ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1917

8 Δεκεμβρίου, 2010

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΜΟΝΙΚΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 33/2009)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Διεθνής δικαιοδοσία ― Γονική μέριμνα ― Διεκδίκηση δικαιώματος επικοινωνίας ― Ανάληψη αρμοδιότητας από τα Δικαστήρια της Κύπρου ― Άρθρο 8 του Κανονισμού 2201/2003 (ΕΚ) ― Προϋπόθεση σύμφωνα με το Άρθρο 8 (1) του Κανονισμού συνιστά ο παράγων της συνήθους διαμονής του τέκνου στην Κύπρο ― Ποίοι άλλοι παράγοντες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο επί του θέματος αυτού ― Ποία η έννοια του όρου «συνήθης διαμονή» και ποίοι οι παράγοντες οι οποίοι ενδεχομένως να επηρεάσουν το θέμα αυτό ― Κατά πόσο η παρούσα υπόθεση ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα όπου το Δικαστήριο κράτους μέλους, στο οποίο το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του, έχει αρμοδιότητα δυνάμει του Άρθρου 12 του Κανονισμού.

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής και υπηκοότητας τέλεσε πολιτικό γάμο με την εφεσίβλητη, η οποία είναι Ουγγρικής καταγωγής και Αγγλικής υπηκοότητας, στο Enfield του Λονδίνου στις 30.1.92 και στη συνέχεια θρησκευτικό γάμο στην Ουγγαρία. Απέκτησαν δύο γιους οι οποίοι γεννήθηκαν στις 2.12.00 και στις 18.10.04 αντίστοιχα, και οι οποίοι έχουν  τόσο την Ελληνική όσο και την Αγγλική υπηκοότητα. Το 2001 ο εφεσείων αποδέχθηκε διορισμό ως καθηγητής στο Arab Emirates University και έτσι οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Al Ain, Abu Dhabi. Η εφεσίβλητη είναι οδοντίατρος και εργάζεται στην πόλη αυτή. Ο γάμος των διαδίκων παρουσίασε προβλήματα τα οποία οδήγησαν τον εφεσείοντα να καταχωρήσει τον Απρίλιο του 2009 αίτηση διαζυγίου στην Ελλάδα και τον Μάιο του ιδίου έτους καταχώρησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή για ανάληψη της αποκλειστικής επιμέλειας των παιδιών τους. Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διαζυγίου στην Αγγλία.

Στις 28.8.2009 ο εφεσείων καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κυρίως αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση (α) διατάγματος καθορισμού της Λεμεσού ως τόπου διαμονής των δύο ανηλίκων παιδιών τους μέχρι την τελική αποπεράτωση της αγωγής την οποία είχε καταθέσει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζητώντας την αποκλειστική επιμέλειά τους, (β) διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται η μεταφορά των δύο ανηλίκων, εκτός της Δημοκρατίας, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεσή του και επιπλέον όπως το όνομα των δύο ανηλίκων τοποθετηθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία, μέχρι εκδικάσεως της αγωγής στο Πρωτοδικείο Αθηνών και (γ) διατάγματος ρύθμισης της επικοινωνίας των δύο ανηλίκων.

Στις 28.8.2009 ο εφεσείων εξασφάλισε κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, προσωρινό διάταγμα με το οποίο: (1)απαγορευόταν η έξοδος από την Κύπρο των δύο ανηλίκων χωρίς τη συγκατάθεση του εφεσείοντος ή την άδεια του Δικαστηρίου και (2) διατασσόταν η τοποθέτηση του ονόματός τους στον κατάλογο προσώπων των οποίων η έξοδος από την Κύπρο απαγορευόταν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση της εφεσίβλητης, η οποία είχε εγείρει θέμα έλλειψης αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει είτε την κυρίως αίτηση είτε την ενδιάμεση αφού, κατ' ισχυρισμόν, δεν ικανοποιούντο οι πρόνοιες του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90) και του Κανονισμού 2201/2003 (ΕΚ), με αποτέλεσμα να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε στις 28.8.2009. Το Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση τον Κανονισμό 2201/03 (ΕΚ) δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία διότι τα παιδιά των διαδίκων κατά τη στιγμή της καταχώρησης της αίτησης, όχι μόνο δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο, αλλά δεν υπήρχε και οτιδήποτε που να τα συνδέει με την Κύπρο.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας λόγους οι οποίοι επικεντρώνονται στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 8 του Κανονισμού 2201/2003 (ΕΚ) διατυπώνει το γενικό κανόνα ότι το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για ζητήματα γονικής μέριμνας, είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους της «συνήθους διαμονής» του παιδιού. Στην προκείμενη περίπτωση, η κυρίως αίτηση του εφεσείοντος αφορούσε σε θέματα γονικής μέριμνας που περιλαμβάνει το δικαίωμα επικοινωνίας που αυτός διεκδικούσε. Σύμφωνα με το Άρθρο 8(1) του Κανονισμού, τα Δικαστήρια της Κύπρου ως κράτους μέλους θα μπορούσαν επί του θέματος της γονικής μέριμνας να αναλάβουν δικαιοδοσία, νοουμένου ότι κατά την καταχώρηση της αγωγής, το παιδί έχει τη «συνήθη διαμονή του» στην Κύπρο.

