ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 675
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 41/2011)
31 Μαρτίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964
ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΛΕΛΜΙΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΕΚ ΛΕΥΣΚΩΣΙΑΣ, ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ΄ ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 107/2010
ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/03/2011
--------------------------------------
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού διατάγματος certiorari με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 11.3.2011 στα πλαίσια της Αίτησης υπ΄ αρ. 107/2010. Ταυτόχρονα επιζητείται και η αναστολή κάθε περαιτέρω ενέργειας που απορρέει από το εν λόγω διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ακόμη οποιασδήποτε ενέργειας σε σχέση με την Αίτηση υπ΄ αρ. 107/2010.
Τα γεγονότα που απορρέουν από τα διαθέσιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στοιχεία μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της δικηγόρου Ιωάννας Παπαμιλτιάδους-Γκέϊστ, παραπέμπουν σε διαδικασία γονικής μέριμνας και συγκεκριμένα στα πρακτικά ημερ. 9.3.2011 και 11.3.2011. Η ενόρκως δηλούσα, όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερ. 9.3.2011, εμφανίστηκε για τον κ. Χρίστο Τριανταφυλλίδη για την αιτήτρια, ζήτησε δε χρόνο να καταχωρήσει ένσταση στη μονομερή αίτηση ημερ. 22.2.2011, η οποία και ορίστηκε για ακρόαση στις 11.3.2011, και ώρα 08:00 π.μ. με οδηγίες όπως καταχωρηθεί η ένσταση μέχρι τις 10.3.2011. Στο επόμενο πρακτικό ημερ. 11.3.2011, η κα Παπαμιλτιάδους καταγράφηκε και πάλι ως εμφανιζόμενη για τον κ. Τριανταφυλλίδη, ως δε αναφέρεται στο πρακτικό, η ώρα ήταν 08:00 π.μ. και το Δικαστήριο ήταν έτοιμο να ακούσει την υπόθεση. Ακολούθησε η εξής τοποθέτηση από την κα Παπαμιλτιάδους:
«Κα Παπαμιλτιάδους:
Αυτή την υπόθεση θα τη χειριστεί ο κ. Τριανταφυλλίδης προσωπικά. Η ώρα 08:30 θα είναι απασχολημένος στον κ. Κληρίδη στην υπόθεση αρ. 957/09, η ώρα 08:45 θα είναι απασχολημένος ενώπιον της κας Παπαδοπούλου υπόθεση αρ. 1121/10 και η ώρα 09:00 θα είναι απασχολημένος στην προσφυγή αρ. 156/109 ενώπιον του κ. Κωνσταντινίδη. Θα μπορεί να έρθει γύρω στις 09:30 εδώ για την ακρόαση.»
Η κα Παπαχρυσοστόμου που εμφανιζόταν για τον αιτητή στην αίτηση ημερ. 22.2.2011, δήλωσε ετοιμότητα να προχωρήσει με την ακρόαση αφού παρουσιάστηκε κανονικά στην ώρα της σεβόμενη τη διαδικασία του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο απευθύνθηκε στην κα Παπαμιλτιάδους υπενθυμίζοντας ότι οι οδηγίες του ήταν να καταχωρείτο η ένσταση μέχρι την προηγούμενη ημέρα, οπότε η κα Παπαμιλτιάδους απάντησε ως εξής:
«Κα Παπαμιλτιάδους:
Κύριε πρόεδρε, όπως σας είχα αναφέρει στην προηγούμενη δικάσιμο στις 09/03/2011, εγώ θα ήμουν απασχολημένη αργότερα σε ακρόαση συνεχιζόμενη ενώπιον της κας. Παπαδοπούλου υπόθεση αρ. 7750/07. Την υπόθεση εκείνη την τέλειωσα η ώρα 14:00 από το Δικαστήριο και το απόγευμα δεν επέστρεψα στο γραφείο καθότι ήταν το off μου και ήδη είχα κανονίσει άλλες υποχρεώσεις με τα παιδιά μου. Χθες όταν πήγα στο γραφείο, δηλαδή 10/03/2011, βάλαμε συνάντηση με τον πελάτη μας ακριβώς για να έρθει το απόγευμα στις 18:30. Οπόταν δεν έμεινε χρόνος για να ετοιμάσουμε την ένσταση μας.»
Το Δικαστήριο αφού άκουσε τις δύο πλευρές και αναφέρθηκε στο ιστορικό της αίτησης με ιδιαίτερη αναφορά ότι ενόψει της σοβαρότητας της υπόθεσης είχε κρίνει ορθό να ορίσει την αίτηση για ακρόαση στις 08:00 π.μ., είπε και τα εξής:
«Σήμερα, τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για αναβολή της ακρόασης, με το αιτιολογικό ότι την υπόθεση τη χειρίζεται προσωπικά ο κ. Χρίστος Τριανταφυλλίδης, ο οποίος είναι απασχολημένος με άλλες υποθέσεις. Είναι με μεγάλη έκπληξη που τίθεται αυτό το αίτημα, δεδομένου ότι, στις 09/03/2011 που ήταν ορισμένη η αίτηση, δεν έγινε καμιά αναφορά στο ότι θα τη χειριστεί προσωπικά ο κ. Τριανταφυλλίδης. Προκύπτει σαφώς ότι, την υπόθεση τη χειρίζεται η κα. Παπαμιλτιάδους, η οποία όπως αναφέρει πιο πάνω η ίδια, ήταν απασχολημένη σε άλλο Δικαστήριο για να συντάξει την ένσταση.
Το αίτημα για αναβολή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Οι οδηγίες του Δικαστηρίου ήταν σαφείς. Η ένσταση έπρεπε να καταχωρηθεί μέχρι χθες. Δεν υπήρξε οποιοδήποτε αίτημα για παράταση του χρόνου για καταχώρηση της ένστασης.»
Προχώρησε δε, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, ότι οι αιτήσεις του είδους θα πρέπει να εκδικάζονται το συντομότερο και ότι αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα του κάθε διαδίκου να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του, με ταυτόχρονο και αντίστοιχο δικαίωμα του έτερου διαδίκου να τυγχάνει γρήγορης εκδίκασης της υπόθεσης του, να απορρίψει το αίτημα της αναβολής και αφού η πλευρά της κας Παπαχρυσοστόμου ζήτησε την έκδοση του διατάγματος ως η αίτηση της, η δε κα Παπαμιλτιάδους περιορίστηκε να αναφέρει ότι δεν έχει τίποτε να πει, προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του, ρυθμίζοντας το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτητή κατά τον καταγραμμένο στο πρακτικό τρόπο, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν έχουν για την υπό κρίση αίτηση, σημασία. Σημειώνεται ότι γίνεται αντιληπτό, η ρύθμιση αυτή ήταν προσωρινής φύσεως, εφόσον το διάταγμα ήταν ενδιάμεσης φύσεως και θα ισχύει μέχρι την αποπεράτωση της κυρίως αίτησης η οποία ορίστηκε στις 14.4.2011.
Το παράπονο του κ. Τριανταφυλλίδη περιορίζεται, όπως δήλωσε με την αγόρευση του, αλλά και όπως εμφαίνεται και από την ίδια την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτηση, στο ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο εκδήλως περιέπεσε σε νομικό σφάλμα επί του πρακτικού αφού λανθασμένα αποφάσισε ότι το χειρισμό της υπόθεσης της αιτήτριας δεν τον είχε ο διορισμένος υπ΄ αυτής δικηγόρος Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης, με αποτέλεσμα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με το αίτημα αναβολής βασιζόμενο αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το λανθασμένο πραγματικό υπόβαθρο. Περαιτέρω, υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα στο ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι όταν δικηγόρος εμφανίζεται για άλλο δικηγόρο, ο πρώτος αποκτά το αποκλειστικό δικαίωμα του περαιτέρω χειρισμού της υπόθεσης, ενώ ο διορισμένος στην πραγματικότητα από το διάδικο δικηγόρος, παύει να χειρίζεται την υπόθεση του διαδίκου που τον διόρισε.
