ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 273
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων-Eναγόμενος,
και
ΤΗΛΕΜΑΧΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
.
― ― ― ―
Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη, για εφεσείοντα
Θ. Ιωαννίδης, για εφεσίβλητη
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η αγωγή, που η απόφαση σ΄αυτήν είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αφορούσε ατύχημα που έγινε τις πρωϊνές ώρες της 19.7.03 στη Λεωφόρο Σπύρου Χριστοδούλου, στην Παλλουριώτισσα.
Σύμφωνα με την δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ο εφεσείων-εναγόμενος οδηγούσε το όχημα του στην ίδια κατεύθυνση με την ενάγουσα και σε κάποια στιγμή εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και στην προσπάθεια του να επαναφέρει το αυτοκίνητο στην πορεία του, επέπεσε επί του αυτοκινήτου της ενάγουσας, που προπορευόταν.
Ο εφεσείων-εναγόμενος παραδέχεται ότι οδηγούσε το όχημα του επί της πιο πάνω λεωφόρου, ισχυρίστηκε όμως ότι η ευθύνη για το ατύχημα βαρύνει την ενάγουσα, η οποία άλλαξε απότομα λωρίδα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί μαζί του.
Ας σημειωθεί ότι, ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης, με διαχωριστική συνεχή γραμμή και με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση.
Εκ μέρους της ενάγουσας, πέρα από τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης, κατέθεσαν η ίδια και ο Χαρίδημος Θεοχαρίδης, που ήταν ανεξάρτητος μάρτυρας και οδηγούσε το όχημά του πίσω από την εφεσίβλητη-ενάγουσα, προς την ίδια κατεύθυνση. Για τον εφεσείοντα-εναγόμενο κατέθεσε ο ίδιος και ο συνεπιβάτης του, Χρυσόστομος Χρυσοστόμου.
Αφού ανέλυσε τη μαρτυρία με λεπτομέρεια και έκαμε τα ευρήματά της, η ευπαίδευτος Δικαστής, κατέληξε πως ούτε στη μαρτυρία της ενάγουσας μπορούσε να βασισθεί, αλλά ούτε και σε εκείνες του εφεσείοντα-εναγομένου και του μάρτυρά του, τις οποίες θεώρησε αναξιόπιστες και βασίστηκε μόνο στη μαρτυρία του ανεξάρτητου μάρτυρα Θεοχαρίδη και του εξεταστή της υπόθεσης.
Με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε ως ακολούθως:
«Με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και γίνεται αποδεκτή, καταλήγω ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν το επίδικο ατύχημα είναι αυτά που περιέγραψε ο μάρτυρας Χαρίδημος Θεοχαρίδης. Η ενάγουσα πορευόταν επί της λεωφόρου, με ταχύτητα 50 χιλιόμετρων ανά ώρα και πίσω της πορευόταν ο Χαρίδημος Θεοχαρίδης. Σε κάποιον σημείο του δρόμου, εκεί όπου σχηματίζεται δεξιόστροφη καμπή, ο εναγόμενος, που πορευόταν στην ίδια κατεύθυνση, οδηγούσε όμως στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας «κόβοντας τη στροφή διαγώνια», όπως είπε χαρακτηριστικά και ο Χαρίδημος Θεοχαρίδης, έχασε τον έλεγχο του οχήματος και συγκρούστηκε βίαια με το όχημα της ενάγουσας. Το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων, οι ζημιές των δύο οχημάτων, υπενθυμίζω ότι οι ζημιές του οχήματος της ενάγουσας ήταν πίσω δεξιά, ενώ του οχήματος του εναγομένου μπροστά αριστερά, υποδηλώνουν ότι κατά το χρόνο σύγκρουσης, μέρος του οχήματος του εναγόμενου, 20 εκ. περίπου βρισκόταν στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το όχημα της ενάγουσας παρέκκλινε της πορείας του, διέγραψε διαγώνια πορεία προς τα αριστερά, κτύπησε με κάποιο στύλο ηλεκτροδότησης και στη συνέχεια, αφού διένυσε κάποια απόσταση, συγκρούστηκε με ακινητοποιημένο όχημα που βρισκόταν σε χώρο στάθμευσης.»
Με τους λόγους έφεσης, αμφισβητείται βασικά η αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατά κύριο λόγο η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα-εναγόμενου και του μάρτυρά του, Χρυσόστομου Χρυσοστόμου.
Είναι πολύ καλά νομολογημένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αφορούν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Παραπέμπουμε σε απόσπασμα από την απόφαση Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787, την οποία αναφέρει στο περίγραμμά του και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, από τη σελ. 1792 της απόφασης:
«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).»
Είναι η κατάληξη μας ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από την πρωτόδικο Δικαστή. Η ανάλυση της μαρτυρίας των διαφόρων μαρτύρων είναι άρτια τεκμηριωμένη και μπορούμε να πούμε πως είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που βασίζεται σε ουσιαστικά στοιχεία και όχι μόνο σε εντυπώσεις που δημιουργούνται από τους μάρτυρες στο εδώλιο.
Όσον αφορά την ίδια την εφεσίβλητη-ενάγουσα, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία της και περίγραψε τον τρόπο με τον οποίο δόθηκε, κατέληξε ότι αυτή ήταν συγχυσμένη και ανίκανη να δώσει θετική μαρτυρία και εν όψει τούτου έκρινε ότι καμιά βαρύτητα δεν μπορούσε να δοθεί στη μαρτυρία της.
Όσον αφορά τον εφεσείοντα-εναγόμενο και τον μάρτυρά του, επεξηγεί με πειστικότητα γιατί απορρίπτει τη μαρτυρία τους και καταλήγει ότι ήταν προσυνεννοημένη. Βασικά αναφέρεται στο ότι επί συγκεκριμένων θεμάτων και οι δύο χρησιμοποιούν τις ίδιες φράσεις στη μαρτυρία τους και δίδουν ταυτόσημες απαντήσεις επί λεπτομερειών, που δείχνει ότι η μαρτυρία τους είναι προσυμφωνημένη. Παρατηρεί, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι και ο τρόπος που περιγράφει τα γεγονότα ο εφεσείων-εναγόμενος στη γραπτή του δήλωση, που είναι μέρος της κύριας του εξέτασης, είναι σχεδόν πανομοιότυπος με εκείνο με βάση τον οποίο περιγράφει τα γεγονότα ο Χρυσόστομος Χρυσοστόμου στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Περαιτέρω, η Δικαστής σημειώνει τη φιλία του Χρυσοστόμου με τον εναγόμενο και το γεγονός ότι ήταν «καλαδερφός» του.
Kρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω μαρτυρίες καθώς και εκείνη της ενάγουσας. Ήταν ενδεδειγμένο, κάτω από τις συνθήκες και τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, να δεχθεί εκείνη του μάρτυρα Θεοχαρίδη, που σαφώς ήταν ο μόνoς ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας. Με βάση την μαρτυρία του, με ασφάλεια μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα του, αφού η μαρτυρία αυτή συνάδει και με τα πραγματικά ευρήματα στη σκηνή του ατυχήματος.
Με άλλο λόγο έφεσης, υποβάλλεται στο Δικαστήριο ότι η πρωτόδικη Δικαστής ενήργησε ως πραγματογνώμονας με το να καταλήξει χωρίς να έχει στοιχεία ενώπιον της, όπως π.χ. το πλάτος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα-εναγομένου, ότι αυτός μπήκε περίπου 20 εκ. στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου. Έστω και αν είναι ορθή αυτή η θέση του εφεσείοντα, θεωρούμε πως το αν εισήλθε μερικώς ή όχι το αυτοκίνητο στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, δεν είναι ουσιαστικό εύρημα, (παρόλο ότι αυτό υποστηρίζεται και από την προφορική μαρτυρία του Θεοχαρίδη), αφού, εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει η υπόλοιπη μαρτυρία με βάση την οποία φαίνεται ότι ήταν ο εφεσείων-εναγόμενος που επέπεσε στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης-ενάγουσας.
Θεωρούμε εντελώς αβάσιμη την έφεση και την απορρίπτουμε με έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης-εναγομένης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.