ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 885

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 111/2008

 

 

 20 Μαϊου, 2011

 

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ) ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 224,

 

 

1.  ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΊΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ

 ΑΝΤΩΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

 

2.  ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ

ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Εφεσειοντες/αιτητές

 

ΚΑΙ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΣΥΖ. ΒΑΣΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 21/11/2005

Εφεσίβλητης/καθ' ης η αίτηση

..................................

 

Αν. Μυλωνάς, για εφεσείοντες/αιτητές

Αντ. Τόκας, για εφεσίβλητη/καθ'ης η αίτηση

...................................

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δοθεί από το Δικαστή Μ. Φωτίου

 

..............................

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που εκδόθηκε στις 29/2/2008 στην Έφεση/Αίτηση 30/2004 με την οποία το αίτημα των εφεσειόντων για ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής «ο Διευθυντής») με το οποίο καθορίστηκε το εγγεγραμμένο σύνορο μεταξύ του κτήματος των εφεσειόντων και του κτήματος της εφεσίβλητης, απορρίφθηκε

 

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Το ακίνητο με αρ. εγγραφής 11729, αρ. τεμ. 370 του Φ/Σχ. LV/13 στο χωριό Ψεματισμένος επαρχίας Λάρνακας από τις 17/9/1985 ανήκει στα αδέλφια 1. Αντώνη Χρίστου Χατζησωφρονίου και 2. Χρυσήλιο Χρίστου Χατζησωφρονίου.

 

Το ακίνητο με αρ. εγγραφής 12076 και αρ. τεμ. 494 του ιδίου Φύλλου Σχεδίου και στο ίδιο χωριό είναι ιδιοκτησία της εφεσίβλητης Παναγιώτας Ονησιφόρου Δημοσθένους.

 

Το 2001 ο Σωφρόνης Χατζησωφρονίου, αδελφός των ιδιοκτητών του τεμ. 370, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος τους, υπέβαλε αίτηση (ΑΧ529/2001) στο Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας για επίλυση συνοριακής διαφοράς μεταξύ των τεμ. 370 και 494.

 

Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου αφού εξέτασε την υπόθεση, μεταξύ άλλων και με τη διεξαγωγή χωρομετρικής εργασίας, εξέδωσε απόφαση ημερ. 29/11/2004, η οποία διαλαμβάνει ως ακολούθως:

 

«Επειδή διεξήχθηκε επιτόπια εξέταση στις 26/2/04 για επίλυση της συνοριακής διαφοράς σύμφωνα με την αίτηση αρ. ΑΧ529/01 αφού στάληκαν στις 23/01/04, με ασφαλισμένο ταχυδρομείο, οι υπό του άρθρου 58 προβλεπόμενες ειδοποιήσεις,

 

Και επειδή κατά την επιτόπια εξέταση διεξήχθηκε χωρομετρική εργασία, μετά που υποδείχτηκε διαφιλονικούμενο μέρος ως προς το κοινό εγγεγραμμένο σύνορο των πιο πάνω ακινήτων,

 

Και επειδή μετά την διεξαγωγή της χωρομετρικής εργασίας σας υποδείχτηκε το κοινό εγγεγραμμένο σύνορο των εν λόγω ακινήτων σας, αφού τοποθετήθηκαν τα αναγκαία ορόσημα τα οποία, όπως αναφέρθηκε, είναι προσωρινά και υπόκεινται στην έγκριση του Διευθυντή,

 

Και επειδή η διεξαχθείσα χωρομετρική εργασία έχει ελεγχθεί από το Λειτουργό Χαρτογραφήσεων και διαπιστώθηκε ότι είναι απόλυτα ορθή,

 

Και επειδή οι εγγραφές αρ. 11729 και 12076, που καλύπτουν τα τεμάχια 370 και 494 αντίστοιχα, βασίζονται επί του εν χρήσει Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LV/13 και συνεπώς η έκταση που καλύπτουν είναι η έκταση των τεμαχίων 370 και 494 με τα οποία συσχετίζονται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50 του Κεφ. 224, και όχι αυτή που τυχόν «κατέχεται» επιτόπου,

 

Γι αυτό σας ειδοποιώ ότι η διαφορά σας για το σύνορο μεταξύ των πιο πάνω ακινήτων που εξετάστηκε σε επιτόπια έρευνα στις 26/2/04 έχει διερευνηθεί πλήρως και αποφάσισα ως εξής:

 

Η έκταση γης που σημειώνεται με κίτρινο χρώμα στο σχέδιο, που είναι κολλημένο στο πίσω μέρος της ειδοποίησης αυτής, αποτελεί μέρος του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 494 του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LV/13 σε κλίμακα 1: 5000 και είναι μέρος της εγγραφής 12076 στο όνομα της Παναγιώτας Ονησιφόρου Δημοσθένους, (αντίδικος).

