ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 293
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ.9/2009)
24 Φεβρουαρίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,
Εφεσείoυσα,
- και -
ΑΝΤΗ ΞΑΝΘΟΥ
Εφεσίβλητου,
-----------------------------------
Λ.Βραχίμης, για την Εφεσείουσα
Α.Μερακλής, για τον Εφεσίβλητο
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 21 Απριλίου 2005, εκδόθηκε Διάταγμα ρύθμισης, μεταξύ άλλων, της επικοινωνίας που θα είχε ο εφεσίβλητος με τα δύο ανήλικα παιδιά του ζεύγους, τα οποία θα διέμεναν με τη μητέρα τους, εφεσείουσα.
Το εκ συμφώνου, σημειώνουμε, εκδοθέν Διάταγμα ήταν αρκούντως λεπτομερές προσδιορίζοντας τόσο την επικοινωνία κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, Σαββατοκυρίακων, διακοπών Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινών διακοπών.
Η μη ικανοποιητική, κατά τον εφεσίβλητο, άσκηση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από το πιο πάνω Διάταγμα, υπαιτιότητι της εφεσείουσας, οδήγησαν στην καταχώριση αίτησης για παρακοή. Μετά από ακρόαση το Δικαστήριο βρήκε την εφεσείουσα ένοχη και της επιβλήθηκε ποινή €2.000,00.
Σημαντική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, και θα εξηγήσουμε μετά γιατί, ήταν η πιο κάτω φράση η οποία συμπεριλήφθηκε στο εκδοθέν Διάταγμα.
«Ο αιτητής ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα του από τον τόπο διαμονής τους και να τα επιστρέφει στον ίδιο τόπο. Η δε καθ΄ης η αίτηση ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να παραδίδει και παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα ως ανωτέρω.»
Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης, όπως και πρωτοδίκως, δόθηκε από πλευράς εφεσείουσας έμφαση στο βάρος απόδειξης που απαιτείται να αποδειχθεί σε υποθέσεις παρακοής. Δεν έχει, με οποιοδήποτε τρόπο, οριστικοποιηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο τι δεν έκαμε η εφεσείουσα, υποστήριξε ο συνήγορος της, ιδιαιτέρως όταν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ιδία απουσίαζε στην εργασία της, κατά την ώρα και την ημέρα που ο εφεσίβλητος πήγαινε για να παραλάβει τα παιδιά του.
Όπως είναι κοινά αποδεκτό η αίτηση για παρακοή προσδιόρισε ποιες ημερομηνίες η εφεσείουσα παρέλειψε να συμμορφωθεί με το εκδοθέν διάταγμα του Δικαστηρίου με τις οποίες θα ασχοληθούμε με περισσότερη λεπτομέρεια σε μεταγενέστερο στάδιο.
Πιστεύουμε ότι δεν θα ήταν πλεονασμός να επιβεβαιώσουμε, για μια ακόμη φορά, την αναγκαιότητα συμμόρφωσης προς δικαστικά διατάγματα. Σε αντίθετη περίπτωση το κράτος δικαίου, επί του οποίου θεμελιώνονται τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ατόμων και εδράζεται η απαίτηση του κοινωνικού συνόλου, για εφαρμογή του νόμου και της τάξης σε μια δημοκρατική κοινωνία, θα κατέρρεε. Photiou ν. HadjiForados (1988) 1 C.L.R. 384.
Όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. 750, το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60), ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη τιμωρία προσώπων, φυσικών ή νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Προϋπόθεση ενεργοποίησης της πιο πάνω δικαιοδοσίας είναι η τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που τίθενται με τις πρόνοιες της Δ.42(Α(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών. (Οικονομίδου ν. Ph. Economides Estates (1999) 1 A.A.Δ. 1145.
Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής, (βλ.Ηalin v. Timur (2005) 1 A.A.Δ. 424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μαρκίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401:
α. ΄Υπαρξη διατάγματος
β. ΄Υπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης
γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος
δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής
Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου ν. Βye (2007) 1 (Α) Α.Α.Δ. 371.
Όπως σημειώσαμε πιο πάνω η εφεσείουσα προβάλλει ως λόγο έφεσης την απουσία υποκειμενικής υπόστασης ή πρόθεσης καταστρατήγησης του διατάγματος.
Η αναγκαιότητα τεκμηρίωσης τους επιβεβαιώθηκε στις υποθέσεις Halin v. Timur (ανωτέρω) και Sazen Fast Food Ltd ν. Χατζηνικόλα, Λειβαδιώτη και Σία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 472.
Η αίτηση παρακοής αφορούσε έντεκα (11) - περιπτώσεις ισχυριζόμενης παραβίασης του Διατάγματος από την εφεσείουσα, που κάλυπταν την περίοδο 1η Οκτωβρίου μέχρι 22 Νοεμβρίου 2007.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επικοινωνία δεν πραγματοποιείτο εδράζεται, από τη μια στην αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου και από την άλλη της συνισταμένης της θέσης της εφεσείουσας, που, με την ένορκη της δήλωση και ένορκη μαρτυρία, είτε απουσίαζε από το σπίτι, όπως τις περιπτώσεις της επικοινωνίας σε ημέρες που άρχιζε στις 2.μ.μ. αφού εργαζόταν και τις 2.30μ.μ. είτε, ενώ ήταν στο σπίτι δεν εμφανιζόταν για να αποφύγει την προβολή ισχυρισμού του εφεσίβλητου ότι επηρεάζει αρνητικά τα παιδιά. Σ΄άλλες περιπτώσεις η εφεσείουσα πρόβαλε ότι τα παιδιά ήταν στο σπίτι, είχαν συνάντηση με τον πατέρα τους αλλά δεν είχαν πρόθεση να τον ακολουθήσουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι υπήρξε από πλευράς εφεσείουσας ηθελημένη παρακοή του υφιστάμενου διατάγματος σε οκτώ (8) από τις έντεκα (11) περιπτώσεις, εστιάζοντας ακριβώς την προσοχή του στην εσκεμμένη, όπως τη χαρακτήρισε, απουσία της από τη σκηνή.
Η απόδειξη της ηθελημένης ανυπακοής, είναι προαπαιτούμενο για στοιχειοθέτηση της καταφρόνησης δικαστικού διατάγματος (βλ.Mouzouris v. Xylophagou Plantation (1977) 1 C.L.R. 287 και Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά ((1993) 1 Α.Α.Δ. 309.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας ότι απουσιάζει ο προσδιορισμός της παράβασης όρου ή όρων του διατάγματος. Αντιθέτως, δίδονται πρωτοδίκως παραδείγματα, αφού δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, πράξεων ή παραλείψεων από πλευράς εφεσείουσας, προς το σκοπό αυτό. Η περαιτέρω διαπιστωθείσα πρωτοδίκως απροθυμία της εφεσείουσας να συμμορφωθεί, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αφού πηγάζει από την ίδια τη μαρτυρία της.
Όπως ορθώς επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση το εκδοθέν Διάταγμα ημερ. 3 Ιουνίου 2005, περιείχε σαφείς και καθαρούς όρους ως προς τις συμφωνηθείσες και αναμενόμενες από τους διάδικους ενέργειες. Στις δε 25 Νοεμβρίου 2005, έγινε η αναγκαία επίδοση στην εφεσείουσα.
Είναι πιστεύουμε αναγκαίο να παραθέσουμε περιπτώσεις από την προσαχθείσα μαρτυρία, όπως έγινε αυτή δεχτή πρωτοδίκως, επί των οποίων στηρίχθηκε το Δικαστήριο, αφού το παράπονο του εφεσείοντα εδραζόταν σε παραβίαση του εν λόγω διατάγματος σε διάφορες ημερομηνίες.
Στις 13 Οκτωβρίου 2007, η εφεσείουσα βρισκόταν στο κομμωτήριο. Την 1η Νοεμβρίου 2007, η τελευταία βρισκόταν στη δουλειά της και τηλεφωνούσε στο σπίτι για να βεβαιωθεί ότι τα παιδιά είχαν έλθει. Το ίδιο συνέβη και στις 22 Νοεμβρίου 2007. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ήτοι 11 Οκτωβρίου 2007, και 5, 8, 10 και 12 Νοεμβρίου, η εφεσείουσα δεν παρουσιάστηκε στη σκηνή που βρισκόταν ο εφεσίβλητος και τα παιδιά τους.
Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν αποδείχθηκε η καταστρατήγηση του διατάγματος στο αναγκαίο ψηλό επίπεδο, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση». Σαφώς δεν μας ικανοποιούν οι χρησιμοποιηθείσες, στο εκ συμφώνου εκδοθέν διάταγμα, φράσεις, όπως «παράδοση» ή «παραλαβή», αλλά δεν είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης, έτσι δεν το σχολιάσαμε περαιτέρω.
Συνεπώς η κατάληξη, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που ορθώς επικεντρώνεται εν μέρει στην απουσία της εφεσείουσας τη στιγμή όταν ο εφεσίβλητος θα ασκούσε το δικαίωμα του για επικοινωνία, ήταν αναπόφευκτη και θεωρούμε το συμπέρασμα ότι ηθελημένα η εφεσείουσα παρέβη το εκδοθέν διάταγμα, ορθό.
Ως προς την επιβληθείσα ποινή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι χαμηλή και ενδεχομένως να έπρεπε, καταφρόνηση δικαστικών διαταγμάτων να αντικριζόταν, με διαφορετικής φύσεως ποινή, αλλά δεν υπάρχει αντέφεση επί τούτου, έτσι ώστε να ασχοληθούμε περαιτέρω.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.