις που καταβάλλονται απευθείας στο προσωπικό των εναγομένων αλλά πρόσθετα οφέλη που χορηγούνται από αυτούς εφόσον συμφωνηθεί ο τρόπος κατανομής τους μεταξύ των εναγομένων και των συντεχνιών των υπαλλήλων τους. Οι συμφωνίες που έγιναν μετά την αφυπηρέτηση της ενάγουσας είναι καθοριστικές και από αυτές προκύπτει ότι μόνο αν είχε αφυπηρετήσει κανονικά θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιούχος του ποσοστού σε παρεμφερή ωφελήματα και κατ' επέκταση του ποσού που διεκδικεί με την παρούσα αγωγή.»
Με έναν και μόνο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ουσιαστικά, αμφισβητεί τον τρόπο ερμηνείας των εγγράφων. Είναι η θέση του συνηγόρου της ότι η επιφύλαξη των δικαιωμάτων της στο κάτω μέρος του Εγγράφου Απαλλαγής σε σχέση με την καταβολή του ποσού το οποίο της αναλογεί από τις αυξήσεις σε παρεμφερή ωφελήματα που παραχωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους δε δικαιολογούσε την κατάληξη. Αυτή κατέστη δικαιούχος του ποσοστού σε παρεμφερή ωφελήματα με το Τεκμήριο 4, η δε κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έρχεται σε αντίφαση με διαπίστωσή του ότι, κατά την υπογραφή του Εγγράφου Απαλλαγής, οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν την ύπαρξη της επιφύλαξης της εφεσείουσας. Περαιτέρω, υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τα Τεκμήρια 1 - (Σχέδιο Πρόωρης Αφυπηρέτησης Προσωπικού Κυπριακών Αερογραμμών), 2 - (Αίτηση της εφεσείουσας για πρόωρη αφυπηρέτηση) και 3 - (αποδοχή από τους εφεσίβλητους της αίτησης), με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εσφαλμένη κατάληξή του.
Στην παρούσα περίπτωση, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών δεν μπορεί παρά να διαπιστωθούν από το κείμενο των εγγράφων, ιδιαίτερα της επιφύλαξης του Τεκμηρίου 4, όπως την έχουμε παραθέσει πιο πάνω, και των Τεκμηρίων 2, 3, 6 και 11 - πρόκειται για την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση, την αποδοχή της, την ανανέωση των Συλλογικών Συμβάσεων μέχρι 31/12/2002 και τη συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Συντεχνίας ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ για τον τρόπο κατανομής των παρεμφερών δικαιωμάτων. Στην παράγραφο 2.4 του Τεκμηρίου 6, προβλέπεται ότι:-
«2.4 Το ποσό που αναλογεί στις αυξήσεις ... θα κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό μαζί με τις αυξήσεις ύψους 1.5% σε παρεμφερή ωφελήματα που συμφωνήθηκε στα πλαίσια ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης της περιόδου 1994-1997. Το ποσό που θα συσσωρεύεται στον ειδικό αυτό λογαριασμό θα χρησιμοποιείται για κάλυψη ολόκληρου ή μέρους του 3% που αφαιρείται για σκοπούς κατοχυρωμένου Ταμείου Προνοίας κατά την αφυπηρέτηση και κατά τρόπο δίκαιο για όλο το προσωπικό, βάσει αναλογιστικής μελέτης η οποία θα αρχίσει άμεσα.»
Στο Τεκμήριο 11, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι:-
«(ν) Η Εταιρεία, μέσα στα πλαίσια ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης της περιόδου 1989-1990, έχει αποδεχθεί όπως για τους υπαλλήλους που αφυπηρετούν κανονικά από την Εταιρεία στην ηλικία των 60 χρόνων, ή μέχρι και 5 χρόνια ενωρίτερα, καταβάλλει κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής τους, το ήμισυ, δηλ. το 3%, πλέον τόκους, της πιο πάνω αναφερομένης μείωσης των συνεισφορών που τους αποκόπτονται κατά την αφυπηρέτησή τους.
........................................................................................................................
2. .....................................................................................................................
Νοείται ότι η κάλυψη αυτή θα χορηγείται μόνο στις περιπτώσεις υπαλλήλων που αφυπηρετούν κανονικά από την Εταιρεία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (ν) πιο πάνω.»
Η ερμηνεία των εγγράφων, όπως είναι νομολογημένο, είναι έργο του δικαστηρίου, το οποίο, μέσα από το λεκτικό τους, αναζητεί τις προθέσεις των συμβαλλομένων. Κριτήριο για τα όσα διατυπώνονται σ' αυτά είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο - (βλ. Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204· Γεωργ. Ετ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 168· Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397 και Οικονόμου κ.ά. ν. Ττοφίνη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436). ΄Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Ετ. Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407:- (σελ. 413)
«..., συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή. Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.»
Εξέταση της επιφύλαξης στο τέλος του Τεκμηρίου 4, με σκοπό την ανεύρεση του τι ακριβώς αυτή μεταδίδει, δεν μπορεί παρά να γίνει σε συσχετισμό με το υπόβαθρο που οδήγησε σ' αυτό και που δεν είναι άλλο από το Τεκμήριο 1 - Σχέδιο Πρόωρης Εθελοντικής Αφυπηρέτησης του Προσωπικού των εφεσιβλήτων - και το Τεκμήριο 2 - Αίτηση της εφεσείουσας ημερομηνίας 25/6/1998 για πρόωρη αφυπηρέτηση. Η εφεσείουσα, στην αίτησή της, μεταξύ άλλων, θέτει ως όρο για την αφυπηρέτησή της ότι θα υπολογιστεί και το δικαίωμά της στο ποσοστό 1,5% σε παρεμφερή, όπως αναφέρεται στη Συλλογική Σύμβαση, η οποία, καθώς προκύπτει από τη μαρτυρία, δεν είναι άλλη από τη Συλλογική Σύμβαση της περιόδου 1994 - 1997. Οι εφεσίβλητοι αποδέχονται την αίτησή της στις 14/6/1999, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ή παρατήρηση ως προς το συγκεκριμένο όρο. Στις 16/6/1999, υπογράφεται από την εφεσείουσα και τους εφεσίβλητους το έγγραφο απαλλαγής - Τεκμήριο 4 - στο οποίο επαναλαμβάνεται η επιφύλαξη, με μόνη προσθήκη ότι το ποσό που της αναλογεί θα καταβληθεί μετά που θα συμφωνηθεί ο τρόπος κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων στους δικαιούχους. Οι εφεσίβλητοι, προσυπογράφοντας την επιφύλαξη, αναγνώρισαν την εφεσείουσα ως δικαιούχο, αφού τα παρεμφερή ωφελήματα, στα οποία αυτή αναφερόταν, αφορούσαν περίοδο που η ίδια ανήκε στο προσωπικό τους. Η μόνη λογική ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στην επιφύλαξη δεν είναι άλλη από την αναγνώριση στην εφεσείουσα του δικαιώματός της σε παρεμφερή ωφελήματα, έτσι ώστε οι εφεσίβλητοι να μην μπορούν, εκ των υστέρων, κατ' επίκληση μεταγενέστερης συμφωνίας που συνήψαν, να ισχυρίζονται ότι αυτή δεν είναι δικαιούχος. Η επιφύλαξη την οποία προσυπόγραψαν δεν εξαρτούσε το δικαίωμά της από μελλοντική απόφαση περί τούτου. Αφορούσε τον τρόπο κατανομής των παρεμφερών ωφελημάτων, το μόνο που εκκρεμούσε να συμφωνηθεί. Καίτοι θεωρούμε ότι το λεκτικό της επιφύλαξης δεν είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να υπάρχει, οι εφεσίβλητοι, όταν έθεταν την υπογραφή τους σ' αυτήν, εάν θεωρούσαν ότι η εφεσείουσα δεν ήταν δικαιούχος, θα έπρεπε να ενεργήσουν διαφορετικά, όταν, μάλιστα, στα πλαίσια ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης της περιόδου 1989 - 1990, είχαν αποδεχθεί, για άλλα, βέβαια, ποσά, όπως αυτά καταβάλλονται μόνο σε υπαλλήλους που αφυπηρετούν στην ηλικία των 60 χρόνων ή πέντε χρόνια νωρίτερα. Καταλήγουμε ότι η έννοια που μεταδίδει το κείμενο της επιφύλαξης δεν είναι άλλη από την αναγνώριση στην εφεσείουσα του δικαιώματος της καταβολής του ποσοστού που αυτή διεκδικεί. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί με το αξιούμενο ποσό και είναι το ήμισυ του ποσού που της αφαιρέθηκε ως Ταμείο Προνοίας κατά την αφυπηρέτησή της. Ουσιαστικά, αντίλογος, από πλευράς εφεσιβλήτων, για το συγκεκριμένο ποσό δεν υπάρχει. Παρόλο που αυτό αμφισβητήθηκε από το μάρτυρά τους, η αμφισβήτηση αυτή παρέμεινε κενό γράμμα, αφού δεν προσδιορίστηκε άλλο ποσό ως το ορθό.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των £3.506,00 - (€5.990,36).
Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