ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.8/2006)
(σχετική με την 51/2006)
25 Γενάρη, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
Α.Μ.C. HOTELS LTD, με έδρα την Αγία Νάπα
Εφεσειόντων/Καθ΄ων η αίτηση,
- Και -
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΤΣΗ, κατοίκου Αγίας Νάπας,
Εφεσίβλητου/Αιτητή,
-----------------------------------
(Πολιτική έφεση αρ.51/2006)
(σχετική με την 8/2006)
1. T.L.M. HOTELS LTD,
2. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ, όλοι εξ Αγίας Νάπας
Εφεσειόντων/Καθ΄ων η αίτηση,
- Και -
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΤΣΗ, κατοίκου Αγίας Νάπας,
Εφεσίβλητου/Αιτητή,
-----------------------------------
Π.Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες στην έφεση αριθ.8/2006
Αντ.Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες στην έφεση αριθ.51/2006
Ν.Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απώλεια χρήσης από τον εφεσίβλητο, Ανδρέα Κατσή, τεσσάρων καταστημάτων που βρίσκονται στο κτιριακό συγκρότημα Anthea Hotel Apts στην Αγία Νάπα, έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας - Αμμοχώστου της αίτησης Ε20/98.
Με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσείοντες στην έφεση 51/2006, T.L.M. Hotels Ltd και Φίλιππος Λάμπρου (στο εξής οι «T.L.M. Hotels") είναι ιδιοκτήτες του ξενοδοχειακού συγκροτήματος διαμερισμάτων Anthea Hotels Apts, (στο εξής «το κτιριακό συγκρότημα»). Η εταιρεία H&C Hotels and Catering Co.Ltd, ήταν από το 1984 ενοικιαστής του πιο πάνω κτιριακού συγκροτήματος. Τις δραστηριότητες της πιο πάνω εταιρείας, ανέλαβαν σε κάποιο στάδιο οι A.M.C. Hotels Ltd, εφεσείοντες στην έφεση 8/2006, (στο εξής οι «ΑMC Hotels").
Ο Α.Κατσής συνέχισε εντός των καταστημάτων την υφιστάμενη επιχείρηση supermarket, από τις 25 Φεβρουαρίου 1994. Τα καταστήματα, αποτελούν μεν μέρος του κτιριακού συγκροτήματος, πλην όμως έχουν και πρόσοψη στον κύριο δρόμο, λεωφ. Νησί, στην Αγία Νάπα. Στο δρόμο αυτό υπάρχει και η κύρια είσοδος στα εν λόγω καταστήματα. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από σχετική επιτόπια εξέταση, στο πίσω μέρος των καταστημάτων υπήρχαν δυο έξοδοι που οδηγούσαν προς το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα. Η μια ήταν πάντα κλειστή, με ράφια τοποθετημένα μπροστά και η άλλη, οδηγούσε σε ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο που κατέληγε στο χώρο της πισίνας του συγκροτήματος. ΄Ενοικοι που επιθυμούσαν να κατευθυνθούν στο supermarket, έπρεπε ν΄ακολουθήσουν τα υπάρχοντα σήματα εντός του πιο πάνω διαδρόμου.
Ο εφεσίβλητος και στις δυο εφέσεις Ανδρέας Κατσής (στο εξής ο «Α.Κατσής»), ως επιχειρηματίας διαχειριζόταν μεταξύ άλλων καταστήματα υπεραγορών και πώλησης ειδών σουβενίρ, χρησιμοποιώντας και τρίτα πρόσωπα, ως συνεταίρους.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994, ο Α.Κατσής υπέγραψε συμφωνία «συνεργασίας» για «εκμετάλλευση» του «supermarket στο Anthea Hotel Apts". (τεκμ.1) στην οποία η AMC Hotels χαρακτηρίζονται ως «η εταιρεία» και ο Ανδρέας Κατσής και Συνεταίροι ως «συνεργάτης»). Η επιχείρηση θα χρησιμοποιούσε τα τέσσερα (4) καταστήματα, που βρίσκονταν στο κτιριακό συγκρότημα. (στο εξής τα «καταστήματα»). Η πιο πάνω συμφωνία συνεργασίας ήταν διάρκειας τεσσάρων χρόνων, λήγουσα 31 Δεκεμβρίου 1997, προέβλεπε καταβολή ποσοστού κέρδους, πληρωτέο προς AMC Hotels τριμηνιαίως, καταβολή τρεχουσών δαπανών από το συνεργάτη και επίσης καταβολή από τον τελευταίο της αξίας των τότε υπαρχουσών αποθεμάτων και εξοπλισμού. Στις 22 Μαϊου 1996, με συμπληρωματική συμφωνία, (τεκμ.2), το καταβαλλόμενο ενοίκιο μειώθηκε και έγινε ειδική ρύθμιση για το ηλεκτρικό ρεύμα των καταστημάτων. Στις 24 Ιουνίου 1998, έγινε μια περαιτέρω συμπληρωματική συμφωνία, (τεκμ.3), ρυθμίζουσα το ενοίκιο για το έτος 1998. Το εν λόγω supermarket, λειτουργούσε ώρες καταστημάτων και τα απογεύματα Σαββάτου και Κυριακής ήταν κλειστό. Η δε πελατεία ήταν εκτός από τους ενοίκους του κτιριακού συγκροτήματος και περαστικοί.
Ο Α.Κατσής υπέγραψε τη συμφωνία με τους A.M.C. Hotels, χωρίς να προσδιορίζει ποιοί θα ήταν «οι Συνέταιροι», που προνοούσε το κείμενο της αρχικής συμφωνίας. ΄Εχοντας ως πρακτική τη συνεργασία με τρίτους, κατονόμασε στο στάδιο της δίκης ως συνεταίρους τους Κώστα Χατζηαναστάση και Kamares River Supermarket Ltd, στο όνομα των οποίων έγινε, για την επιχείρηση, εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ, Φόρο Εισοδήματος και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και στο όνομα των οποίων εκδίδοντο οι αναγκαίες άδειες λειτουργίας, πώλησης ποτού κ.α.
Στις 29 Γενάρη 1998, στα πλαίσια πολιτικής αγωγής αρ.1325/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, μεταξύ T.L.M. Hotels και A.M.C. Hotels εκδόθηκε εναντίον των τελευταίων, διάταγμα έξωσης και παράδοσης, του κτιριακού συγκροτήματος μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1998. Το εν λόγω διάταγμα περιήλθε σε γνώση του Α.Κατσή, ο οποίος προσπάθησε, εντός του μηνός Νοεμβρίου 1998, ανεπιτυχώς όμως, να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της TLM Hotels για διατήρηση της επιχείρησης στα εν λόγω καταστήματα. Είχε για το σκοπό αυτό τηλεφωνική επικοινωνία με τον τότε δικηγόρο των ιδιοκτητών και έστειλε και σχετική επιστολή ημερ. 10 Νοεμβρίου 1998.
Στις 20 ή 21 Νοεμβρίου 1998, ο Α.Κατσής, διαπίστωσε ότι τα καταστήματα ήταν άδεια ο δε εξοπλισμός και τα εμπορεύματα είχαν μετακινηθεί. Το θέμα καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.
Στις 23 Νοεμβρίου 2008, οι A.M.C. Hotels πληροφόρησαν γραπτώς τον Α.Κατσή, ότι οι ίδιοι μετακίνησαν τα εμπορεύματα, συμμορφούμενοι με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Γνωστοποίησαν επίσης εγγράφως στον Α.Κατσή το χώρο φύλαξης των εν λόγω εμπορευμάτων και εξοπλισμού των καταστημάτων.
Ταυτοχρόνως, οι A.M.C. Hotels με επιστολή προς τους T.L.M. Hotels γνωστοποίησαν πρόθεση παράδοσης του κτιριακού συγκροτήματος, ως η διαταγή του Δικαστηρίου ημερ. 29 Γενάρη 1998.
Με γνώμονα το πιο πάνω πλαίσιο πραγματικών γεγονότων το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 2005 αποφάσισε ότι τα εν λόγω καταστήματα, αποτελούν υποστατικά, καλυπτόμενα από το άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν.23/83). Το Δικαστήριο χαρακτήρισε τη συμβατική σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ της AMC Hοtels και του Α.Κατσή, ως ενοικίαση και τον τελευταίο ως θέσμιο ενοικιαστή, λαμβανομένης υπόψη της παραμονής του στα εν λόγω καταστήματα μετά την αρχική ενοικίαση που έληξε, με βάση το Τεκμ. 1, στις 31 Δεκεμβρίου 1997.
Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι όλοι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να απομακρύνουν τα εμπορεύματα από τα καταστήματα, που είχε ως συνέπεια τη στέρηση της χρήσης των εν λόγω καταστημάτων από τον Α.Κατσή. Η πράξη τους, χαρακτηρίστηκε, ως βίαια επέμβαση και παρόλη την, όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, ανυπαρξία ρητής διεκδίκησης για τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδίκασε υπέρ του Α.Κατσή και εναντίον των εφεσειόντων κεχωρισμένως και αλληλεγγύως το ποσό των ΛΚ42,000 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης. Το Δικαστήριο περαιτέρω αποφάσισε ότι ο Α.Κατσής δεν απέδειξε το σκέλος της απαίτησης που εδραζόταν σε διεκδίκηση καταβολής αποζημιώσεων και δεν επιδίκασε προς τούτο ούτε γενικές, ούτε ειδικές αποζημιώσεις. Περαιτέρω, το αίτημα για επιστροφή της χρήσης των καταστημάτων απερρίφθη αλλά εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο οι εφεσείοντες υποχρεούντο να επιστρέψουν τα εμπορεύματα που αφαιρέθηκαν από τα καταστήματα. Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για την καταχώριση τροποποιημένης αίτησης, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν οι θεραπείες που άπτονται της επιδίκασης των παραδειγματικών αποζημιώσεων και της παράδοσης του εξοπλισμού, κάτι το οποίο, όπως δήλωσε ο συνήγορος του Α.Κατσή, έκανε.
Με τους λόγους εφέσεως που καταχωρήθηκαν και από τους δύο συνηγόρους αμφισβητείται το σύνολο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αμφισβητήθηκε αρχικά η ύπαρξη συμβατικής σχέσης ενοικιαστή-ιδιοκτήτη μεταξύ της εταιρείας ΑMC Hotels και TLM Hotels. Υπάρχει σύγκρουση στα ευρήματα του Δικαστηρίου, υποστήριξε ο συνήγορος της TLM Hotels, γιατί, σε κάποιο στάδιο το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ότι η διαχείριση του κτιριακού συγκροτήματος είχε παραχωρηθεί στην εταιρεία H & C Hotels Catering Co. Ltd. Συνακόλουθα, υποστήριξε, δεν δημιουργήθηκε οποιαδήποτε συμβατική ή νομική σχέση μεταξύ του Α.Κατσή και της TLM Hotels σε βαθμό που να προσδίδει στο Δικαστήριο δικαιοδοσία για εκδίκαση της συγκεκριμένης αίτησης εναντίον της ΑΜC Hotels. Ούτε υπήρχε ενοικιαστική σχέση μεταξύ Α.Κατσή και ΑΜC Hotels.
Το δεύτερο θέμα, το οποίο ήγειραν αμφότερες οι πλευρές των εφεσειόντων, ήταν το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα καταστήματα δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «κατάστημα» εν τη εννοία του Νόμου. Αποτελούσαν και αποτελούν, αναπόσπαστο μέρος του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, με άμεση σχέση με τη μονάδα και υπήρχε πρόσβαση από το ξενοδοχειακό συγκρότημα αλλά και από το δρόμο. Το τελευταίο δεν μπορούσε, όπως πρόβαλαν, ν΄αποτελέσει λόγο για χαρακτηρισμό του ως ανεξάρτητου καταστήματος.
Οι εφεσείοντες TLM Hotels υποστήριξαν ότι ο Α.Κατσής δεν νομιμοποιείτο να ζητήσει τις αιτούμενες θεραπείες αφού αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία του ιδίου και του λογιστή του, ότι η επιχείρηση του supermarket διεξαγόταν από την εταιρεία Kamares River Supermarket ltd, στην οποία ο Α.Κατσής είναι κατά ¼ μέτοχος και του Κώστα Χ΄Αναστάση, στο όνομα των οποίων εκδίδοντο όλες οι αναγκαίες άδειες. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο Α.Κατσής ήταν ο ενοικιαστής είναι λανθασμένο αφού οι ίδιες οι συμφωνίες επί των οποίων εδράζει το δικαίωμα του συμπεριλαμβάνουν τις λέξεις «Ανδρέας Κατσής και συνεταίροι». Αγνοήθηκε, πρόσθεσαν, από το Δικαστήριο η υπάρχουσα αίτηση για τροποποίηση και προσθήκη πέντε νέων αιτητών, στα πλαίσια της κυρίως αίτησης, η οποία και απερρίφθη. Υπάρχει μαρτυρία, κατέληξαν επί του προκειμένου, σύμφωνα με την οποία ο Α.Κατσής ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος των συνεταίρων του.
Η TLM Hotels υποστήριξε περαιτέρω ότι αποτελεί σφάλμα η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, ιδιαιτέρως εναντίον της TLM Hotels, αφού δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να τους συνδέει με την μετακίνηση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Τα Τεκμ. 14 και 15 επί των οποίων στηρίχθηκε το Δικαστήριο, υποστήριξε ο συνήγορος, με κανένα τρόπο δεν συνδέουν την TLM Ηotels με την μετακίνηση των εμπορευμάτων. Στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η TLM Hotels ευθύνεται, επειδή δεν απάντησαν στον ισχυρισμό που περιλαμβάνεται στην παραγρ.12 της κυρίως Αιτήσεως , ο συνήγορος αντιπρότεινε ότι υπήρξε μια γενική άρνηση με βάση τις παραγράφους 9 και 10 της Απάντησης. Ταυτοχρόνως, χαρακτήρισε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η TLM Hotels απεκόμισε κέρδος με τη νέα ενοικίαση που έγινε των καταστημάτων, ως αυθαίρετο.
Ο συνήγορος περαιτέρω υποστήριξε ότι το Δικαστήριο για να καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα, έλαβε υπόψη του έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν σε διαδικασία παρακοής δικαστικού διατάγματος, ανεξάρτητη από την κυρίως αίτηση. Γεγονός ανεπίτρεπτο, όπως είπε, ιδιαιτέρως όταν υπήρχε η σαφής δήλωση του συνήγορου ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί το συγκεκριμένο υλικό.
H AΜC Hotels υποστήριξαν ότι τη συγκεκριμένη περίοδο που μετακινήθηκαν τα εμπορεύματα από τα καταστήματα, οι ίδιοι, δεν ήταν νόμιμοι ιδιοκτήτες αφού είχαν διαταχθεί δυνάμει δικαστικού διατάγματος στην αγωγή 1325/1997 να παραδώσουν ολόκληρη τη ξενοδοχειακή μονάδα, περιλαμβανομένων και των καταστημάτων, τα οποία ήταν αναπόσπαστο μέρος της. Η όποια συμφωνία υπήρχε μεταξύ των AMC Hotels και Α.Κατσή είχε καταστεί αδύνατη λόγω απεμπόλησης του αντικειμένου της. Εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε, συνέχισε ο συνήγορος, οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την ταυτότητα του ενοικιαστή. Δεν υπήρξε συμφωνία ενοικίασης μεταξύ των δύο έτσι ώστε να τεκμηριωθεί το εύρημα του Δικαστηρίου για ύπαρξη ενοικίασης και δη ενοικίασης που να καλύπτεται από τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο. Οι όποιες ζημιές, συνέχισε ο συνήγορος, που δημιουργήθηκαν ως συνέπεια της αφαίρεσης των αντικειμένων, δεν αφορούν τον Α.Κατσή αλλά την εταιρεία Kamares River Supermarket Ltd και τον κ.Χ΄Αναστάση. Τα δε εμπορεύματα προσφέρθηκαν και οι τελευταίοι αρνήθηκαν να τα παραλάβουν. Τέλος, το παράπονο των AMC Hotels ήταν ότι το Δικαστήριο παρόλο το διερευνητικό χαρακτήρα της διεξαγόμενης διαδικασίας και ρόλου του, προχώρησε και έλαβε υπόψη του τεκμήρια (7 και 9), τα οποία κατατέθηκαν στα πλαίσια μιας άλλης ενδιάμεσης διαδικασίας, άσχετης με την κυρίως Aίτηση και αυτό έρχεται όπως υποστηρίχθηκε σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας των όπλων που πρέπει να διέπει μια δίκη.
Το πρώτιστο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η νομιμοποίηση του Α.Κατσή να εγείρει και προωθήσει την αίτηση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, υπό την ιδιότητα του αποκλειστικού ενοικιαστή και κατόχου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σ΄αυτό το συμπέρασμα ότι νομιμοποιείται βασιζόμενο στην αρχική συμφωνία συνεργασίας ημερ. 24 Φεβρουαρίου 1994 (τεκμ.1) που προσδιόριζε τετραετή διάρκεια και στις δυο επόμενες συμπληρωματικές συμφωνίες ημερ. 22 Μαϊου 1996 (τεκμ.2) και 24 Ιουνίου 1998 (τεκμ.3). Και στις τρεις συμφωνίες ως συμβαλλόμενος αναγράφεται «Ανδρέας Κατσής και Συνεταίροι». Σημειώνουμε ότι το μόνο θέμα ρύθμισης με τις δυο συμπληρωματικές συμφωνίες, ήταν το καταβαλλόμενο προς την ΑΜC Hotels ποσό, που χαρακτηρίζεται ως ενοίκιο.
Η δομή πραγμάτων που περιβάλλει την υπόθεση προσδιορίστηκαν από τον Α.Κατσή στην κυρίως αίτηση Ε20/98, προωθώντας ότι η αποκλειστική κατοχή παραχωρήθηκε σ΄αυτόν από τις 25 Φεβρουαρίου 1994. Συνέχισε δε, στο εν λόγω δικόγραφο, ότι ο ίδιος είχε «την αποκλειστική κατοχή και χρήση όλου του χώρου των καταστημάτων από την πρώτη ημέρα μέχρι σήμερα», δηλαδή μέχρι την καταχώριση της κυρίως αιτήσεως Ε20/98, που έγινε στις 24 Νοεμβρίου, 1998.
Η εικόνα όμως αυτή διαφοροποιείται κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης. Ο ίδιος ο Α.Κατσής προσδιόρισε ότι ενεργοποιήθηκαν οι «συνέταιροι» που συγκεκριμενοποιήθηκαν αρχικώς σε δυο άτομα, κάποιους Κ.Χ΄Αναστάση και Π.Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια, όπως προχωρούσε η ακρόαση, ο Α.Κατσής αναφέρθηκε σ΄ένα «άγραφο συνεταιρισμό» που διηύθυνε την επιχείρηση και ήταν ο Κ.Χ΄Αναστάση και η KAMARES RIVER SUPERMARKET LTD. Το θέμα παίρνει μια νέα διάσταση αφού, όπως αποδέχτηκε ο Α.Κατσής, όλες οι αναγκαίες άδειες λειτουργίας, όπως άδεια πώλησης καπνού ή ποτών, εκδίδοντο σ΄άλλα άτομα εκτός του ιδίου. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε και με την υποβολή και έκδοση πιστοποιητικού για τον ΦΠΑ. Επίσης και η καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων για υπάλληλο της επιχείρησης γινόταν από άλλο πρόσωπο εκτός του Α.Κατσή. Ακόμη, οι «συνέταιροι» διατηρούσαν τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο εγίνοντο οι πληρωμές τόσο, των οποιωνδήποτε αναγκαίων προς τον Δήμο αδειών για την επιχείρηση, όσο και των ενοικίων. Όταν ερωτήθηκε ο Α.Κατσής γιατί δεν φαίνεται το όνομα του σε υπάρχον, για την επιχείρηση, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, απάντησε ότι δεν χρειαζόταν να υπάρχει τέτοια αναγραφή. Στην προαναφερόμενη εταιρεία KAMARES RIVER SUPERMARKET LTD, o A.Kατσής, δέχτηκε ότι ήταν μέτοχος κατά το ¼ μαζί με άλλα άτομα.
Μετά τη συμπλήρωση της αντεξέτασης του Α.Κατσή υποβλήθηκε από τον ίδιο στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, αίτηση για τροποποίηση της αρχικής αίτησης (Ε20/98) με την προσθήκη των πιο κάτω, ως νέων αιτητών.
«2. ΚΑΜΑRES RIVER SUPERMARKET LTD
3. ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
4. ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΤΣΗΣ
6. ΚΩΣΤΑΣ Χ΄ΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Με την ένορκη δήλωση του Α.Κατσή που συνόδευε την αίτηση αναφέρθηκε ότι η αίτηση (εννοώντας την Ε20/98) «έπρεπε να καταχωρηθεί και στο όνομα των πιο πάνω» και επίσης ότι η αίτηση «χωρίς προσθήκη δεν μπορεί να προχωρήσει.»
Η αίτηση για τροποποίηση απορρίφθηκε μετά από ακρόαση και η κυρίως αίτηση συμπληρώθηκε με τη μαρτυρία του Δημήτρη Πρωτοπαπά, λογιστή ο οποίος προσδιόρισε ότι ετοίμαζε τις τριμηνιαίες καταστάσεις της επιχείρισης Anthea Supermarket για λογαριασμό των KAMARES RIVER SUPERMARKET LTD και του Κ.Χ΄Αναστάση. Δεν θα εξετάσουμε αν ορθώς ή όχι δεν επιτράπηκε η τροποποίηση, αφού δεν υπάρχει αντέφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασίστηκε, όπως σημειώσαμε στις αναφερθείσες τρεις συμφωνίες (τεκμ.1, 2 και 3), αναγνωρίζει την είσοδο των συνεταίρων, τη δομή της διεξαγωγής της επιχείρησης από τους KΑΜΑRΕΣ RIVER SUPERMARKET LTD και Κ.Χ΄Αναστάση. Σ΄άλλο σημείο, δέχεται ότι η κατοχή ήταν του Α.Κατσή και των συνεταίρων, και προσθέτει ότι η επιχείρηση ασκείτο από Α.Κατσή και τρίτους, με τη μορφή της «υπενοικίασης». Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε τη μαρτυρία του Α.Κατσή και του λογιστή για ύπαρξη κέρδους της επιχείρησης. Διαχωρίζει την ενοικίαση από την επιχείρηση, σημειώνοντας ότι αν αποδεικνύοντο οι ισχυρισμοί για γενικές αποζημιώσεις ο Α.Κατσής θα εδικαιούτο αναλογία, όχι ολόκληρο το ποσό, αφήνοντας ερωτηματικό σε ποιόν ανήκε ο εξοπλισμός της επιχείρησης που, όπως είναι αποδεχτό, μετακινήθηκε το Νοέμβριο του 1998, από τα επίδικα καταστήματα.
Παρόλα τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο Α.Κατσής ήταν θέσμιος ενοικιαστής.
Mε βάση τα γεγονότα που παραθέτουμε πιο πάνω, δημιουργούνται τρία κρίσιμα ερωτήματα.
(α) Με ποιους συμβλήθηκαν οι AMC για την παραχώρηση της χρήσης των καταστημάτων,
(β) Ποιοι είχαν την κατοχή στο μεσοδιάστημα του Φεβρουαρίου 1994 και Νοεμβρίου 1998 και
(γ) Ποιοι στερήθηκαν της κατοχής με τη μετακίνηση των εμπορευμάτων που όπως παραδέχονται οι AMC έκαμαν οι ίδιοι, το Νοέμβριο 1998.
Σε συνάρτηση με το πρώτο ερώτημα, βρίσκουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το 1994 ενοικιάστηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση 1 (AMC) στον αιτητή (Α.Κατσή) δυνάμει του τεκμ.1» δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης αφού συμβληθέντες με την AMC ως «συνεργάτες» ήταν οι «Α.Κατσής και Συνεταίροι».
Το δεύτερο σκέλος του ιδίου ερωτήματος που αναπόφευκτα αναφύεται είναι η υπογραφή της συμφωνίας τεκμ.1, μόνο από τον Α.Κατσή και η απουσία προσδιορισμού των «συνεταίρων».
Θα μπορούσε, να διατηρήσει αποκλειστικά δικαιώματα ο Α.Κατσής αν δεν γινόταν εξωτερίκευση της σχέσης του ιδίου με τους συνεταίρους και προκαθοριζόταν ο ίδιος ως συμβαλλόμενος. Τα γεγονότα της υπόθεσης διαφοροποιούνται από την υπογραφή ενός ατόμου για λογαριασμό ανύπαρκτης εταιρείας, που αναπόφευκτα η υπογραφή σύμβασης δημιουργεί υποχρέωση γι΄αυτόν, όπως αναλύθηκε στην υπόθεση Κώστα ν. Κυριάκου (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 65. Η εξωτερίκευση της σχέσης, όπως σημειώσαμε, δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις στον «Α.Κατσή και Συνεταίρους» γεγονός που αποδέχτηκαν οι συμβληθέντες με το τεκμ.1 AMC. Σχετική επί του θέματος της εξωτερίκευσης των σχέσεων, είναι η υπόθεση PANTAZIS & SONS CO.LTD v. Nικολάου (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 217.
Η «αντικατάσταση» ενοικιαστή από ένα συνεταιρισμό, προϋποθέτει την ύπαρξη στοιχείων που να καταδεικνύουν πρόθεση των μερών για τη δημιουργία νέας συμφωνίας, όπως αναλύθηκε στην υπόθεση Κυθραιώτης κ.α. ν. Milington-Ward (2001) 1(B) A.Α.Δ. 1480.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ίδιος ο Α.Κατσής είχε από την αρχή πρόθεση συμπερίληψης στη συμφωνία των «συνεταίρων», πράγμα που έκαμε. Τούτο έγινε αποδεχτό από τους AMC αφού υπέγραψαν τη συμφωνία Τεκμ.1 και τις άλλες δυο τεκμ.2 και τεκμ.3, όπου και πάλιν γίνεται αναφορά σε «Α.Κατσή και Συνεταίροι».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταδεικνύεται ότι συμβληθείς με την AMC με βάση το τεκμ.1, ήταν όχι ο Α.Κατσής ατομικά, αλλά οι «Α.Κατσής και Συνεταίροι».
Σε συνάρτηση με την κατοχή των υποστατικών δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση όπως πηγάζει από όλο το εύρος της μαρτυρίας που προσήχθη και του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κάτοχοι των υποστατικών ήταν ο Α.Κατσής και Συνεταίροι. Οι κάτοχοι προσδιορίστηκαν με την αναγκαία σαφήνεια ότι ήταν οι Κώστας Χ΄Αναστάση και KAMARES RIVER SUPERMARKET LTD. Στην τελευταία εταιρεία συμμετείχε με 25% στο μετοχικό κεφάλαιο ο Α.Κατσής. Αυτή τούτη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της διεκδίκησης του Α.Κατσή για την καταβολή γενικών αποζημιώσεων, με αναφορά στο αιτιολογικό, καταδεικνύει ότι δεν ήταν ο δικαιούμενος στην καταβολή ο αιτητής, αλλά και τρίτα πρόσωπα.
Με τη λήξη της συμφωνίας τεκμ.1, που προσδιορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η 31η Δεκεμβρίου 1997, συνέχισαν, ως θέσμιοι ενοικιαστές, όπως αναγράφεται στην απόφαση, «ο αιτητής (Α.Κατσής) και Συνεταίροι». Η κατοχή αυτή συνεχίστηκε, όπως σημειώσαμε, μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 1998, που τερματίστηκε με τον τρόπο που είναι αποδεχτό απ΄όλες τις πλευρές, ήτοι με τη μετακίνηση του εξοπλισμού και των εμπορευμάτων από τα καταστήματα.
Συνακόλουθα στο βασικό ερώτημα ποιος δικαιούται θεραπείας για την επέμβαση στα υποστατικά, που έγινε από την AMC, από τη μαρτυρία δεν οδηγούμεθα σε κανένα άλλο συμπέρασμα, παρά ότι ήταν οι «Α.Κατσής και Συνεταίροι», όπως προσδιορίστηκαν πιο πάνω, ήτοι ο Κώστας Χ΄Αναστάση και η εταιρεία KAMARES RIVER SUPERMARKET LTD, και όχι ο εφεσίβλητος Ανδρέας Κατσής.
Από τη στιγμή που το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αποκλειστική κατοχή από τον Α.Κατσή ανατρέπεται, συμπαρασύρονται και τα υπόλοιπα επιδικασθέντα θέματα των αποζημιώσεων, και οι εφέσεις θα έχουν επιτυχή κατάληξη.
Κλείνοντας την απόφαση μας, θεωρούμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, που σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από την προσπάθεια του εφεσίβλητου να τροποποιήσει το δικόγραφο του και να προσθέσει πέντε νέους αιτητές. Θα πρέπει αιτήσεις αυτής της μορφής, που ουσιαστικώς προκαλούν εκτροχιασμό της δίκης, ιδιαιτέρως όταν βρίσκεται σε εξέλιξη η κατάθεση μάρτυρα να εκδικάζονται το ταχύτερο δυνατό.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση για τροποποίηση, που καταχωρήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, έληξε με την έκδοση ενδιάμεσης απόφασης στις 12 Ιουνίου 2003 και η προφορική μαρτυρία του Α.Κατσή που ήταν ο πρώτος μάρτυρας συμπληρώθηκε στις 20 Γενάρη 2004, όταν σημειώνουμε άρχισε στις 30 Νοεμβρίου 2000. Εικόνα καθόλου ικανοποιητική.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση του Α.Κατσή απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.