 

Δεν ζητήθηκαν έξοδα για την τοποθέτηση οροσήμων.

 

Αν διαφωνείτε με την απόφαση μου μπορείτε, μέσα σε τριάντα (30), μέρες από την ημερομηνία ταχυδρόμησης της ειδοποίησης αυτής, να καταχωρήσετε αίτηση/έφεση στο αρμόδιο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Νόμου, Κεφ. 224

 

Ο εν λόγω πληρεξούσιος αντιπρόσωπος εκ μέρους των ιδιοκτητών του τεμ. 370 (πιο κάτω οι εφεσείοντες) αφού διαφώνησε με την πιο πάνω απόφαση του Διευθυντή καταχώρησε την Έφεση/Αίτηση αρ. 30/2004 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία και ζήτησε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή, τον οποίο περιέλαβε και στην αίτηση ως εφεσίβλητο 2, την δε ιδιοκτήτρια του τεμ. 494 ως εφεσιβλήτη 1.  Στην πορεία της υπόθεσης η Έφεση/Αίτηση εναντίον του Διευθυντή αποσύρθηκε και προχώρησε μόνο εναντίον της εφεσίβλητης Παναγιώτας Ονησιφόρου Δημοσθένους.

 

Εκτός από την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή, οι εφεσείοντες ζήτησαν από το Δικαστήριο και διάταγμα όπως το διαφιλονικούμενο μέρος μεταξύ των δυο κτημάτων που σημειώνεται με κίτρινο χρώμα στο πίσω μέρος της απόφασης του Διευθυντή, αποτελεί μέρος του τεμ. 370 των εφεσειόντων.

 

Μεταξύ των λόγων που υποστηρίζουν την Έφεση/Αίτηση είναι ότι (α) ο Διευθυντής διέπραξε σφάλμα οριοθετώντας το κοινό σύνορο των δυο κτημάτων, (β) δεν έλαβε υπόψη τα σταθερά και/ή πραγματικά σημεία για εξακρίβωση του κοινού συνόρου, (γ) υιοθέτησε εσφαλμένη και/ή ανορθόδοξη μέθοδο, (δ) αγνόησε και/ή δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο σύνορο της κορυφογραμμής, (ε) είναι λανθασμένος ο σχεδιασμός του Κτηματολογικού Σχεδίου όσον αφορά το τεμ. 370 και (στ) η απόφαση είναι άδικη, παράνομη και χωρίς αιτιολογία.

 

Από άποψης γεγονότων η Έφεση/Αίτηση βασιζόταν σε σχετική ένορκη δήλωση του Σωφρόνη Χατζησωφρονίου.

 

Από πλευράς εφεσίβλητης καταχωρήθηκε Ένσταση όπου διατυπώνονται 13 λόγοι ένστασης η ουσία των οποίων είναι ότι  η απόφαση του Διευθυντή είναι νόμιμη και ορθή.  Την Ένσταση συνοδεύει και σχετική ένορκη δήλωση από την εφεσίβλητη, η ουσία της οποίας είναι ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι ορθή.

 

Με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν από πλευράς εφεσειόντων και επιπρόσθετες ένορκες δηλώσεις ως εξής:  (α) Συμπληρωματική ένορκη δήλωση του πληρεξούσιου αντιπροσώπου των εφεσειόντων, (β) της Αννεζούς Αντωνίου Θεοδώρου, (γ) του Ανδρέα Δημητρίου, (δ) του Ευθύμιου Μιχαήλ (ε) του Αχιλλέα Παπαξενόπουλου, Γεωλόγου και (στ) του Χρίστου Χ»Γιάγκου, Τοπογράφου-Μηχανικού.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε στη βάση των προαναφερθεισών ενόρκων δηλώσεων χωρίς να ζητηθεί η αντεξέταση οιουδήποτε των ενόρκως δηλούντων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα άρθρα 50 και 58 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 και στις νομικές αρχές που διέπουν αιτήσεις αυτής της φύσης, κατάληξε κατ' αρχή ότι δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία που να αποδεικνύει τους λόγους Έφεσης/Αίτησης 3 (ανορθόδοξη μέθοδος), 8 (ελλιπής αιτιολογία) και 10 (άδικη και παράνομη απόφαση) και  γι' αυτό σε πρώτο στάδιο απέρριψε συνοπτικά τους λόγους αυτούς.  Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των εφεσειόντων αφού έλαβε υπόψη τις αντίστοιχες θέσεις όπως διατυπώνονται στις ένορκες δηλώσεις της κάθε πλευράς και ιδιαίτερα ότι σύμφωνα με την επιτόπια εξέταση και χωρομετρική εργασία φάνηκε ότι το επίδικο μέρος της γης αποτελεί μέρος του τεμ. 494, ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, κατέληξε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή και απέρριψε την Έφεση/Αίτηση των εφεσειόντων με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Η έφεση

Με την παρούσα έφεση (που βασίζεται σε 8 λόγους), προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Με τους λόγους έφεσης ουσιαστικά προβάλλονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: (α) Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την υπόθεση τους, (β) εσφαλμένα κρίθηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, (γ) εσφαλμένα το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γεωλόγου Αχιλλέα Παπαξενόπουλου και του τοπογράφου Χρίστου Χ»Γιάγκου, (ε) εσφαλμένα επικυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή αφού δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου για το πραγματικό και επιστημονικό υπόβαθρο, (στ) εσφαλμένα κρίθηκε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία δε φαίνεται ως εγγεγραμμένο σύνορο του επιδίκου κτήματος το «άνω μέρος της κατωφέρειας, (ζ) το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις αντιφάσεις που υπήρχαν στις εργασίες και τα ευρήματα του Διευθυντή.

 

Εφόσον μεταξύ των λόγων έφεσης είναι και ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, παραθέτουμε στην παρούσα το ουσιαστικό μέρος από την απόφαση του Διευθυντή όπως αυτή φαίνεται στη ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ που κατατέθηκε στο πρωτοκολλητείο μετά την καταχώρηση της υπό έφεση υπόθεσης.  Μεταξύ άλλων διαβάζουμε το εξής:

 

«4.  Η επιτόπια εξέταση διεξήχθηκε στις 22/11/01 και 26/2/04 αφού προηγουμένως στάληκαν με ασφαλισμένο ταχυδρομείο οι σχετικές ειδοποιήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 58 του Κεφ. 224.  Οι επιτόπιες εξετάσεις έγιναν στη παρουσία του πληρεξουσίου αντιπροσώπου των εφεσειόντων/αιτητών, της καθ' ου η αίτηση αρ. 1, της Κτηματολόγου κ. Σταυρούλλας Κασσιανού και του χωρομέτρη κ. Λουκά Ευαγγέλου.

 

5.        Αφού υποδείχθηκε επιτόπου η συνοριακή διαφορά, ο χωρομέτρης προέβηκε σε χωρομετρική εργασία και τοποθέτησε ορόσημα που καθόριζαν τη θέση του εγγεγραμμένου συνόρου των πιο πάνω ακινήτων.  Παράλληλα ετοίμασε και σχεδιάγραμμα που δεικνύει τόσον τη διαφιλονικούμενη λωρίδα όσο και το ακίνητο της καθ' ου η αίτηση αρ. 1.  Η όλη χωρομετρική εργασία διεξήχθηκε με βάση το εν χρήσει Κυβερνητικό Χωρομετρικό Σχέδιο κλίμακας 1:5000.

