ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 177

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Νομικό Ερώτημα Αρ. 364)

(Αρ. Αίτ. 6/2009)

Δικαιοδοσία Λύσης Γάμου

Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων

 

 

1 Φεβρουαρίου 2011

 

 

[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

 Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

 Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

 Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές.]

 

 

ΑΤΚΕΝ ΟΥΖΟΥΝΙΑΝ

Αιτητή

ν.

ΑΝΤΡΕ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Καθ΄Ης η Αίτηση

_________________

 

Λ. Βραχίμης με Α. Παπαδοπούλου (κα), για τον Αιτητή.

Αυγ. Τσάρκατζης με Π. Πανάγου,  για την Καθ΄Ης η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  (πλειοψηφίας)

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ:   Η Αίτηση, στα πλαίσια της οποίας παρεπέμφθη το ενώπιον μας Νομικό Ερώτημα δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, κατεχωρήθη στο Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων για τη Θρησκευτική Ομάδα των Αρμενίων με επιδίωξη τη λύση του γάμου των διαδίκων ο οποίος ετελέσθη σύμφωνα με την ιεροτελεστία της Αρμενικής Εκκλησίας και ενώ ο μεν Αιτητής είναι μέλος της Αρμενικής Εκκλησίας η δε Καθ΄Ης η Αίτηση είναι μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Το εν λόγω Δικαστήριο συστάθηκε δυνάμει του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 (Ν. 87(Ι)/1994) και δη του άρθρου 3 το οποίο προνοεί:

 

«3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θρησκευτικών ομάδων συγκροτούνται-

 

(α)   Σε δίκη για διαζύγια από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)·

(β)   σε κάθε άλλη δίκη από έναν από τους δικαστές, του Οικογενειακού Δικαστηρίου που δεν είναι το κοινοτικό μέλος αυτού·

 

(2) Οι δικαστές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι-

 

(α)   Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τον οποίο ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα Μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, και

(β)   δύο μέλη, από τα οποία το ένα είναι Επαρχιακός Δικαστής και ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια θα καλείται «τακτικό μέλος») και το άλλο είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι και το οποίο επιλέγεται από κατάλογο πέντε προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπό της στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η διάρκεια της θητείας του μέλους αυτού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), είναι για δύο μόνο χρόνια.  Το μέλος αυτό του δικαστηρίου θα καλείται «κοινοτικό μέλος».

 

(3) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η υπόδειξη κοινοτικού μέλους του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης διαδίκου ή του εκπρόσωπου της θρησκευτικής ομάδας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δύναται να διορίσει Επαρχιακό Δικαστή ως δεύτερο μέλος του Δικαστηρίου ή δύναται να εγκρίνει την εκδίκαση της υπόθεσης από τον Πρόεδρο και το τακτικό μέλος μόνο.»

 

 

 

Διορίσθησαν λοιπόν από το Ανώτατο Δικαστήριο ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου ένας Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως μέλος ένας Επαρχιακός Δικαστής και ως άλλο μέλος ένας εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας των Αρμενίων από κατάλογο πέντε προσώπων που υπέδειξε ο εκπρόσωπος της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων στη Βουλή. 

 

Σε συνέχεια προδικαστικής ένστασης στην υπεράσπισή της ως προς τη συνταγματικότητα της σύνθεσης του Δικαστηρίου, η Καθ΄ης η Αίτηση υπέβαλε αίτηση για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο Νομικού Ερωτήματος κατά πόσο οι διατάξεις του άρθρου 3(2) του Ν. 87(Ι)/1994 είναι σύμφωνες με το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος, με αναφορά στο οποίο θεσπίσθηκε ο Ν. 87(Ι)/1994.

 

Το Άρθρο 111 του Συντάγματος προνοεί:

 

«1.  Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν ή εις θρησκευτικήν ομάδα, δι΄ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς τον αρραβώνα, τον γάμον, το κύρος του γάμου, διέπεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος υπό του εκκλησιαστικού νόμου της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας ή υπό του εκκλησιαστικού νόμου εκάστης θρησκευτικής ομάδος, αναλόγως της περιπτώσεως.

 

2.-Α Παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακών δικαστηρίων έκαστον των οποίων σύγκειται:

 

(α)       Εις την περί διαζυγίου δίκην εκ τριών δικαστών, ο εις των οποίων είναι αξιωματούχος κληρικός, νομομαθής διοριζόμενος υπό της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας και προεδρεύει τούτου, οι δε έτεροι δύο επιλέγονται μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Εις ην περίπτωσιν δεν διορίζεται αξιωματούχος κληρικός ως ανωτέρω, το Ανώτατον Δικαστήριον διορίζει και τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.

 

(β)       Εις πάσαν άλλην δίκην εξ΄ενός δικαστού ως νόμος θέλει ορίσει.

 

3. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις θρησκευτικήν ομάδα δι΄ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακού δικαστηρίου, περί της ιδρύσεως, της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας του οποίου νόμος θέλει ορίσει, τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω.»

 

 

Ήταν η εισήγηση της Καθ΄Ης η Αίτηση ότι, η αναφορά στο Άρθρο 111.3 «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», παραπέμπει στο Άρθρο 111.2Α με τρόπον ώστε τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2 ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τους ανήκοντες στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να ισχύουν κατ΄ακριβή αναλογία και αντιστοιχία ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων, στην προκειμένη περίπτωση των Αρμενίων.  Έτσι, κατέληξε, η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου, προκειμένου περί δίκης διαζυγίου, να έπρεπε να ήταν όχι όπως προνοείται στο Ν. 87(Ι)/1994 αλλά, κατά το πρότυπο του Άρθρου 111.2, ένας αξιωματούχος κληρικός νομομαθής διοριζόμενος από την Αρμενική Εκκλησία και δύο νομομαθείς ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανήκοντες στην Αρμενική Εκκλησία διοριζόμενοι από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της αίτησης, θεώρησε ότι υπάρχει ασάφεια στο λεκτικό της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» αναφορικά με το ποίες αναλογίες των Παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 111 πρέπει να τηρούνται, και έτσι έκρινε ότι υπήρχε θέμα για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, διατυπώνοντας ως ακολούθως το Νομικό Ερώτημα το οποίο και παρέπεμψε:

 

«Κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου, 87(Ι)/1994, αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του Γάμου, είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος

 

 

 

Ενώπιον μας, η Καθ΄Ης η Αίτηση ανέπτυξε στην ίδια βάση τη θέση της.  Εφ΄όσον, λέγει, οι διάδικοι, μη ανήκοντες στην ίδια Εκκλησία, επέλεξαν δυνάμει του Άρθρου 22.2(α) του Συντάγματος όπως ο γάμος τους διέπεται από το δίκαιο της Αρμενικής Εκκλησίας, ώστε η λύση του να είναι στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων, το Δικαστήριο αυτό, για να είναι νομίμως συσταθέν, θα πρέπει η σύνθεση του να είναι σύμφωνα με τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.3 ώστε να πρέπει να αναπαράγονται οι πρόνοιες του Άρθρου 111.2Α και για τα Οικογενειακά Δικαστήρια των Θρησκευτικών Ομάδων.  Τούτο, λέγει, είναι το αποτέλεσμα, με αναφορά στις ερμηνευτικές αρχές, της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», που αντιστοιχεί στον όρο «mutatis mutandis".  Η πρόνοια αυτή, εισηγείται, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρά ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται οι πρόνοιες στις οποίες παραπέμπει με μόνο τις ανάλογες φραστικές προσαρμογές, όπως στην περίπτωση του mutatis mutandis που σημαίνει μόνο «with the necessary changes in points of detail» («με τις αναγκαίες αλλαγές στις λεπτομέρειες»), σύμφωνα με την Κοινοπολιτιακή νομολογία και τα Αγγλικά νομικά λεξικά στα οποία παραπέμπει.  Δεν παρείχετο λοιπόν, καταλήγει η Καθ΄Ης η Αίτηση, ευχέρεια στο νομοθέτη να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του Άρθρου 111.2Α, ο μόνος δε λόγος που χρησιμοποιήθηκε η επίμαχη φράση στο Άρθρο 111.3 ήταν η αποφυγή αχρείαστης επανάληψης των προνοιών του Άρθρου 111.2Α.  Ούτε υπάρχει αδυναμία συγκρότησης Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη θρησκευτική Ομάδα των Αρμενίων κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 111.2Α, αφού και πριν από την τροποποίηση του Άρθρου 111.2 η Αρμενική Εκκλησία λειτουργούσε το δικό της Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, εις περίπτωση δε μη διορισμού αξιωματούχου κληρικού ως προεδρεύοντα, αυτός θα ορισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2Α, ενώ υπάρχουν διαθέσιμοι εκπρόσωποι των Αρμενίων για την πλήρωση των άλλων δύο θέσεων όπως καταδεικνύεται από τον κατάλογο των πέντε προσώπων που υποβάλλεται βάσει του Ν. 87(Ι)/1994 για την επιλογή του εκπροσώπου των Αρμενίων.

 

Ο Αιτητής έχει άλλη άποψη του πράγματος, εισηγούμενος ότι η επίμαχη φράση αποσκοπεί όχι στη διαμόρφωση ρυθμίσεων πανομοιότυπων προς εκείνες του Άρθρου 111.2Α, οπότε θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα και οι λόγοι διαζυγίου του Άρθρου 111.2Α (που είναι εκείνοι που προβλέπονται στο Καταστατικό της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) να μεταφέροντο αυτούσιοι στα του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Αρμενίων (που θα ήταν ακόμα πιο παράλογο στην περίπτωση των Μαρωνιτών, η Εκκλησία των οποίων δεν αναγνωρίζει τη λύση του γάμου), αλλά να παραπέμψει στις ευρύτερες αναλογίες μεγεθών, ιδιαιτεροτήτων και αναγκών μεταξύ της Ορθόδοξης και της Αρμενικής ή άλλης κοινότητας.  Παραπέμποντας στον πολύ περιορισμένο αριθμό των Αρμενίων σε σύγκριση με εκείνο των Ορθοδόξων, με ανάλογη αντιστοιχία στην κατηγορία των νομομαθών που να μπορούσαν να ικανοποιήσουν την πρόνοια του Άρθρου 111.2Α ως προς νομομαθείς «ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου», ο Αιτητής παρατηρεί το ανέφικτο της σύστασης Οικογενειακού Δικαστηρίου των Αρμενίων κατ΄ακριβή αντιστοιχία προς τα διέποντα το Οικογενειακό Δικαστήριο των Ορθοδόξων, αφού μάλιστα ακόμα και ο κατάλογος των πέντε προσώπων από τα οποία διορίζεται ο εκπρόσωπος των Αρμενίων δεν περιλαμβάνει καν νομομαθείς.  Ο Αιτητής παραπέμπει εξ άλλου στην υπόθεση Χριστοδουλίδου ν. Toumaian (2007) 1 ΑΑΔ 1024, όπου η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιλαμβανόμενη Νομικού Ερωτήματος, εξέτασε τις διατάξεις του Ν. 87(Ι)/1994 αναφορικά με τη σύνθεση των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων, ουσιαστικά επικροτώντας τη συνταγματικότητα της.  Την υπόθεση αυτή υποβαθμίζει η Καθ΄Ης η Αίτηση λέγοντας ότι το θέμα που αφορά εδώ δεν ήταν επίδικο εκεί, ώστε τα λεχθέντα ως προς τη συνταγματική συμβατότητα του Ν. 87(Ι)/1994 να ελέχθησαν στα πλαίσια ιστορικής αναδρομής και όχι σε συνάρτηση με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία.

 

Η υπόθεση Χριστοδουλίδου ν. Toumaian συνιστά βεβαίως υπολογίσιμη νομολογιακή αφετηρία για σκοπούς του ενώπιον μας Νομικού Ερωτήματος, και ασφαλώς δεν μπορεί να παραγνωρισθεί με τον τρόπο που εισηγείται η Καθ΄Ης η Αίτηση.  Η απόφαση συνιστά συνειδητή αντίληψη της Ολομέλειας ως προς τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Ν. 87(Ι)/1994 σε σχέση με τη σύσταση των Οικογενειακών Δικαστηρίων της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων αφού αυτή ήταν και προϋπόθεση της εξέτασης του θέματος που εγείρετο και αφορούσε την εμβέλεια της δικαιοδοσίας του.  Αλλά και συνειδητή αντίληψη ως προς τις διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων του Άρθρου 111.2Α και εκείνων του Ν. 87(Ι)/1994.  Και οι αναφορές ότι «Το Οικογενειακό Δικαστήριο των Θρησκευτικών Ομάδων, κατ΄αναλογίαν με τα Οικογενειακά Δικαστήρια [υπογράμμιση δική μας] συγκροτείται .» (σ. 1032) και ότι ο Ν. 87(Ι)/1994 θεσπίσθηκε «κατά τον ίδιο και ανάλογο τρόπο όπως προνοείται στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90» (σ. 1033) έχουν την ίδια κατεύθυνση.

 

Θα χρειαζόταν μεγάλη πειστικότητα στα όποια επιχειρήματα περί του αντιθέτου, την οποία σαφώς τα επιχειρήματα της Καθ΄Ης η Αίτηση δεν διαθέτουν, ούτε συμμεριζόμαστε την εντύπωση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου ότι υπάρχει ασάφεια στο λεκτικό της εν λόγω φράσης.  Οι εισηγήσεις της εδράζονται σε πεπλανημένη αντίληψη της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», την οποία εξισώνει προς το «mutatis mutandis» ή προς το «ανάλογες ή αντίστοιχες ρυθμίσεις».  Τέτοια εξίσωση δεν επιτρέπουν οι ίδιες οι λέξεις «τηρουμένων των αναλογιών» με τη γραμματική τους έννοια.  «Τηρουμένων των αναλογιών» σημαίνει να τηρηθούν οι αναλογίες και δεν σημαίνει «mutatis mutandis» ή «να γίνει ανάλογη ή αντίστοιχη ρύθμιση» ως προς τις ίδιες τις πρόνοιες.  Η παρερμηνεία βεβαίως εντοπίζεται στην αντίληψη ότι «τηρουμένων των αναλογιών» έχει αναφορά στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 111.2Α αντί στα δεδομένα των θρησκευτικών ομάδων.  Αν όμως αυτή ήταν η πρόθεση του Συνταγματικού νομοθέτη, δεν θα εκφράζετο όπως εξεφράσθη αλλά θα μπορούσε να εκφράζετο είτε με ευθεία αναφορά σε «ανάλογες ή αντίστοιχες ρυθμίσεις προς τα ανωτέρω», είτε με την απλή επανάληψη των προνοιών του Άρθρου 113.2Α αφού αντικαθίσταντο οι αναφορές «Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» ως προς τον προεδρεύοντα και «Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» ως· προς τους άλλους δύο Δικαστές με τις αναφορές «Αρμενικής Εκκλησίας» και «Αρμενικήν Εκκλησίαν» αντιστοίχως.  Και ποίο έρεισμα θα είχε η ακριβής αντιστοιχία που εισηγείται η Καθ΄Ης η Αίτηση ως προς τις πρόνοιες του Άρθρου 113.2Α για τους λόγους του διαζυγίου, αφού, αν ίσχυε τέτοια αντίληψη, θα έπρεπε η ακριβής αντιστοιχία να επεκτείνετο και εκεί;  Δεν ήταν όμως ασφαλώς αυτή η πρόθεση.  Ο συνταγματικός νομοθέτης προνόησε ειδικώς ως προς τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχοντας υπ΄όψη τόσο το μέγεθος της όσο και την παραδοσιακή εμπλοκή της στα του διαζυγίου, επιφέροντας ένα συγκερασμό των παραδοσιακών και των σύγχρονων δεδομένων τόσο ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στην περίπτωση του διαζυγίου όσο και ως προς τους λόγους του διαζυγίου.  Προφανώς, ως προς τις θρησκευτικές ομάδες που αναφέρονται στο Άρθρο 2.3, έκρινε ότι δεν υπήρχαν τα ίδια δεδομένα που να δικαιολογούσαν συνταγματική πρόνοια είτε με πανομοιότυπες είτε με άλλες συνταγματικής διάστασης ρυθμίσεις.  Έδωσε λοιπόν ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προνοήσει εκείνος για αυτές, «τηρουμένων των αναλογιών» μεταξύ της ελληνορθόδοξης κοινότητας και των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων «προς τα ανωτέρω», δηλαδή ως προς τα προνοούμενα στο ΄Αρθρο 113.2Α ζητήματα.  Και ο κοινός νομοθέτης, στα πλαίσια της ευρείας αυτής ευχέρειας του, κρίνοντας τις αναλογίες αυτές και έχοντας υπ΄όψη τα δεδομένα και τις αναλογίες των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων, νομοθέτησε «αναλόγως», προνοώντας και για τη λειτουργικότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων και για την κατά το δυνατό και λογικό εκπροσώπηση σε αυτό των κοινοτήτων που τις απαρτίζουν.  Έτσι νομοθετώντας, ασφαλώς έλαβε υπ΄όψη του και τους παράγοντες στους οποίους παρέπεμψε ο Αιτητής για να καταδείξει το ανέφικτο της λειτουργίας αυτοτελούς Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων - όπως είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο για τους Ελληνορθόδοξους - κατά το πρότυπο που εισηγείται η Καθ΄Ης η Αίτηση.

 

Είναι λοιπόν η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ενώπιον του παραπεμφθέν Νομικόν Ερώτημα ότι οι διατάξεις του άρθρου 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του γάμου είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

 

                                            ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                            ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

                                            ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                            ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

 

                                            ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                        ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                        ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

                                        ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο