ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1979
20 Δεκεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΣΤΑΝΑ,
Εφεσείοντες,
v.
ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 22.9.2009:
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ, ΠΤΩΧΕΥΣΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2007)
Απόδειξη ― Πραγματική μαρτυρία ― Τροχαία ατυχήματα με επίδικο θέμα το θέμα της ευθύνης, όπου προβάλλονται διαφορετικές εκδοχές ως προς τον τρόπο που επεσυνέβη το ατύχημα ― Ποία η σημασία της πραγματικής μαρτυρίας.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Σχέδιο της σκηνής του ατυχήματος ― Οι προσθήκες που έγιναν στο πρόχειρο σχέδιο ενώ αυτό ήταν στην κατοχή του αστυφύλακα που ανέλαβε να ετοιμάσει νέο «επίσημο» ή «καθαρό» σχέδιο, με βάση το πρόχειρο, συνιστά ανεπίτρεπτη ενέργεια.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Έφεση κατά του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση τροχαίου ατυχήματος με επίδικο θέμα το θέμα της ευθύνης ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στις 11.12.2004 γύρω στις 6 μ.μ. ο εφεσείων 2 οδηγώντας το αυτοκίνητο του πατέρα του ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στο δρόμο Αυγόρου - Λιοπετρίου. Το αυτοκίνητο του συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος από αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσειόντων, το δυστύχημα προκλήθηκε όταν ο εφεσίβλητος έστριψε δεξιά, όπως ερχόταν, για να εισέλθει στον ανοιχτό χώρο παρακείμενης αίθουσας δεξιώσεων, ανακόπτοντας την πορεία του εφεσείοντος ο οποίος τότε ήταν ανήλικος και οδηγούσε παράνομα.
Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και προτού επιχειρήσει στροφή δεξιά, είδε αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση να έρχεται προς το μέρος του χωρίς να είχε ο ίδιος οποιαδήποτε δυνατότητα αντίδρασης για αποφυγή της σύγκρουσης.
Ο εξεταστής του δυστυχήματος Μ.Ε.1 κατέθεσε ότι με βάση το πρόχειρο σχέδιο (τεκμ. 4) ετοίμασε νέο σχέδιο (τεκμ. 1) στο οποίο σημείωσε το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα Χ. Σημείωσε επίσης με το γράμμα Χ1 το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο εφεσείων 2. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο πρόχειρο σχέδιο το σημείο Χ1 απέχει 3,90 μ. από την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου. Ο αριθμός 3,95 μ. σημειώθηκε από τον ίδιο και στα δύο σχέδια και αφορά σε άλλη μέτρηση. Το πλάτος του δρόμου στο μέρος που έγινε το δυστύχημα είναι 6 μ. και το σημείο Χ βρίσκεται στο μέσο του δρόμου πάνω στη συνεχόμενη άσπρη διαχωριστική γραμμή. Όταν κάλεσε τον εφεσίβλητο να υποδείξει το σημείο σύγκρουσης, αυτός δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ωστόσο επέμενε ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες - εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι «η συμπεριφορά του εναγομένου υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης» και απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Κοινός παρονομαστής των λόγων έφεσης είναι ότι δεν έγινε σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας, πλημμέλεια που οδήγησε σε λανθασμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων όπου το θέμα της ευθύνης είναι επίδικο και προβάλλονται διαφορετικές εκδοχές για το πώς έγινε το δυστύχημα, η πραγματική μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερη χρησιμότητα όταν δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας. Στην κρινόμενη υπόθεση τα δύο σχέδια της σκηνής που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο δεν το βοήθησαν στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αντίθετα το δυσκόλεψαν. Οι προσθήκες που έγιναν στο πρόχειρο σχέδιο (τεκμ.4) ενώ αυτό βρισκόταν στην κατοχή του αστυφύλακα που ανέλαβε να ετοιμάσει νέο «επίσημο» ή «καθαρό» σχέδιο με βάση το πρόχειρο, συνιστά ανεπίτρεπτη ενέργεια η οποία, όπως διαφάνηκε, αποτέλεσε αιτία αντιπαράθεσης τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατά την ακρόαση της έφεσης λόγω των αμφιβολιών που εύλογα προέκυψαν αναφορικά με την ορθή καταχώρηση κάποιων μετρήσεων και σημείων που βρέθηκαν κατά την επί τόπου εξέταση του δυστυχήματος. Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο ορθά απέφυγε να προσδιορίσει το ακριβές σημείο της σύγκρουσης των δύο αυτοκινήτων εφόσον έλειπε το ασφαλές υπόβαθρο. Το Δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει το θέμα της ευθύνης στηριζόμενο αποκλειστικά στην προφορική μαρτυρία. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία αυτή η οποία υποστηρίχθηκε βάσιμα από τον αστυφύλακα Μ.Υ.2 ο οποίος, εντόπισε στην πλευρά που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, συγκέντρωση σπασμένων γυαλιών και ξεσμάτων μπογιάς των αυτοκινήτων, γεγονός το οποίο συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου.
2. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου που εκδικάζει πρωτοδίκως την υπόθεση. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε από πλευράς των εφεσειόντων που να καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε για να αποφασίσει το επίδικο θέμα της ευθύνης.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Παπαϊωάννου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 456/2005), ημερ. 19/9/2007.
Γ. Πιττάτζης, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Μυλωνάς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων 2 Κώστας Καστάνας, ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβηκε στις 11.12.2004 γύρω στις 6 μ.μ. ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του πατέρα του, εφεσείοντα 1, στο δρόμο από Αυγόρου προς Λιοπέτρι. Το αυτοκίνητο του συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος από αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσειόντων, το δυστύχημα προκλήθηκε όταν ο εφεσίβλητος έστριψε δεξιά, όπως ερχόταν, για να εισέλθει στον ανοιχτό χώρο παρακείμενης αίθουσας δεξιώσεων, ανακόπτοντας την πορεία του εφεσείοντα ο οποίος τότε ήταν ανήλικος και οδηγούσε παράνομα.
Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι ευθυνόταν για το δυστύχημα. Πρόθεσή του ήταν να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στο χώρο της αίθουσας δεξιώσεων και για το σκοπό αυτό ελάττωσε ταχύτητα. Ενώ ακόμη βρισκόταν στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και προτού επιχειρήσει στροφή δεξιά, είδε αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση να έρχεται προς το μέρος του χωρίς να είχε ο ίδιος οποιαδήποτε δυνατότητα αντίδρασης για αποφυγή της σύγκρουσης.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία αξίωσαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Για να αποδείξουν την υπόθεσή τους κάλεσαν εννέα μάρτυρες και κατέθεσαν και οι ίδιοι. Από πλευράς εφεσίβλητου κατέθεσαν ο ίδιος και ακόμα τρεις μάρτυρες.
Η πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία καθόρισε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα στηριζόμενη στη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη. Διαπίστωσε ότι «στις 11.12.2004 ο εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΑΒΜ 440 στο δρόμο Αυγόρου - Λιοπετρίου προς Αυγόρου με πρόθεση να στρίψει δεξιά στο χώρο στάθμευσης της αίθουσας «ΖΗΔΗΠΑ». Πενήντα μέτρα πριν την αίθουσα ελάττωσε ταχύτητα και έδειξε την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά. Προτού προλάβει να στρίψει, σε κλάσματα δευτερολέπτου, είδε τα φώτα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ενάγοντας 2 να έρχονται καταπάνω του, με αποτέλεσμα τα δύο αυτοκίνητα να συγκρουστούν στη λωρίδα του εναγομένου. Δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Τα δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές. Όλα τα αποδεκτά ευρήματα των Μ.Ε. 1 και Μ.Υ. 2 καθίστανται ευρήματα του δικαστηρίου. Τόσο ο εναγόμενος και η σύζυγός του όσο και ο ενάγοντας 2 τραυματίστηκαν.» Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις το συμπέρασμα είναι ότι οι εναγόντες (εφεσείοντες) απέτυχαν να αποδείξουν ότι «η συμπεριφορά του εναγομένου υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης» και απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κοινός παρονομαστής των λόγων έφεσης είναι ότι δεν έγινε σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας, πλημμέλεια που οδήγησε σε λανθασμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα.
Καταλογίζεται στο πρωτόδικο δικαστήριο σφάλμα επειδή δεν προσδιόρισε το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων. Ενώπιον του δικαστηρίου τέθηκαν δύο σχέδια της σκηνής του δυστυχήματος. Το πρώτο, (τεκμ. 4) χαρακτηρίστηκε ως «πρόχειρο» και το ετοίμασε επί τόπου ο αστυφ. Γ. Λάμπρου (Μ.Υ. 2) ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή μετά το δυστύχημα για τις σχετικές εξετάσεις. Εκεί συνάντησε τραυματισμένους τον εφεσίβλητο και τη σύζυγό του οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρο. Παρών ήταν και ο εφεσείων 1. Ο γιός του, εφεσείων 2, είχε φύγει πριν την άφιξη της αστυνομίας. Τα δύο αυτοκίνητα βρίσκονταν στις τελικές τους θέσεις. Σε κάποιο σημείο του δρόμου στην πλευρά του εφεσίβλητου εντόπισε συγκέντρωση σπασμένων γυαλιών και ξεσμάτων μπογιάς των αυτοκινήτων και υπολόγισε ότι εκεί που βρέθηκαν τα πιο πάνω, ήταν και το σημείο σύγκρουσης των αυτοκινήτων το οποίο σημείωσε στο σχέδιο (τεκμ. 4) με το γράμμα Χ. Ο εφεσείων 1, αρχικά εμφανίστηκε ως ο οδηγός του αυτοκινήτου, αργότερα όμως, στον αστυνομικό σταθμό όπου είχαν μεταβεί, αποκάλυψε την αλήθεια ότι δηλαδή, ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο γιός του. Κατά την κύρια εξέτασή του, ο Μ.Υ. 2 ανέφερε ότι με τον εφεσίβλητο είχε κάποια συγγένεια γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε μετά το δυστύχημα και ότι την εξέταση του δυστυχήματος ανέλαβε ο αστυφ. Δημοσθένους (Μ.Ε. 1) στον οποίο παρέδωσε το πρόχειρο σχέδιο που ετοίμασε. Επισκέφθηκαν μαζί τη σκηνή του δυστυχήματος και εκεί ενημέρωσε το συνάδελφό του για τα επί τόπου ευρήματά του, όπως σημειώνονται στο πρόχειρο σχέδιο. Αντιπαραβάλλοντας τα δύο σχέδια (τεκμ. 1 και τεκμ. 4) κατέθεσε ότι στο σχέδιο τεκμ. 4, που αυτός ετοίμασε υπήρχαν σημεία και μετρήσεις που δεν σημειώθηκαν από τον ίδιο ούτε και γνώριζε ποιος έκανε αυτές τις προσθήκες στο σχέδιό του.
Ο αστυφ. Α. Δημοσθένους (Μ.Ε. 1) κατέθεσε ότι ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος και ότι με βάση το πρόχειρο σχέδιο (τεκμ. 4) ετοίμασε νέο σχέδιο (τεκμ. 1) στο οποίο σημείωσε το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα Χ. Σημείωσε επίσης με το γράμμα Χ1 το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο εφεσείων 2. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο πρόχειρο σχέδιο το σημείο Χ1 απέχει 3,90 μ. από την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου. Ο αριθμός 3,95 μ. σημειώθηκε από τον ίδιο και στα δύο σχέδια και αφορά σε άλλη μέτρηση. Το πλάτος του δρόμου στο μέρος που έγινε το δυστύχημα είναι 6 μ. και το σημείο Χ βρίσκεται στο μέσο του δρόμου πάνω στη συνεχόμενη άσπρη διαχωριστική γραμμή. Όταν κάλεσε τον εφεσίβλητο να υποδείξει το σημείο σύγκρουσης, αυτός δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ωστόσο επέμενε ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του.
Ο Α. Αγαθαγγέλου (Μ.Ε. 2) κατέθεσε ότι είναι διπλωματούχος μηχανολογίας και εκτιμητής και ότι παρακολούθησε μαθήματα αναπαράστασης τροχαίων δυστυχημάτων. Μελέτησε τα σχέδια της αστυνομίας και επισκέφθηκε τη σκηνή για επαλήθευση των μετρήσεων. Μελέτησε επίσης την έκθεση της αστυνομίας και φωτογραφίες των δύο αυτοκινήτων που λήφθηκαν μετά το δυστύχημα. Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω στοιχεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σημείο σύγκρουσης είναι το Χ1 επί του σχεδίου.
Ο εφεσείων Κώστας Καστάνας κατέθεσε ότι πριν από τη σύγκρουση, οδηγούσε με ταχύτητα 80 χαω και ότι είδε δύο αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο να έρχονται από αντίθετη κατεύθυνση. Όταν η απόσταση μεταξύ του αυτοκινήτου που οδηγούσε και του πρώτου αυτοκινήτου που ερχόταν από αντίθετη κατεύθυνση ήταν 20 μ., είδε το εν λόγω αυτοκίνητο να εισέρχεται στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και για να αποφύγει τη σύγκρουση πάτησε φρένα. Το αυτοκίνητό του, λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου, πήγε τριφτό και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που ερχόταν από αντίθετη κατεύθυνση. Κατέθεσε επίσης ότι δεν είχε οδηγήσει προηγουμένως το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, είχε όμως γνώσεις οδήγησης.
Ο εκτιμητής αυτοκινήτων Ορθόδοξος Ευαγγελίδης (Μ.Ε. 8) κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν κτυπημένο στο μπροστινό αριστερό μέρος δηλαδή στο μπροστινό αριστερό φτερό και τροχό, στο αριστερό μπροστινό μέρος του προφυλακτήρα, στην μπροστινή ποδιά και αριστερό μπροστινό μέρος εσώφτερου.
Ο Αυξέντης Νικολάου (Μ.Υ. 1) είδε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων 2 να κινείται ζικ ζακ στο δρόμο και να εισέρχεται στη λωρίδα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος και ακολούθως να συγκρούεται με το αυτοκίνητο του τελευταίου.
Σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων όπου το θέμα της ευθύνης είναι επίδικο και προβάλλονται διαφορετικές εκδοχές για το πώς έγινε το δυστύχημα, η πραγματική μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερη χρησιμότητα όταν δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας. Στην υπό κρίση υπόθεση τα δύο σχέδια της σκηνής που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο αντί να ρίξουν φως εκεί που χρειαζόταν ώστε το δικαστήριο να μπορεί καλύτερα να αξιολογήσει τη μαρτυρία δυστυχώς δυσκόλεψαν περισσότερο τα πράγματα με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να αξιολογήσει την αξιοπιστία των αστυφυλάκων που αντιστοίχως ετοίμασαν τα σχέδια και για μεν τον αστυφύλακα Μ.Ε. 1 να κάνει αρνητικά σχόλια ενώ για τον αστυφύλακα Μ.Υ. 2 τα σχόλια ήταν θετικά. Οι προσθήκες που έγιναν στο πρόχειρο σχέδιο (τεκμ. 4) ενώ αυτό βρισκόταν στην κατοχή του αστυφύλακα που ανέλαβε να ετοιμάσει νέο «επίσημο» ή «καθαρό» σχέδιο με βάση το πρόχειρο, συνιστά ανεπίτρεπτη ενέργεια η οποία, όπως διαφάνηκε, αποτέλεσε αιτία αντιπαράθεσης τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατά την ακρόαση της έφεσης λόγω των αμφιβολιών που εύλογα προέκυψαν αναφορικά με την ορθή καταχώρηση κάποιων μετρήσεων και σημείων που βρέθηκαν κατά την επί τόπου εξέταση του δυστυχήματος. Ενόψει των πιο πάνω, το δικαστήριο ορθά απέφυγε να προσδιορίσει το ακριβές σημείο της σύγκρουσης των δύο αυτοκινήτων εφόσον έλειπε το ασφαλές υπόβαθρο. Το δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει το θέμα της ευθύνης στηριζόμενο αποκλειστικά στην προφορική μαρτυρία. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία αυτή η οποία υποστηρίχθηκε βάσιμα από τον αστυφύλακα Μ.Υ. 2 ο οποίος, εντόπισε στην πλευρά που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, συγκέντρωση σπασμένων γυαλιών και ξεσμάτων μπογιάς των αυτοκινήτων, γεγονός το οποίο συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου.
Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου που εκδικάζει πρωτοδίκως την υπόθεση. Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή συμπερασμάτων που αφορούν στην αξιοπιστία μάρτυρα μόνο στην περίπτωση που θα διαπιστώσει ότι τα εν λόγω συμπεράσματα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά είτε γιατί αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχουμε πεισθεί από ό,τι έχει τεθεί ενώπιόν μας από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε για να αποφασίσει το επίδικο θέμα της ευθύνης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.
H έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.