 

6.        Επειδή η χωρομετρική εργασία που έγινε, καθώς και το σχεδιάγραμμα, ελέχθηκαν από τον Λειτουργό Χαρτογραφήσεων και διαπιστώθηκε η ορθότητα τους και επειδή οι εγγραφές 11729 και 12076 που καλύπτουν τα τεμάχια 370 (ακίνητο εφεσειόντων) και 494 (ακίνητο καθ' ου η αίτηση αρ. 1) αντίστοιχα, βασίζονται επί του εν χρήσει Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LV/13 και συνεπώς η έκταση που καλύπτουν είναι η έκταση των τεμ. 370 και 494 με τα οποία συσχετίζονται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50 του Κεφ. 224 και όχι αυτή που τυχόν κατέχεται επιτόπου, ο Διευθυντής προχώρησε στην έκδοση της σχετικής απόφασης ημερομηνίας 29/11/04 (φωτοτυπία επισυνάπτεται) με την οποία αποφάσισε ότι η έκταση της γης που σημειώνεται με κίτρινο χρώμα στο σχέδιο που είναι κολλημένο στο πίσω μέρος της απόφασης αποτελεί μέρος του ακινήτου με αρ. τεμ. 494 του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LV/13, σε κλίμακα 1:5000 και είναι μέρος της εγγραφής 12076 στο όνομα της καθ' ου η αίτησης αρ. 1.»

  

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης το θεωρούμε ορθό να αναφερθούμε, έστω και περιληπτικά, στις αρχές που διέπουν τις εξουσίες του Διευθυντή και στη συνέχεια του Δικαστηρίου όταν εξετάζει Έφεση/Αίτηση με βάση το άρθρο 80 του Κεφ. 224 για τις οποίες υπάρχει αρκετή νομολογία.  (βλ. μεταξύ άλλων Αθανάση κ.α. ν. Χ»Μάμα κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208, Παύλου κ.α. ν. Νεοφύτου (1995) 1 Α.Α.Δ. 973 και  Αριστοτέλους ν. Χ»Κυριάκου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 100).

 

Στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση σελ. 108 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Ο μηχανισμός για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου προσφέρεται από το άρθρο 80 του Κεφ. 224.  Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου είναι καλώς θεμελιωμένες.  Έχει νομολογηθεί ότι κατά τον καθορισμό του δικαιώματος διόδου ο Διευθυντής έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια.  Εκδίδει απόφαση η οποία εμπίπτει εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου.  Επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή πρέπει να εφαρμόζει τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων που εμπίπτουν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου με τη διαφορά πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιούται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή με τη δική του.  Ωστόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν θα αντικαταστήσει εύκολα την δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του Διευθυντή.  Θα υιοθετήσει τέτοια πορεία μόνο εφόσον υπάρχουν ισχυροί λόγοι οι οποίοι αποδεικνύονται με αποδεκτή μαρτυρία και οι οποίοι συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. Kafieros (πιο πάνω) σελ. 643, 644, Peyiotis and Another vPolemides (1982) 1 C.L.R. 442, 450, Λιασίδης ω. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 Α.Α.Δ. 185, Αθανάση κ.α ν. Χατζημάμα κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208, 210, Σολωμόντος ω. ΠαΠανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906, 912, Παύλου κ.α. ν. Νεοφύτου (1995) 1 Α.Α.Δ. 973, 977.  Βλ. και Georghiou v. Hjiphesa (1970) 1 C.L.R. 58)."

 

Ενόψει των πιο πάνω, λόγοι ακύρωσης που λαμβάνονται υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, όπως για παράδειγμα παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας, πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και σε υποθέσεις όπως την παρούσα.  Αναφορικά με την αιτιολογία αυτή επιβάλλεται και από τον Καν. 6 των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956.

 

Με βάση τις πιο πάνω αρχές προχωρούμε στην εξέταση της υπόθεσης.  Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης στην έκταση που προβάλλεται παράπονο ότι αγνοήθηκε η μαρτυρία (ένορκες δηλώσεις) προσώπων που αναφέρθηκαν στην αδιάλειπτη και αδιαφιλονίκητη κατοχή του υπό αμφισβήτηση τεμαχίου, αυτό δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι το διαφιλονικούμενο μέρος του κτήματος κατείχετο πάντοτε από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη του τεμ. 370, δηλαδή των εφεσειόντων.  Όμως ορθά αποφάσισε ότι θέματα εχθρικής κατοχής δεν μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια αυτής της αίτησης, αλλά με αγωγή που δεν ήταν η περίπτωση. (βλ. μεταξύ άλλων Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi & others (1970) 1 C.L.R. 220).  Έτσι το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων της Αννεζούς Αντωνίου Θεοδώρου, του Ανδρέα Δημητρίου και του Ευθύμιου Μιχαήλ, η ουσία των οποίων ήταν ποιός κατείχε και χρησιμοποιούσε την επίδικη λωρίδα γης, ορθά αγνοήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. 