2.  Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης είναι καθοριστικά για τον προσδιορισμό του τόπου της «συνήθους διαμονής» του παιδιού. Ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, είναι η φυσική παρουσία του παιδιού στο κράτος μέλος. Όμως η φυσική παρουσία θα πρέπει να συνοδεύεται με μαρτυρία ότι δεν είναι προσωρινή ή διακοπτόμενη, αλλά μόνιμη. Θα πρέπει να υπάρχουν ενδείξεις ενσωμάτωσης στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η διάρκεια της παραμονής, οι λόγοι που οδήγησαν την οικογένεια και τα παιδιά να μετακινηθούν και να παραμείνουν στο έδαφος του κράτους μέλους, η υπηκοότητα των παιδιών, οι όροι φοίτησης σε σχολείο, η γλώσσα και γενικά οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις των παιδιών στη συγκεκριμένη χώρα.

3.  Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα παιδιά δεν είχαν το συνήθη τόπο διαμονής τους στην Κύπρο είναι ορθό.

4.  Ορθή είναι επίσης η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εξεταζόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα όπου το Δικαστήριο κράτους μέλους, στο οποίο το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του, έχει αρμοδιότητα δυνάμει του Άρθρου 12 του Κανονισμού, το οποίο προβλέπει για «παρέκταση αρμοδιότητας». Η πρώτη εξαίρεση αφορά στην περίπτωση που εκκρεμεί διαδικασία διαζυγίου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, οπότε και το δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί και για ζητήματα γονικής μέριμνας, έστω και αν το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος. Η δεύτερη εξαίρεση ισχύει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 12(3) του Κανονισμού, ήτοι, το παιδί να έχει στενή σχέση με την Κύπρο και η αρμοδιότατα των κυπριακών δικαστηρίων να έχει γίνει ρητώς ή/και με άλλο ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας και ιδιαίτερα από την εφεσίβλητη.

5.  Το παράπονο του αιτητή, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ήταν προς το συμφέρον των παιδιών να αναλάβει δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 12(4), αφού τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 ή άλλη παρόμοια σύμβαση, είναι μερικώς δικαιολογημένο. Όμως, στην παντελή απουσία του αναγκαίου μαρτυρικού υλικού και/ή υπόβαθρου, το Δικαστήριο, ακόμα και αν εξέταζε το θέμα, δεν θα είχε τη δυνατότητα να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς το συμφέρον των παιδιών.

6.  Ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ούτε κάτω από το Άρθρο 13 μπορούσε να αναλάβει αρμοδιότητα, αφού στην προκειμένη περίπτωση η συνήθης διαμονή των παιδιών διαπιστώθηκε, σύμφωνα με το Άρθρο 12, ότι ήταν το Abu Dhabi. Επομένως, η Κύπρος που ήταν ο χώρος της φυσικής παρουσίας των παιδιών τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούσε να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο για σκοπούς του Άρθρου 13.

7.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι από τη στιγμή που ο συνήθης τόπος διαμονής των παιδιών διαπιστώθηκε ότι ήταν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναλάβει ούτε διεθνή δικαιοδοσία και ούτε προσωρινά μέτρα δυνάμει του Άρθρου 20, εφόσον η συνήθης διαμονή των παιδιών ήταν σε κράτος μη μέλος και όχι σε άλλο κράτος μέλος. Όμως ακόμη και αν υπήρχε η δυνατότητα λήψεως προσωρινών μέτρων, ενόψει της εκκρεμούσας Aγωγής Aρ. 1295/09 στα ελληνικά Δικαστήρια και πάλι δεν θα ενδείκνυτο η έκδοση προσωρινών μέτρων, εφόσον δεν θα τηρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Αλλά και αν ακόμα το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκδώσει προσωρινά μέτρα, η τελική έγκρισή τους θα διέπετο από το εθνικό δίκαιο, όπως προβλέπεται από την ίδια την Οδηγία (Άρθρο 20(1)). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν φαίνεται να υπήρχε οτιδήποτε το επείγον ή οτιδήποτε άλλο, το οποίο θα μπορούσε σύμφωνα με το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά σοβαρή περίσταση, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ευημερία των παιδιών.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φασαρία v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2008) 1 Α.Α.Δ. 1024,

Κόρακα v. Γεωργίου (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1935,

Αντωνίου v. Θεοδώρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1944,

C523/07, ημερ. 2.4.2009, Aπόφαση του Δικαστηρίου της Eυρωπαϊκής Ένωσης.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tουμάζου, Π.), (Γονική Mέριμνα Yπ. Aρ. 232/2009), ημερ. 27/11/2009.

Α. Γιωρκάτζης με Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημητρίου για Α. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στις 28.8.2009 καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κυρίως αίτηση, με την οποία ζητούσε: (α) Διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ως ο τόπος διαμονής των δύο ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, η Λεμεσός, μέχρι την τελική αποπεράτωση της αγωγής με αριθμό 1295/2009, την οποία ο Εφεσείων κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας την αποκλειστική επιμέλεια των δύο ανηλίκων. (β) Διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η μεταφορά των δύο ανήλικων, εκτός της Δημοκρατίας, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση του Αιτητή και επιπλέον όπως το όνομα των δύο ανήλικων τοποθετηθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία, μέχρι εκδικάσεως της αγωγής στο Πρωτοδικείο Αθηνών. (γ) Διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται η επικοινωνία των δύο ανήλικων.

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της κυρίως αίτησης, ο Εφεσείων καταχώρησε και μονομερή αίτηση, στη βάση της οποίας το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 28.8.2009, προσωρινό διάταγμα με το οποίο: (1) απαγορευόταν η έξοδος από την Κύπρο, των δύο ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του Εφεσείοντος ή χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου και (2) διατασσόταν η τοποθέτηση του ονόματός τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο.

Μετά την επίδοση του προσωρινού διατάγματος, η Εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος.  Μεταξύ άλλων, ήγειρε θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εκδικάσει είτε την κυρίως αίτηση, είτε την ενδιάμεση, αφού δεν ικανοποιούνται οι πρόνοιες του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90) και του Κανονισμού  2201/2003 (ΕΚ).

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αποφασίζοντας το πιο πάνω νομικό σημείο, στηρίχθηκε στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων αλλά και στα δικόγραφα, από τα οποία διαπίστωσε τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα:-

«Ο Αιτητής είναι ελληνικής καταγωγής και υπηκοότητας και η Καθ' ης η αίτηση είναι Ουγγρικής καταγωγής και Αγγλικής υπηκοότητας. Τέλεσαν πολιτικό γάμο στις 30.1.92 στο Enfield του Λονδίνου και στη συνέχεια θρησκευτικό γάμο στην Ουγγαρία. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γεώργιο Ρωμαίο που γεννήθηκε στις 2.12.00 και τον Μάρκο Αλέξιο που γεννήθηκε στις 18.10.04, τα οποία έχουν τόσο την Ελληνική όσο και την Αγγλική υπηκοότητα. Μετά την συμπλήρωση των σπουδών του ο Αιτητής εργάστηκε ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Westminster στην Αγγλία και στη συνέχεια έκανε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ελλάδα. Ο Αιτητής είναι ιδιοκτήτης διαμερίσματος στη Λεμεσό. Το 2001 ο Αιτητής αποδέχθηκε διορισμό ως Καθηγητής στο Arab Emirates University και έτσι οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν σε ενοικιαζόμενη έπαυλη στο Al Ain, Abu Dhabi. Από το 2006 ο Αιτητής διδάσκει στο British University στο Dubai. Η Καθ' ης η αίτηση είναι οδοντίατρος και εργάζεται στην πόλη Al Ain. Ο γάμος των διαδίκων παρουσίασε προβλήματα. Ο Αιτητής, τον Απρίλιο του 2009, καταχώρισε στην Ελλάδα αίτηση διαζυγίου η οποία φέρει τον αριθμό πινακίου Α2 17 και έχει οριστεί στις 25.1.2010. Στις 20.5.2009 καταχώρισε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την Αγωγή με αριθμό 1295/09 με την οποία αιτείται την ανάληψη της επιμέλειας των παιδιών τους. Στη συνέχεια η Καθ' ης η αίτηση καταχώρισε αίτηση διαζυγίου στην Αγγλία. Το καλοκαίρι του 2009 είναι παραδεκτό ότι τα παιδιά βρίσκονταν για διακοπές στην Ελλάδα με τον πατέρα τους, στη συνέχεια πήγαν στην Ουγγαρία για διακοπές με τη μητέρα τους, τον Αύγουστο του 2009 μετέφερε η μητέρα τα παιδιά στην Κύπρο όπου ήταν και ο πατέρας τους και αυτή επέστρεψε στο Abu Dhabi. Από αυτό το χρονικό σημείο ο μεν Αιτητής ισχυρίζεται ότι η Καθ' ης η αίτηση συμφώνησε να αφήσει τα παιδιά να διαμένουν μαζί του στην Κύπρο, η δε Καθ' ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συμφώνησε κάτι τέτοιο και ότι περίμενε να της επιστρέψει τα παιδιά στο Abu Dhabi, τόπο διαμονής τους, διότι άνοιγαν σύντομα και τα σχολεία τους.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα όσα είχαν να πουν οι δικηγόροι των διαδίκων στις αγορεύσεις τους, δέχθηκε την ένσταση της Εφεσίβλητης, κρίνοντας ότι δεν έχει αρμοδιότητα, με αποτέλεσμα να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε στις 28.8.2009. Έκρινε ότι με βάση τον Κανονισμό 2201/03 (ΕΚ) δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία διότι τα παιδιά των διαδίκων κατά τη στιγμή της καταχώρησης της αίτησης, όχι μόνο δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο, αλλά δεν υπήρχε και οτιδήποτε που να τα συνδέει με την Κύπρο.

Ο Εφεσείων με 13 λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Κύριος λόγος έφεσης είναι ο πρώτος, ο οποίος επικεντρώνεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας. Όμως και οι υπόλοιποι λόγοι έχουν ως επίκεντρο το ίδιο ζήτημα, γι' αυτό και θα τους εξετάσουμε μαζί, πλην του λόγου έφεσης 6, ο οποίος απεσύρθη στο στάδιο των αγορεύσεων.

Το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του Κανονισμού 2201/2003 (ΕΚ). Η δικαιοδοσία αυτή μπορεί να αναληφθεί με δύο τρόπους: (α) Σύμφωνα με το γενικό κανόνα που περιλαμβάνεται στο Αρθρο 8 του Κανονισμού (τόπος συνήθους διαμονής) και (β) σύμφωνα με τις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα, δηλαδή τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία απονέμεται στα δικαστήρια κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σ' αυτό. Οι περιπτώσεις αυτές διέπονται από τα Αρθρα 9-10 (που δεν αφορά η παρούσα περίπτωση), από τα Αρθρα 12 και 13 και από τα Αρθρα 17 και 14 που αφορά στο κατάλοιπο της δικαιοδοσίας (που επίσης δεν αφορά η παρούσα περίπτωση).

Το Αρθρο 8 του Κανονισμού διατυπώνει τον γενικό κανόνα ότι το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για ζητήματα γονικής μέριμνας, είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους της «συνήθους διαμονής» του παιδιού. Στην προκειμένη περίπτωση, η κυρίως αίτηση του Αιτητή αφορούσε σε θέματα γονικής μέριμνας που περιλαμβάνει το δικαίωμα επικοινωνίας που διεκδικούσε ο Αιτητής. Σύμφωνα με το Αρθρο 8(1) του Κανονισμού, τα δικαστήρια της Κύπρου ως κράτους μέλους θα μπορούσαν να αναλάβουν δικαιοδοσία, εφόσον η αίτηση αφορούσε σε γονική μέριμνα, νοουμένου ότι κατά τη στιγμή της άσκησης της αγωγής, το παιδί έχει τη «συνήθη διαμονή» του στην Κύπρο. Επομένως, καθίσταται αναγκαίο να αποφασιστεί η «συνήθης διαμονή» των δύο παιδιών.

