ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1833
24 Νοεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. LEXTALIONIS INVESTMENTS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΣΑΝΤΗ,
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
4. ΜΙΧΑΗΛ (ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ) ΣΤΑΥΡΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2, 3 & 5,
v.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 57/2007)
Τράπεζες ― Εξαγορά εγχώριων εργασιών και επιχείρησης μιας Τράπεζας από άλλη Τράπεζα σύμφωνα με μεταξύ τους επελθούσα συμφωνία ― Γνωστοποίηση της συμφωνίας βάσει του Άρθρου 3(1) του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(Ι)/1997) στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ― Ποία η σημασία και το εύρος της Γνωστοποίησης ως προς το θέμα της ανάληψης των εγχώριων εργασιών της μιας Τράπεζας από την άλλη.
Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης δανείου προς τους εναγομένους από τράπεζα της οποίας οι εγχώριες εργασίες είχαν εξαγορασθεί από την ενάγουσα τράπεζα ― Κατά πόσο η συμφωνία εξαγοράς των εργασιών της άλλης τράπεζας από την ενάγουσα τράπεζα θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση υπόθεσης κατά την οποία η ενάγουσα τράπεζα αξίωνε τα ποσά των δανείων τα οποία παραχωρήθηκαν αρχικά προς τους εναγόμενους από την εξαγορασθείσα τράπεζα.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος και υπόκειται σε όρους και περιορισμούς που τίθενται γενικά από το δίκαιο των συμβάσεων.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία επιδικάσθηκαν υπέρ των εφεσιβλήτων - εναγόντων (στο εξής οι εφεσίβλητοι) και εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων (στο εξής οι εφεσείοντες), αλληλεγγύως και/ή προσωπικώς τα ακόλουθα:
α. Ποσό £630.847,16 πλέον τόκο προς 9% ετήσια επί ποσού £500.129,60 από 1.3.99 μέχρι εξόφλησης και
β. Ποσό £369.074,52 πλέον τόκο προς 9% ετήσια επί ποσού £267.295,61 από 1.3.99 μέχρι εξόφλησης.
Εκδόθηκε, περαιτέρω, διάταγμα για εκποίηση των μεριδίων των εναγομένων 3 και 5 τα οποία υποθήκευσαν δυνάμει της Υποθήκης Αρ. Υ2978/94 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας.
Επιδικάσθηκαν επίσης εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 5 τα έξοδα της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίνονταν από το Δικαστήριο.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση κατατεθέντων από τους εφεσίβλητους εγγράφων και της μαρτυρίας του εφεσείοντος 2, αφορούν στην παραχώρηση συνολικού ποσού £800.000,00 υπό μορφή δανείου, από την Barclays Bank Plc, (στο εξής η Barclays) στους εφεσείοντες 1 αποπληρωτέο με δόσεις εντός δέκα ετών. Η δανειοδότηση υπόκειτο σε διάφορους όρους και εξασφαλιζόταν, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, με προσωπική εγγύηση του εφεσείοντα 2 και υποθήκευση ακίνητης περιουσίας εκ μέρους των εφεσειόντων 3, 4 και 5.
Στις 8.8.1997, δημοσιέυτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποίηση Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών, (η Γνωστοποίηση), σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(Ι)/1997), (ο «Νόμος»), οι πρόνοιες του οποίου τέθηκαν σε ισχύ την 1.1.1996. Σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση οι εφεσίβλητοι δυνάμει συμφωνίας ημερ. 1.4.1996 με την Barclays, εξαγόρασαν τις εγχώριες εργασίες της Barclays στην Κύπρο με χρόνο μεταβίβασης την 30.4.1996.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο η συμφωνία εξαγοράς των τραπεζικών εργασιών της μιας τράπεζας από την άλλη. Έκρινε, επίσης, ότι, με την εκχώρηση και μεταβίβαση των εργασιών της Barclays στους εφεσίβλητους, νόμιμα εκχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τις υφιστάμενες υποθήκες ακινήτων. Για την κατάληξή του αυτή στηρίχτηκε στο νόμο και, ιδιαίτερα, στις πρόνοιες του Άρθρου 5(β)(γ) αυτού. Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων για παραβίαση από το Νόμο του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με τους λόγους έφεσης την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με τα ακόλουθα θέματα:
α) Τη μεταβίβαση των επιδίκων συναλλαγών, στη βάση των οποίων επιδικάστηκαν τα πιο πάνω ποσά στους εφεσίβλητους, δυνάμει του Νόμου.