 

Υπάρχει όμως παράπονο ότι αγνοήθηκε μαρτυρία από πλευράς των εφεσειόντων και ιδιαίτερα του πληρεξουσίου αντιπροσώπου τους ο οποίος στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ανάφερε ότι το τεμ. 370 είναι είδος οροπεδίου, το επίπεδο του οποίου ανέρχεται από τα 4 μέχρι τα 25 μέτρα από το επίπεδο των γειτονικών κτημάτων και ότι το σύνορο ταυτίζεται με την άνω κατωφέρεια του γκρεμού.    Eπισύναψε προς τούτο και σημείωμα του Κτηματολογίου με τίτλο «Conventional Signs for Large Scale Plans».

 

Άλλη μαρτυρία ήταν αυτή του Αχιλλέα Παπαξενόπουλου, γεωλόγου.  Προέβηκε σε γεωλογική εξέταση των επιδίκων ακινήτων (τεμ. 370 και τεμ. 494), όπως και των τεμ. 493 και 495 σε σχέση με το τεμ. 370, που αφορούν άλλες δικαστικές υποθέσεις.  Κατέληξε ότι «το άνω μέρος της κατωφέρειας ως φυσικό σύνορο είναι αναμφίβολα καθορισμένη από την κόκκινη γραμμή που έχει σχεδιασθεί σε κλιμακα 1:2000 από την CHANT Topo Services Ltd και όχι η γραμμή μπλέ χρώματος που καθορίστηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας».  Προχωρεί ο μάρτυρας στην ένορκη δήλωση του και δίνει εξηγήσεις, με αναφορά και σε φωτογραφίες, για την πιο πανω κατάληξή του.

 

Το Δικαστήριο  απέρριψε την πιο πάνω μαρτυρία  με την αιτιολογία ότι το σύνορο δεν είναι το φυσικό σύνορο αλλά η έκταση του κάθε τεμαχίου με βάση την εγγραφή που το καλύπτει.  Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο και έρχεται σε αντίθεση με τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Theodorou v. Hadjiantoni (1961) C.L.R. 203, 208 όπου λέχθηκε ότι «the natural boundary, such as an "ohto" (bank) might be of immence help in ascertaining an error in the original register or in a boundary dispute".  (Το φυσικό όριο όπως π.χ. μια πλαγιά, μπορεί να αποτελεί τεράστια βοήθεια στη διαπίστωση λάθους στο σχέδιο ή την επίλυση συνοριακής διαφοράς).

 

Άλλη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο απέρριψε ενώ αυτή δεν είχε αμφισβητηθεί είτε με αντεξέταση, είτε με άλλη αντίθετη μαρτυρία, ήταν αυτή του τοπογράφου Χρίστου Χ»Γιάγκου της CHANT Topo Services Ltd,  ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε σε κτηματολογικά σχέδια (παραρτήματα 6 και 12 στην ένορκη δήλωση του) και σημειώσεις, τα οποία είχαν αντιφάσεις μεταξύ τους.  Αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ότι προέβηκε σε επιτόπια εξέταση και σε αποτύπωση των ορόσημων όπως τοποθετήθηκαν από το Κτηματολόγιο, με τη χρήση οργάνων μετρήσεως GPS (Δορυφορικό Σύστημα Εντοπισμού Θέσης).  Παρατήρησε ότι ενώ το εγγεγραμμένο σύνορο περιγράφεται στο επίσημο κτηματολογικό σχέδιο ως «Άνω μέρος της κατωφέρειας» τα ορόσημα τοποθετήθηκαν αρκετά πιο μέσα από τη φυσική γραμμή που ορίζει επιτόπου την αρχή της κατωφέρειας.  Μελέτησε και το φάκελο της αίτησης ΑΧ529/2001 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας και βρήκε ότι με βάση χωρομετρική εργασία που έγινε την πρώτη φορά από το Κτηματολόγιο στις 22/1/2001 (η οποία ελέχθηκε στις 2/5/2002 και κρίθηκε ικανοποιητική) έγινε ορθή η χωρομέτρηση με βάση το άνω μέρος της κατωφέρειας.  Όμως ζητήθηκε επανεξέταση από τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό και έγινε δεύτερη χωρομετρική εργασία που διαφοροποιεί τη διαφορά υπέρ του τεμ. 494 χωρίς να δίνονται ικανοποιητικές εξηγήσεις.  Ο μάρτυρας ανάφερε ότι «..... με την απόφαση του ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ουσιαστικά υποχρεώνει τη γη να συμπεριφερθεί σύμφωνα με το σχέδιο παρά την ύπαρξη της εγκυκλίου αρ. 412 (Παράρτημα 14) με την οποία δίδονται οδηγίες στους χωρομέτρες, δεδομένων των αδυναμιών του σχεδίου, να μην υποχρεώνουν τη γη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το σχέδιο αλλά το σχέδιο πρέπει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τη γη που είναι το πρότυπο σχέδιο.»  Η άποψη αυτή του μάρτυρα που βασίζεται στην πιο πάνω εγκύκλιο την απέρριψε το δικαστήριο για το λόγο ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι δεν υπάρχει νεώτερη.

 

Την πιο πάνω αναντίλεκτη μαρτυρία απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Αντίθετα το δικαστήριο δέχθηκε ως ικανοποιητική την ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, η οποία ουσιαστικά δεν πρόσθεσε οτιδήποτε στην όλη υπόθεση αφού η ουσία της είναι ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι ορθή.    Όμως ενόψει της Δ.39 Κ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (που τυγχάνουν εφαρμογής σε υποθέσεις αυτής της φύσης σύμφωνα με τον Καν. 17 των Κανονισμών του 1956), η εφεσίβλητη δεν ήταν σε θέση για να υποστηρίξει ενόρκως τα ευρήματα του Διευθυντή που εμπεριέχουν και θέματα εμπειρογνωμοσύνης.    Άλλη μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης, όπως για παράδειγμα των υπαλλήλων του Κτηματολογίου που προέβηκαν στη χωρομέτρηση, δεν προσκομίστηκε που να αντικρούει τα όσα ισχυρίστηκαν οι μάρτυρες των εφεσειόντων Παπαξενόπουλος και Χ»Γιάγκου.

 

Με βάση τον Καν. 10(3)των προαναφερθέντων Κανονισμών του 1956 «το Δικαστήριο ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα μπορεί για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων.  Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών».

 

Δεν έχουμε απόρριψη ως μη αξιόπιστης της μαρτυρίας των Παπαξενοπούλου και Χ»Γιάγκου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψη γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, τη θεώρησε ως άσχετη, με τη βασική σκέψη πως δεν ήταν στην ειδικότητά τους ο καθορισμός συνόρων.  Όμως είναι προφανές ότι η μαρτυρία των πιο πάνω παρανοήθηκε.  Δεν καθόριζαν  σύνορο, αλλά καθόριζαν, τι πίστευαν στο πλαίσιο της ειδικότητάς τους, ότι αποτελούσε την έναρξη της κατωφέρειας της κορυφογραμμής.  Αυτή, ως φυσικό σύνορο, ήταν στοιχείο σχετικό και ασφαλώς η ύπαρξη της πιο πάνω μαρτυρίας, οπωσδήποτε σχετικής, δημιούργησε ενδεχόμενο πλάνης συναφώς.  Σημειώνουμε εδώ ότι και στην ένσταση πρωτοδίκως υποβλήθηκε πως ο Διευθυντής έλαβε υπόψη ότι το επίδικο σύνορο ανέκαθεν καθοριζόταν από την κορυφογραμμή της οποίας η κλίση αρχίζει από το τεμ. 370 (σύνορο) και κατεβαίνει μέσα στο τεμ. 494.

 

Καταλήγουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας των προσώπων αυτών και ιδιαίτερα του Χ»Γιάγκου δεν δικαιολογείτο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.  Ως μέρος της αιτιολογίας γιατί να μη δεχθεί τη μαρτυρία Χ»Γιάγκου ήταν ότι αν αυτή γινόταν δεκτή, τότε η συνεχής γραμμή του συνόρου δε θα άλλαζε μόνο για το τεμ. 494 (της εφεσίβλητης) αλλά και για τα γειτονικά τεμάχια 493 και 495.  Αυτό όμως δεν πρέπει να ήταν κριτήριο αφού θέμα συνοριακής διαφοράς είχε εγερθεί και εκκρεμούσε μεταξύ των εφεσειόντων και των ιδιοκτητών των εν λόγω τεμαχίων για τα οποία είχαν καταχωρηθεί η Έφεση/Αίτηση 29/2004 για το το τεμ. 495 η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της Πολ. Εφ. 202/2008 στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 15/3/2011 και της Έφεσης/Αίτησης 31/2004 για το τεμ. 493, που αποτελεί αντικείμενο της Πολ. Έφ. 36/2009 η οποία ακόμα εκκρεμεί.  Οι τρεις Εφέσεις/Αιτήσεις (29/2004, 30/2004 και 31/2004) εκδικάστηκαν πρωτόδικα από τρεις διαφορετικούς δικαστές.    Εν πάση περιπτώσει αυτός δεν ήταν λόγος για λανθασμένη επίλυση της συνοριακής διαφοράς κατά τα δεδομένα της.

 

Σημειώνουμε εδώ ότι η προαναφερθείσα Πολ. Εφ. 202/2008 που καταχώρησαν οι εφεσείοντες σχετικά με το τεμ. 495 απορρίφθηκε αλλά οι λόγοι απόρριψής της δεν αφορούν λόγους που εξετάστηκαν στην παρούσα υπόθεση.  Η έφεση απορρίφθηκε για το λόγο ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο έγινε δήλωση από το δικηγόρο των εφεσειόντων ότι δεν αμφισβητεί την ορθότητα της επίδικης χωρομετρικής εργασίας με βάση το υπάρχον χωρομετρικό σχέδιο, αλλά ότι αυτό είναι λανθασμένο και θα προωθούσε τη διόρθωση του με κατάλληλη διαδικασία.  Ο πρωτόδικος δικαστής (άλλος από τον πρωτόδικο δικαστή στην παρούσα έφεση) έκρινε ότι η εν λόγω δήλωση κανονικά δέσμευε τους εφεσείοντες αλλά εφόσον δεν είχε εγερθεί ένσταση από την άλλη πλευρά προχώρησε και εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, την οποία και απέρριψε.

 

Το Εφετείο με την προαναφερθείσα απόφασή του αφού έκρινε ότι έπρεπε οι εφεσείοντες να προσβάλουν τα όσα είπε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με το δεσμευτικό της δήλωσης, κάτι που δεν το έπραξαν, απέρριψε την έφεση με το ακόλουθο σκεπτικό.

 

«Με δεδομένη τη θέση των εφεσειόντων ότι δεν αμφισβητούν την ορθότητα της επίδικης χωρομετρικής εργασίας, αλλά την ορθότητα του υπάρχοντος χωρομετρικού σχεδίου στη βάση του οποίου διεξήχθη η χωρομετρική εργασία, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε η απόφαση με την οποία η συνοριακή διαφορά επιλύθηκε προς όφελος του ακινήτου του εφεσιβλήτου, δεν παρέχεται περιθώριο εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 224

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η Πολ. Εφ.202/2008 δεν αποφάσισε θέματα που έχουν εγερθεί στην παρούσα.

 

Ενώ ασφαλώς ήταν αιτιολογημένη η απόφαση του Διευθυντή, προκύπτει από την αιτιολογία της, όπως αυτή συναρτήθηκε προς τη χωρομετρική εργασία που έγινε, πως εγείρεται ζήτημα πλάνης αναφορικά με το σημείο έναρξης της κορυφογραμμής.  Επομένως στοιχειοθετείται λόγος για παρέμβαση μας.  Αυτή η παρέμβασή μας πρέπει να είναι ακυρωτική αφού δεν είναι δυνατό, στη βάση των δεδομένων, εμείς να καταλήξουμε οριστικά επί της ουσίας.  Αυτό θα είναι έργο του Διευθυντή που θα πρέπει να εξετάσει το θέμα με βάση το σύνολο των στοιχείων, ασφαλώς με αναφορά και στο πού πράγματι, ενόψει και των κατατεθέντων στη πρωτόδικη διαδικασία, βρίσκεται η έναρξη της κατωφέρειας της κορυφογραμμής

 

Η έφεση επιτυγχάνει ως ανωτέρω με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης και της διαταγής για έξοδα, παραμερίζεται.  Η απόφαση του Διευθυντή ημερ. 29/11/2004 επίσης ακυρώνεται.

 

                                                                         Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

 

                                                                         Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο