ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1274
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 146/2007)
13 Ιουλίου 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.]
WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD
Εφεσείουσας/Εναγόμενης
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΡΟΥΖΟΥ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
_________________
Α. Αθανασιάδου (κα), για τις Εφεσείουσα.
Α. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσίβλητος αγόρασε για τον ίδιο και άλλους 1.000.000 μετοχές της Εφεσείουσας για το ποσό των £500.000. Το ποσό αυτό κατεβλήθη με επιταγή ημερομηνίας 29.12.1999 η οποία, κατατεθείσα στο λογαριασμό της Εφεσείουσας, πληρώθηκε την 14.1.2000. Η Εφεσείουσα είχε συσταθεί την 12.7.1996 ως ιδιωτική εταιρεία με άλλη ονομασία με μετοχικό κεφάλαιο 10.000 μετοχές εκ των οποίων τις 9.999 είχε η εταιρεία Sharelink Financial Services Ltd. Την 31.12.1999 έγινε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εφεσείουσας και παραχώρηση μετοχών της προς την Sharelink και δύο άλλες εταιρείες, και την 16.6.2000 περαιτέρω παραχώρηση προς αυτές. Την 21.6.2000 παρεχωρήθησαν στον Εφεσίβλητο οι μετοχές από την εταιρεία Sellamico Trade Ltd, η οποία ήταν μία από τις τρεις εταιρείες στις οποίες η Εφεσείουσα είχε παραχωρήσει μετοχές. Την ίδια μέρα η Εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στο ΧΑΚ για εισαγωγή των τίτλων της, αυτό όμως δεν έγινε κατορθωτό παρά πολύ αργότερα, την 13.4.2006. Εν τω μεταξύ την 31.11.2000 ο Εφεσίβλητος με επιστολή του κάλεσε την Εφεσείουσα να του επιστρέψει το ποσό που είχε πληρώσει εφ΄όσον οι τίτλοι της δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ. Μέρος των μετοχών που είχε πάρει ο Εφεσίβλητος πωλήθησαν τότε και ο Εφεσίβλητος εισέπραξε αναλόγως, παρέμειναν όμως στην ιδιοκτησία του 104.000 μετοχές, η αναλογούσα αξία αγοράς των οποίων ήταν £52.000. Το ποσό αυτό ο Εφεσίβλητος αξίωσε με αγωγή του εναντίον της Εφεσείουσας.
Η αγωγή εξετάσθηκε με αναφορά στο άρθρο 58(Α)(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, Ν. 42(Ι)/2000. Η Εφεσείουσα είχε εγείρει πληθώρα υπερασπίσεων στο δικόγραφό της, που επανέρχονται με την έφεση, με προεξέχουσα εκείνη του πρόωρου της αγωγής ως εκ του ότι αυτή κατεχωρήθη την 18.1.2002 διαρκούσης παράτασης του χρόνου επιστροφής χρημάτων που είχε δοθεί στην Εφεσείουσα.
Δυνάμει του άρθρου 58Α(3)(β), προκύπτει υποχρέωση επιστροφής χρημάτων πληρωθέντων για αγορά μετοχών εταιρείας που αγοράσθησαν με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της στο ΧΑΚ αν οι τίτλοι δεν εισαχθούν εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή τους. Σε αυτή τη βάση, εκρίθη πρωτοδίκως ότι το δικαίωμα του Εφεσίβλητου να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων δημιουργήθηκε 3 μήνες μετά τις 21.6.2000 που η Εφεσείουσα υπέβαλε την αίτησή της, ώστε ο Εφεσείων να εδικαιούτο να ζητήσει την επιστροφή την 31.11.2000 που απέστειλε τη σχετική επιστολή. Το Δικαστήριο απευθύνθηκε στην εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η αγωγή ήταν πρόωρη, η οποία εβασίζετο στο ότι, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 58Α(3)(β), το ΧΑΚ δύναται να δώσει παράταση χρόνου στην εταιρεία όσον αφορά την επιστροφή των χρημάτων. Το ΧΑΚ είχε δώσει δε τέτοιες διαδοχικές παρατάσεις στην Εφεσείουσα από 19.7.2001 μέχρι 30.9.2002, περίοδο εντός της οποίας και κατεχωρήθη η αγωγή. Το Δικαστήριο, αναφέροντας ότι (σ. 22):
«. με τις δοθείσες παρατάσεις, διδόταν δυνατότητα παράτασης στο χρόνο επιστροφής των εισπραχθέντων ποσών και όχι στο χρόνο έγερσης του δικαιώματος του αγοραστή να ζητήσει και να πάρει πίσω τα χρήματά του.»,
είπε ότι το θέμα πραγματεύεται η υπόθεση Harvest Capital Management Ltd ν. Ταμάσιου (2003) 1 ΑΑΔ 1683, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση εκείνη (σ. 1689):
«Σύμφωνη με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 3(3), είναι και η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Προσφυγή 603/01, ημερ. 31.5.02, στην οποία γίνεται μια ανάλυση των προνοιών του πιο πάνω άρθρου με την ακόλουθη κατάληξη:
Με την πάροδο των τριών μηνών, υπό τους όρους του άρθρου 3(3) γεννάται δικαίωμα του ενδιαφερομένου αγοραστή και αντίστοιχη υποχρέωση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν. Αυτή η προθεσμία των τριών μηνών δεν παρατείνεται και έχουμε δει πώς στην περίπτωση της βασικής διάταξης του άρθρου 58Α, η υποχρέωση επιστροφής επιβάλλεται χωρίς άλλα. Αρκεί η μη εισαγωγή ή η μη έκδοση των τίτλων στους τρεις μήνες, για οποιοδήποτε λόγο. Χωρίς δηλαδή αναζητήσεις σε σχέση με την αιτία ή την ευθύνη για αυτήν.
Η επιφύλαξη του άρθρου 3(3) θεσπίζει τη δυνατότητα λογικής παράτασης μόνο σε σχέση με «την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών». Βεβαίως, περιλαμβάνεται στους όρους της επιφύλαξης και το ότι «δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για την έγκριση της αίτησης», εννοείται για εισαγωγή των τίτλων και θα ήταν λογικό να θεωρηθεί πώς η διαφαινόμενη δυνατότητα εισαγωγής των τίτλων, η οποία και θα αναιρούσε εν τέλει και την υποχρέωση επιστροφής των ποσών, προσδιορίζεται ως συναφής παράμετρος. Αυτό, όμως, κατά το μέγιστο. Δεν παρέχει εν λευκώ εξουσία ουσιαστικά για αλλοίωση, κατά εξουδετέρωση του Νόμου, της προθεσμίας των τριών μηνών με την πάροδο της οποίας, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν εισάχθηκαν οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο, γεννάται η υποχρέωση επιστροφής των ποσών. Αυτή η υποχρέωση επέρχεται εντός δέκα ημερών από την αξίωσή τους και η έννοια του «λογικού» της παράτασης αναφορικά με την επιστροφή των χρημάτων, ελέγχεται κατά περιεχόμενο από τις πρόνοιες της βασικής διάταξης του άρθρου 3(3) ως προς τις προθεσμίες. Επομένως, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης ή χορήγηση παράτασης που επάγεται αναμονή και, βεβαίως, παγοποίηση των δικαιωμάτων που ήδη τελειώθηκαν για όσο προβλέπεται ότι θα χρειαστεί για την έγκριση της αίτησης εισαγωγής στο Χρηματιστήριο. Δεν αναιρεί η επιφύλαξη τη βασική πρόνοια ως προς τις προθεσμίες και δεν μπορεί να είναι λογική η παράταση που υπερβαίνει ακόμα και την προθεσμία των τριών μηνών από την πάροδο της οποίας εξαρτάται η γέννηση του δικαιώματος. Εάν ήθελε ο Νόμος άλλη λύση, θα αναφερόταν σε δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας των τριών μηνών, έστω με την εξάρτηση της περιόδου της παράτασης από την προβλεπόμενη ημερομηνία εισαγωγής των τίτλων. Αν εισήγαγε δε ο Νόμος τέτοια εξάρτηση δεν θα είχε και θέση η απαίτηση να είναι «λογική» η παράταση.»
Έχοντας υπόψη και υιοθετώντας τα πιο πάνω ως ορθά, καταλήγουμε πως η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου, καθώς και η ερμηνεία που δόθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 3(3) ήταν ορθή. Έτσι, οποιαδήποτε παράταση δόθηκε αφορούσε το χρόνο επιστροφής των χρημάτων και η κατά τη δοθείσα παράταση εισδοχή των μετοχών της εταιρείας στο Χρηματιστήριο δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση του δικαιώματος του εφεσίβλητου-ενάγοντα να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων του.»
Η Εφεσείουσα επιχειρηματολογεί ότι, ακριβώς στη βάση της Harvest, ήταν λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη. Η θέση της Εφεσείουσας φαίνεται να ευσταθεί. Το Δικαστήριο ορθώς παρετήρησε ότι το δικαίωμα του αγοραστή γεννάται με την απαίτηση για επιστροφή εφ΄όσον παρήλθαν τρεις μήνες μετά από την αίτηση για εισδοχή των μετοχών στο ΧΑΚ και αυτή δεν κατέστη δυνατή, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παράτασης. Και ορθώς παρετήρησε ότι οι παρατάσεις που εδόθησαν δυνάμει της επιφύλαξης δεν αναιρούν τη δημιουργία του δικαιώματος παρά μόνο ανάστελλαν την υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων. Τούτο όμως εσήμαινε ότι, αν και ο Εφεσίβλητος είχε ήδη με την επιστολή του αποκτήσει δικαίωμα για επιστροφή, η αντίστοιχη υποχρέωση της Εφεσείουσας να επιστρέψει τα χρήματα αναστέλλετο ως εκ των παρατάσεων και εφ΄όσον αυτές διαρκούσαν. Αυτό είναι το νόημα της επιφύλαξης, η οποία συναρτά την παράταση προς «την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών». Δεν είναι λοιπόν δυνατή, έστω και δεδομένης της ύπαρξης και διατήρησης του δικαιώματος του αγοραστή, η έγερση αγωγής προς διεκδίκηση της επιστροφής των χρημάτων, εν όσω διαρκούσαν οι παρατάσεις που είχαν δοθεί στην Αιτήτρια από το ΧΑΚ, ώστε η αγωγή να ήταν όντως πρόωρη.
Εν όψει της κατάληξης μας αυτής, δεν αρμόζει να μας απασχολήσουν οι άλλοι λόγοι έφεσης ώστε να αποφανθούμε επί της ουσίας.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζεται. Ο Εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσείουσας πρωτοδίκως και κατ΄έφεση όπως αυτά θα ψηφισθούν.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ»Π