ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1055
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 299/2008)
17 Ιουνίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
HALEKO HANSEATISCHES LEBENSMITTELKONTOR
GMBH & CO OHG,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
L.S.E. LIFE STYLE ENTERPRISES LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
________________________
Μάριος Χριστοφόρου, για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα και Σία, για τους Εφεσείοντες.
Δημήτρης Βάκης, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η
Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων, με την οποία αυτοί αξίωναν ποσό €50.514,77 στη βάση συγκεκριμένων τιμολογίων, ως συμφωνηθέν και/ή εύλογο τίμημα για εμπορεύματα που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν, πλέον νόμιμο τόκο, απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης, οι εφεσείοντες, εταιρεία με έδρα τη Γερμανία, μεταξύ 28/6/2001 και 17/4/2002, πώλησαν και παρέδωσαν στους εφεσίβλητους είδη ρουχισμού αξίας €50.514,77[1], εξέδωσαν δε προς τούτο αριθμό τιμολογίων, τα οποία και εξειδικεύουν. Οι εφεσίβλητοι, κατά ή περί τις 16/7/2001 και 6/9/2001, κατέβαλαν, έναντι του πιο πάνω ποσού, το ποσό των €1.622,89, έτσι ώστε παραμένει οφειλόμενο το αξιούμενο ποσό, το οποίο, αυτοί, καίτοι κλήθηκαν με επιστολή του συνηγόρου τους ημερομηνίας 3/11/2003 να εξοφλήσουν, δεν το έπραξαν.
Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, αρνούνται ότι αγόρασαν ή συμφώνησαν με τους εφεσείοντες να αγοράσουν τα ισχυριζόμενα εμπορεύματα, ή/και ότι οι εφεσείοντες τους παρέδωσαν, ή/και ότι παρέλαβαν από αυτούς οποιαδήποτε εμπορεύματα είτε απ' ευθείας, είτε μέσω αντιπροσώπων, ή/και υπαλλήλων, ή/και άλλως πως. Ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι δεν είναι οι ορθοί διάδικοι στην αγωγή, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβαν, οι δοσοληψίες που είχαν οι εφεσείοντες ήταν με άλλη εταιρεία, προς την οποία εκδόθηκαν και τα τιμολόγια. Χωρίς επηρεασμό των όσων αναφέρουν πιο πάνω, λέγουν ότι η οποιαδήποτε πληρωμή από αυτούς προς τους εφεσείοντες έγινε προς εξόφληση άλλων οφειλών τους ή για λογαριασμό τρίτου προσώπου και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς ανάληψη ευθύνης εκ μέρους τους, ή/και έγινε λανθασμένα και επιφυλάσσονται όπως αξιώσουν την επιστροφή των εν λόγω ποσών που αναφέρονταν στην ΄Εκθεση Απαίτησης.
Οι εφεσείοντες, για να αποδείξουν την υπόθεσή τους, κάλεσαν ως μάρτυρα τον Klaus Abraham, ο οποίος αναφέρθηκε στον κύκλο εργασιών τους, στη σχέση του με αυτούς και σε ό,τι σχετικό γνώριζε για την υπόθεση. Κατέθεσε, επίσης, μεταξύ άλλων, τιμολόγια, δελτία αποστολής και συμφωνία ημερομηνίας 19/9/2001 μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων, τιτλοφορούμενη ως «Συμφωνία Αποκλειστικής Διανομής (Sole Distribution Agreement)» - Τεκμήριο 1. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτός δεν εργάζεται στους εφεσείοντες αλλά σε ναυτιλιακή εταιρεία στην Ελλάδα, η οποία είναι μέτοχος τους. Επίσης, κατέθεσε ότι ο ίδιος γνωρίζει προσωπικά τους μετόχους των εφεσειόντων και ότι είναι εξουσιοδοτημένος να καταθέσει για την υπόθεση. Μετά που οι εφεσίβλητοι έθεσαν τις συγκεκριμένες παραγγελίες - Τεκμήριο 9 - οι εφεσείοντες απέστειλαν τα εμπορεύματα στη διεύθυνση που οι εφεσίβλητοι υπέδειξαν. Συγκεκριμένα, ζήτησαν όπως τα εμπορεύματα αποστέλλονται στην εταιρεία Class Collection EPE, Θεσσαλονίκης 18, 56430 Ωραιόκαστρο, ενώ τα τιμολόγια των εμπορευμάτων να αποστέλλεται στη διεύθυνση P.O.Box 24512, CY 1300, Λευκωσία. Ο ίδιος δεν εξέδωσε τα τιμολόγια, βοήθησε, όμως, το λογιστήριο των εφεσειόντων στην έκδοσή τους.
Για τους εφεσίβλητους κατέθεσε ο Ανδρέας Καϊσής, Διοικητικός Σύμβουλος και Πρόεδρος της εταιρείας τους, από την ίδρυσή της το 1990. Αναφέρθηκε και αυτός στον κύκλο εργασιών των εφεσειόντων, των εφεσιβλήτων και της εταιρείας Class Collection EPE, η οποία δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη και της οποίας είναι, επίσης, Διοικητικός Σύμβουλος. Ανέφερε ότι η συνεργασία τους με τη Venice Beach, εταιρεία του ομίλου των εφεσειόντων, άρχισε το 1998 - 1999 και ήταν χωρίς προβλήματα. Αρχικά, αγόραζαν από αυτήν είδη μόδας και είδη για τη θάλασσα, στη συνέχεια, όμως, και συγκεκριμένα το Σεπτέμβριο του 2001, μετά από προτροπή του Διευθυντή της Venice Beach, υπέγραψαν τη συμφωνία Αποκλειστικής Διανομής. Δέχθηκε ότι η παραγγελία - Τεκμήριο 9 - είναι παραγγελία που έθεσαν οι ίδιοι, αφορούσε είδη ρουχισμού για την άνοιξη του 2002 και ήταν ύψους €200.000,00. Τα εμπορεύματα, με δική τους παράκληση, έπρεπε να παραδοθούν το Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2002, στην Class Collection EPE, σε συγκεκριμένη διεύθυνση στη Θεσσαλονίκη. Αυτό τονίστηκε γραπτώς από τη Μαρία Καϊσή, μια εκ των διευθυντών της εταιρείας τους. Από την παραγγελία, όμως, αυτή παρέλαβαν μόνο ένα μικρό μέρος των εμπορευμάτων. Ποια ακριβώς δε γνώριζε, αφού αυτά εστάλησαν με άλλους αριθμούς και άλλους κωδικούς. Με courier παραδόθηκαν τα εμπορεύματα δύο παραγγελιών, που αφορούσαν πολύ μικρό ποσό, περίπου, €1.000,00. Τα τιμολόγια, ανέφερε, που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, τα είδε για πρώτη φορά όταν αυτά δόθηκαν στο συνήγορό του, τα έλεγξε και διαπίστωσε ότι τα όσα αναφέρονται σ' αυτά δε συμπίπτουν με τις παραγγελίες που δόθηκαν. Σε ερώτηση κατά πόσο διαμαρτυρήθηκαν όταν τα εμπορεύματα δεν έφτασαν, απάντησε ότι προσπάθησαν, αλλά δε βρήκαν κάποιο να μιλά Αγγλικά. Εάν τα εμπορεύματα παραδόθηκαν σε άλλη διεύθυνση, δεν το γνώριζε, αλλά ούτε και οι εφεσείοντες παρουσίασαν οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο παράδοσης, υπογεγραμμένο από υπάλληλο της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη μαρτυρία των εφεσειόντων και καθοδηγούμενο από τα αποφασισθέντα στην Palatino Developm. Ltd v. Telectronics Com. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 962, όπου αναφέρθηκε ότι τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία αλλά υπάρχουν για να συνεκτιμούνται στο σύνολο της μαρτυρίας, κατέληξε ότι τα τιμολόγια που παρουσιάστηκαν, ενόψει των προβλημάτων που υπήρχαν στη μαρτυρία των εφεσειόντων, δεν είχαν οποιαδήποτε αποδεικτική αξία στην υπόθεση. Τα προβλήματα που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγράφονται από το ίδιο ως εξής:-
«Ο μάρτυρας είπε ότι η Haleco, δηλαδή η ενάγουσα είναι η εταιρεία του και η Venice Beach είναι η εταιρεία που αναγράφεται στα τιμολόγια και η οποία ανήκει στην εταιρεία Haleco. Η συμφωνία, τεκμήριο 1 έγινε μεταξύ HALECO Hanseatisches Lebensmittelkontoz GmbH & Co OHG και LSE Lifestyle Enterprices Ltd. Η σχέση ενάγουσας και Venice Beach δεν είναι δικογραφημένη και ούτε εδόθη μαρτυρία αναφορικά με την συμβατική σχέση ενάγουσας, Venice Beach και εναγομένης. Τα τιμολόγια εκδόθηκαν από τη Venice Beach, ένα ξεχωριστό νομικό πρόσωπο και το όνομα της ενάγουσας δεν αναφέρεται σ' αυτά.
Τα τιμολόγια δεν είναι υπογραμμένα από την εναγομένη. Ο μάρτυρας ενώ για ορισμένα τιμολόγια αναφέρει, στην προφορική του μαρτυρία, ότι εστάλησαν τα εμπορεύματα με τις Κυπριακές Αερογραμμές, βασιζόμενος βέβαια σε έγγραφα, για τιμολόγια που αφορούν και το μεγαλύτερο ποσό, τεκμήριο 8 και 10 για ποσό £40.000 περίπου, δεν αναφέρει τον τρόπο αποστολής.
Εφόσον οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν παρέλαβαν τα εμπορεύματα οι ενάγοντες έπρεπε να παρουσιάσουν πειστική μαρτυρία και για τον τρόπο αποστολής των εμπορευμάτων αλλά κυρίως για το ότι οι εναγόμενοι παρέλαβαν τα εμπορεύματα.
Ούτε αναγνώριση του χρέους υπάρχει μέσα στα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Στο τεκμήριο 14 γίνεται αναφορά από μέρους της εναγομένης στο ποσό των €100.000 το οποίο όμως δεν αποδέχονται και ζητούν από μέρους της Venice Beach και των εναγόντων κατάσταση των τιμολογίων που ευρίσκονται σε εκκρεμότητα. Καμιά σχέση υπάρχει μεταξύ ποσού €50.514,77, που απαιτείται, και ποσού €100.000 που αναφέρεται στο τεκμήριο 14. Ούτε συνδέθηκε με οποιαδήποτε μαρτυρία.
Είναι αξιοπερίεργο το ότι η αξίωση βασίζεται σε συνολικό ποσό τιμολογίων και όχι σε υπόλοιπο λογαριασμού. Στην έκθεση απαίτησης ενώ γίνεται αναφορά σε ποσά που κατεβλήθησαν έναντι του συνολικού ποσού των τιμολογίων. Τα ποσά αυτά δεν έχουν αφαιρεθεί. Δεν παρουσιάστηκε κατάσταση λογαριασμού που να φαίνονται οι πληρωμές και το υπόλοιπο ποσό. Εκτός του ότι η ενάγουσα με την προφορική μαρτυρία που προσκόμισε δεν με έχει πείσει για την ύπαρξη του οφειλόμενου ποσού από την εναγομένη καθ' ότι ο μοναδικός μάρτυρας δεν είχε άμεση γνώση των γεγονότων για τα οποία κατέθεσε, ούτε με την έγγραφη μαρτυρία κατόρθωσε να αποδείξει κάτι περισσότερο.»
Οι εφεσείοντες, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθ' όλην της την έκταση. Συγκεκριμένα, αμφισβητούν τις πιο κάτω διαπιστώσεις:-
΄Οτι ο μάρτυρας τους δεν είχε γνώση των περιστατικών και γεγονότων της υπόθεσης. ΄Οτι αυτοί είναι διαφορετικό νομικό πρόσωπο από την εταιρεία Venice Beach, με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συναλλαγές. ΄Οτι όφειλαν να αποδείξουν παραλαβή των εμπορευμάτων από τους εφεσίβλητους. ΄Οτι έπρεπε, εφόσον αυτοί διεκδικούσαν ποσό στο οποίο περιέχονται πληρωμές, να παρουσιαστεί κατάσταση λογαριασμού και, τέλος, ότι τα τιμολόγια τα οποία παρουσιάστηκαν δεν έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι, σύμφωνα με το Τεκμήριο 1, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι άλλα από τους ιδίους και τους εφεσίβλητους και ότι η Venice Beach είναι, απλά, η επωνυμία, με την οποία αυτοί εμπορεύονταν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα. Παραπέμπουν, επίσης, στο Τεκμήριο 14, επιστολή των εφεσιβλήτων προς αυτούς, όπου γίνεται παραδοχή για καθυστερήσεις στη διευθέτηση των τελευταίων τιμολογίων, και στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, ο οποίος, καταθέτοντας στο Δικαστήριο, αναγνώρισε τόσο την υπογραφή του στο Τεκμήριο 1 όσο και τη συνεργασία των εφεσιβλήτων μαζί τους. Αυτοί, υπέβαλαν, παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου την παραγγελία και τα δελτία αποστολής των εμπορευμάτων στη διεύθυνση την οποία οι εφεσίβλητοι υπέδειξαν και δεν ήταν απαραίτητο να αποδείξουν την παραλαβή τους. Εάν οι εφεσίβλητοι δεν είχαν παραλάβει τα εμπορεύματα, λογικό θα ήταν να παραπονεθούν για τη μη αποστολή τους, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν σε οποιοδήποτε στάδιο. Εάν η μαρτυρία, καταλήγουν, αξιολογείτο στο σύνολό της - οι εφεσίβλητοι, τελικά, δεν αμφισβήτησαν είτε τη συνεργασία τους μαζί τους είτε ότι προέβησαν στις συγκεκριμένες παραγγελίες - δε θα υπήρχε η λανθασμένη κατάληξη ότι τα τιμολόγια δεν έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική αξία στην υπόθεση.
Είναι καλά νομολογημένο ότι, σε αστικές υποθέσεις, το γενικό βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγων και αυτό βασίζεται στην απλή πιθανολόγηση. Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο εκδοχές, οι οποίες παρουσιάστηκαν από δύο μάρτυρες, η μαρτυρία των οποίων θα έπρεπε να αξιολογηθεί και, στη συνέχεια, ανάλογα, να γίνουν οι διαπιστώσεις.
Εξέταση του σκεπτικού της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πάντοτε υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας και, ιδιαίτερα, της μαρτυρίας του μάρτυρα των εφεσειόντων, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται ότι αποδέχτηκε, αποκαλύπτει ότι αυτό δεν είναι ορθό. Σημειώνουμε ότι η απλή καταγραφή αποσπασμάτων της μαρτυρίας και η αναφορά τι λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγησή της, χωρίς σαφείς διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, δεν είναι αρκετό.
Τα προβλήματα, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και τα οποία το οδήγησαν να μην αποδώσει στα τιμολόγια αποδεικτική αξία, δεν ανταποκρίνονται στα όσα ο μάρτυρας των εφεσειόντων κατέθεσε. Αυτός δεν ανέφερε, σε οποιοδήποτε στάδιο της μαρτυρίας του, ότι οι εφεσείοντες είναι η εταιρεία του και η Venice Beach η εταιρεία που αναγράφεται στα τιμολόγια και ανήκει σ' αυτούς. Εκείνο που ανέφερε είναι ότι ο ίδιος εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά, η οποία είναι μέτοχος στους εφεσείοντες, τους οποίους ο ίδιος γνωρίζει προσωπικά και ότι εξουσιοδοτήθηκε από αυτούς για τις συγκεκριμένες συναλλαγές. Πέραν, όμως, από τα όσα ο μάρτυρας κατέθεσε, είναι και το Τεκμήριο 1, το οποίο ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων αναγνώρισε ως τη συμφωνία που υπέγραψε με τους εφεσείοντες, και οι επιστολές Τεκμήρια 12, 13 και 14, από τις οποίες προκύπτει ότι η Venice Beach δεν αποτελεί εταιρεία, αλλά είναι απλά παράρτημα των εφεσειόντων.
Ούτε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην ΄Εκθεση Απαίτησης γίνεται αναφορά σε ποσά που καταβλήθηκαν και αυτά δεν έχουν αφαιρεθεί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το συνολικό αξιούμενο ποσό των τιμολογίων που παρατίθεται στην ΄Εκθεση Απαίτησης είναι μεγαλύτερο από αυτό που καταγράφεται, έτσι ώστε το αξιούμενο είναι το υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των δύο πληρωμών που έγιναν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων και δεν ασχολήθηκε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, ο οποίος όχι μόνο δεν αρνήθηκε ότι υπήρχε μακρά συνεργασία με τους εφεσείοντες, μέσω, βέβαια, της Venice Beach, αλλά και δέχθηκε ότι οι παραγγελίες έγιναν και ότι αυτοί δε διαμαρτυρήθηκαν, σε οποιοδήποτε στάδιο, προς τους εφεσείοντες για τη μη παραλαβή των εμπορευμάτων. Δεν αρνήθηκε, επίσης, την παραλαβή κάποιων εμπορευμάτων, τα οποία, όμως, δε γνώριζε ποια ήταν.
Ούτε η διαπίστωση ότι ο μάρτυρας των εφεσειόντων δεν είχε άμεση γνώση των γεγονότων για τα οποία κατέθετε είναι ορθή, όπως δεν είναι ορθή και η διαπίστωση ότι τα τιμολόγια εκδόθηκαν από χωριστό νομικό πρόσωπο. Ο μάρτυρας κατέθεσε - και αυτό δεν αμφισβητήθηκε - ότι ήταν εξουσιοδοτημένος για τις συγκεκριμένες συναλλαγές στις οποίες αφορούσαν τα τιμολόγια και παρακολουθούσε, μέσω του λογιστηρίου της εταιρείας στην οποία εργάζεται και η οποία είναι μέτοχος στους εφεσείοντες, όλα τα σχετικά με τις συναλλαγές αυτές. Η απουσία των δελτίων αποστολής από δύο τιμολόγια, λαμβανομένης υπόψη της μακρόχρονης καλής συνεργασίας των διαδίκων και της απουσίας οποιασδήποτε διαμαρτυρίας από τους εφεσίβλητους για τη μη αποστολή και παραλαβή των παραγγελθέντων εμπορευμάτων, θεωρούμε ότι δεν επηρεάζει την υπόθεση των εφεσειόντων.
Η αξίωση των εφεσειόντων, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασίζεται σε τιμολόγια και έγγραφα, τα οποία αυτό είχε ενώπιόν του. Τα τιμολόγια, όπως αναφέρεται στο Halsbury΄s Laws of England, τρίτη έκδοση, τόμος 24, σελ. 171 και επιβεβαιώθηκε στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, αποτελούν τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση. Ως τέτοια έπρεπε να συνεκτιμηθούν μαζί με τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Το γεγονός ότι πληρώθηκαν κάποια ποσά δε μεταβάλλει τη φύση της αξίωσης. Ούτε το γεγονός το οποίο εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως πρόβλημα, ότι, δηλαδή, στο Τεκμήριο 14 οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν το ποσό των €100.000,00, στο οποίο αναφέρονταν οι εφεσείοντες σε κάποια επιστολή τους, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, επηρεάζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο. Στην επιστολή τους αυτή οι εφεσίβλητοι αποδέχονται την καθυστέρηση των πληρωμών, την οποία αποδίδουν σε προσωρινή έλλειψη ρευστότητας και υπόσχονται να διευθετήσουν σύντομα το χρέος τους, χωρίς να διαμαρτύρονται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ότι δεν παρέλαβαν οποιαδήποτε από τα παραγγελθέντα εμπορεύματα.
Καταλήγουμε, ενόψει όλων των πιο πάνω, ότι οι εφεσείοντες είχαν παρουσιάσει θετική μαρτυρία, με αποδεικτικά στοιχεία, σε βαθμό που ικανοποιείται το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολό της. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των €50.514,77, με νόμιμο τόκο.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, αυτά, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Η αναγραφή του ποσού των €50.514,77 είναι πρόδηλο ότι είναι δακτυλογραφικό λάθος, αφού το άθροισμα των επί μέρους ποσών ανέρχεται στο ποσό των €52.137,67.