ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                 (Πολιτική Αίτηση Αρ. 12/2011)

 

23 Φεβρουαρίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MOHAMMAD ALI AHMAD, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

                                                                   Αιτητή,

και

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

       Καθ' ων η αίτηση.

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Κ. Λοΐζου (κα) με Ι. Δημητρίου (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

O Αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται ο Αρχηγός Αστυνομίας να προβεί σε άμεση απελευθέρωσή του.

 

Ο Αιτητής, ο οποίος είναι Κούρδος, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Συρία, λόγω φόβου δίωξής του από τις Συριακές Αρχές, εξαιτίας της εθνοτικής του καταγωγής, αλλά και γιατί ήταν ενεργό μέλος του κουρδικό κόμματος Yekiti, το οποίο αγωνίζεται για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των Κούρδων της Συρίας.  Η συμμετοχή του στο πιο πάνω Κόμμα ήταν ενεργός, τόσο στη Συρία, όσο και στην Κύπρο, όπου εξελέγη Πρόεδρος του τοπικού κόμματος.

 

Στη Δημοκρατία φαίνεται να εισήλθε τον Μάιο του 2005 και υπέβαλε αίτηση για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα.  Η Υπηρεσία Ασύλου στις 21.6.2006 απέρριψε το αίτημά του.  Κατά της  απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προσέφυγε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία την 1.2.2008 την απέρριψε.  Στη συνέχεια, μετά από συνάντηση με τον Υπουργό Εσωτερικών, κατάφερε να επανανοιχθεί ο φάκελος του στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία μετά από νέα μελέτη των δεδομένων, απέρριψε εκ νέου τη διοικητική προσφυγή του.  Στη συνέχεια, καταχώρησε την προσφυγή 1362/10 κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.  Η προσφυγή ακόμη εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Στις 17.5.2010 το Κουρδικό Κόμμα, σε συνεργασία με Κούρδους της Συρίας στην Κύπρο, πραγματοποίησαν καθιστική εκδήλωση έξω από το Σπίτι της Ευρώπης στη Λεωφ. Βύρωνος στη Λευκωσία, διεκδικώντας την παραχώρηση διεθνούς προστασίας στους Κούρδους της Συρίας.  Ο Αιτητής ήταν ένα από περίπου 200 άτομα που συμμετείχαν στην πιο πάνω διαδήλωση, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 11.6.2010, οπότε καταστάληκε από την Αστυνομία και ο Αιτητής μαζί με άλλους διαδηλωτές συνελήφθηκαν.  Αρκετοί από αυτούς απελάθηκαν στη Συρία.  Ο Αιτητής όμως τέθηκε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών, μέχρι να επιλυθούν διάφορα νομικά προβλήματα, ώστε να είναι δυνατή η απέλασή του στη Συρία.  Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, δεν αναφέρει ότι γνώριζε για την έκδοση στις 11.6.2010 διαταγμάτων για την κράτηση και απέλασή του.  Αντίθετα, αναφέρει ότι στις 14.6.2010 ενημερώθηκε προφορικά από την Αστυνομία ότι επρόκειτο να απελαθεί εντός της ημέρας, χωρίς ωστόσο να του επιδοθούν οποιαδήποτε διατάγματα κράτησης ή απέλασης ή να του εξηγηθούν οι λόγοι απέλασής του.

 

Στις 12.6.2010 τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι Κούρδοι κρατούμενοι, καταχώρησαν ομαδική αίτηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), ζητώντας την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να ανασταλεί οποιοδήποτε μέτρο απέλασής τους από τη Δημοκρατία.  Στις 14.6.2010 το ΕΔΑΔ εξέδωσε τα ασφαλιστικά μέτρα και ενημέρωσε σχετικά τις αρχές της Δημοκρατίας.  Το συγκεκριμένο διάταγμα του ΕΔΑΔ εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ.  Στις 6.9.2010 ο Αιτητής καταχώρησε μαζί με άλλους συλληφθέντες, την ομαδική Προσφυγή με αριθμό 41858/10 στο ΕΔΑΔ, εναντίον της απόφασης της Δημοκρατίας να τον απελάσει στη Συρία, ισχυριζόμενος ότι παραβιάζονται τα ατομικά του δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση και από το Πρωτόκολλο 4. 

 

Ο Αιτητής, με την υπό εκδίκαση αίτησή του, θεωρεί ότι οι συνθήκες κράτησής του είναι ακατάλληλες, απάνθρωπες και ταπεινωτικές.  Επίσης, θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του στη βάση των διαταγμάτων απέλασης είναι παράνομη και ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης δεν μπορούν να εκτελεστούν, εφόσον παραβιάζουν τόσο το Άρθρο 11 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 5 της Σύμβασης.  Επίσης, θεωρεί ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 15(5) και (6) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.

 

Η Δημοκρατία ενίσταται στην αίτηση και εγείρει τρεις προδικαστικές ενστάσεις.  Τόσο αυτές, όσο και τα υπόλοιπα νομικά σημεία που εγείρονται, είναι πανομοιότυπα με αυτά που ηγέρθηκαν στην Αίτηση του Jafar Kalash για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, Πολιτική Αίτηση αρ. 9/2011, ημερ. 23.2.2011.  Λόγω της απόλυτης ομοιότητας των δύο αιτήσεων επί όλων των νομικών σημείων, υιοθετώ το σκεπτικό μου, το οποίο και παραθέτω αυτούσιο για σκοπούς αιτιολογίας της παρούσας απόφασης.

 

«Οι τρεις προδικαστικές ενστάσεις

...........................

(α) Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης, καθότι ο Αιτητής κρατείται δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο και δεν μπορούν να ελεγχθούν στα πλαίσια του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού ο έλεγχος τους εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

(β) Άνευ βλάβης της πρώτης προδικαστικής ένστασης, ο Αιτητής κωλύεται από του να αιτείται το προνομιακό ένταλμα habeas corpus, εξαιτίας της μη προσβολής των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης με προσφυγή, και

(γ) Άνευ βλάβης των πιο πάνω, ο Αιτητής κωλύεται να ζητά την αιτούμενη θεραπεία, καθότι η συνέχιση της κράτησης του οφείλεται εξ ολοκλήρου στις δικές του ενέργειες και δη στην αίτηση του για έκδοση πρωτοφανών ασφαλιστικών μέτρων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) για αναστολή των διαταγμάτων απέλασης.

 

Οι νομικές θέσεις που προβάλλει η δικηγόρος της Δημοκρατίας για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, είναι ορθές.  Όπως είχα πρόσφατα την ευκαιρία να αναφέρω στην Αίτηση για Habeas Corpus, αναφορικά με τον Afhsin Aghaei Sandeyani, Πολιτική Αίτηση αρ. 144/2010, ημερ. 20.1.2011:-

«Το ένταλμα Habeas Corpus, όπως και άλλα προνομιακά εντάλματα τα οποία εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Emmanuel Oktru v. Δημοκρατίας (2004) 1Α ΑΑΔ 608, Πολιτίδης ν. Αστυνομίας (1999) 1Β ΑΑΔ 1256, Khlaief v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (Αρ. 1) (2003) 1Γ ΑΑΔ 1402 και Elena Bondar (Αρ. 2) (2004) 1Γ ΑΑΔ 2075, στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια επιβεβαίωσε τις αποφάσεις στις δύο προηγούμενες υποθέσεις).  Από την άλλη αποφάσεις διοικητικών οργάνων, όπως για παράδειγμα διατάγματα για την κράτηση και απέλαση ενός αλλοδαπού, συνιστούν διοικητικές πράξεις οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Κατά συνέπεια, εφόσον η νομιμότητα των διαταγμάτων σύλληψης, κράτησης και απέλασης ανήκει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η νομιμότητα τους ελέγχεται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει της δικαιοδοσίας του που απορρέει από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στη βάση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Η δικηγόρος του Αιτητή, στην αγόρευσή της, διαισθανόμενη ορθώς τις νομικές δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε, αν προωθούσε την αίτηση στην αρχική της μορφή και σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 16 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή, (ότι η συνεχιζόμενη κράτηση του Αιτητή στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι παράνομη και δεν μπορεί να εκτελεστεί), διαφοροποίησε τις αρχικές θέσεις του Αιτητή.  Διευκρίνισε ότι ο Αιτητής, δεν αμφισβητεί με την παρούσα διαδικασία τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αλλά αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησης του μόνο από απόψεως διάρκειας.  Ως νομική βάση επικαλέστηκε την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, το Άρθρο 11.2 του Συντάγματος και το άρθρο 5(1) της Σύμβασης.

 

Στην ουσία, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή εγκατέλειψε οποιαδήποτε αμφισβήτηση του διατάγματος απέλασης, τουλάχιστον για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και περιορίστηκε στην αμφισβήτηση της κράτησης.  Υπάρχουν αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε ότι ακόμα και η νομιμότητα της κράτησης δυνάμει διατάγματος απέλασης, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου στο οποίο ανήκει το ένταλμα Habeas Corpus.  Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις, Έκδ. 2004, στις παραγρ. 3.16 και 8.07 και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην αίτηση για έκδοση Habeas Corpus, Αναφορικά με την Elena Bondar (Aρ. 2) (2004) 1Γ AAΔ 2075, στην οποία επιβεβαιώθηκαν οι αρχές που διατυπώθηκαν προηγουμένως στην Πολιτίδης (1999) 1 ΑΑΔ 1256, ότι τόσο η έκδοση διατάγματος απέλασης όσο και η έκδοση συνακόλουθων διαταγμάτων κράτησης, συνιστούν ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις, η νομιμότητα των οποίων μπορεί να ελεγχθεί μόνο με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία, δυνάμει του Άρθρου 146.1.

 

Όμως η συνήγορος του Αιτητή υπέδειξε ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Bondar (Aρ. 2), ανωτέρω, αφορούν «περιπτώσεις αμφισβήτησης της νομιμότητας της κράτησης για απέλαση και η υπόθεση θα πρέπει να διαχωριστεί από τις υποθέσεις στις οποίες αμφισβητείται η χρονική διάρκεια ή το παρατεταμένο της κράτησης για απέλαση.».  Σχετικές θεώρησε τις αιτήσεις για έκδοση Habeas Corpus, στις υποθέσεις Khlaief (2003) 1Γ ΑΑΔ 1402 (Χατζηχαμπής, Δ.), Hassan (2004) 1Α AAΔ 648 (Χατζηχαμπής, Δ.) και Bilal Ahmed (2004) 1A ΑΑΔ 670 (Κραμβής, Δ.).

 

Συμφωνώ με την εισήγηση της δικηγόρου του Αιτητή ότι η υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Bondar (Αρ. 2) διαφοροποιείται, αφού εκείνη η υπόθεση δεν αφορούσε καθόλου τη διάρκεια της κράτησης, αλλά τη νομιμότητα της κράτησης για σκοπούς απέλασης.  Το θέμα του παρατεταμένου της κράτησης δεν ήταν ένα από τα επίδικα θέματα, γι' αυτό και δεν εξετάστηκε.  Αντίθετα, συμφωνώ με το σκεπτικό που εξέφρασε ο αδελφός Δικαστής Χατζηχαμπής στην υπόθεση Khlaief, ανωτέρω, στην οποία ανέφερε ότι:-

«Είναι η θεωρημένη μου γνώμη ότι, παρά την έλλειψη ρητής συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας επί τούτου, κράτηση διενεργούμενη προς το σκοπό απέλασης δεν μπορεί να είναι δυνητικά απεριόριστη αλλά περιορίζεται σε τέτοιο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπ΄όψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει η απέλαση. Η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας. Η απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) "προς το σκοπό απελάσεως". Δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ΄αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Γενομένη με την προοπτική της απέλασης, εξυπακούεται ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Άλλως, ο λόγος της συνέχισης της καταρρέει. Τούτο επιτάσσει δε όχι μόνο το όλο πνεύμα του Άρθρου 11 προς το σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων του αλλοδαπού αλλά και η ίδια η επιδίωξη της απέλασης που είναι η άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της νομιμότητας με το ακραίο και αποτελεσματικό μέτρο της απομάκρυνσης του διαπιστωθέντος μη δικαιούμενου να ευρίσκεται στη Δημοκρατία αλλοδαπού.

Φρονώ λοιπόν ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα παρατεταμένης κράτησης προς απέλαση. Η εξουσία αυτή δε μόνο στα πλαίσια αίτησης habeas corpus μπορεί να ασκηθεί και να είναι αποτελεσματική. Η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο με την επιδίωξη ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια της προσφυγής του Αιτητή παραγνωρίζει ότι το κρινόμενο στην προσφυγή, η εμβέλεια του οποίου καθορίζει και το εύρος δυναμένου να εκδοθεί στα πλαίσια του ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων της απόρριψης του αιτήματος ασύλου και της έκδοσης του διατάγματος απέλασης, όπως μαρτυρεί και η έκβαση του αιτηθέντος ενδιάμεσου διατάγματος με την απόφαση που εδόθη στην εν λόγω προσφυγή στις 18.9.2003. Εξ άλλου, στα πλαίσια της προσφυγής θα διαπιστωθεί η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων κατά το χρόνο λήψης τους και όχι η εξέλιξη των πραγμάτων σε μετέπειτα στάδιο, όπως η υπέρμετρη καθυστέρηση διενέργειας της απέλασης. Στα πλαίσια όμως της εξουσίας που το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει κατά την εξέταση αίτησης habeas corpus εκλαμβάνεται ως δεδομένη η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων ως υφιστάμενων διοικητικών πράξεων, όπως και η νομιμότητα του ακολούθως τούτων εκδοθέντος διατάγματος σύλληψης του Αιτητή ώστε να κρατηθεί προς το σκοπό απέλασης του, και το αντικείμενο της εξέτασης είναι μόνο το κατά πόσο η νομίμως αρξαμένη κράτηση κατέστη παράνομη εκ των υστέρων ως καθ΄υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπομένου χρόνου. Και τούτο δεν ανάγεται πλέον στο διοικητικό δίκαιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Δεν υπάρχει λοιπόν διείσδυση στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου με την άσκηση τέτοιας εξουσίας, ούτε υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος διακρίβωσης της νομιμότητας της συνεχιζόμενης κράτησης άλλος εκείνου της αίτησης habeas corpus η οποία εκδικάζεται τάχιστα προκειμένου περί του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου, όπως εξ άλλου θέλει και το Άρθρο 11.7 αλλά και οι γενικότερες παράμετροι που χαρακτηρίζουν το habeas corpus ως παραδοσιακά και διαχρονικά το κατ΄εξοχή καταφύγιο του παρανόμως κρατουμένου κατά στέρηση της ελευθερίας του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει και μια άλλη διάσταση στο θέμα.  Όπως εξήγησε η κα Χαραλαμπίδου, η Αίτηση στηρίζεται και στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη των παρανόμως παραμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.  Με τα άρθρα 15(5) και (6) της Οδηγίας, τίθεται χρονικός περιορισμός για την κράτηση ενός υπηκόου τρίτης χώρας για σκοπούς απέλασης.  Κατά την άποψή μου, ο έλεγχος του παρατεταμένου της κράτησης προς το σκοπό απέλασης, τόσο σύμφωνα με την Οδηγία [άρθρο 15(3)], όσο και με το άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, μπορούν να ελεγχθούν με Habeas Corpus, εφόσον σχετίζονται άμεσα με τον περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου.  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Khlaief, ανωτέρω, ακόμη και με δεδομένη τη νομιμότητα της κράτησης για σκοπούς απέλασης, δεν είναι δυνατή η  κράτηση να είναι δυνητικά απεριόριστη, χωρίς να παρέχεται στο άτομο το δικαίωμα να διεκδικήσει την ελευθερία του με Habeas Corpus.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δύο πρώτες προδικαστικές ενστάσεις των Καθ' ων η αίτηση, κρίνω ότι δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Η τρίτη προδικαστική ένσταση, ότι ο Αιτητής κωλύεται να αιτηθεί την έκδοση Habeas Corpus επειδή η κράτηση παρατάθηκε λόγω των δικών του ενεργειών, δεν μπορεί ούτε αυτή να ευσταθήσει ως προδικαστική ένσταση.  Πρόκειται για θέμα που άπτεται της ουσίας της Αίτησης και το οποίο θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

 

 

Η ουσία της αίτησης

Η πεμπτουσία των επιχειρημάτων της δικηγόρου του Αιτητή, είναι ότι η κράτηση του πελάτη της:-

(α) παραβιάζει το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και

(β) ότι η παρατεταμένη κράτηση του είναι αυθαίρετη και συνιστά παραβίαση του Συντάγματος και της Σύμβασης.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Οδηγία έχει άμεση ισχύ, αφού έχει ήδη παρέλθει ο χρόνος (24.12.2010) που θέτει η Οδηγία με το άρθρο 20 για τη μεταφορά της στο Εθνικό δίκαιο.  Αναφορικά με το εύλογο της διάρκειας της κράτησης που αποτελεί το μόνο επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία, σχετικό είναι το άρθρο 15, εδάφια (5) και (6), τα οποία προβλέπουν ότι:-

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΡΑΤΗΣΗ ΕΝΟΨΕΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ

Άρθρο 15

Κράτηση

..............................

(5) Η κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση.  Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

(6) Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής συνελήφθη για σκοπούς απέλασης στις 11.6.2010, ημερομηνία κατά την οποία ξεκινά να προσμετρά ο χρόνος κράτησής του.  Ο Αιτητής την επόμενη κιόλας μέρα, προσφεύγει στο ΕΔΑΔ και εξασφαλίζει ασφαλιστικά μέτρα για τη μη απέλασή του.  Η Δημοκρατία δηλώνει ότι από τις 18.6.2010 ήταν έτοιμη για την απέλασή του, αλλά εμποδίστηκε να προχωρήσει, ως αποτέλεσμα των ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκαν από το ΕΔΑΔ και τα οποία συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι σήμερα.

 

Από τη στιγμή που η Δημοκρατία ήταν έτοιμη από τις 18.6.2010 να απελάσει τον Αιτητή, αλλά ανέστειλε την απέλαση λόγω των ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκαν από το ΕΔΑΔ, δεν είναι δυνατό ο χρόνος που διέρρευσε να καταλογίζεται στη Δημοκρατία και να προσμετρά για σκοπούς του άρθρου 15(5) και (6) της Οδηγίας.

 

Εν πάση περιπτώσει, από την ημερομηνία (12.6.2010) που με ενέργειες του Αιτητή μέσω του ΕΔΑΔ ανεστάλη η απέλασή του, δεν έχει παρέλθει η περίοδος κράτησης που προβλέπεται στην Οδηγία.  Η εξάμηνη περίοδος κατά την άποψή μου θα ξεκινήσει να προσμετρά από τη στιγμή που τα ασφαλιστικά μέτρα που εκδόθηκαν από το ΕΔΑΔ αρθούν, οπότε η Δημοκρατία θα έχει υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 15(1) να προχωρήσει με τη δέουσα επιμέλεια στην εκτέλεση της απέλασης το συντομότερο δυνατό.  Δεν είναι δυνατό ο χρόνος να συνεχίζει να προσμετρά για σκοπούς Οδηγίας, ενώ ο ίδιος ο Αιτητής έχει πάρει μέτρα για αναστολή της εκτέλεσης της απέλασής του.  Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι η Οδηγία δεν ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, κατά την άποψή μου δεν επηρεάζει, εφόσον εδώ δεν τίθεται καν θέμα υπέρβασης του εξαμήνου, πόσο μάλλον παράτασής του, οπότε ενδεχομένως θα τίθετο θέμα προϋποθέσεων.  Ενόψει της πιο πάνω διάστασης, η παρούσα διαφοροποιείται από τις αιτήσεις για έκδοση Habeas Corpus στις υποθέσεις Uthajenthiran, Πολιτική Αίτηση 152/2010, ημερ. 18.1.2011 και Ahmad, Πολιτική Αίτηση αρ. 5/2011, ημερ. 20.1.2011.  Επίσης, δεν εφαρμόζονται τα όσα αποφασίσθηκαν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Marshall v. Southampton and South West Hampshire Area Health Authority (Teaching), Case No. 152/84, ημερ. 26.2.1986, ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί ευθέως την Οδηγία για να δημιουργήσει υποχρέωση για τον ιδιώτη.  Στην προκειμένη περίπτωση, το κράτος δεν επικαλείται την Οδηγία κατά του ιδιώτη, αλλά αντίθετα, ισχυρίζεται ότι οι πρόνοιες της Οδηγίας δεν έχουν εφαρμογή και διαζευκτικά ότι δεν έχουν παραβιαστεί, αφού η περίοδος έχει ανασταλεί όχι εξαιτίας εθνικών διαδικασιών, αλλά από το ΕΔΑΔ, μετά από διαβήματα του ιδίου του Αιτητή.  Αν η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ελαμβάνετο λόγω εθνικών διαδικασιών οι οποίες καθυστερούσαν, ο χρόνος κράτησης θα προσμετρούσε για σκοπούς υπολογισμού της μέγιστης διάρκειας της κράτησης η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15(5) και (6) της Οδηγίας (βλ. Kadzoev, Υπόθ. C-357/09 PPU).

 

Ο Αιτητής παραπονείται επίσης ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του παραβιάζει τόσο το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, όσο και το αντίστοιχο άρθρο 5(1)(στ) της Σύμβασης, τα οποία προβλέπουν ότι ουδείς στερείται της ελευθερίας του, εκτός των περιπτώσεων που ο Νόμος ορίζει, μια από τις οποίες είναι και η περίπτωση νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου, με σκοπό την παρεμπόδισή του να εισέλθει παρανόμως στη Δημοκρατία ή εναντίον του εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης.  Με αναφορά στη Chalal v. The United Kingdom Case No 22414/93, ημερ. 15.11.1996 (ΕΔΑΔ), η κα Χαραλαμπίδου εκ μέρους του Αιτητή, εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει παραβίαση των πιο πάνω προνοιών, καθότι το διάταγμα απέλασης μετά την αναστολή της εκτέλεσής του, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί.  Δεν συμφωνώ με τις θέσεις του Αιτητή.  Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται ούτε η υπόθεση Chalal, ανωτέρω, ούτε και η υπόθεση Ali v. Switzerland (1999) 28 EHHR 304, στην οποία επίσης έκαμε αναφορά η κα Χαραλαμπίδου.  Οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούν περιπτώσεις που οι αρχές είτε δεν προωθούσαν τη διαδικασία απέλασης με την απαιτούμενη επιμέλεια (Re Chalal), είτε ενώ γνώριζαν ότι η απέλαση δεν μπορεί να εκτελεστεί πλέον, συνέχιζαν να κρατούν το πρόσωπο (Re Ali).  Καμιά από τις δύο αυτές περιπτώσεις δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, όπως εισηγείται η δικηγόρος του Αιτητή.

 

Υπήρξε επίσης εισήγηση ότι οι Αρχές συνεχίζοντας την κράτηση, ενεργούν αυθαίρετα, καταχρηστικά και κατά παράβαση της νομολογίας του ΕΔΑΔ.  Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή.  Η κράτηση και μόνο του Αιτητή υπό τις συνθήκες που προανέφερα, δεν είναι αρκετές για να καταστήσουν την κράτηση παράνομη.  Εν πάση περιπτώσει, όπως εξήγησα, η όλη διαδικασία απέλασης αναστάληκε υποχρεωτικά, ενόψει των ασφαλιστικών μέτρων που εξέδωσε το ΕΔΑΔ.  Ο Αιτητής παραπονείται και για τις συνθήκες κράτησής του, χωρίς όμως να παρέχει επαρκή στοιχεία ώστε να διερευνηθεί από το Δικαστήριο κατά πόσον υπάρχει περιθώριο εξέτασης τους στην παρούσα διαδικασία. 

 

Προτού δώσω την τελική μου κατάληξη, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους δικηγόρους και των δύο πλευρών, και ιδιαίτερα τη δικηγόρο του Αιτητή, που μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο έθεσαν ενώπιον μου όλη την απαιτούμενη νομολογία και ιδιαίτερα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ήταν άκρως βοηθητική.»

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και υπό το καθεστώς που βρίσκεται ο Αιτητής, δεν εκδίδεται κανένα διάταγμα για τα έξοδα.

 

 

 

                                                                   (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

/ΕΠς    


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο