ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1045

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 369/2008)

 

 

17 Ιουνίου, 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΛΟΥΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείων/Ενάγοντας,

 

ν.

 

APOLLO INVESTMENT FUND LTD,

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.

 

 

Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του - την εκκαλούμενη απόφαση - το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κάμνοντας δεκτή τη δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, ότι η έκθεση απαίτησης δεν αποκαλύπτει «νόμιμη βάση αγωγής», απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα με την οποία ο τελευταίος αξίωνε:

 

"(α) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δικαιούται 522000 μετοχές και 522000 δικαιώματα προτίμησης (rights) στο κεφάλαιο της εναγόμενης εταιρείας επί τη καταβολή από αυτόν του ποσού των £87.000.

 

(β) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η εναγόμενη κακώς και κατά παράβαση των όρων της Πρόσκλησης αρνήθηκε την έκδοση των 522000 μετοχών και 522000 δικαιωμάτων προτίμησης (rights).

 

(γ) Αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

 

(δ) Έξοδα."

 

 

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε, κι' αυτό προφανώς για να υπάρχει καταγραμμένη και η επί του προκειμένου κρίση του, και την ουσία της απαίτησης του εφεσείοντα την οποία και απέρριψε, αφού μετά το σχολιασμό της μαρτυρίας - βασικά της έγγραφης μαρτυρίας - και παραπομπή σε νομολογία, έκρινε ως «αβάσιμο το παράπονο του ενάγοντα (εφεσείοντα) ότι το Διοικητικό Συμβούλιο (των εφεσιβλήτων) αυθαίρετα αποφάσισε να καθορίσει την 7.2.2000 σαν ημερομηνία αρχείου, με βάση την οποία θα αποφάσιζε ποιοι ήσαν εγγεγραμμένοι κάτοχοι μετοχών και δικαιωμάτων στους οποίους θα γινόταν η δωρεάν παραχώρηση» γιατί «το καταστατικό παρέχει», σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, «αυτή την εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο».

 

Την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων αμφισβητεί με τέσσερις λόγους έφεσης, τρεις από τους οποίους - 2ος, 3ος και 4ος λόγος έφεσης - αφορούν  την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της ουσίας των απαιτήσεων του εφεσείοντα, ενώ με τον 1ο λόγο έφεσης, τον οποίο και πραγματευόμαστε αμέσως πιο κάτω, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή επειδή η έκθεση απαίτησης δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε βάση αγωγής.

 

Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή επειδή η έκθεση απαίτησης δεν αποκάλυπτε βάση αγωγής, έχει ως εξής:

 

"[4] Είναι γεγονός ότι οι ισχυρισμοί που ο ενάγων προβάλλει στην Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε βάση αγωγής. Δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός ότι ο ίδιος είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε ιδιότητα ή οποιαδήποτε σχέση με την εναγόμενη, συμβατική ή άλλη, που να μπορεί να θεμελιώσει την αξίωση του. Δεν υπάρχει οπουδήποτε ισχυρισμός ότι ο ενάγων κατείχε σε οποιοδήποτε στάδιο μετοχές ή ειδικά δικαιώματα         αγοράς μετοχών ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, έτσι που να έχει οποιοδήποτε λόγο για τις ισχυριζόμενες παραλείψεις της εναγομένης για τις οποίες παραπονείται.

 

 [5]   Αποτελεί καλά καθιερωμένη αρχή ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της διαδικασίας. Οριοθετούν κατά τρόπο περιοριστικό το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται η αντιδικία. Μαρτυρία η οποία δεν συνάδει με τα δικόγραφα, και αν ακόμα δοθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, δε λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων, Κούρτης ν. Ιασωνίδης (1970) 1 Α.Α.Δ. 180, Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 764, Επίσημος Παραλήπτης ν. Γεωργίου Εφρέμ Δημητρίου κ.α. (1997) 1Α  Α.Α.Δ. 336).

 

 [6]   Εδώ διαπιστώνεται η απουσία οποιουδήποτε ισχυρισμού για πραγματικά γεγονότα τα οποία να μπορούν να θεμελιώσουν αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα εναντίον της εναγομένης, διαπίστωση που οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής."

 

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά την έκθεση απαίτησης. Διαπιστώνουμε ότι ουδαμού στο εν λόγω έγγραφο γίνεται ρητή αναφορά σε οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση του εφεσείοντα με τους εφεσιβλήτους, επί της οποίας να μπορούν να θεμελιωθούν οι αξιώσεις του εφεσείοντα. Τη συγκεκριμένη διαπίστωση μας συμμερίζεται και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ο οποίος όμως, επιχειρηματολογώντας ενώπιον μας στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, υποστήριξε ότι η σχέση του εφεσείοντα με τους εφεσιβλήτους, όπως και η ιδιότητα με την οποία αυτός ήγειρε την αγωγή, συνάγεται από αριθμό άλλων στοιχείων τα οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο               αγνόησε.  Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του κ. Χριστοδούλου, περιστρέφεται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις.

 

Η ιδιότητα με την οποία ο εφεσείων ήγειρε την αγωγή και συνακόλουθα η σχέση του με τους εφεσιβλήτους, συνάγεται, εμμέσως πλην σαφώς, από το γεγονός της καταχώρισης της αγωγής, όπως και από το σύνολο του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης και ειδικότερα του περιεχομένου των παραγράφων 11(α) και 13 του εν λόγω δικογράφου. Μέσα από το περιεχόμενο των εν λόγω παραγράφων και γενικότερα μέσα από το σύνολο της έκθεσης απαίτησης, αναδύεται με ασφάλεια, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του, ότι ο εφεσείων ήγειρε την αγωγή υπό την ιδιότητα του κατόχου ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών των εφεσιβλήτων, των οποίων δικαιωμάτων την άσκηση οι τελευταίοι αρνήθηκαν στον εφεσείοντα κατά παράβαση συγκεκριμένων προνοιών του ενημερωτικού τους δελτίου και συνακόλουθα κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους προς τον εφεσείοντα, υποχρεώσεων οι οποίες πηγάζουν από τη σχέση τους με τον τελευταίο ως κατόχου ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών.

 

Ήταν επίσης η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το συγκεκριμένο κενό που η έκθεση απαίτησης εμφανίζει και παρουσιάζει,               έχει θεραπευτεί με την προσκομισθείσα μαρτυρία και ειδικότερα την προσκομισθείσα από πλευράς εφεσιβλήτων μαρτυρία. Συγκεκριμένα, ο μοναδικός μάρτυρας των εφεσιβλήτων στα πλαίσια της γραπτής δήλωσης του, η οποία κατατέθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο ως μέρος της κύριας εξέτασης του (παρ. 16), παραδέχεται ότι ο εφεσείων ήταν κάτοχος ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, στους εφεσιβλήτους.

 

Τέλος, ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Εφετείο, στα πλαίσια των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλεται, μπορεί να θεραπεύσει κενά στη δικογραφία των διαδίκων, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οφείλει να επέμβει και «προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση διατάσσοντας παράλληλα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης». Προς επίρρωση της συγκεκριμένης θέσης του ο            κ. Χριστοδούλου επικαλέστηκε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Moshe v. Romi Rimon (2001) 1 Α.Α.Δ. 203.

 

Αρχικά θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο             των παραγράφων 11(α) και 13 της έκθεσης απαίτησης, στο οποίο ο                     κ. Χριστοδούλου έκαμε ειδική αναφορά και έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

"11(α) Ο ενάγων θα ισχυρισθεί ότι η εναγόμενη παρέβη τους όρους της Πρόσκλησης γιατί μεταξύ άλλων δεν ανακοίνωσε την ημερομηνία άσκησης των Power Warrants, δεν ανακοίνωσε το καταβλητέο ποσό κατά την εξάσκηση και δεν ανακοίνωσε τον αριθμό των μετοχών που θα εδικαιούτο ο κάτοχος των Power Warrants κατά την εξάσκηση.

            .....................................................................................

 

13.      Ο ενάγων με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 2/11/00 απέστειλε επιταγή αρ. 16339456 για £87.000 διεκδικώντας 522000 μετοχές και 522000 δικαιώματα προτίμησης πλην όμως η εναγόμενη εταιρεία δια των δικηγόρων της αρνήθηκε την παραχώρηση και με σχετική επιστολή ημερ. 23/11/00 απέρριψε το αίτημα του ενάγοντος αποστερώντας έτσι τον ενάγοντα της δυνατότητας απόκτησης και εκμετάλλευσης των εν λόγω αξιών."

 

 

Θεωρούμε επίσης σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την παράγραφο 16 της γραπτής δήλωσης του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, στην οποία επίσης παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, όπως και σχετικά αποσπάσματα από τις επιστολές ημερομηνίας 2/11/2000 και 23/11/2000, οι οποίες να σημειωθεί κατατέθηκαν από κοινού ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ως τεκμήρια 22 και 23 αντίστοιχα και στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στην παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης. Το περιεχόμενο των εν λόγω δύο επιστολών ο κ. Χριστοδούλου επικαλείται και για να υποστηρίξει τη βασική ουσιαστικά θέση του ότι ο εφεσείων εγείρει την αγωγή υπό την ιδιότητα του ως κατόχου ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών στους εφεσιβλήτους.

 

"Παρ. 16. Ο Ενάγων ήταν παρών στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση της Εναγομένης (ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ «9») και έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης της. Υπογραμμίζεται ότι κατά την ημερομηνία αρχείου ο Ενάγων δεν ήταν κάτοχος οποιωνδήποτε δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, αλλά ξεκίνησε να αγοράζει τέτοια δικαιώματα από τον Απρίλιο 2000 όπως προκύπτει από το ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ «25» και συνέχιζε να αγοράζει και μετά την υποβολή της καταγγελίας του στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με το ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ «10»."

 

 

Απόσπασμα από την επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα ημερομηνίας 2/11/2000, τεκμήριο 22:

 

"Σας αποστέλλουμε κατ' εντολή του πελάτη μας κ. Λούη Κωνσταντίνου αρ. ταυτότητος 443392 αριθμός μετόχου 9777 επιταγή ύψους £87,000 (Ογδόντα επτά χιλιάδες) που αντιπροσωπεύει την ενάσκηση του αριθμού των 87,000 (Ογδόντα επτά χιλιάδες) ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (power warrant) τα οποία ευρίσκονται εγγεγραμμένα στα μητρώα της εταιρείας σας στο όνομα του πελάτη μας και καλείστε όπως του παραχωρηθούν 522000 (πεντακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες) μετοχές και 522000 (πεντακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες) δικαιώματα προτίμησης (rights) σύμφωνα με τους όρους έκδοσης των ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (power warrants) όπως αυτοί περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο της εταιρείας ημερ. 2/4/96."

 

 

Απόσπασμα από την επιστολή των δικηγόρων των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 23/11/2000 εις απάντηση της επιστολής του δικηγόρου του εφεσείοντα ημερομηνίας 2/11/2000, τεκμήριο 23:

 

"Στους πελάτες σας έχουν παραχωρηθεί τρεις δωρεάν μετοχές ανά  ειδικό δικαίωμα με βάση τις σχετικές αποφάσεις της Εταιρείας. Η προβαλλόμενη απαίτηση των πελατών σας για να ασκήσουν τα ειδικά δικαιώματα για αγορά δύο μετοχών στα ΛΚ0.50 σεντ ανά μετοχή και να τους παραχωρηθούν έξι μετοχές είναι τελείως αδικαιολόγητη.

 

Η παραχώρηση των δωρεάν μετοχών στους κατόχους ειδικών δικαιωμάτων έγινε σε ενάσκηση της απόλυτης διακριτικής εξουσίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας με βάση τους όρους έκδοσης των δικαιωμάτων αυτών όπως περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο. ....."

 

 

Εξετάσαμε τις σχετικές με τον πρώτο λόγο έφεσης θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα. Παρατηρούμε τα πιο κάτω.

 

Το μέγιστο που η έκθεση απαίτησης και ιδιαίτερα οι παράγραφοι 11(α) και 13 του εν λόγω δικογράφου αποκαλύπτουν, είναι τη φύση και το είδος των παραλείψεων που, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, ο εφεσείων καταλογίζει στους εφεσιβλήτους. Το ίδιο όμως δεν μπορεί να λεχθεί και αναφορικά με γεγονότα που, όπως και πάλι πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, μπορούν να θεμελιώσουν βάση αγωγής του εφεσείοντα και συνακόλουθα αγώγιμο δικαίωμα του τελευταίου εναντίον των εφεσιβλήτων και ιδιαίτερα αγώγιμο δικαίωμα που πηγάζει από την ιδιότητα του εφεσείοντα ως μετόχου ή κατόχου ειδικών δικαιωμάτων αγοράς μετοχών στους εφεσιβλήτους.

 

Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592, 1600:

 

     "Η βάση της αγωγής "περιλαμβάνει το σύνολο των γεγονότων των θεμελιούντων το αγώγιμο δικαίωμα, περί ου η αγωγή ..." όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60). Βάση αγωγής κατά κανόνα προκύπτει όταν υπάρχει πρόσωπο που μπορεί να ενάγει και πρόσωπο που μπορεί να εναχθεί και εφόσον συντρέχουν όλα τα γεγονότα που είναι αναγκαία να αποδειχθούν προκειμένου να επιτύχει ο ενάγοντας. (Βλέπε: Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 28, παράγραφος 622 και Nakis Bonded v. Middle East Export (1981)                1 C.L.R. 361)."

 

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης του εφεσείοντα είναι είτε η ιδιότητα με την οποία αυτός ήγειρε την αγωγή, είτε η σχέση του με τους εφεσιβλήτους. Η γένεση συνεπώς του αγώγιμου δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, συναρτάται με αυτά τα δύο στοιχεία, για τα οποία όμως, τα γεγονότα που τα περιβάλλουν, δεν αποκαλύπτονται ρητά στην έκθεση απαίτησης ούτε και μπορούν να συναχθούν από τα όσα εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε μαρτυρία, έστω και χωρίς ένσταση, η οποία τείνει να καταδείξει την ιδιότητα με την οποία ο εφεσείων ήγειρε την αγωγή και τη σχέση του τελευταίου με τους εφεσιβλήτους, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να αναπληρώσει το κενό που δημιουργείται με την παράλειψη δικογράφησης των γεγονότων και να κλίνει έτσι την πλάστιγγα υπέρ του εφεσείοντα.

 

Η υπόθεση Moshe (πιο πάνω) βάσει της οποίας ο κ. Χριστοδούλου ζήτησε την παρέμβαση του Εφετείου για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης «προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης», ουδόλως βοηθά την υπόθεση του. Σε εκείνη την υπόθεση η αξίωση για απώλεια απολαβών του εφεσείοντα εκφραζόταν σε κυπριακές λίρες. Η μαρτυρία όμως που δόθηκε με σκοπό την απόδειξη των κονδυλίων που συνέθεταν την αξίωση, ήταν σε ισραηλινά σιέκελ, δολάρια και κυπριακές λίρες, ανάλογα με την περίπτωση. Η απώλεια του εφεσείοντα, αποτιμήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του αναφορικά με γεγονότα σχετικά με το επίδικο ζήτημα, σε 92.943 ισραηλινά σιέκελ. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είχε τεθεί αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με την ισοτιμία του ισραηλινού νομίσματος και της κυπριακής λίρας, γεγονός που κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως κώλυμα για την απόδοση της απώλειας με συνακόλουθο την απόρριψη της αγωγής. Το Εφετείο, ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος της απώλειας του εφεσείοντα είχε διαπιστωθεί από              το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση αποδεκτής μαρτυρίας, παρενέβη και ασκώντας τις εξουσίες που κάτω από ορισμένες περιστάσεις παρέχονται στο δικαστήριο από τις πρόνοιες της Δ.25, θ. 1, προχώρησε και «προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης» παραμέρισε το μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης που αναφερόταν στην απόρριψη της αξίωσης για απώλεια απολαβών και το αντικατέστησε με δική του απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου για το ποσό των 92.943 ισραηλινών σιέκελ, υπό τον όρο ότι «η απόφαση θα συνταχθεί αφού καταχωρηθεί τροποποιημένη έκθεση απαίτησης ώστε η αξίωση αναφορικά με την απώλεια απολαβών να εκφράζεται και σε ισραηλινά σιέκελ. Προϋπόθεση εκτέλεσης της απόφασης στην Κύπρο θα είναι η μετατροπή του εξ αποφάσεως χρέους κατά το ισάξιο σε κυπριακές λίρες. Οι πρόνοιες του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου να τηρηθούν». Αδυνατούμε να αντιληφθούμε με ποιο τρόπο η παρούσα περίπτωση, στην οποία η έκθεση απαίτησης δεν αποκάλυπτε αιτία αγωγής για τον εφεσείοντα και συνακόλουθα αγώγιμο δικαίωμα, μπορεί να δικαιολογεί επέμβαση μας στη βάση των προνοιών της Δ.25, θ. 1.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων τριών λόγων έφεσης.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

                                                       Δ.

 

                                                       Δ.

 

                                                       Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο