ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 561
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 266/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
και
ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
.
― ― ― ―
Ε. Ανδρέου (κα), για εφεσείοντες
Δ. Χριστοδούλου για Χρ. Σκορδή, για εφεσίβλητο
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας πέτυχε απόφαση υπέρ του, λόγω παράλειψης εμφανίσεως των εφεσειόντων-εναγομένων στην Αγωγή 288/07. Ακολούθησε αίτηση παραμερισμού της εν λόγω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, με την οποία αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά τα ευρήματα ότι,
(α) δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης,
(β) δεν αιτιολογείται η παράλειψη εμφάνισης των εφεσειόντων-εναγομένων, και
(γ) δεν είχε σημασία η μη αποκάλυψη ύπαρξης συμφωνίας διαιτησίας και απόφασης του διαιτητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα γεγονότα που εξελίχθηκαν πρωτοδίκως, όπως προκύπτει από την ένορκο δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη. Τα γεγονότα αυτά συνοψίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου και είναι τα ακόλουθα:
«Η ομνύουσα ήταν η δικηγόρος που ανέλαβε να χειριστεί την υπόθεση στις 12.05.08. Τα γεγονότα τα γνωρίζει προσωπικά αλλά και από πληροφορίες που έλαβε από τον κο Ανδρέου που χειρίζεται την υπόθεση, καθώς και από έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο του γραφείου τους.
Από επιστολή που βρίσκεται στο φάκελο του γραφείου τους, φαίνεται ότι στις 02.04.08 ο δικηγόρος Στάθης Κιττής, αποσύρθηκε από δικηγόρος των Αιτητών. Από πληροφορίες που έλαβε από τον κο Ανδρέου, ο τελευταίος την πληροφόρησε ότι μετά από συνάντηση του με τους Αιτητές στις 23.04.08 του παραδόθηκε ο φάκελος για μελέτη περί τις 05.05.08 και αφού μεσολάβησαν οι διακοπές του Πάσχα, έγινε νέα συνάντηση με τους Αιτητές για συλλογή πληροφοριών και διευκρινήσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισης και ανταπαίτησης.
Ο εναγόμενος 1 κατά την συνάντηση ενημέρωσε τον κο Ανδρέου ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη στις 12.05.08 για απόδειξη και ότι θα έπρεπε να καταχωρηθεί υπεράσπιση μέχρι τότε, χωρίς όμως να τον ενημερώσει ότι ήταν ορισμένη η ώρα 8.30.
Αφού ετοιμάστηκε η υπεράσπιση και ανταπαίτηση το απόγευμα της 09.05.08 παραδόθηκε ο φάκελος στην ενόρκως δηλούσα για να την καταχωρήσει στις 12.05.08.
Στις 12.05.08 και περί ώρα 8.30 κατεχώρησε το έγγραφο υπεράσπισης και ανταπαίτησης στο Πρωτοκολλητείο και έψαξε τον δικηγόρο του Καθ΄ου η Αίτηση για να εμφανισθούν μαζί χωρίς αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου μετέβη στην αίθουσα του Δικαστηρίου όπου όμως δεν βρήκε το φάκελο της υπόθεσης και γι΄αυτό αποτάθηκε στο Πρωτοκολλητείο όπου την πληροφόρησαν ότι δεν είχαν τον φάκελο.
Ίδια ήταν η απάντηση που έλαβε από το Πρωτοκολλητείο και την επόμενη ημέρα 13.05.08. Στις 14.05.08 ο δικηγόρος του γραφείου τους Δημήτρης Αχιλλέως πριν μεταβεί στο Πρωτοκολλητείο για να ερευνήσει και πάλι το θέμα, συναντήθηκε με τον δικηγόρο του Καθ΄ου η Αίτηση ο οποίος τον πληροφόρησε ότι εκδόθηκε απόφαση. Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 14.05.08, το Πρωτοκολλητείο τους επέστρεψε το έγγραφο υπεράσπισης και ανταπαίτησης.
Ο λόγος μη εμφάνισης των δικηγόρων των Αιτητών η ώρα 8.30 στις 12.05.08 ήταν γιατί ο εναγόμενος 1 δεν τους ανέφερε την ώρα και επίσης του ανέφερε ότι θα εκδίδετο απόφαση μόνο εάν δεν καταχωρείτο υπεράσπιση μέχρι τις 12.05.08 και όχι μέχρι την ημερομηνία που καθόρισε το Δικαστήριο.
Η παράλειψη εμφάνισης και καταχώρισης υπεράσπισης, οφείλεται αποκλειστικά στη σύγχυση, άγνοια και ειλικρινές λάθος των εναγομένων οι οποίοι δεν έδωσαν στον νέο δικηγόρο τους πλήρεις λεπτομέρειες για την διαταγή του Δικαστηρίου ημερομηνίας 02.04.08.»
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες-αιτητές-εναγόμενοι πρόβαλαν ότι είχαν καλή υπεράσπιση που φαινόταν στο τεκμήριο 1, που επισύναψαν στην αίτηση τους. Επίσης, επισύναψαν τα τεκμήρια 2 και 3 που έδειχναν την παραπομπή της διαφοράς τους σε διαιτησία και την έκδοση απόφασης του διαιτητή στις 16.7.07 υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, για ποσό Λ.Κ5.441,55.
Οι ενάγοντες, με επιστολή τους, που είναι το τεκμήριο 4, ανέφεραν ότι δεν αποδέχθηκαν τη διαιτητική απόφαση και προχώρησαν με την προώθηση της αγωγής, καταχωρώντας έκθεση απαίτησης. Οι εφεσείοντες περαιτέρω, αξιούσαν με ανταπαίτηση, αποζημιώσεις από κακοτεχνίες και καθυστέρηση στην παράδοση των εργασιών και ως εκ τούτου ζητούσαν όπως τους δοθεί άδεια να υπερασπίσουν την υπόθεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο περαιτέρω και πριν καταλήξει στην απόφασή του, ανέλυσε εκτενώς τη νομική πτυχή της υπόθεσης και τις αρχές που διέπουν το θέμα παραμερισμού απόφασης που εκδίδεται για παράλειψη εμφάνισης.
Η κατευθυντήρια γραμμή στη νομολογία δόθηκε από την υπόθεση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646. Προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη μακρά νομολογία που υπάρχει στο θέμα, ότι ο αιτητής πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι υπήρχε πραγματικός, σοβαρός και εύλογος λόγος για τη μη παρουσία του στο Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 2118, λέχθηκε πως «Απαραίτηση είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του Εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης».
Το Δικαστήριο θα πρέπει να επιτυγχάνει μία εξισορρόπιση μεταξύ της ανάγκης από τη μία να διατηρηθεί το δικαίωμα των διαδίκων να ακουστούν και από την άλλη της ανάγκης εξασφάλισης της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. (Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204 και Ιωάννου ν. Σκάφος «Veronica» (2003) 1 (Α) ΑΑΔ 437).
Στην Μerkis General Bonded Warehouse v. Yiannoukas Ltd (1994) 1 AAΔ 736, τονίστηκε η μεγάλη σημασία του στοιχείου της αποκάλυψης καλής υπεράσπισης εκ μέρους του αιτητή, το δε βάρος της απόδειξης το φέρει εκείνος, όχι για να αποδείξει την υπεράσπιση του, αλλά για να καταδείξει ότι έχει καλή, συζητήσιμη υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης. (Δέστε Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 ΑΑΔ 26).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει γιατί δεν καταδείχθηκε η ύπαρξη καλής και συζητήσιμης υπεράσπισης, αφού οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν την εργασία που έκαμε ο εφεσείων, αλλά βασικά ο ισχυρισμός τους ήταν ότι δεν εκτέλεσε την κατασκευή και ανέγερση της κατοικίας τους με άριστο και επαγγελματικό τρόπο, έτσι ώστε να παρουσιάζει κακοτεχνίες και αρνήθηκαν ότι προέβη σε επιπλέον εργασίες για να δικαιούται πληρωμή.
Όσον αφορά το θέμα της διαιτησίας, θεώρησε ότι η παραπομπή στην απόφαση του διαιτητή δεν μπορούσε να καλύψει το κενό που προέκυπτε από τη γενική άρνηση των εφεσειόντων-εναγομένων για τις οφειλές τους, αφού στην υπεράσπισή τους δεν προβάλλονταν οι απαραίτητες λεπτομέρειες, έστω και γενικά για να καταδειχθεί ότι οι επιπρόσθετες εργασίες ουδέποτε έγιναν, ή αν έγιναν προβλέπονταν στη συμφωνία. Και τούτο γιατί ούτε εκείνοι συμμορφώθηκαν με την απόφαση του διαιτητή την οποία συνεπώς δεν αποδέχθηκαν. Επίσης, το Δικαστήριο προχωρεί και επισημαίνει ότι πλην της γενικής άρνησης οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν επεξηγούν γιατί η επιβλέπουσα αρχιτέκτων, πολιτικός μηχανικός τους, εξέδωσε τρία διατακτικά για το ποσό των ΛΚ21.393, που απαιτείτο από την αγωγή χωρίς αμφισβήτηση.
Έτσι, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως δεν αποδείχθηκε η απαιτούμενη, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη υπεράσπιση και ακολούθως προχώρησε εκ περισσού, όπως θεώρησε, να εξετάσει και το θέμα της δικαιολόγησης της μη εμφάνισης.
Έχοντας εξετάσει τις αρχές που αφορούν τη μη εμφάνιση του εναγόμενου την ημέρα που ορίζεται η αγωγή, έχουμε καταλήξει πως δεν έχει αιτιολογηθεί η απουσία των εφεσειόντων κατά την ημέρα που ήταν ορισμένη η υπόθεση. Όχι μόνο δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες που προνοούν οι Κανονισμοί, αλλά αγνοήθηκαν προφανώς και αναβολές και παρατάσεις που δόθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Υπάρχει νομολογία περαιτέρω, που αφορά το θέμα λάθους των δικηγόρων ή των διαδίκων να εμφανιστούν, από την οποία προκύπτει πως λάθος ή αμέλεια δεν μπορεί γενικά να αποτελέσει καλό λόγο για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην. (Δέστε, μεταξύ άλλων Κωνσταντίνου ν. Ουρπάνκοβα (2003)1 ΑΑΔ 308).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει τελικά τα ακόλουθα στη σελ. 17 της απόφασης του:
«Το ιστορικό των αναβολών και η εν γένει πορεία της υπόθεσης, καταδεικνύουν ότι η διαγωγή του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Όταν λοιπόν το δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει όντως τέτοια συμπεριφορά από πλευράς διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό, δικαίως μπορεί να αρνηθεί το αίτημα για παραμερισμό της απόφασης. Βλ. Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 21.»
Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Παραπέμπουμε και στη Milouca Μotor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 941, όπου λέχθηκε πως «η αίτηση παραμερισμού μπορεί να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία ισοδυναμεί με μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας . . .».
Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο πως δεν αιτιολογήθηκε η αποτυχία των εφεσειόντων να εμφανιστούν, παρά τις επανειλημμένες παρατάσεις και αναβολές που δόθηκαν στην υπόθεση. Έτσι, έστω και αν διαπιστώνετο καλή υπεράσπιση θα έπρεπε και πάλι η αίτηση τους να απορριφθεί. Περαιτέρω, συμφωνούμε με την υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως βασικά η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων ήταν εκείνη που προωθείτο με ανταπαίτηση, η οποία εν πάση περιπτώσει μπορεί και τώρα να προωθηθεί με αγωγή.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσείοντων, πλέον Φ.Π.Α., τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.