ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1860
29 Νοεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Eφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ
ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
2. G. & V. HADJIDEMOSTHENOUS LTD.,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 93/2008)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Έφεση κατ' αποφάσεως του Διευθυντή Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Εξουσία Eπαρχιακού Δικαστηρίου ― Δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Διευθυντή, αλλά επεκτείνεται και στην ορθότητά της καθώς και στις ρυθμίσεις των δικαιωμάτων των διαδίκων με γνώμονα το δίκαιο.
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Αναθεώρηση απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου ― Η έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί τη μόνη οδό.
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Εξουσία Διευθυντή Κτηματολογίου να προβαίνει στη διόρθωση λαθών και παραλείψεων δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Δεν εκτείνεται στην επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου, οι οποίες αποτελούν αρμοδιότητα των Δικαστηρίων και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού Δικαστηρίου.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου Πάφου απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας - αιτήτριας με την οποία η τελευταία ζητούσε διόρθωση των Κτηματολογικών σχεδίων του κτήματός της στην Κισσόνεργα, το οποίο (κτήμα) ήταν όμορο με το κτήμα της καθ' ης η αίτηση - εφεσίβλητης 2. Και τα δύο προαναφερθέντα κτήματα προέκυψαν κατόπιν διαδικασίας ενοποίησης και αναδιαμονής. Στο σχέδιο του Κτηματολογίου φάνηκε ότι το κοινό σύνορο των δύο τεμαχίων ήταν τροποποιημένο σε σύγκριση με το τελικό σχέδιο του Τμήματος Αναδασμού, που επαναδημοσιεύθηκε στις 26.4.1974.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αίτηση/έφεση την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (εφεσίβλητου 1).
Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της προαναφερθείσας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αμφισβητώντας την ορθότητά της.
Λόγοι έφεσης:
1. Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου όφειλε να ενεργήσει σύμφωνα με το τελικό σχέδιο Αναδασμού και το τελικό σχέδιο ήταν αυτό του 1974 και όχι αυτό του 1977. Όσα έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση του σχεδίου του 1974 ήταν παράνομα και συνεπώς το σχέδιο του 1977 δεν μπορούσε να παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα ούτε και να αποτελέσει τη βάση για κτηματικές εγγραφές.
2. «Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 6/6/96 εμπόδιζε την αιτήτρια/εφεσείουσα να απαιτεί τη διόρθωση λάθους στα κτηματικά μητρώα και σχέδια».
3. Η διαταγή για επιδίκαση των εξόδων εις βάρος της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η επιδίωξη της εφεσείουσας είναι η, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, αναθεώρηση διοικητικής πράξης η νομιμότητα της οποίας μάλιστα ουδέποτε προσβλήθηκε. Κατά συνέπεια, κρινόμενο κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, το συγκεκριμένο αίτημα συναρτάται με την εγκυρότητα πράξης της διοίκησης, για αναθεώρηση της οποίας δεν παρέχεται υπό τις περιστάσεις δυνατότητα. Η εξουσία του Διευθυντή Κτηματολογίου να προβαίνει σε διόρθωση λαθών ή παραλείψεων δυνάμει του Άρθρου 61 του Κεφ. 224, συνιστά κατ' εξοχή διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων, βιβλίων και εγγράφων και με κανένα τρόπο παρέχεται στο Διευθυντή εξουσία να επιλύει κτηματικές διαφορές ουσίας ή διαφορές που συνίστανται σε διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας.
2. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ζήτημα που εγείρεται με την επί του προκειμένου θέση της εφεσείουσας, μόνο στα πλαίσια αίτησης/έφεσης με αντικείμενο τον παραμερισμό της απόφασης του Διευθυντή ημερομηνίας 6/6/1996, θα μπορούσε να εξεταστεί.
3. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και ο επιτυχών διάδικος τα δικαιούται.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λανίτης Λτδ. κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,
Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ. v. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145,
Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,
Kofteros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619,
Χατζηϊωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,
Διευθυντής Κτηματολογίου v. Καρακωτού (2005) 1 Α.Α.Δ. 99,
Θέμη v. Χριστοδούλου (2010) 1 A.A.Δ. 1177.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Kουνίδου, E.Δ.), (Aίτηση/Έφεση Aρ. 126/04), ημερομ. 1.2.2008.
Ε. Κορακίδης, για την Εφεσείουσα.
Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 1.
Α. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης/έφεσης την οποία είχε καταχωρίσει η εφεσείουσα εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (εφεσίβλητου 1).
Προτού αναφερθούμε στους λόγους έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της αίτησης/έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση το ενώπιον του έγγραφο και προφορικό μαρτυρικό υλικό.
"Η αιτήτρια-εφεσείουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Τεμαχίου 266 Φ/Σ XLV/48.W.II του χωριού Κισσόνεργα, έκτασης 3.902 τ.μ. το οποίο της μεταβιβάστηκε από τον πατέρα της Στυλιανό Σταυρινού Στυλιανού, το έτος 1982.
Η καθ'ης η αίτηση/εφεσίβλητη 2 είναι ιδιοκτήτρια του όμορου με το πιο πάνω κτήμα, κτήματος, με αριθμό τεμαχίου 278, έκτασης 3.456 τ.μ..
Τα δύο πάνω κτήματα προέκυψαν κατόπιν διαδικασίας ενοποίησης και αναδιανομής. Ο Στυλιανός Στ. Στυλιανού πριν από τη διαδικασία ενοποίησης και αναδιανομής ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 248 με έκταση 4.683 τ.μ. ενώ ακολούθως, μετά την αναδιανομή στο όνομα του εκδόθηκε ο τίτλος Β 266 ημερ. 27.1.1977.
Αρχικός ιδιοκτήτης του όμορου κτήματος, του τεμαχίου 278 ήταν η Ελένη Λάμπρου Δαυίδ στο όνομα της οποίας επίσης εκδόθηκε τίτλος στις 21.1.1977. Το έτος 1979 η Ελένη Λ. Δαυίδ μεταβίβασε το τεμάχιο 278 στην κόρη της Γεωργία Χρίστου Λουκά, η οποία το έτος 2003 το πούλησε στην καθ'ης η αίτηση/εφεσίβλητη 2.
Η Ελένη Λ. Δαυίδ πριν από τη διαδικασία ενοποίησης και αναδιανομής ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των τεμαχίων 345/1 και 345/2 συνολικού εμβαδού 3.712 τ.μ..
Το τμήμα αναδασμού στην πρώτη δημοσίευση του Σχεδίου Αναδιανομής, που έγινε στις 22.11.1973, παραχώρησε στον Στυλιανό Στ. Στυλιανού το ίδιο κτήμα αλλά με αριθμό 262 έκτασης 3.578 τ.μ. και στην Ελένη Λάμπρου Δαυίδ το τεμάχιο 276 έκτασης 3.170 τ.μ..
Στην επαναδημοσίευση του Σχεδίου αναδιανομής που έγινε στις 26.4.1974, το Τμήμα Αναδασμού παραχώρησε στον Στυλιανό Στ. Στυλιανού το ίδιο κτήμα αλλά με αριθμό τεμαχίου 262 έκτασης 3.492 και στην Ελένη Λάμπρου Δαυίδ το κτήμα με αρ. τεμαχίου 278 έκτασης 3.531 τ.μ..
Στη συνέχεια το Τμήμα Αναδασμού ζήτησε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, να γίνει η χωρομέτρηση των νέων κτημάτων που προέκυψαν από την αναδιανομή και ετοιμάστηκε το χωρομετρικό σχέδιο του Κτηματολογίου, στην κλίμακα 1:2.500.
Στο σχέδιο του Κτηματολογίου φάνηκε ότι το κοινό σύνορο των τεμαχίων 266 και 278 ήταν τροποποιημένο σε σύγκριση με το τελικό σχέδιο του Τμήματος Αναδασμού, που επαναδημοσιεύθηκε στις 26.4.1974.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Αναδασμού με επιστολή του ημερομηνίας 14.5.1976, προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε τις απόψεις του και με ποιο τρόπο μπορεί να λυθούν οι διαφορές που βρέθηκαν στο σχέδιο του Κτηματολογίου με το αντίστοιχο τελικό σχέδιο του Τμήματος Αναδασμού.
Κατόπιν τούτου, δόθηκαν οδηγίες όπως τροποποιηθεί το τελικό σχέδιο αναδιανομής που δημοσιεύθηκε στις 26.4.1974, ώστε να συνάδει με το Σχέδιο που εκπονήθηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Το σχέδιο του Κτηματολογίου στην κλίμακα 1:2.500 δημοσιεύθηκε στις 24.1.1977, βάσει του οποίου εκδόθηκαν και οι τελικοί τίτλοι των κτημάτων. Με την δημοσίευση του σχεδίου δεν υποβλήθηκε καμία ένσταση από τους πιο πάνω ιδιοκτήτες.
Στις 5.1.1987, ο Στυλιανός Σταυρινού και η αιτήτρια/εφεσείουσα, με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό λειτουργό Πάφου, επεσήμαναν ότι η διαχωριστική γραμμή των Τεμαχίων 266 και 278, από ευθεία γραμμή τροποποιήθηκε ελαφρά εις βάρος του Τεμαχίου 266 και ζητούσαν όπως τροποποιηθούν τα σχέδια του Κτηματολογίου ώστε να ανταποκρίνονται με τα τελικά σχέδια της Αναδιανομής του Τμήματος Αναδασμού που δημοσιεύθηκαν στις 26.4.1974.
Με οδηγίες του Διευθυντή Κτηματολογίου Πάφου, ανοίχθηκε ο φάκελος Α80/87 για διόρθωση του λάθους και με επιστολή του ημερομηνίας 29.1.1987 προς τον Λειτουργό του Τμήματος Αναδασμού Πάφου, ζήτησε να πληροφορηθεί αν η τροποποίηση του τελικού σχεδίου αναδιανομής έγινε με τις υποδείξεις του. Η απάντηση του Λειτουργού του Τμήματος Αναδασμού, στάληκε στις 13.5.1996, η οποία κοινοποιήθηκε στον τότε δικηγόρο του Στυλιανού και της αιτήτριας/εφεσείουσας. Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου Πάφου, στη συνέχεια με επιστολή του ημερ. 6.6.1996 προς το δικηγόρο των πιο πάνω, τους πληροφόρησε ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής του Τμήματος Αναδασμού δεν υπήρχε λάθος και ως εκ τούτου δεν θα προέβαινε σε καμία διόρθωση των σχεδίων και ότι τα ορθά σχέδια και εμβαδά είναι αυτά του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Διευθυντή καμία έφεση δεν υποβλήθηκε.
Η Κατερίνα Στυλιανού με επιστολή του Δικηγόρου της ημερ. 16.9.2004 προς το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου ζήτησε όπως γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες/διορθώσεις στο εν χρήσει χωρομετρικό σχέδιο του Κτηματολογίου ώστε να μην υπάρχει καμία διαφορά με το τελικό σχέδιο του Αναδασμού.
Ο Διευθυντής του Επαρχ. Κτηματολογίου Πάφου, με επιστολή του ημερ. 20.10.2004 προς το δικηγόρο της αιτήτριας/εφεσείουσας και με βάση την προηγούμενη απόφαση του τον πληροφόρησε ότι δεν θα προβεί σε ενέργειες για τη διόρθωση των Κτηματολογικών σχεδίων καθ' ότι δεν υπάρχει λάθος και ότι τα ορθά σχέδια είναι αυτά του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και όχι το τελικό σχέδιο του Αναδασμού. Είναι εναντίον αυτής της απόφασης που καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση."
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβλήθηκαν οι πιο κάτω τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι συνιστούν ουσιαστικά και τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι προβαλλόμενοι με την παρούσα έφεση, λόγοι έφεσης.
(1) Το εν χρήσει σχέδιο θα έπρεπε να είναι σύμφωνο με το τελικό σχέδιο του Αναδασμού.
(2) Ο Διευθυντής του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος δεν είχε κανένα δικαίωμα να υιοθετήσει άλλο σχέδιο από το τελικό σχέδιο του Αναδασμού.
(3) Ο Διευθυντής του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος όφειλε να διορθώσει το λάθος αναφορικά με το κτήμα της αιτήτριας/εφεσείουσας, έτσι ώστε να ταυτίζεται με το τελικό σχέδιο του Αναδασμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνόψισε την ενώπιον του μαρτυρία και παρέθεσε τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα και αφού προέβη στις δικές του διαπιστώσεις και ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή της υπόθεσης - ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο τεκμήριο της νομιμότητας που χαρακτηρίζει τις διοικητικές πράξεις - κατέληξε ως εξής:
"Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτήτρια ζητά αφού κριθεί η πράξη της διοίκησης ως ανυπόστατη μη επιφέρουσα οποιαδήποτε αποτελέσματα, και με την θέση, ότι αυτό που ισχύει ως δεσμευτική πράξη, είναι το τελικό σχέδιο του αναδασμού, το Δικαστήριο, να διατάξει το Κτηματολόγιο, να προβεί σε διόρθωση λάθους αφού αυτό το τελικό σχέδιο δεν είναι αυτό το οποίο υιοθετήθηκε από το Κτηματολόγιο.
...........................
Θεωρώ, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν αποκαλύπτει περίπτωση νόσφισης εξουσίας, όπως ο κ. Κορακίδης ανάφερε εφόσον η πράξη προέρχεται από διοικητικό όργανο, δεν μπορεί δηλαδή να καταταχθεί στην κατηγορία των ανυπόστατων πράξεων και συνεπακόλουθα να λογίζεται ως μη γενόμενη.
Οπόταν, δεν μπορεί και δεν είναι νομικά δυνατός, ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής για την τροποποίηση του τελικού σχεδίου, από το παρόν Δικαστήριο και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, κατ' εφαρμογή του Αρθρου 80 του Κεφ. 224.
Στη βάση των γεγονότων που έχουν ενώπιόν μου τεθεί το εν χρήσει σχέδιο δεν διαφέρει από το σχέδιο ενοποίησης και αναδιανομής που δημοσιεύθηκε στις 24.1.1977. Επομένως δεν τίθεται θέμα, όπως η αιτήτρια/εφεσείουσα ζητά να ταυτιστεί το εν χρήσει σχέδιο με το σχέδιο του Αναδασμού."
Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου η εφεσείουσα προσβάλλει με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Στη συνέχεια, η πρωτόδικος Δικαστής, παρά την πιο πάνω κατάληξη της, προχώρησε και εξέτασε ακόμα ένα ζήτημα. Συγκεκριμένα, εξέτασε το ζήτημα «το οποίο αφορά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης σε συσχετισμό και με την προηγούμενη επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 6/6/1996 σε προηγούμενο επίσης όμοιο αίτημα της αιτήτριας για διόρθωση». Παραθέτουμε τη σχετική θέση της εφεσείουσας, που προβλήθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας και επαναλήφθηκε στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, όπως αυτή συνοψίζεται στις σελ. 22 και 23 της πρωτόδικης απόφασης:
"... με την επιστολή ημερομηνίας 6.6.1996 δεν ενημερώθηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά πόσο μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο εντός 30 ημερών, και ότι δεν εξετάστηκε οποιαδήποτε ιδιωτική διαφορά μεταξύ των τότε ιδιοκτητών των κτημάτων, οπόταν η άλλη πλευρά δεν μπορεί να επικαλείται ότι 30 ημέρες μετά την ημερομηνία που δόθηκε η απάντηση από τον Διευθυντή, η απόφαση του κατέστη τελεσίδικη. Υποστήριξε ότι πρόκειται για λανθασμένη νομική θέση διότι δεν είναι δυνατό να καταστεί τελεσίδικη η επίλυση μιας διαφοράς για το ένα μέρος και για το άλλο να είναι ανύπαρκτη, αφού δεν υπήρξε εξέταση και επίλυση έτσι ώστε αν δεν ασκηθεί αίτηση έφεση να καταστεί τελεσίδικη. Θα ήταν παράδοξο, αντινομικό σύμφωνα με τον κ. Κορακίδη, να θεωρηθεί ότι επιλύθηκε διαφορά, εφόσον κάποιος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ιδιοκτήτης του άλλου κτήματος δεσμεύεται με την επιστολή του Διευθυντή εφόσον δεν έλαβε γνώση."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολιάζοντας τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των Αρθρων 61 και 80 του Κεφ. 224 και παραπέμποντας σε νομολογία, απέρριψε την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Παραθέτουμε την επί τούτου τελική κατάληξη του Δικαστηρίου, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται με το δεύτερο λόγο έφεσης:
"Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και πιο πάνω αναφέρω, δεν προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση έφεση η απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 6.6.1996, οπόταν σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει τα ζητήματα που πιο πάνω έθεσε ο Κορακίδης, η παρούσα αίτηση/έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Διευθυντή ημερομηνίας 20.10.2004, η οποία, εξετάζοντας το ζήτημα της προθεσμίας του Αρθρου 80, κατά απομόνωση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εκπρόθεσμη αφού καταχωρήθηκε στις 10.11.2004. Μεταξύ όμως των λόγων για τους οποίους η έφεση δεν μπορεί να γίνει επιτύχει είναι και το γεγονός ότι η απόφαση ημερ. 20.10.2004 είναι βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης του Διευθυντή."
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Πρώτος λόγος έφεσης
Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν μετά τη δημοσίευση του τελικού σχεδίου Αναδασμού στις 26/4/1974 και συγκεκριμένα η τροποποίηση του εν λόγω σχεδίου στη βάση οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα και η δημοσίευση του στις 24/1/1977, αποτέλεσαν τον πρώτο λόγο έφεσης ότι, «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η δημοσίευση σχεδίου που έλαβε χώρα το 1977, τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του τελικού σχεδίου του αναδασμού καλυπτόταν από τεκμήριο νομιμότητας».
Σύμφωνα με την εισήγηση που έγινε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και τη συζήτηση της έφεσης, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου όφειλε να ενεργήσει σύμφωνα με το τελικό σχέδιο Αναδασμού και το τελικό σχέδιο ήταν αυτό του 1974 και όχι αυτό του 1977. Όσα έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση του σχεδίου του 1974 ήταν παράνομα και συνεπώς το σχέδιο του 1977 δεν μπορούσε να παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα ούτε και να αποτελέσει τη βάση για κτηματικές εγγραφές.
Το θέμα απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι μια τέτοια αντίκριση του θα ξέφευγε από το δικαιοδοτικό πλαίσιο του πολιτικού Δικαστηρίου. Η επισήμανση είναι σωστή. Είναι αρκετό να υπομνήσουμε την πάγια θέση της νομολογίας μας ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο νομιμότητας του συνόλου των πράξεων οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, έχει, δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος, μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είναι και το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στην αναθεώρηση των εν λόγω πράξεων. Η ακύρωση της διοικητικής πράξης ή παράλειψης συνιστά προϋπόθεση για προσφυγή σε πολιτικό Δικαστήριο για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε θεραπείας. (Βλ. Λανίτης Λτδ. κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Συν. Ταμ. Λεμεσού Λτδ. v. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145 και Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκείνο που η εφεσείουσα ζητά είναι «... αφού κριθεί η πράξη της διοίκησης ως ανυπόστατη μη επιφέρουσα οποιαδήποτε αποτελέσματα, και με την θέση, ότι αυτό που ισχύει ως δεσμευτική πράξη, είναι το τελικό σχέδιο του αναδασμού, το Δικαστήριο, να διατάξει το Κτηματολόγιο, να προβεί σε διόρθωση λάθους αφού αυτό το τελικό σχέδιο δεν είναι αυτό το οποίο υιοθετήθηκε από το Κτηματολόγιο». Κοντολογίς, επιδίωξη της εφεσείουσας είναι η, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, αναθεώρηση διοικητικής πράξης η νομιμότητα της οποίας μάλιστα ουδέποτε προσβλήθηκε. Κατά συνέπεια, κρινόμενο κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, το συγκεκριμένο αίτημα συναρτάται με την εγκυρότητα πράξης της διοίκησης, για αναθεώρηση της οποίας δεν παρέχεται υπό τις περιστάσεις δυνατότητα.
Ως εκ των πιο πάνω, «δεν μπορεί και δεν είναι νομικά δυνατός», όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής Ενοποίησης και Αναδιανομής για την τροποποίηση του τελικού σχεδίου, από το παρόν (το πρωτόδικο), Δικαστήριο και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (της πρωτόδικης διαδικασίας), κατ' εφαρμογή του Αρθρου 80 του Κεφ. 224». Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι με το δικονομικό μέτρο της έφεσης με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 80 του Κεφ. 224, ελέγχεται η νομιμότητα και ταυτόχρονα η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Μάλιστα, εκεί όπου διαπιστώνεται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται το σύνολο των απαιτούμενων στοιχείων, παρέχεται δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή κρίνει δίκαιη, ακόμα και να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή με τη δική του. Θα θέλαμε επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η διόρθωση στην οποία ο Διευθυντής έχει, δυνάμει του Αρθρου 61 του Κεφ. 224, εξουσία να προβαίνει, συνιστά κατ' εξοχή διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων, βιβλίων και εγγράφων και με κανένα τρόπο παρέχεται στο Διευθυντή εξουσία να επιλύει κτηματικές διαφορές ουσίας ή διαφορές που συνίστανται σε διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας. (Βλ. Kofteros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619, Χατζηϊωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, Διευθυντής Κτηματολογίου v. Α.Χ. Καρακωτού (2005) 1 Α.Α.Δ. 99 και Σταυρούλα Θ. Θέμη v. Πόπης Α. Χριστοδούλου (2010) 1 A.A.Δ. 1177).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 6/6/96 εμπόδιζε την αιτήτρια/εφεσείουσα να απαιτεί τη διόρθωση λάθους στα κτηματικά μητρώα και σχέδια».
Κατ' αρχήν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι αντικείμενο της αίτησης/έφεσης που εκκρεμούσε ενώπιον του δεν ήταν η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερομηνίας 6/6/1996, η οποία θα μπορούσε, όπως επεσήμανε, να είχε προσβληθεί με αίτηση/έφεση εντός της προθεσμίας του Αρθρου 80 του Κεφ. 224, πράγμα όμως που δεν έγινε, αλλά η απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 24/10/2004, κατέληξε ως εξής:
". Συνεπακόλουθα το ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί στη βάση που το έθεσε ο κ. Κορακίδης, εφόσον η παρούσα αίτηση/έφεση καταχωρήθηκε στις 10.11.2004 δηλαδή εντός της προθεσμίας του Αρθρου 80 του Κεφ. 224. Το ζήτημα που έθεσε ο κ. Κορακίδης θα μπορούσε να εξεταστεί σε περίπτωση που με την παρούσα αίτηση/έφεση, η αιτήτρια/εφεσείουσα ζητούσε τον παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 6.6.1996."
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα που εγειρόταν ως εξής:
"Το ζήτημα που προκύπτει στην κρινόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο η απόφαση ημερ. 6.6.1996 δημιουργεί αποτελέσματα τέτοια τα οποία εμποδίζουν την αιτήτρια από του να επαναφέρει το ζήτημα με αίτηση/έφεση μετά από την νέα απάντηση-απόφαση του Διευθυντή που δόθηκε στις 20.10.2004."
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραπέμποντας στην ενώπιον του μαρτυρία προβαίνει στη διαπίστωση ότι «η επιστολή ημερομηνίας 20/10/2004 είναι πράξη επιβεβαιωτική της προγενέστερης, ημερομηνίας 6/6/1996», κατέληξε ότι «.... η αιτήτρια - εφεσείουσα δεν δύναται με την υποβολή της νέας αίτησης της και αφού έλαβε την απάντηση ημερομηνίας 20/10/2004 να επιτύχει αναβίωση της προθεσμίας του Αρθρου 80».
Συμφωνούμε με τις πιο πάνω διαπιστώσεις και επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας που να δικαιολογεί την ανατροπή τους. Όντως, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, το ζήτημα που εγείρεται με την επί του προκειμένου θέση της εφεσείουσας, μόνο στα πλαίσια αίτησης/έφεσης με αντικείμενο τον παραμερισμό της απόφασης του Διευθυντή ημερομηνίας 6/6/1996, θα μπορούσε να εξεταστεί.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με τον πιο πάνω λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας που να δικαιολογεί παρέκκλιση από το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και ο επιτυχών διάδικος τα δικαιούται.
Ως αποτέλεσμα και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.