β) Τη συνταγματικότητα του Νόμου.
γ) Την απόδειξη, υπό το φως της μαρτυρίας, των επιδικασθέντων ποσών.
δ) Τη μη παρουσίαση της συμφωνίας εξαγοράς η οποία και απαραιτήτως θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Άρθρο 2 του Νόμου παραπέμπει στη συμφωνία μεταβίβασης. Η δημοσίευση της Γνωστοποίησης δεν ήταν αρκετή. Αυτή αποτελούσε απλά πληροφόρηση ότι, σε συγκεκριμένη ημερομηνία έλαβε χώρα μεταβίβαση, χωρίς να καθορίζεται τι μεταβιβάστηκε, ούτε με αυτή μεταβιβάζονταν αυτόματα όσα συμφωνήθηκαν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ζήτημα της μη παρουσίασης της συμφωνίας εξαγοράς των τραπεζικών εργασιών της Barclays από την Ελληνική Τράπεζα δεν αντιμετωπίστηκε εσφαλμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο: Το Εφετείο, συμφωνά με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα αποφασισθέντα στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εκεί κρίθηκε ότι η δημοσίευση της Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα ήταν συμπερασματική ως προς το αντικείμενο της μεταβίβασης και τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάζονταν και δεν απαιτείτο η παρουσίαση της συμφωνίας εξαγοράς. Το γεγονός ότι στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή (ανωτέρω) υπήρχε παραδοχή από τον εναγόμενο ότι η συμφωνία εκχώρησης περιλάμβανε και την απαίτηση εναντίον του δε διαφοροποιεί τα αποφασισθέντα σε σχέση με τη Γνωστοποίηση. Στην παρούσα περίπτωση, από τη στιγμή που η συναλλαγή των εφεσειόντων ήταν εντός του κύκλου των εργασιών της Barclays, η δημοσίευση της Γνωστοποίησης, συμπερασματικά, οδήγησε στη μεταβίβαση και της επίδικης συναλλαγής στους εφεσίβλητους.
2. Δεν σημειώθηκε παραβίαση του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος, ενόψει του ότι το προστατευόμενο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι το οποίο κατοχυρώνεται από το προαναφερθέν άρθρο του Συντάγματος, θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο των όρων και περιορισμών που τίθενται γενικά από το δίκαιο των Συμβάσεων. Η εκχώρηση/μεταβίβαση δικαιωμάτων αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, έτσι ώστε αυτή αποτελεί όρο ή περιορισμό στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, κατά τρόπο που δεν το αντιστρατεύεται. Εφόσον, λοιπόν, οι εφεσείοντες ελεύθερα είχαν συνάψει τις συμφωνίες δανείου με την Barclays και εφόσον τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους από αυτές δε διαφοροποιήθηκαν λόγω της εκχώρησης στους εφεσίβλητους των τραπεζικών εργασιών της Barclays, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος.
3. Η επιδίκαση των ποσών που επιδικάσθηκαν στηρίχθηκε σε διάφορες καταστάσεις που παρουσιάστηκαν από τους εφεσίβλητους, για το περιεχόμενο των οποίων οι εφεσείοντες ήταν πλήρως ενήμεροι και δεν το αμφισβήτησαν σε οποιοδήποτε στάδιο.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
M.A. Goodvalue Suppliers Ltd. κ.ά. v. Barclays Bank PLC (2001) 1 Α.Α.Δ. 1038,
Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,
Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kληρίδης, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3172/99), ημερομ. 25.1.2007.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Μιχαηλίδης για Χρίστο Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 3172/99, εξέδωσε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και/ή προσωπικά, απόφαση ως ακολούθως:-
«α. Για ποσό £630.847,16 πλέον τόκο προς 9% ετήσια επί ποσού £500.129,60 από 1.3.99 μέχρι εξόφλησης και
β. Για ποσό £369.074,52 πλέον τόκο προς 9% ετήσια επί ποσού £267.295,61 από 1.3.99 μέχρι εξόφλησης.
Περαιτέρω εκδίδεται εναντίον των εναγομένων 3 και 5 Διάταγμα για την εκποίηση των μεριδίων τους τα οποία υποθήκευσαν δυνάμει της υποθήκης αρ. Υ2978/94 Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας.
Επιδικάζονται επίσης εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 5 τα έξοδα της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στην Ανταπαίτηση:
Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των ίδιων εναγομένων, όπως επίσης θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Οι εφεσείοντες, με τους λόγους έφεσης, όπως τους περιόρισαν κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σε σχέση με:-
(α) Τη μεταβίβαση των επιδίκων συναλλαγών, στη βάση των οποίων επιδικάστηκαν τα πιο πάνω ποσά στους εφεσίβλητους, δυνάμει του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997, (Ν. 64(Ι)/1997), (ο «Νόμος»).
(β) Τη συνταγματικότητα του εν λόγω νόμου· και
(γ) Την απόδειξη, υπό το φως της μαρτυρίας, των επιδικασθέντων ποσών.
Τα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση κατατεθέντων από τους εφεσίβλητους εγγράφων - προφορική μαρτυρία από πλευράς τους δεν προσφέρθηκε - και της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2, έχουν ως εξής:-
Στις 19/10/1994, η Barclays Bank Plc, (η "Barclays"), παραχώρησε στους εφεσείοντες 1, υπό μορφή δύο δανείων, συνολικό ποσό £800.000,00, αποπληρωτέο με δόσεις εντός δέκα ετών. Η δανειοδότηση υπόκειτο σε διάφορους όρους και εξασφαλιζόταν, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, με προσωπική εγγύηση του εφεσείοντα 2 και υποθήκευση ακίνητης περιουσίας εκ μέρους των εφεσειόντων 3, 4 και 5.
Στις 8/8/1997, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποίηση Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών, (η «Γνωστοποίηση»), σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου τέθηκαν σε ισχύ την 1/1/1996. Σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση, οι εφεσίβλητοι, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 1/4/1996 με την Barclays, εξαγόρασαν τις εγχώριες εργασίες και επιχείρηση της τελευταίας στην Κύπρο, με χρόνο μεταβίβασης την 30/4/1996. Οι εφεσίβλητοι, επειδή οι εφεσείοντες 1 παρέλειψαν να καταβάλουν τα συμφωνηθέντα ποσά, απέστειλαν σε όλους τους εφεσείοντες προειδοποιητικές επιστολές και, στις 9/3/1999, με νέες επιστολές, διέκοψαν τη λειτουργία των δανειστικών λογαριασμών, καλώντας τους όπως καταβάλουν το υπόλοιπο των δανείων, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των £1.041.861,82, πλέον τόκους, από 1/3/1999, επί ποσού £1.026.717,73.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις των εφεσειόντων σε σχέση με τα ζητήματα που εδώ ενδιαφέρουν, τις απέρριψε, ως εξής:-
«β. Ως προς το θέμα του κατά πόσο θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο η συμφωνία εξαγοράς των τραπεζικών εργασιών της μιας τράπεζας από την άλλη, αυτό θα ήταν, κατά την άποψη μου αχρείαστο και συνακόλουθα η παράλειψη προσκόμισης τέτοιας μαρτυρίας δεν ενέχει καμιά αρνητική επίπτωση στην αγωγή. Ο λόγος προς τούτο είναι ότι:
(ι) Προς απόδειξη της διενέργειας της εξαγοράς και της μεταβίβασης των επίδικων τραπεζικών εργασιών, μαρτυρία συνιστά η παρουσίαση της ίδιας της Γνωστοποίησης. Όπως ρητά αναφέρεται στο Α.3(2) του Νόμου αρ. 64(Ι) του 1997 η δημοσίευση της γνωστοποίησης αποτελεί '... τελεσίδικη μαρτυρία της μεταβίβασης και του χρόνου μεταβίβασης ...'. Όπως δε διευκρινίστηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Τσαρτελλή και νωρίτερα στην υπόθεση M.A. Goodvalue Suppliers Ltd. κ.ά. v. Barclays Bank PLC (2001) 1 Α.Α.Δ. 1038 '... δεν υπήρχε καν ανάγκη, πολύ δε περισσότερο υποχρέωση των εφεσιβλήτων να καταθέσουν περισσότερα για τη συμφωνία μεταξύ τους και της Ελληνικής Τράπεζας ...'.
(ιι) Προς το σκοπό της απόδειξης του εύρους της μεταξύ των δύο τραπεζών συμφωνίας και της διαφώτισης του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο αυτή καλύπτει και τις επίδικες συναλλαγές και πάλι η παρουσίαση της ίδιας της μεταξύ των δύο τραπεζών συμφωνίας, κρίνεται σαν αχρείαστη. Ο λόγος προς τούτο προκύπτει και πάλι από τις ίδιες λεπτομερείς πρόνοιες του περί Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου αρ. 64(Ι) του 1997 σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα Γνωστοποίηση. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι ο ίδιος ο προαναφερθείς Νόμος αρ. 64(Ι) του 1997 στον ορισμό τον οποίο παραθέτει στις ερμηνευτικές πρόνοιες του Άρθρου 2, καθορίζοντας τον όρο 'μεταβιβαζόμενες εργασίες και επιχείρηση της εξαγορασθείσας Τράπεζας' αναφέρεται σε στοιχεία ενεργητικού και παθητικού 'όπως καθορίζονται στη σχετική συμφωνία μεταξύ εξαγορασθείσας Τράπεζας και απαιτώσας Τράπεζας ...'. Επομένως, από μόνη της η νομοθετική αυτή πρόνοια δεν θα ήταν ικανοποιητική μαρτυρία ως προς το τι προνοούσε η ίδια η συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών. Όμως αυτή η αναγκαιότητα για απόδειξη του τι ακριβώς κάλυπτε η συμφωνία και κυρίως του ζητήματος κατά πόσο κάλυπτε και τις επίδικες συναλλαγές, ικανοποιείται πλήρως από το λεκτικό της ίδιας της Γνωστοποίησης. Το τι περιλαμβάνουν οι εργασίες που μεταβιβάζονται με τη γνωστοποίηση προσδιορίζεται στην παρα. (Ι) της Γνωστοποίησης στην οποία αναφέρεται ότι:
'... με τη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου η Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ... με συμφωνία ημερομηνίας 1ης Απριλίου, 1996 εξαγόρασε τις εγχώριες εργασίες και επιχείρηση της Τράπεζας Barclays Plc στην Κύπρο ... με χρόνο μεταβίβασης που καθορίζεται στην εν λόγω συμφωνία για τη μεταβίβαση των συναφών εργασιών, εξασφαλίσεων και γενικά των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού από την εξαγορασθείσα Τράπεζα ...'.
... Με δεδομένο δε ότι μεταξύ των εργασιών της Barclays συγκαταλέγονταν και οι επίδικες συναλλαγές και εξασφαλίσεις των εναγομένων, συνάγεται ευθέως ότι και αυτές μεταβιβάστηκαν, δυνάμει της συμφωνίας εξαγοράς και δυνάμει της Γνωστοποίησης, ως είχαν ακριβώς, στην Ελληνική Τράπεζα.»
Έκρινε, επίσης, ότι, με την εκχώρηση και μεταβίβαση των εργασιών της Barclays στους εφεσίβλητους, νόμιμα εκχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τις υφιστάμενες υποθήκες ακινήτων. Για την κατάληξή του αυτή στηρίχτηκε στο νόμο και, ιδιαίτερα, στις πρόνοιες του Άρθρου 5(β)(γ) αυτού, όπου προβλεπόταν ότι:-
«5.(β) Η αποκτώσα Τράπεζα υποκαθιστά την εξαγορασθείσα Τράπεζα στα δικαιώματα της σε σχέση με και κατά τρόπο ώστε οποιαδήποτε εξασφάλιση που εκρατείτο από την εξαγορασθείσα Τράπεζα ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή χρεών ή υποχρεώσεων (είτε παρόντων είτε μελλοντικών, συγκεκριμένων ή ενδεχομένων) οποιουδήποτε προσώπου θα μεταβιβάζεται ή θα θεωρείται ότι μεταβιβάστηκε προς την αποκτώσα Τράπεζα κατά το χρόνο μεταβίβασης ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου και θα κρατείται και θα είναι στη διάθεση της αποκτώσας Τράπεζας ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή τέτοιων χρεών και υποχρεώσεων προς την αποκτώσα Τράπεζα.
(γ) Η αποκτώσα Τράπεζα, σε σχέση με οποιαδήποτε εξασφάλιση που μεταβιβάζεται ή θεωρείται ότι μεταβιβάζεται προς την ίδια σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και σε σχέση με τις χρηματικές υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες, απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα και προτεραιότητες και υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις όπως και η εξαγορασθείσα Τράπεζα, χωρίς την επιβολή τελών σε σχέση με την εν λόγω μεταβίβαση.»
Απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων για παραβίαση από το Νόμο του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος, καθοδηγούμενο από την Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125. Έκρινε ότι αυτό δεν έχει εφαρμογή, αφού διασφαλίζει μόνο το δικαίωμα σύναψης συμβάσεων και όχι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές. Περαιτέρω, κατέληξε ότι, και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι η περίπτωση ενέπιπτε στην πιο πάνω συνταγματική πρόνοια, το αποτέλεσμα δε θα ήταν διαφορετικό. Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι υπόκειται σε όρους και περιορισμούς ή δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων, η δε εκχώρηση και μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας. Επιδίκασε τα αξιούμενα ποσά, αποδεχόμενο την αποστολή και παραλαβή των ειδοποιήσεων, τη γνώση των εφεσειόντων για την επίδικη εκχώρηση και την κατάσταση των λογαριασμών που κατατέθηκαν.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν, χωρίς να αμφισβητούν τη δυνατότητα εκχώρησης και μεταβίβασης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (assignment), ότι η Γνωστοποίηση δεν αντικαθιστά τη συμφωνία της εξαγοράς, η οποία, ως η βάση της αγωγής, ήταν απαραίτητο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο. Από τη στιγμή, εισηγούνται, που το Άρθρο 2 του Νόμου παραπέμπει στη συμφωνία μεταβίβασης, η παρουσίασή της ήταν αναγκαία. Η δημοσίευση της Γνωστοποίησης δεν ήταν αρκετή. Αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πληροφόρηση ότι, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, έλαβε χώρα μεταβίβαση. Τι μεταβιβάστηκε δεν καθορίστηκε. Αυτό περιέχεται στη συμφωνία και δεν είναι δυνατό, με τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης, να μεταβιβάζονται αυτόματα όσα συμφωνήθηκαν. Εσφαλμένα, τέλος, υπέβαλε ο κ. Κληρίδης, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι παρεχόταν έδαφος εφαρμογής των αποφασισθέντων στις υποθέσεις από τις οποίες καθοδηγήθηκε και τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, μας κάλεσε να μην ακολουθήσουμε. Τα γεγονότα και των δύο υποθέσεων, υπέβαλε, διαφοροποιούνται πλήρως από τα γεγονότα της παρούσας. Στη M.A. Goodvalue Suppliers Ltd. κ.ά. v. Barclays Bank Plc, (πιο πάνω), η αγωγή καταχωρήθηκε από την Barclays που είχε συνάψει και τη συναλλαγή, ενώ στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246, δεν αμφισβητήθηκε ότι η συμφωνία εκχώρησης περιλάμβανε και την αξίωση, κάτι το οποίο στην παρούσα οι εφεσείοντες ρητά αρνήθηκαν.
Έχουμε εξετάσει όσα ο συνήγορος των εφεσειόντων συζήτησε ενώπιόν μας, τα οποία δεν είναι άλλα από όσα και πρωτόδικα υπέβαλε και απασχόλησαν το Δικαστήριο. Δε διαπιστώνουμε το ζήτημα της μη παρουσίασης της συμφωνίας εξαγοράς των τραπεζικών εργασιών της Barclays από την Ελληνική Τράπεζα να αντικρίστηκε εσφαλμένα. Το λεκτικό της Γνωστοποίησης - απόσπασμά της έχουμε ήδη παραθέσει - σαφώς δηλοί ότι εκχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν οι επίδικες συναλλαγές, οι οποίες εμπίπτουν στον κύκλο εργασιών της Barclays, και είναι παραδεκτό ότι αυτές υφίσταντο κατά το χρόνο της εξαγοράς των εγχώριων εργασιών και επιχείρησης της Barclays και, συνεπώς, περιλαμβάνονταν στα στοιχεία του ενεργητικού της, στα οποία αφορά η δημοσίευση της Γνωστοποίησης. Σ' αυτή, με σαφήνεια, καθορίζεται τι εξαγοράστηκε και πότε, η δε δημοσίευσή της αποτελεί τελεσίδικη μαρτυρία ως προς τη μεταβίβαση. Η παρουσίαση της σχετικής συμφωνίας ούτε αναγκαία ήταν, ούτε θα πρόσθετε οτιδήποτε σε σχέση με ό,τι εδώ ενδιαφέρει.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι τα αποφασισθέντα στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή, (πιο πάνω), εφαρμόζονται πλήρως στα γεγονότα της παρούσας. Εκεί η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι, δηλαδή, η απουσία της συμφωνίας εκχώρησης των εργασιών της Barclays στην Ελληνική Τράπεζα το εμπόδιζε να εξαγάγει βάσιμα συμπεράσματα για τα περιουσιακά στοιχεία που εξαγοράστηκαν - ανετράπη. Κρίθηκε ότι τόσο ως θέμα ορθής ερμηνείας της Γνωστοποίησης, εξεταζόμενης υπό το φως των διατάξεων του νόμου, όσο και ως θέμα δικαστικού προηγούμενου - M. A. Goodvalue Suppl. Ltd κ.ά. v. Barclays Bank Plc. (πιο πάνω) - η δημοσίευση της Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα ήταν συμπερασματική ως προς το αντικείμενο της μεταβίβασης και τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάζονταν και δεν απαιτείτο η παρουσίαση της συμφωνίας εξαγοράς. Το γεγονός ότι στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. v. Τσαρτελλή υπήρχε παραδοχή από τον εναγόμενο ότι η συμφωνία εκχώρησης περιλάμβανε και την απαίτηση εναντίον του δε διαφοροποιεί τα αποφασισθέντα σε σχέση με τη Γνωστοποίηση. Στην παρούσα περίπτωση, από τη στιγμή που η συναλλαγή των εφεσειόντων ήταν εντός του κύκλου των εργασιών της Barclays, η δημοσίευση της Γνωστοποίησης, συμπερασματικά, οδήγησε στη μεταβίβαση και της επίδικης συναλλαγής στους εφεσίβλητους.
Ούτε με τη θέση των εφεσειόντων ότι η ρύθμιση του θέματος της εκχώρησης με το νόμο αντιβαίνει και παραβιάζει το δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι συμφωνούμε. Υπενθυμίζουμε ότι το προστατευόμενο δικαίωμα από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο των όρων και περιορισμών που τίθενται γενικά από το δίκαιο των συμβάσεων. Η εκχώρηση/μεταβίβαση δικαιωμάτων αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, έτσι ώστε αυτή αποτελεί όρο ή περιορισμό στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, κατά τρόπο που δεν το αντιστρατεύεται. Εφόσον, λοιπόν, οι εφεσείοντες ελεύθερα είχαν συνάψει τις συμφωνίες δανείου με την Barclays και εφόσον τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους από αυτές δε διαφοροποιήθηκαν λόγω της εκχώρησης στους εφεσίβλητους των τραπεζικών εργασιών της Barclays, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος.
Ο λόγος έφεσης που αφορά στα επιδικασθέντα ποσά, επίσης, δεν ευσταθεί. Η επιδίκαση των εν λόγω ποσών στηρίχτηκε σε διάφορες καταστάσεις που παρουσιάστηκαν από τους εφεσίβλητους, για το περιεχόμενο των οποίων οι εφεσείοντες ήταν πλήρως ενήμεροι και δεν το αμφισβήτησαν σε οποιοδήποτε στάδιο. Τόσο με την Υπεράσπισή τους όσο και με τη μαρτυρία τους πρωτόδικα δεν αμφισβήτησαν την ορθότητά τους. Περιορίστηκαν στη μη αποδοχή της παραχώρησης των συγκεκριμένων συναλλαγών στους εφεσίβλητους.
Θεωρούμε, ενόψει των πιο πάνω, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα επιδικασθέντα ποσά και το Διάταγμα Εκποίησης πλήρως δικαιολογημένα. Άλλωστε, ενώπιόν μας δεν έχει προβληθεί οτιδήποτε, που να δικαιολογεί επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.