Σε ερώτηση που απευθύνθηκε κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης κατά πόσο η αιτήτρια είναι σύμφωνη με το εκδοθέν διάταγμα γονικής μέριμνας προς όφελος του πατέρα των παιδιών, το οποίο εξέδωσε το Οικογενειακό Δικαστήριο, ως αποτέλεσμα της όλης ενώπιον του διαδικασίας, ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε ότι πιθανώς να εφεσιβάλει το εκδοθέν διάταγμα ή και να επιχειρήσει την τροποποίηση του πρωτοδίκως, αλλά στη βάση των αρχών που λαμβάνονται στις οικογενειακές υποθέσεις. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, το οποίο χαρακτήρισε ως πολύ σοβαρό, συναρτάται με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου να θεωρήσει τον ίδιο ως μη εκπροσωπούντα την αιτήτρια, παρόλον τον προσωπικό διορισμό του από αυτή και χωρίς το Δικαστήριο προηγουμένως να αναζητήσει τη θέση της κας Παπαμιλτιάδους, κατά πόσο ο ίδιος δεν εκπροσωπούσε πλέον την αιτήτρια. Ως έγινε κατανοητό, ο συνήγορος δεν βάλλει κατά της απόφασης του Δικαστηρίου να μην εγκρίνει το συγκεκριμένο αίτημα για αναβολή, αλλά στο ότι λειτούργησε στη βάση αυτή με λανθασμένο υπόβαθρο δεδομένων, αποκλείοντας τον ως δικηγόρο από τον ουσιαστικό χειρισμό της υπόθεσης, ενόψει και του γεγονότος ότι εάν αφηνόταν να παρουσιαστεί προσωπικά στην αίτηση που ήταν ορισμένη για ακρόαση, τότε θα είχε κάποιες θέσεις να προβάλει στο Δικαστήριο, οι οποίες τελικώς δεν ακούστηκαν.
Έχοντας εξετάσει την όλη αίτηση με τη δέουσα προσοχή, πρέπει να λεχθεί ότι αυτή πάσχει κατ΄ αρχάς από πλευράς τύπου. Σε ένα αίτημα προνομιακού εντάλματος πρέπει να ακολουθείται ένας ορισμένος τύπος, όπως αυτός αναφέρεται και καθορίζεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 267-269. Σύμφωνα και με την υπόθεση Χαρ. Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265, επειδή στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί ακόμη σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν τα θέματα της καταχώρησης και της διαδικασίας υποβολής προνομιακών ενταλμάτων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι Αγγλικοί κανόνες που αναφέρονται στο O.53 r.1-14 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών. Προνοούνται συγκεκριμένα έγγραφα τα οποία απαραιτήτως πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για προνομιακά εντάλματα. Παρόμοια αίτηση με την παρούσα και με επίσης ελλειματικό τύπο, είχε γίνει και στη σχετικά πρόσφατη υπόθεση της Αίτησης της Άντρης Χαραλάμπους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286, όπου ο Φωτίου Δ., είχε την ευκαιρία να ανατρέξει στη νομολογία και να απορρίψει εν κατακλείδι την αίτηση της αιτήτριας, η οποία εμφανιζόταν προσωπικά, λόγω του γεγονότος ότι απουσίαζε από την αίτηση η απαραίτητη έκθεση γεγονότων, η οποία έπρεπε να προηγείται της καταχώρησης της ένορκης δήλωσης ως προς αυτά.
Και εδώ η παρούσα αίτηση πάσχει από έλλειψη εκθέσεως γεγονότων η οποία δεν είναι καταχωρημένη, σε αντίθεση με τον ορθό τύπο παρουσίασης τέτοιου είδους αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα, όπου αναφέρεται ότι χρειάζεται να υπάρχουν τρία έγγραφα, πρώτο, η αίτηση, δεύτερο, η έκθεση γεγονότων και, τρίτο, η ένορκη δήλωση. Όλα αυτά συνιστούν το θεμέλιο της αιτήσεως για προνομιακά εντάλματα για να δοθεί άδεια για να καταχωρηθεί η αίτηση για οποιοδήποτε από αυτά. Εκ του λόγου αυτού και μόνο, η αίτηση δεν είναι δυνατόν να επιτύχει και άδεια δεν μπορεί να δοθεί.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, επί της ουσίας, οποιαδήποτε αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος εξετάζεται πάντοτε με φειδώ ενόψει του γεγονότος ότι η χορήγηση τέτοιας άδειας αποτελεί ακριβώς ένα προνόμιο και είναι μέτρο που κατ΄ εξαίρεση και μόνο χορηγείται. Η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι μια αίτηση δεν επιτυγχάνει όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Πρέπει βεβαίως να υπάρχει και εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, αλλά και σ΄ αυτή την περίπτωση η άδεια δεν δίνεται όπου υπάρχει ή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και εάν συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση του προηγηθέντος κανόνα. (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση Νικήτα Μικρού για Certiorari (1997) 1 Α.Α.Δ. 609).
Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ΄ εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ΄ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) για έκδοση Certiorari (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο. Περιπτώσεις εμφανούς υπέρβασης δικαιοδοσίας εντάσσονται βεβαίως σ΄ εκείνες όπου δικαιωματικά έλκουν την έκδοση certiorari (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Τσαγγάρη για Certiorari (1999) 1 Α.Α.Δ. 326 και την Αίτηση του Χαράλαμπου Θεοδώρου για certiorari, Πολιτική Αίτηση Αρ. 31/2010, ημερ. 22.4.2010).
Δεν κρίνεται ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορά έκδηλο νομικό σφάλμα επί του πρακτικού, μορφής και υφής τέτοιας που να παρέχει δικαίωμα λήψης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari. Προσεκτική ανάγνωση της ενδιάμεσης, στην ουσία, απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου απορρίπτοντας το αίτημα αναβολής, παρά την ατυχή διατύπωση του, αποκαλύπτει ότι η άρνηση έγκρισης του αιτήματος αναβολής οφειλόταν στη μη ετοιμότητα της πλευράς της αιτήτριας να προχωρήσει με την ακρόαση την ορισθείσα ώρα, αλλά και στη μη καταχώρηση της ένστασης την προηγούμενη της ορισθείσας προς ακρόαση ημερομηνίας, παρά τις ρητές προς τούτο οδηγίες του Δικαστηρίου. Αυτό φαίνεται σαφέστατα από το μέρος της δεύτερης παραγράφου του σκεπτικού που αναπαράχθηκε προηγουμένως στη σελ. 4. Η μη καταχώρηση της ένστασης οφειλόταν, ως εξήγησε η ίδια η κα Παπαμιλτιάδους, στο ότι ήταν απασχολημένη σε άλλη ακρόαση στις 9.3.2011, όταν δόθηκαν οι οδηγίες, δεν επέστρεψε στο γραφείο της διότι δεν εργαζόταν εκείνο το απόγευμα, συνάντηση δε με τον πελάτη του γραφείου διευθετήθηκε την επομένη στις 10.3.2001, την ημέρα δηλαδή που θα έπρεπε να είχε ήδη καταχωρηθεί η ένσταση, και μάλιστα στις 18:30. Φυσιολογικά, όπως ευθαρσώς δήλωσε η κα Παπαμιλτιάδους, «.. δεν έμεινε χρόνος για να ετοιμάσουμε την ένσταση μας.». Όπως δε σημείωσε το Δικαστήριο δεν υπήρξε ούτε αίτημα για παράταση του χρόνου για καταχώρηση της ένστασης, ενώ παρατηρείται ότι όταν στις 9.3.2011, το Δικαστήριο έδωσε την οδηγία όπως η ένσταση καταχωρηθεί την επομένη, ορίζοντας την ακρόαση την μεθεπομένη, ουδεμία αντίδραση καταγράφηκε από πλευράς της κας Παπαμιλτιάδους, ως προς το σύντομο του χρόνου ή την πιθανότητα να μην δυνηθεί είτε ο κ. Τριανταφυλλίδης, είτε η ίδια, είτε ακόμη και άλλος δικηγόρος του γραφείου, να ετοιμάσει έγκαιρα την ένσταση. (Παράρτημα Α στην ένορκη δήλωση).
Είναι υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων που πρέπει να ιδωθεί η καταγραφείσα θέση του Δικαστηρίου ότι η αναβολή ζητείτο διότι την υπόθεση, ως δηλώθηκε, θα χειριζόταν προσωπικά ο ίδιος ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος θα ήταν απασχολημένος με άλλες υποθέσεις. Και βεβαίως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο ότι στις 9.3.2011, όταν ήταν η αίτηση ορισμένη δεν του ανεφέρθη ότι η υπόθεση θα τύγχανε προσωπικού χειρισμού από τον κ. Τριανταφυλλίδη, όχι με την έννοια ότι δεν δηλώθηκε πράγματι στο πρακτικό ότι η κα Παπαμιλτιάδους εμφανιζόταν για τον κ. Χρ. Τριανταφυλλίδη, αλλά υπό την έννοια ότι αναμενόταν, αν ο συνήγορος είχε όντως κώλυμα προσωπικής εμφάνισης στις 11.3.2011, εφόσον φυσιολογικά η κα Παπαμιλτιάδους όφειλε να γνώριζε ότι η αίτηση θα τύγχανε της προσωπικής προσοχής του, να αναφερόταν στο Δικαστήριο από εκείνη την ώρα. Όπως έχει λεχθεί και στις υποθέσεις Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234 και Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800, οι δικηγόροι πρέπει εν πάση περιπτώσει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεων τους. Προστίθεται δε ότι ο προγραμματισμός υπόθεσης από το Δικαστήριο για ακρόαση δεν πρέπει να ανατρέπεται με ευκολία, ιδιαίτερα σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, όπου διακυβεύονται θέματα προσωπικού θεσμού.
Το όλο σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν έχει την έννοια που του αποδίδει ο κ. Τριανταφυλλίδης, ότι, δηλαδή, το Δικαστήριο τον απέκλεισε από συνήγορο της επιλογής του αιτητή, που του χορήγησε βεβαίως και τον ανάλογο τύπο διορισμού δικηγόρου. Η εκφρασθείσα θέση ότι «Προκύπτει σαφώς ότι την υπόθεση τη χειρίζεται η κα Παπαμιλτιάδους», δεν συνεπάγεται αποκλεισμό του κ. Τριανταφυλλίδη. Η υπόθεση Επί τοις αφορώσι την Αίτηση της Hull Blyth Araouzos Ltd για Certiorari (2004) 1 Α.Α.Δ. 2042, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος ως βοηθητική στη λήψη της άδειας, είχε πολύ διαφορετικά δεδομένα. Η άδεια εκεί δόθηκε ενόψει της θέσης που έλαβε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ότι υπό το φως ένορκης δήλωσης που ορκίστηκε δικηγόρος εργαζόμενος σε δικηγορικό γραφείο σε αίτηση τροποποίησης, ολόκληρο το γραφείο το δικηγόρου στο οποίο εργαζόταν ο ενόρκως δηλών, συμπεριλαμβανομένων και συνεργατών και εκπροσώπων του δικηγόρου, αποκλειόταν από περαιτέρω εμφανίσεις.
Η ουσία της κρίσης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, επαναλαμβάνεται, έγκειται στην μη ετοιμότητα της πλευράς του δικηγόρου της αιτήτριας να προχωρήσει με την ακρόαση της αίτησης και όχι με τον κατ΄ ισχυρισμόν αποκλεισμό του κ. Χρ. Τριανταφυλλίδη ή ότι το χειρισμό δεν τον είχε εκείνος. Επελέγη όμως από αυτόν, ο χειρισμός ενώπιον του Δικαστηρίου να γίνει από άλλο δικηγόρο του γραφείου του, ακόμη και στο στάδιο που ζητήθηκε αναβολή, ενώ δεν είχε καν καταχωρηθεί η ένσταση.
Η λήψη άδειας δεν είναι επίσης δυνατή και για έτερο λόγο. Η αίτηση είναι ενδεχομένως αλυσιτελής ενόψει του ότι, ως έγινε αντιληπτό κατά τη συζήτηση της αίτησης, πιθανόν η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τη ρύθμιση της γονικής επικοινωνίας του αιτητή, να μην εφεσιβληθεί ή να επιδιωχθεί τροποποίηση του εκδοθέντος Διατάγματος. Δεν δηλώθηκε με ενάργεια ότι θα ληφθεί κάποια συγκεκριμένη ενέργεια επί του διατάγματος. Έπεται ότι εάν μεν το διάταγμα είναι αποδεκτό εν τέλει από την αιτήτρια, τότε ουδεμία επίπτωση θα έχει η θέση που έλαβε το Δικαστήριο επί της προσωπικής εμφάνισης του κ. Τριανταφυλλίδη. Το επιχείρημα του συνηγόρου ότι αν το Δικαστήριο λειτουργούσε με την ορθή θεώρηση των δεδομένων, ως προς την ανάγκη εμφάνισης του ιδίου ως συνηγόρου, ουδείς θα μπορούσε να υποθέσει ποια θα ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου, υπό το φως των όσων ο κ. Τριανταφυλλίδης θα ανέπτυσσε, παραγνωρίζει τόσο το υποθετικό της θέσης αυτής, όσο και την ουσία της ίδιας της απόφασης, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως. Αν δε το διάταγμα εφεσιβληθεί (λόγω, για παράδειγμα, της μη χορήγησης της αναβολής), ή γίνει προσπάθεια τροποποίησης του, τότε αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, γεγονός που αποκλείει την παροχή άδειας.
Υπενθυμίζεται δε ότι η ρύθμιση της γονικής μέριμνας προς όφελος του αιτητή παραμένει ενδιαμέσης και προσωρινής φύσης μέχρι τις 14.4.2011, όταν είναι ορισμένη η κυρίως αίτηση. Η περίπτωση αφορά την έκδοση απόφασης επί μονομερούς βάσεως αίτησης προς ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα με τα παιδιά του, μετά τη διάσταση με την αιτήτρια, όπως δε σημείωσε το Δικαστήριο παρά το ότι θα ήταν δυνατή η έκδοση του προσωρινού αυτού μέτρου με τη μονομερή αίτηση, θεωρήθηκε ορθά να επιδοθεί και στην αιτήτρια για να έχει και τις δικές της απόψεις. Τα πιο πάνω οδηγούν στο αυτόδηλο συμπέρασμα ότι υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ή ένδικο μέσο προς διαφοροποίηση ή ακύρωση του διατάγματος εάν η αιτήτρια το θεωρεί άδικο ή λανθασμένο. Το πρώτο ένδικο μέσο που βεβαίως εμφανώς προσφέρεται είναι η εκδίκαση της κυρίως αίτησης. Να λεχθεί δε εδώ, ότι οι αιτούμενες θεραπείες υπό τις παρ. (Α) και (Β) της παρούσας αίτησης, επιδιώκουν την ακύρωση του διατάγματος ημερ. 11.3.2011 και όχι της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου.
Το προνομιακό ένταλμα δεν αποτελεί ούτε υποκατάστατο της έφεσης, ούτε αντιστάθμισμα οποιουδήποτε άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου το οποίο εδώ θα ήταν εν πάση περιπτώσει δυνατό να ληφθεί εναντίον του διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε ως αποτέλεσμα της άρνησης χορήγησης της αναβολής. Τα δύο στάδια δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