Ο όρος «συνήθης διαμονή» δεν είναι τεχνικός όρος, αλλά καθορίζεται με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Η συνήθης διαμονή αντιδιαστέλλεται με την προσωρινή ή την έκτακτη. Παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το θέμα της συνήθους διαμονής, είναι η επαγγελματική απασχόληση, η συμμετοχή σε πολιτιστικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις, η ύπαρξη μόνιμης ή συνήθους κατοικίας κ.α. (βλ. Φασαρία v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2008) 1 Α.Α.Δ. 1024, Κόρακα v. Γεωργίου (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1935, Αντωνίου v. Θεοδώρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1944).

Στην περίπτωση παιδιού, τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης είναι καθοριστικά για τον προσδιορισμό του τόπου της «συνήθους διαμονής» του. Ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, είναι η φυσική παρουσία του παιδιού στο κράτος μέλος. Όμως η φυσική παρουσία θα πρέπει να συνοδεύεται με μαρτυρία ότι δεν είναι προσωρινή ή διακοπτόμενη, αλλά μόνιμη. Θα πρέπει να υπάρχουν ενδείξεις ενσωμάτωσης στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Όπως υποδείχθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Yπόθεση με Αρ. C523/07, ημερ. 2.4.2009, στην οποία έκαμε αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο, άλλοι παράγοντες που επίσης λαμβάνονται υπόψη είναι η διάρκεια της παραμονής, οι λόγοι που οδήγησαν την οικογένεια και τα παιδιά να μετακινηθούν και να παραμείνουν στο έδαφος του κράτους μέλους, η υπηκοότητα των παιδιών, οι όροι φοίτησης σε σχολείο, η γλώσσα και γενικά οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις των παιδιών στη συγκεκριμένη χώρα.

Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα παιδιά δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο, είναι ορθό. Όπως εξηγεί το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελίδες 10-11 της απόφασής του:-

«Καμιά ανάμειξη λοιπόν με το κοινωνικό και οποιοδήποτε οικογενειακό περιβάλλον της Κύπρου εφόσον ο πατέρας είναι Έλληνας και η μητέρα Ουγγρικής καταγωγής, ούτε και τα παιδιά πήγαν σχολείο στην Κύπρο. Τα παιδιά φοιτούσαν μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2008/2009 στα Εμιράτα και μετά άρχισαν τις διακοπές τους στις χώρες καταγωγής των γονέων τους, στην Ελλάδα (χώρα καταγωγής του πατέρα) και στην Ουγγαρία (χώρα καταγωγής της μητέρας). Η μετάβαση τους στη συνέχεια στην Κύπρο αρχές Αυγούστου του 2009 και η απλή ολιγοήμερη παραμονή τους στην Κύπρο δεν εξυπακούει ότι απέκτησαν τον συνήθη τόπο διαμονής τους στην Κύπρο κατά την στιγμή καταχώρησης της αίτησης. Ούτε και μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι τα παιδιά απέκτησαν συνήθη διαμονή στην Κύπρο λόγω της εργασίας του πατέρα εφόσον μέχρι και τις 20.10.09, ημερ. της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του Αιτητή, ο Αιτητής δεν αναφέρει ότι υπέγραψε συμβόλαιο εργοδότησής του στην Κύπρο και αντίθετα επαναλαμβάνει ότι με βάση τη συμφωνία του, η εργοδότησή του στο Dubai συνεχίζεται μέχρι το τέλος του χρόνου. Γενικά και αόριστα επαναλαμβάνει στην απάντηση του ότι συμφώνησε ήδη με Πανεπιστήμιο για εργοδότηση του την 1.1.2010.

Καταλήγω ότι με βάση τα παραδεκτά γεγονότα, τα παιδιά δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο κατά τη στιγμή καταχώρησης της παρούσας αίτησης. Επομένως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003.»

Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ήταν αναπόφευκτη.

Ερχόμαστε τώρα στις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εξέτασε επίσης κατά πόσον το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε αρμοδιότητα δυνάμει του Αρθρου 12 του Κανονισμού, το οποίο προβλέπει για «παρέκταση αρμοδιότητας». Το Αρθρο 12 φαίνεται να εισάγει περιορισμένες δυνατότητες προσφυγής στο δικαστήριο κράτους μέλους, στο οποίο το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του.

Η πρώτη, αφορά στην περίπτωση που εκκρεμεί διαδικασία διαζυγίου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, οπότε και το δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί και για ζητήματα γονικής μέριμνας, έστω και αν το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος. Σχετικά είναι τα εδάφια 1 και 2 του Αρθρου 12, τα οποία όμως δεν εφαρμόζονται, εφόσον στην Κύπρο δεν εκκρεμούσε τότε οποιαδήποτε αίτηση διαζυγίου.

Η δεύτερη αφορά στις περιπτώσεις που δεν εκκρεμεί διαδικασία διαζυγίου, οπότε το δικαστήριο του κράτους μέλους μπορεί να έχει αρμοδιότητα σε θέματα γονικής μέριμνας, ακόμα και αν το παιδί δεν έχει τη διαμονή του στο κράτος μέλος, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Αρθρο 12(3) το οποίο προβλέπει ότι:-

«12(3) Τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον

α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους,

και

β) η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ' άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά  την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού.»

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ορθά κατά την άποψή μας κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει «παρέκταση αρμοδιότητας», αφού δεν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του Αρθρου 12(3) του Κανονισμού. Συγκεκριμένα, τα παιδιά δεν είχαν στενή σχέση με την Κύπρο και η αρμοδιότητα των κυπριακών δικαστηρίων δεν είχε γίνει ρητώς ή/και με άλλο ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεχτή απ' όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας και ιδιαίτερα από την Εφεσίβλητη.

Όταν το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Χάγης του 1996, τότε για θέματα γονικής μέριμνας η ανάληψη αρμοδιότητας γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης. Όμως όταν αποδειχθεί ότι το τρίτο κράτος δεν είναι συμβαλλόμενο, τότε τα δικαστήρια του κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό δεσμό, μπορεί να αναλάβουν δικαιοδοσία στη βάση της περιορισμένης δυνατότητας παρέκτασης δικαιοδοσίας, δυνάμει του Αρθρου 12(4) του Κανονισμού, αν θεωρηθεί ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού, ιδίως όταν μια διαδικασία παρίσταται αδύνατη στο τρίτο κράτος, ένεκα του ότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις πρόνοιες του Αρθρου 12(4). Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, αφού σημείωσε την παράλειψη του δικαστηρίου, στο περίγραμμα αγόρευσής του*, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αναλάβει δικαιοδοσία, αφού αυτό επέβαλλε το συμφέρον των δύο παιδιών. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), ανέφερε, δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 ή άλλη παρόμοια σύμβαση, είναι χώρα στην οποία «ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες γύρω από οικογενειακά θέματα και επιμέλειας παιδιών, παραβιάζονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα καθιστώντας άνευ αντικειμένου οποιαδήποτε απόφαση του Ελληνικού Δικαστηρίου στην Αίτηση την οποία έχει καταχωρήσει ο Αιτητής», διεκδικώντας την αποκλειστική επιμέλεια των δύο ανήλικων τέκνων του, αφού τυχόν απόφαση υπέρ του, δεν θα είναι δυνατό να εφαρμοστεί στα ΗΑΕ.

Το παράπονο του Αιτητή, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ήταν προς το συμφέρον των παιδιών να αναλάβει δικαιοδοσία δυνάμει του Αρθρου 12(4), είναι μερικώς δικαιολογημένο. Όμως, ακόμα και αν το δικαστήριο εξέταζε το συγκεκριμένο θέμα, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, αφού ελλείπει παντελώς το μαρτυρικό υλικό ή το κοινό έδαφος, ότι τα ΗΑΕ όντως δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης, ότι κάποιες διαδικασίες είναι αδύνατες, ότι εκεί ισχύουν άλλοι κανόνες για θέματα επιμέλειας παιδιών, ότι παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα και ότι τυχόν απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων υπέρ του Εφεσείοντος για το θέμα της επιμέλειας, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στα ΗΑΕ. Με την απουσία του αναγκαίου υπόβαθρου, δεν ήταν δυνατό για το πρωτόδικο δικαστήριο, ακόμα και αν εξέταζε το θέμα, να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς το συμφέρον των παιδιών. Δεν θα ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος σε σχέση με το Αρθρο 12(4) του Κανονισμού, εφόσον αυτά διατυπώθηκαν στα πλαίσια του λόγου έφεσης 6, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε επίσης, κατά πόσον θα μπορούσε να αναλάβει αρμοδιότητα στη βάση του Αρθρου 13 του Κανονισμού, το οποίο αφορά στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να διαπιστωθεί η συνήθης διαμονή του παιδιού με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιοριστεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, δυνάμει του Αρθρου 12. Σε τέτοια περίπτωση, αρμόδια θεωρούνται τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί.  Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε κάτω από το Αρθρο 13 μπορεί να αναληφθεί αρμοδιότητα, αφού στην προκειμένη περίπτωση η συνήθης διαμονή των παιδιών διαπιστώθηκε, σύμφωνα με το Αρθρο 12, ότι ήταν το Abu Dhabi. Επομένως, η Κύπρος που ήταν ο χώρος της φυσικής παρουσίας των παιδιών τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούσε να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο για σκοπούς του Αρθρου 13.

Η τελευταία εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος σχετίζεται με τον λόγο έφεσης 2, στον οποίο έδωσε και τη μεγαλύτερη σημασία. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι με βάση το Αρθρο 20 του Κανονισμού 2201/03 (ΕΚ) δεν είχε αρμοδιότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα και ασφαλιστικά μέτρα για προστασία των δύο ανήλικων παιδιών που βρίσκονταν στην επικράτειά του.

Το Αρθρο 20 του Κανονισμού 2201/2003 (ΕΚ) προβλέπει ότι:-

«Άρθρο 20

Προσωρινά και ασφαλιστικά μέτρα

1. Σε επείγουσες περιπτώσεις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν τα αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος αυτό, τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, έστω και αν το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης.

2. Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παύουν να ισχύουν μόλις τα δικαστήρια του κράτους μέλους που έχουν διεθνή δικαιοδοσία να κρίνουν επί της ουσίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού λάβουν τα μέτρα τα οποία θεωρούν προσήκοντα.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκρινε ότι δυνάμει του γενικού κανόνα της συνήθους διαμονής (Αρθρο 8) και των εξαιρέσεων του κανόνα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει συνήθης διαμονή στο κράτος μέλος (Αρθρα 12 και 13), κατέληξε ότι δεν έχει αρμοδιότητα. Στη συνέχεια, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσον θα μπορούσε να αναλάβει προσωρινή αρμοδιότητα δυνάμει του Αρθρου 20, ώστε να μπορέσει να παραχωρήσει προσωρινή θεραπεία. Έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για ανάληψη τέτοιας αρμοδιότητας ώστε να εκδώσει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση των Ελληνικών δικαστηρίων. Η Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, επικαλούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υπόθεση C523/07, ημερ. 2.4.2009, θεώρησε ότι «το Αρθρο 20(1) του Κανονισμού εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που τα παιδιά έχουν τον συνήθη τόπο διαμονής τους σε ένα Κράτος Μέλος της Ε.Ε. αλλά διαμένουν προσωρινά και σποραδικά σε άλλο Κράτος Μέλος». Με βάση αυτή τη θεώρηση, έκρινε ότι «στην υπό εκδίκαση υπόθεση ο συνήθης τόπος διαμονής των παιδιών δεν είναι οποιοδήποτε Κράτος Μέλος, αλλά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα».

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Όταν τα μέλη λάβουν για το ίδιο θέμα ένδικα μέσα σε διάφορα κράτη μέλη, είναι γνωστό ότι υπάρχει ενδεχόμενο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις επί του ίδιου ζητήματος. Ο Κανονισμός 2201/2003 (ΕΚ) περιλαμβάνει πρόνοιες στη βάση του κανόνα εκκρεμοδικίας, ώστε να κατοχυρώνεται η ασφάλεια του δικαίου. Σύμφωνα με το Αρθρο 19, το δικαστήριο που πρώτο επιλήφθηκε της διαφοράς, που στην παρούσα περίπτωση είναι το ελληνικό, είναι κατ' αρχήν αρμόδιο. Το δεύτερο δικαστήριο, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο της Κύπρου, οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο της υπόθεσης. Όμως οι πιο πάνω κανόνες εκκρεμοδικίας σπάνια εφαρμόζονται στη διαδικασία γονικής μέριμνας, όπως είναι η παρούσα, εφόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού, κάθε παιδί έχει κατά κανόνα συνήθη τόπο διαμονής σε ένα κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια διατηρούν και τη διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το γενικό κανόνα που διατυπώνει το Αρθρο 8 του Κανονισμού.

Όμως παρά τις πρόνοιες που αποσκοπούν στην αποφυγή έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, το Αρθρο 20 του Κανονισμού παρέχει δυνατότητα στα δικαστήρια να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο σε σχέση με παιδί που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας τους, παρά το γεγονός ότι τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τον Κανονισμό. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 20, δεν παρέχουν διεθνή δικαιοδοσία, αλλά απλά δεν εμποδίζουν τη λήψη προσωρινών μέτρων σε επείγουσες περιπτώσεις.  Όπως ερμηνεύθηκε το Αρθρο 20 του Κανονισμού, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υπόθεση C523/07, ανωτέρω:-

«46. Under Article 20(1) of the Regulation, in urgent cases, the provisions of the Regulation are not to prevent the courts of a Member State from taking such provisional, including protective measures in respect of persons or assets in that State as may be available under the law of that Member Sate, even if, under the Regulation, the court of another Member State has jurisdiction as to the substance of the matter.

47. It follows from the very wording of Article 20(1) that the adoption of measures in matters of parental responsibility by courts of member States which do not have jurisdiction as to the substance of the matter is subject to three cumulative conditions, namely;

- the measures concerned must be urgent;

- they must be taken in respect of persons or assets in the Member State where the court seised of the dispute is situated, and

- they must be provisional.

48. Those measures are applicable to children who have their habitual residence in one member State but stay temporarily or intermittently in another Member State and are in a situation likely seriously to endanger their welfare, including their health or their development, thereby justifying the immediate adoption of protective measures. The provisional nature of such measures arises from the fact that, pursuant to Article 20(2) of the Regulation, they cease to apply when the court of the Member State having jurisdiction as to the substance of the matter has taken the measures it considers appropriate.

49. The Regulation does not include substantive provisions concerning the type of urgent measures which must be applied.

50. Article 20(1) of the Regulation provides that the provisional or protective measures that the courts of a Member State are required to take in urgent cases are those 'available under the law of that Members State'.

51. In that context, it is for the national legislature to lay down the measures to be adopted by the national authorities in order to protect the best interests of the child and to lay down detailed procedural rules for their implementation.

52. Since such measures are adopted on the basis of provisions of national law the binding nature of those measures must stem from the national legislation concerned.»

Κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι από τη στιγμή που ο συνήθης τόπος διαμονής των παιδιών διαπιστώθηκε ότι ήταν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το δικαστήριο δεν μπορούσε να αναλάβει ούτε διεθνή δικαιοδοσία και ούτε προσωρινά μέτρα δυνάμει του Αρθρου 20, εφόσον η συνήθης διαμονή των παιδιών ήταν σε κράτος μη μέλος και όχι σε άλλο κράτος μέλος.

Όμως ακόμη και αν υπήρχε η δυνατότητα να ληφθούν προσωρινά μέτρα, ενόψει της εκκρεμούσας Αγωγής Aρ. 1295/09 στα ελληνικά δικαστήρια και πάλιν δεν θα ενδείκνυτο η έκδοση προσωρινών μέτρων, εφόσον δεν θα τηρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Παρενθετικά, σημειώνουμε ότι ακόμα και αν το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκδώσει προσωρινά μέτρα, η τελική έγκριση τους θα διέπετο από το εθνικό δίκαιο, όπως προβλέπεται από την ίδια την Οδηγία (Αρθρο 20(1)). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν φαίνεται να υπήρχε οτιδήποτε το επείγον ή οτιδήποτε άλλο, το οποίο θα μπορούσε σύμφωνα με το Αρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά σοβαρή περίσταση, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ευημερία των παιδιών. Τα όσα ισχυρίστηκε ο Εφεσείων, όχι μόνο δεν έχουν αποδειχτεί, αλλά ούτε και θα μετέτρεπαν την περίπτωση σε επείγουσα και εξαιρετικά σοβαρή π.χ. σοβαρός τραυματισμός παιδιού σε τροχαίο ατύχημα, ώστε να ενδείκνυται η λήψη προσωρινών μέτρων.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κατά την κρίση μας κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα,      πλέον Φ.Π.Α., σε βάρος του Εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.A., εις βάρος του εφεσείοντος.

*Λόγος έφεσης 1, Παρ. 4 της αγόρευσης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο