ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2010) 1 ΑΑΔ 1154

12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,

v.

ΓΕΩΡΓΙΝΑΣ ΟΡΑΤΗ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2008)

 

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Θέσμια ενοικίαση ― Όροι σύμβασης ― Όρος σύμφωνα με τον οποίο η ιδιοκτήτρια ήταν υποχρεωμένη να εξασφαλίζει στον ενοικιαστή ειρηνική κατοχή και χρήση χωρίς επέμβαση στο μίσθιο ― Οι υφιστάμενοι συμβατικοί όροι μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή είναι εφαρμόσιμοι στην περίπτωση κατά την οποία ο ενοικιαστής καταστεί θέσμιος ― Άρθρο 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, όπως τροποποιήθηκε.

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων από θέσμιο ενοικιαστή για ανάκτηση κατοχής ακινήτου, την φυσική κατοχή του οποίου αποστερήθηκε παράνομα ή άδικα με ενέργεια ή με τη γνώση και συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του ακινήτου ― Ο ενοικιαστής νομιμοποιείται να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος παράδοσης προς αυτόν κενής και ελεύθερης κατοχής, ο δε ιδιοκτήτης και/ή οποιοσδήποτε άλλος αδικοπραγήσας, δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ανυπαρξία φυσικής κατοχής από τον ενοικιαστή εκμεταλλευόμενοι τη δική τους αδικοπραξία ― Αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Ikosi v. Karayiannis a.o. (1971) 1 C.L.R. 189.

Αποζημιώσεις ― Ονομαστικές αποζημιώσεις ― Επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων για την οικονομική ζημιά την οποία είχε υποστεί ενοικιάστρια καταστημάτων λόγω του αποκλεισμού της από τα επίδικα καταστήματα την οποία όμως απέτυχε να αποδείξει ικανοποιητικά ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.

Έξοδα ― Κλίμακα εξόδων ― Αίτηση για ανάκτηση κατοχής δύο καταστημάτων από τον ενοικιαστή ― Επιδίκαση εξόδων στην κλίμακα £1.000 - £5.000 προφανώς στη βάση του τρέχοντος ενοικίου ― Κατά πόσο αποτελούσε ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Κανονισμός 11(γ) (Δικαστική Δαπάνη και Έξοδα) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Η εφεσίβλητη ενοικίαζε δύο καταστήματα της εφεσείουσας στη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό στα οποία πωλούσε είδη ρουχισμού που της προμήθευε η εταιρεία Evans & Sons Ltd, έναντι προμήθειας. Σε κάποιο στάδιο εξετάστηκε το ενδεχόμενο πώλησης από την εφεσίβλητη προς την εταιρεία Evans της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης και της ανάληψης της ενοικίασης των καταστημάτων της εφεσείουσας από την Evans. Αυτό δεν πραγματοποιήθηκε τελικά με υπογραφή εγγράφων, πλην όμως η εταιρεία Evans, η οποία διατηρούσε εμπόρευμα μέσα στο μίσθιο, βρέθηκε να έχει την κατοχή του μετά που άλλαξε τις κλειδαριές. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την εφεσίβλητη στην καταχώρηση αίτησης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού, οπού κατόπιν εκδίκασης το Δικαστήριο εξέδωσε υπέρ της διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η εφεσείουσα όπως παραδώσει σε αυτήν ελεύθερη και κενή κατοχή των καταστημάτων εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Το Δικαστήριο επεδίκασε £100 ονομαστικές αποζημιώσεις υπέρ της εφεσίβλητης, ενόψει μη ικανοποιητικής απόδειξης ζημιών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, μεταξύ άλλων, και στα κάτωθι ευρήματα:

Ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης ήταν εξ υπαρχής άκυρο αφού δεν υπογραφόταν από δύο ικανούς μάρτυρες αλλά μόνο από ένα.

Δεδομένου ότι η περίοδος ενοικίασης με το άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο έληξε την 31.5.2003, η εφεσίβλητη κατέστη θέσμια ενοικιαστής από την 1.6.2003.

Μετά την κατάρρευση της αναληφθείσας προσπάθειας για πώληση της εμπορικής εύνοιας από την εφεσίβλητη προς την Evans και δημιουργία σχέσης ενοικίασης μεταξύ Evans και εφεσείουσας, εκπρόσωπος της Evans ή κατ' εντολή του, άλλαξε τις κλειδαριές του μισθίου, πράξη στην οποία η εφεσείουσα συγκατατέθηκε άμεσα ή έμμεσα.

Έκτοτε, η εφεσίβλητη απώλεσε την κατοχή του μισθίου, ενώ υπογράφηκε στις 2.4.2004 ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ εφεσείουσας και Evans.

Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις η εφεσείουσα παραβίασε ρητό συμβατικό όρο της ενοικίασης του μισθίου προς την εφεσίβλητη ως προς το δικαίωμα για ειρηνική απόλαυσή του, δεδομένου ότι οι όροι του λήξαντος ενοικιαστηρίου εγγράφου εφαρμόζονταν στη δημιουργηθείσα θέσμια ενοικίαση.

Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση και η εφεσίβλητη αντέφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

A. Έφεση

1.  Το νομικό θέμα αρχής που υπάρχει στην παρούσα υπόθεση υπήρχε και στην υπόθεση Ikosi v. Karayiannis a.o. (1971) 1 C.L.R. 189. Όπως δε θα μπορούσε να συνοψιστεί, η αρχή έγκειται στο ότι εάν ένας ενοικιαστής αποστερηθεί παράνομα ή άδικα της φυσικής κατοχής του μισθίου με ενέργεια ή με τη γνώση και συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, τότε, παρά την ανυπαρξία φυσικής κατοχής, εν τούτοις ο ενοικιαστής νομιμοποιείται να αποτείνεται στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος παράδοσης προς αυτόν κενής και ελεύθερης κατοχής, ο δε ιδιοκτήτης και/ή οποιοσδήποτε άλλος αδικοπραγήσας, δεν μπορούν να επικαλεστούν την ανυπαρξία φυσικής κατοχής από τον ενοικιαστή εκμεταλλευόμενοι τη δική τους αδικοπραξία.

2.  Ο ρητός όρος στην αρχική άκυρη συμφωνία ενοικίασης μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με τον οποίο η ιδιοκτήτρια υποχρεούτο να εξασφαλίζει στον ενοικιαστή ειρηνική κατοχή και χρήση χωρίς επέμβαση στο μίσθιο, συνέχιζε να ισχύει, όπως και οι άλλοι όροι, όταν η εφεσίβλητη κατέστη θέσμια. Το δικαίωμα αυτό της εφεσίβλητης της αποστερήθηκε και ασφαλώς το Δικαστήριο ενομιμοποιείτο να αποκαταστήσει τη νομική τάξη πραγμάτων, εκδίδοντας το διάταγμα που εξέδωσε.

     Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, όπως τροποποιήθηκε, οι υφιστάμενοι συμβατικοί όροι μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή είναι εφαρμόσιμοι στην περίπτωση κατά την οποία ο ενοικιαστής καταστεί θέσμιος.

3.  Με δεδομένο το σαφές και κατηγορηματικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε δημιουργηθεί άδεια υπενοικίασης μεταξύ εφεσίβλητης και Evans και ότι η εφεσίβλητη δεν εγκατέλειψε το μίσθιο προς όφελος της Evans, η απάντηση στο ερώτημα με τι ισοδυναμούσε η διευθέτηση εφεσίβλητης και Evans καθίστατο ουσιαστικά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος πτυχή της υπόθεσης.

4.  Η εφεσείουσα παρέβη τη νομική υποχρέωση που είχε υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτης να εξασφαλίζει την ανεμπόδιστη κατοχή του μισθίου από τον ενοικιαστή του. Αυτός ήταν ρητός, αλλά μπορούσε να ήταν και εξυπακουόμενος όρος της ενοικίασης. Σύμφωνα δε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία εξήχθησαν κατόπιν ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας, προέβηκε σε ενέργειες που ήσαν ασυμβίβαστες προς τα καθήκοντά της.

5.  Τα ευρήματα, αλλά και κάποια συμπεράσματα στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήσαν πλήρως δικαιολογημένα, επιτρεπτά και ενίοτε αναπόφευκτα μέσα στο πλέγμα της αντίστοιχης μαρτυρίας στην οποία βασίζονταν.

6.  Η θέση της εφεσείουσας ότι το ενοίκιο που ήταν καταβλητέο την 1.3.2004 είχε καταβληθεί από την Evans δεν υποστηρίζεται από το τηρηθέν πρακτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

7.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της εφεσίβλητης και του συζύγου της.

     Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε υπέρ της αιτήτριας έστω και ονομαστικές αποζημιώσεις, αναφέροντας ότι θα τον εξετάσει στην απόφασή του ως προς την αντέφεση της εφεσίβλητης, καθότι και εκεί εγείρετο το ίδιο θέμα, με αντίθετη βέβαια στόχευση και εισήγηση.

Β. Αντέφεση

1.  Η εφεσίβλητη είχε υποστεί μεγάλη απώλεια εισοδημάτων από τις διαφορές που ανέκυψαν με την Evans, το ακριβές μέγεθος της οποίας δεν αποδείχθηκε, αλλά το σίγουρο είναι ότι η εν λόγω απώλεια δεν καταλογίζεται σε οποιαδήποτε πράξη της εφεσείουσας που συνδέεται με τα επίδικα θέματα.

2.  Η ζημιά την οποία η εφεσίβλητη είχε υποστεί λόγω του αποκλεισμού της από τα επίδικα καταστήματα, για την οποία φέρει  ευθύνη η εφεσείουσα, η εφεσίβλητη απέτυχε να την αποδείξει ικανοποιητικά. Έπειτα ότι ο επιδικασμός ονομαστικών αποζημιώσεων είναι, σε τέτοια περίπτωση, δικαιολογημένος.

3.    Στον Κανονισμό 11(γ) (Δικαστική Δαπάνη και Έξοδα) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983, όπως τροποποιήθηκε, υπάρχει διαζευκτική πρόνοια ότι τα έξοδα επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεδομένου ότι δύο εκ των θεραπειών αφορούσαν σε χρηματικές διεκδικήσεις για αποζημιώσεις λόγω απώλειας χρήσης, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν με αποτέλεσμα να επιδικασθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, και δεδομένου ότι η ανάκτηση διεκδικείτο από τον ενοικιαστή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η κλίμακα εξόδων η οποία καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς στη βάση του τρέχοντος ενοικίου, ήταν αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ikosi v. Karayiannis a.o. (1971) 1 C.L.R. 189,

Denman v. Brise [1949] 1 K.B. 22,

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Ηροδότου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 373,

Παπακόκκινου v. Θεοδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,

Χατζηκυπρής κ.ά. v. Sanifix Agencies Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 447.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα και αντέφεση από την εφεσίβλητη εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eλέγχου Eνοικιάσεων Λεμεσού (Kαμμίτση, Δ.), (Aίτ. E. 139/04), ημερομ. 13.1.2007.

Κ. Σαβεριάδης, για την Εφεσείουσα.

Κ. Κακουλλή, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού, κατόπιν εκδίκασης Αίτησης την οποία είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη, εξέδωσε υπέρ της διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια δύο καταστημάτων στη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄, όπως παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή τους προς την εφεσίβλητη η οποία ήταν ενοικιάστρια του καταστήματος δυνάμει σύμβασης η οποία είχε λήξει. Τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί σε σχέση με την ενοικίαση του καταστήματος και τα οποία αναπόφευκτα μετατράπηκαν σε επίδικα θέματα προς εκδίκαση κατά την δίκη, δεν περιορίστηκαν στις σχέσεις μεταξύ ιδιοκτήτριας και ενοικιαστού, δηλαδή εφεσείουσας και εφεσίβλητης, αλλά σ' αυτά είχε παρεμβληθεί και τρίτο πρόσωπο, η εταιρεία Evans & Sons Ltd. Συγκεκριμένα, η εταιρεία αυτή προμήθευε στην εφεσίβλητη είδη ρουχισμού τα οποία αυτή πωλούσε από τα επίδικα καταστήματα που ενοικίαζε από την εφεσείουσα, έναντι προμήθειας. Σε κάποιο στάδιο αυτής της συνεργασίας, εξετάστηκε το ενδεχόμενο πώλησης από την εφεσίβλητη προς την εταιρεία Evans της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης και της ανάληψης της ενοικίασης του μισθίου της εφεσείουσας από την Evans. Τελικά, όμως, κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε με υπογραφή εγγράφων, πλην όμως η εταιρεία Evans, η οποία διατηρούσε εμπόρευμα μέσα στο μίσθιο, βρέθηκε να έχει την κατοχή του μετά που άλλαξε τις κλειδαριές. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την εφεσίβλητη στην καταχώρηση της αίτησης.

Με την εκδοθείσα απόφασή του, το Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας που δόθηκε εκατέρωθεν υπό μορφή εγγράφων και προφορικής μαρτυρίας, προέβηκε σε ευρήματα και νομικά συμπεράσματα τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

• Ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο που υπογράφηκε την 1.6.2001 μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης και θα ίσχυε για δύο χρόνια, δηλαδή μέχρι την 31.5.2003, ήταν εξ' υπαρχής άκυρο, εφόσον δυνάμει του Αρθρου 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, θα έπρεπε να υπογραφόταν από δύο ικανούς μάρτυρες, ενώ υπογραφόταν μόνο από ένα.

• Εφόσον όμως το συμφωνηθέν ενοίκιο οφειλόταν και καταβαλλόταν μηνιαία, η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων ήταν σχέση περιοδικής ενοικίασης από μήνα σε μήνα και, σύμφωνα με τη νομολογία, η μηνιαία εκμίσθωση δεν εκπνέει στο τέλος κάθε μήνα, αλλά συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της  ενοικίασης που προβλεπόταν στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο ή μέχρι του τερματισμού της με απόδοση δέουσας ειδοποίησης.

•       Δεδομένου ότι η περίοδος ενοικίασης με το άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο έληξε την 31.5.2003, η εφεσίβλητη κατέστη θέσμια ενοικιαστής από την 1.6.2003.

• Η σχέση η οποία είχε δημιουργηθεί μεταξύ εφεσίβλητης ως ενοικιαστού και της εταιρείας Evans, η οποία ενσωματώθηκε σε έγγραφη "Συμφωνία Εμπορικής Συνεργασίας" (Τεκμήριο 2), δεν ήταν σχέση ενοικίασης, αλλά παραχώρηση άδειας χρήσης, ενώ ο έλεγχος του χώρου παρέμεινε στην εφεσίβλητη ως ενοικιάστρια.

• Μετά την κατάρρευση της αναληφθείσας προσπάθειας για πώληση της εμπορικής εύνοιας από την εφεσίβλητη προς την Evans και δημιουργία σχέσης ενοικίασης μεταξύ Evans και εφεσείουσας, εκπρόσωπος της Evans ή κατ' εντολή του, άλλαξε τις κλειδαριές του μισθίου, πράξη στην οποία η εφεσείουσα συγκατατέθηκε άμεσα ή έμμεσα.

• Έκτοτε, η εφεσίβλητη απώλεσε την κατοχή του μισθίου, ενώ υπογράφηκε στις 2.4.2004 ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ εφεσείουσας και Evans.

• Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις η εφεσείουσα παραβίασε ρητό συμβατικό όρο της ενοικίασης του μισθίου προς την εφεσίβλητη ως προς το δικαίωμα για ειρηνική απόλαυσή του, δεδομένου ότι οι όροι του λήξαντος ενοικιαστηρίου εγγράφου εφαρμόζονταν στη δημιουργηθείσα θέσμια ενοικίαση.

• Η εφεσίβλητη, ως αιτήτρια, δεν απέδειξε ικανοποιητικά τη ζημιά που ισχυριζόταν ότι υπέστηκε λόγω της απώλειας κατοχής χρήσης και εκμετάλλευσης του καταστήματος από την 3.4.2004.

Βασιζόμενο στα πιο πάνω κύρια ευρήματα και συμπεράσματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον της εφεσείουσας ως ιδιοκτήτριας, Διάταγμα παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχής του επίδικου καταστήματος, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Ενόψει δε της μη ικανοποιητικής απόδειξης ζημιών επεδίκασε προς την εφεσίβλητη ονομαστικές μόνο αποζημιώσεις για το ποσό των £100.

Με την Έφεσή της, η εφεσείουσα ιδιοκτήτρια πρόβαλε προς εξέταση 11 συνολικά Λόγους Έφεσης.

Με την Αντέφεση, την οποία υπέβαλε, η εφεσίβλητη ήγειρε δύο Λόγους Αντέφεσης, οι οποίοι αφορούν στο θέμα των αποζημιώσεων και των επιδικασθέντων εξόδων.

Θα εξετάσουμε πρώτα τους Λόγους Έφεσης.

1ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η εφεσίβλητη ήταν και συνέχιζε να ήταν θέσμια ενοικιαστής.

Όπως εισηγείται σχετικά με αυτό το Λόγο Έφεσης ο συνήγορος της εφεσείουσας, για να μπορούσε να θεωρηθεί θέσμια ενοικιαστής, η εφεσίβλητη θα έπρεπε να συνέχιζε να κατέχει τα επίδικα υποστατικά. Εδώ όμως, η κατοχή του καταστήματος είχε περιέλθει στην εταιρεία Evans και η εφεσίβλητη, όπως κατάθεσε, από τις 20.3.2004 δεν ξαναπήγε στα υποστατικά.

Όπως είναι φανερό, αυτό το επιχείρημα εδράζεται σε εσφαλμένη πραγματική βάση. Η εφεσίβλητη, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέστη θέσμια ενοικιαστής μετά από την ημερομηνία λήξης που προνοείτο στο άκυρο ενοικιαστήριο, δηλαδή από την 1.6.2003, και συνέχιζε να είχε την κατοχή των καταστημάτων. Ακόμα και μετά τη συνεργασία με την Evans με την οποία η εφεσίβλητη ως ενοικιάστρια παραχώρησε χώρους του καταστήματος για την έκθεση και διάθεση προϊόντων της πρώτης, ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου για καλούς λόγους τους οποίους εξήγησε, ότι η ίδια η εφεσίβλητη διατήρησε τον έλεγχο του μισθίου και ουδέποτε παραχώρησε αποκλειστική κατοχή του στην Evans. Τόσο δε η Evans, όσο και η εφεσείουσα θεωρούσαν την εφεσίβλητη ως την ενοικιαστή του καταστήματος η οποία και κατέβαλλε το ενοίκιο μέχρι την 3.4.2004. Την κατοχή δε του καταστήματος, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ουδέποτε την παρέδωσε ή την αποποιήθηκε ή εγκατέλειψε, αλλά της την αποστέρησαν η εφεσείουσα και η Evans.

Επομένως, αυτός ο Λόγος Έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

2ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσείουσα αποστέρησε την κατοχή του μισθίου από την εφεσίβλητη.

Όπως προβάλλεται στην αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας, το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η εφεσείουσα αποστέρησε την κατοχή από την εφεσίβλητη, εφαρμόζοντας κατ'  αναλογία την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ikosi v. Karayiannis & Others (1971) 1 C.L.R. 189, τα γεγονότα της οποίας διαφοροποιούνται από εκείνα της παρούσας έφεσης. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Ikosi νόμιμος υπενοικιαστής, αντί να παραδώσει κενή κατοχή του μισθίου κατά τη λήξη της ενοικίασης στην ενοικιάστρια, την παρέδωσε με οδηγίες του ιδιοκτήτη σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα η ενοικιάστρια να παρεμποδιζόταν όπως καταστεί θέσμια ενοικιαστής. Όμως, εδώ, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, η εφεσίβλητη ήταν ήδη θέσμια ενοικιάστρια και, σύμφωνα με τη θέση της, διατηρούσε πάντα κατοχή.

Προσεκτική εξέταση της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα τούτο αποκαλύπτει τα εξής:

Στην απόφασή του το Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία και αυθεντίες, συμπέρανε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε απολέσει την ιδιότητα της θέσμιας ενοικιαστού όταν απώλεσε τη φυσική κατοχή του μισθίου και, επομένως, μπορούσε να εναγάγει την ιδιοκτήτρια (Megarry' s The Rent Acts, 10th Edn. Vol. 1, page 197). Σύμφωνα δε με την Αγγλική υπόθεση Denman v. Brise [1949] 1 K.B. 22, στην οποία συμβατικός ενοικιαστής αποστερήθηκε παράνομα την κατοχή του μισθίου την οποία αν είχε, θα μετατρεπόταν σε θέσμιο ενοικιαστή, αναγνωρίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορούσε να εκμεταλλευθεί τη δική του παρανομία ή αδικία. Αυτή η Αγγλική απόφαση ακολουθήθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση του Κυπριακού Εφετείου στην υπόθεση Ikosi v. Karayiannis a.o. (ανωτέρω), στην οποία έγινε αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο παρατήρησε ότι στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο διέταξε την παράδοση της κατοχής του μισθίου στον ενοικιαστή εντός συγκεκριμένης περιόδου μετά την έκδοση του διατάγματος.

Τίποτε το μεμπτό δεν διαπιστώνουμε σ' αυτή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις μεταξύ των γεγονότων στην υπόθεση Ikosi και της παρούσας, το νομικό θέμα αρχής που υπήρχε και στις δύο περιπτώσεις ήταν κοινό. Όπως δε θα μπορούσε να συνοψιστεί, η αρχή έγκειται στο ότι εάν ένας ενοικιαστής αποστερηθεί παράνομα ή άδικα της φυσικής κατοχής (και τονίζουμε τη λέξη φυσικής κατοχής) του μισθίου με ενέργεια ή με τη γνώση και συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, τότε, παρά την ανυπαρξία φυσικής κατοχής, εν τούτοις ο ενοικιαστής νομιμοποιείται να αποτείνεται στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος παράδοσης προς αυτόν κενής και ελεύθερης κατοχής, ο δε ιδιοκτήτης και/ή οποιοσδήποτε άλλος αδικοπραγήσας, δεν μπορούν να επικαλεστούν την ανυπαρξία φυσικής κατοχής από τον ενοικιαστή εκμεταλλευόμενοι τη δική τους αδικοπραξία.

Ορθά επομένως εφαρμόστηκε η νομολογία και δεν ευσταθεί αυτός ο Λόγος Έφεσης.

3ος Λόγος Έφεσης. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και εκτός των προνοιών του Νόμου διέταξε την εφεσείουσα να παραδώσει την κατοχή του μισθίου στην εφεσίβλητη.

Σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις περιστάσεις που εξαντλητικά παρατίθενται στο Αρθρο 11 των περί Ενοικιοστασίου Νόμων (προφανώς εννοεί στο Αρθρο 16 του Νόμου) και, επομένως, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ήταν αναρμόδιο ή δεν είχε εξουσία να διατάξει την παράδοση κατοχής στην εφεσίβλητη.

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε νομική ανάλυση στις σελίδες 24-26 της απόφασής του. Όπως ορθά εξηγεί, στην υπό εξέταση περίπτωση στην αρχική, άκυρη συμφωνία ενοικίασης μεταξύ των διαδίκων, ενυπήρχε ρητός όρος (όρος αρ. 14 του Τεκμηρίου 1) σύμφωνα με τον οποίο η ιδιοκτήτρια ήταν υποχρεωμένη να εξασφαλίζει στον ενοικιαστή ειρηνική κατοχή και χρήση χωρίς επέμβαση στο μίσθιο. Η εφεσίβλητη κατέστη θέσμια ενοικιαστής και, όπως επίσης ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο, αυτός και οι άλλοι όροι της σύμβασης συνέχιζαν να ισχύουν διαρκούσας της ενοικίασης. Αυτό το δικαίωμα της εφεσίβλητης σε ειρηνική κατοχή και χρήση του μισθίου της αποστερήθηκε και ασφαλώς το Δικαστήριο ενομιμοποιείτο να αποκαταστήσει τη νομική τάξη πραγμάτων, εκδίδοντας το διάταγμα που εξέδωσε.

Υπενθυμίζεται ότι, με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 27(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, όπως τροποποιήθηκε, οι υφιστάμενοι συμβατικοί όροι μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή είναι εφαρμόσιμοι στην περίπτωση κατά την οποία ο ενοικιαστής καταστεί θέσμιος.

Επομένως, ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης ευσταθεί.

4ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε παραχωρήσει άδεια χρήσης του μισθίου προς την εταιρεία Evans.

Όπως εισηγείται η εφεσείουσα, η Συμφωνία Εμπορικής Συνεργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και της εταιρείας Evans δεν συνιστούσε άδεια χρήσης των υποστατικών, παρά μόνο επέτρεπε τη χρήση εκθεσιακού χώρου από την εταιρεία Evans εντός του καταστήματος.

Με αυτή την εισήγηση και με το συμπέρασμα ότι εσφαλμένα πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι παραχωρήθηκε άδεια χρήσεως του μισθίου, συμφωνεί και η πλευρά της εφεσίβλητης. Όπως όμως προσθέτει, το εύρημα εκείνο ήταν αχρείαστο και μπορεί να αγνοηθεί.

Παρόλον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα τούτο, παραπέμποντας σε αυθεντίες και νομολογία, εν τούτοις, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο ανέφερε, έμμεσα ήταν που ηγέρθη το θέμα. Η δε απάντηση στο ερώτημα με τι ισοδυναμούσε η διευθέτηση εφεσίβλητης και Evans καθίστατο ουσιαστικά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος πτυχή της υπόθεσης, με δεδομένο το σαφές και κατηγορηματικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν δημιουργήθηκε σχέση υπενοικίασης μεταξύ εφεσίβλητης και Evans και ότι δεν εγκατέλειψε η εφεσίβλητη την κατοχή του μισθίου προς όφελος της Evans.

Επομένως, το θέμα τούτο δεν χρειάζεται να απασχολήσει περαιτέρω κατ' έφεση.

5ος Λόγος Έφεσης. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε νομότυπα τη Συμφωνία - Τεκμήριο 2 μεταξύ της και της Evans.

Και οι δύο πλευρές στην παρούσα αντιδικία συμφωνούν ότι το θέμα τούτο ούτε επίδικο ήταν, ούτε και επηρεάζει ουσιαστικά τα άλλα επίδικα θέματα.

Παρατηρούμε ότι ο λόγος του τερματισμού της Συμφωνίας εφεσίβλητης και Evans είχε τεθεί και απασχολήσει πράγματι κατά τη δίκη, ως μέρος του όλου ιστορικού της υπόθεσης και για να εξηγήσει μεταγενέστερες ενέργειες που αφορούσαν στην προώθηση της εναλλακτικής λύσης πώλησης της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης.

Επομένως, κανένας χρήσιμος λόγος δεν εξυπηρετείται από την περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα τούτο, εγειρόμενο μάλιστα από την εφεσείουσα την οποία, όπως η ίδια αναφέρει, δεν την αφορά.

6ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αντεξέταση του Μ.Υ.1 Χατζημιτσή, Διευθυντή της Evans, εκτός των πλαισίων των επίδικων θεμάτων.

Όπως εισηγείται η πλευρά της εφεσείουσας, ο Διευθυντής της Evans κλήθηκε από την ίδια ως μάρτυρας για να μαρτυρήσει κατά κύριο λόγο ως προς το εάν συμφώνησε με την εφεσίβλητη να αγοράσει την εμπορική εύνοια των καταστημάτων και συναφείς διευθετήσεις τις οποίες ήγειρε η εφεσίβλητη ως αιτήτρια στην Αίτησή της. Αντί τούτων όμως, η αντεξέταση του μάρτυρα υπήρξε μακρά και επεκτάθηκε σε άλλα, μη δικογραφημένα θέματα, όπως ήταν το ποια συμβουλή πήρε ο μάρτυρας από το δικηγόρο του, τα θέματα υπολογισμού της πληρωτέας προς την εφεσίβλητη προμήθειας από την Evans κλπ..

Σε σχέση με το θέμα τούτο, όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, το γεγονός ότι μια διάδικος πλευρά καλεί ως μάρτυρα ένα πρόσωπο που είναι ενεργά εμπλεκόμενο στην όλη εξέλιξη της αντιδικίας και περιορίζεται κατά την κύρια εξέτασή του σε κάποια από τα θέματα που η ίδια επιλέγει, αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι κατά την αντεξέταση του μάρτυρα η αντίδικη πλευρά είναι υποχρεωμένη να περιοριστεί και αυτή στα θέματα εκείνα. Οι ερωτήσεις που θα υποβληθούν και τα θέματα που θα διερευνηθούν κατά την αντεξέταση επαφίενται στην κρίση και την στρατηγική της αντίδικης πλευράς και υπόκεινται μόνο στον περιορισμό ότι τα εγειρόμενα θέματα πρέπει να είναι σχετικά με τα επίδικα και να καλύπτονται από τα δικόγραφα.

Στην παρούσα περίπτωση, ο ρόλος του μάρτυρα στην όλη διαπλοκή των γεγονότων παρουσιαζόταν να ήταν ουσιαστικός. Το θέμα του ότι ο μάρτυρας είχε λάβει νομική συμβουλή, το οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ήταν άσχετο θέμα, το ήγειρε ο ίδιος ο μάρτυρας ο οποίος, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά, το ανέφερε για να δικαιολογήσει τους φόβους που είχε μήπως και η Συμφωνία που είχε συνάψει με την εφεσίβλητη μπορούσε να θεωρηθεί ως υπενοικίαση. Το θέμα της Συμφωνίας και της ερμηνείας της ήταν βέβαια δικογραφημένο. Πέραν τούτου, μπορεί, όπως σε κάθε δίκη, να έγινε πράγματι αχρείαστη ενασχόληση ή αδικαιολόγητη επέκταση σε κάποια παρεμφερή θέματα, πλην όμως τίποτε δεν είχε υποδειχθεί που να καταδεικνύει ότι έχουν επηρεαστεί δυσμενώς καθ' οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα ή θέσεις της εφεσείουσας.

7ος Λόγος Έφεσης. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έθεσε στους ώμους της εφεσείουσας-ιδιοκτήτριας καθήκον όπως επεμβαίνει προς όφελος της ενοικιαστού-εφεσίβλητης στα προβλήματά της με τρίτους.

Άξονας αυτού του Λόγου Έφεσης είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η ίδια δεν είχε καμιά συμμετοχή στην αλλαγή κλειδαριών και αποστέρηση κατοχής του μισθίου από την εφεσίβλητη, αλλ' ούτε και οποιοδήποτε καθήκον να προστρέξει προς υποστήριξή της στη διαφορά της με την Evans.

Αυτή όμως η θέση, εμφανώς αντιστρατεύεται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την ορθή προσέγγιση του θέματος των καθηκόντων ενός ιδιοκτήτη έναντι του ενοικιαστή του. Κατ' αρχάς, αδιαμφισβήτητα είναι που υπέχει νομική υποχρέωση ο ιδιοκτήτης να εξασφαλίζει την ανεμπόδιστη κατοχή του μισθίου από τον ενοικιαστή του. Αυτός ήταν ρητός, αλλά μπορούσε να ήταν και εξυπακουόμενος όρος της ενοικίασης. Αντ' αυτού όμως, στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα, αντί να σεβαστεί τα δικαιώματα της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία εξήχθηκαν κατόπιν ορθής αξιολόγησης, προέβηκε στις ακόλουθες ενέργειες που ήσαν ασυμβίβαστες προς τα καθήκοντά της:

α. Έδωσε συγκατάθεση προς τον εκπρόσωπο της Evans να αλλάξει τις κλειδαριές, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση της εφεσίβλητης στο μίσθιο. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 23 της απόφασής του:

"Την ημέρα εκείνη ο κ. Χατζημιτσής ή άλλο πρόσωπο κατ' εντολή του, άλλαξε τις κλειδαριές του επίδικου, χωρίς να δώσει κλειδί στην αιτήτρια. Βρίσκουμε ότι η Καθ' ης η Αίτηση δεν είχε άμεση εμπλοκή, έδωσε όμως τη συγκατάθεση της άμεσα ή έμμεσα δεν έχει σημασία, αφού σίγουρα γνώριζε την πρόθεση του κ. Χατζημιτσή πριν την υλοποίηση και δεν έκαμε τίποτε να τον εμποδίσει .

Μάλιστα σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία (της εφεσείουσας) μπροστά στην εκφρασθείσα πρόθεση του κ. Χατζημιτσή να αλλάξει τις κλειδαριές, η ίδια του είπε «κάνε ό,τι νομίζεις»."

β. Προτού ακόμα γίνει η αλλαγή των κλειδαριών, η εφεσείουσα συμφώνησε με την Evans και έγινε ο καταρτισμός συμβολαίου ενοικίασης ημερομηνίας 1.4.2004, που συνεπαγόταν τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης από την κατοχή και χρήση του μισθίου.

γ. Μπροστά στη λήψη δικαστικών μέτρων από την εφεσίβλητη προς αποκατάσταση της κατοχής του μισθίου, καθώς και σε προηγηθείσες αξιώσεις της, η εφεσείουσα καμιά στάση δεν επέδειξε σύμφωνα με την οποία η ίδια ήταν αμέτοχη στον αποκλεισμό της εφεσίβλητης από το μίσθιο και ότι δεν θα είχε ένσταση να αποκατασταθεί οποιοδήποτε δικαίωμα αυτή είχε.

Επομένως, ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης ευσταθεί.

8ος Λόγος Έφεσης. Ισχυρισμός περί εσφαλμένων ή αλληλοσυγκρουόμενων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πάντα προς όφελος της εφεσίβλητης.

Στο περίγραμμα αγόρευσής του, ο συνήγορος της εφεσείουσας παραθέτει διάφορα παραδείγματα ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία, κατά τη δική του άποψη, ήσαν αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα.

Μελετήσαμε προσεκτικά τα σημεία που εγείρει η πλευρά της εφεσείουσας, καθώς επίσης και τις απαντήσεις τις οποίες δίδει σ' αυτά η πλευρά της εφεσίβλητης μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της συνηγόρου της. Διαπιστώνουμε ότι τα ευρήματα, αλλά και κάποια συμπεράσματα στα οποία προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήσαν πλήρως δικαιολογημένα, επιτρεπτά και ενίοτε αναπόφευκτα μέσα στο πλέγμα της αντίστοιχης μαρτυρίας στην οποία βασίζονταν. Κρίνουμε δε αχρείαστο να τα παραθέσουμε εδώ ένα προς ένα και να τα δικαιολογήσουμε.

Ούτε αυτός ο Λόγος Έφεσης μπορεί να επιτύχει.

9ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη κατέβαλε προς την εφεσείουσα το ενοίκιο που ήταν καταβλητέο την 1.3.2004.

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε ως εξής (σελίδα 21 Απόφασης):

"Το τελευταίο πληρωτέο ενοίκιο ήταν £1.010 μηνιαίως. Η Αιτήτρια, μέσω της εταιρείας της, κατέβαλε το ενοίκιο του μηνός Μαρτίου 2004 με επιταγή ημερομηνίας 1.3.2004 η οποία εξαργυρώθηκε την 4.3.2004 (Τεκμήριο 6Α και Β). Φαίνεται μάλιστα, από το Τεκμήριο 9, ότι το ενοίκιο του μηνός Μαρτίου 2004, απεκόπη από τα χρήματα που η Αιτήτρια είχε να παίρνει από την Evans, ως ήταν και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας στην επιστολή που έστειλαν οι δικηγόροι της στην ιδιοκτήτρια (Τεκμήριο 7). Μέχρι και την 3 Απριλίου, 2004, η Αιτήτρια αναγνωριζόταν τόσο από την Καθ' ης η Αίτηση όσο και από την εταιρεία Evans ως ενοικιάστρια του επίδικου και είχε φυσική και νομική κατοχή αυτού.."

Σύμφωνα με την εφεσείουσα, εντελώς εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα αφού, όπως συνάγεται και από άλλη μαρτυρία, το συγκεκριμένο ενοίκιο είχε καταβληθεί από την Evans. Πιο συγκεκριμένα, στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της εφεσείουσας, γίνεται επίκληση και ισχυρισμός παραδοχής στην οποία είχε προβεί ο σύζυγος της εφεσίβλητης στη μαρτυρία του, ότι ήταν η Evans που κατέβαλε στην εφεσείουσα το ενοίκιο εκείνο.

Μελέτη του τηρηθέντος πρακτικού δεν μπορεί όμως να λεχθεί ότι υποστηρίζει την πιο πάνω θέση. Κατά την αντεξέταση του συζύγου της εφεσίβλητης κ. Φουρουκλά, αυτός ρωτήθηκε αν το ενοίκιο του Μαρτίου 2006 το πλήρωσαν στην εφεσείουσα-ιδιοκτήτρια. Ο μάρτυρας απάντησε ότι για το μήνα εκείνο πλήρωσε η γυναίκα του την ιδιοκτήτρια με επιταγή η οποία έγινε τεκμήριο. Ερωτηθείς κατά πόσο ακολούθως ζήτησαν το ποσό εκείνο από τον κ. Χατζημιτσή της Evans απάντησε καταφατικά, λέγοντας ότι κατά τις συνομιλίες που είχαν, είπαν στον κ. Χατζημιτσή ότι θα έφευγε τέλος του Ιανουαρίου αλλά αυτός ζήτησε λίγο χρόνο περισσότερο και ανάλαβε να πληρώσει εκείνος το ενοίκιο μέχρι να καταλήξουν. Αυτή η μαρτυρία, συνάδει πλήρως με τα κατατεθέντα τεκμήρια, την αξιολόγησή τους και το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αυτό εμφανίζεται στο απόσπασμα της απόφασής του που έχουμε παραθέσει προηγουμένως.

10ος Λόγος Έφεσης. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε την εφεσίβλητη και το σύζυγό της ως αξιόπιστους μάρτυρες, αγνοώντας ότι η μαρτυρία τους δεν συνείδε με τις έγγραφες τους προτάσεις.

Κάτω από αυτό το Λόγο Έφεσης η πλευρά της εφεσείουσας παραπονείται για τον τρόπο και κυρίως για το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και του συζύγου της. Αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται με επαρκή αιτιολογία ως προς την καλή εντύπωση που προκάλεσαν στο Δικαστήριο οι δύο αυτοί μάρτυρες, στις άμεσες απαντήσεις τους, στην έλλειψη αντιφάσεων κλπ., εν τούτοις, στο περίγραμμα αγόρευσης, εντοπίζονται κάποιες αναφορές οι οποίες χαρακτηρίζονται από το συνήγορο της εφεσείουσας ως διαφοροποιήσεις θέσεων και εκδοχών και ως αντιφάσεις.

Όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία δίδεται δια ζώσης στο Δικαστήριο, είναι πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, στις περιπτώσεις όπου τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή τα ευρήματά του δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του. (Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Ηροδότου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 373).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι αναφορές που γίνονται περί αντιφάσεων και διαφοροποιήσεων στην κύρια εκδοχή της εφεσίβλητης σχετίζονται με κάποιες λεπτομέρειες των διαμειφθέντων ως προς τις γενόμενες προσπάθειες μεταξύ εφεσίβλητης και Evans για την πώληση της εμπορικής εύνοιας των καταστημάτων και η προσεκτική εξέτασή τους, όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, τίποτε το ουσιαστικό δεν καταδεικνύει το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παρέμβαση του Εφετείου στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων.

11ος Λόγος Έφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε υπέρ της αιτήτριας έστω και ονομαστικές αποζημιώσεις.

Αυτό, τον τελευταίο Λόγο Έφεσης, θα τον εξετάσουμε στην απόφασή μας ως προς την Αντέφεση της εφεσίβλητης, καθότι και εκεί εγείρεται θέμα ορθότητας της απόφασης για επιδικασμό ονομαστικών αποζημιώσεων, με αντίθετη βέβαια στόχευση και εισήγηση.

Η Αντέφεση.

Λόγος Αντέφεσης αρ. 1. Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις λόγω απώλειας κατοχής και χρήσης των καταστημάτων.

Όπως έχουμε προαναφέρει, αυτός ο Λόγος Αντέφεσης θα συνεξετασθεί με το Λόγο Έφεσης αρ. 11 με τον οποίο εγείρεται θέμα ότι δεν έπρεπε να επιδικασθούν ούτε ονομαστικές αποζημιώσεις.

Σύμφωνα με την εφεσίβλητη, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσκομισθείσα από την πλευρά της μαρτυρίας ως μη ικανοποιητική. Η εφεσίβλητη είχε αποδείξει με την προφορική της μαρτυρία και με τις υποβληθείσες φορολογικές της δηλώσεις ότι κατά το έτος 2002 είχε φορολογητέο εισόδημα £9.200 και κατά το 2003 που η Evans την προμήθευε με ελλιπή εμπορεύματα, £4.200. Βάση υπολογισμού θα έπρεπε να ήταν το αποδειχθέν εισόδημα για το 2003 και η χρονική διάρκεια της απώλειας η περίοδος μεταξύ 3.4.2004 μέχρι την 14.1.2008, οπότε και η εφεσείουσα συμμορφώθηκε με το διάταγμα.

Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, από τη δοθείσα μαρτυρία επί του θέματος των αποζημιώσεων, καμιά στέρεη βάση δεν μπορούσε να παρασχεθεί επί της οποίας το Δικαστήριο να προέβαινε σε οποιουσδήποτε δίκαιους υπολογισμούς. Αυθαίρετη παρουσιάζεται να είναι η άποψη του συζύγου της εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία υπήρχε η δυνατότητα για μηνιαίο εισόδημα τουλάχιστον £1.000 από την κατοχή δύο καταστημάτων στην εμπορικότερη οδό της Λεμεσού. Σε κάποιους άλλους ισχυρισμούς κλήθηκε να προβεί το Δικαστήριο, βασιζόμενο στις προμήθειες που υπολογίστηκαν ότι θα έπρεπε να καταβάλει η εταιρεία Evans για μια μεμονωμένη περίοδο πέντε ημερών κατά το Νοέμβριο 2003 και για άλλη περίοδο έξι ημερών κατά το Δεκέμβριο του 2003. Όμως, αυτή η επιλεκτική και αυθαίρετη παροχή μεμονωμένων στοιχείων πουθενά δεν μπορούσε να οδηγήσει. Η γενόμενη εισήγηση περί λήψης ως βάσης των δηλωθέντων εισοδημάτων για το 2002 και όχι για το 2003, που ανέκυψαν διαφορές με την Evans, πέραν του ότι είναι αναιτιολόγητη, παρουσιάζεται και λανθασμένη. Οι όποιες διαφορές ανέκυψαν κατά την εφαρμογή της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ εφεσίβλητης και Evans και η κατάρρευση προσπάθειας συμφωνίας επί εναλλακτικής λύσης είναι ασφαλώς μια πραγματικότητα. Πραγματικότητα η οποία προκάλεσε μεγάλη απώλεια εισοδημάτων για την εφεσίβλητη, το ακριβές μέγεθος της οποίας δεν αποδείχθηκε, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν καταλογίζεται σε οποιανδήποτε πράξη της εφεσείουσας που συνδέεται με τα επίδικα θέματα.

Επομένως, ο πρώτος Λόγος Αντέφεσης δεν ευσταθεί, ούτε όμως και ο συνδεόμενος με αυτόν Λόγος Έφεσης αρ. 11 αφού, ενώ είναι αποδεκτό ότι η εφεσίβλητη αναπόφευκτα θα πρέπει να υπέστηκε ζημιά λόγω του αποκλεισμού της από τα επίδικα καταστήματα, για την οποία φέρει ευθύνη η εφεσείουσα, εν τούτοις όμως απέτυχε να την αποδείξει ικανοποιητικά. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο επιδικασμός ονομαστικών αποζημιώσεων είναι δικαιολογημένος. (Παπακόκκινου ν. Θεοδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Χατζηκυπρής & Αλλοι v. Sanifix Agencies Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 447).

2ος Λόγος Αντέφεσης. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης μεν, αλλά στην κλίμακα £1.000-£5.000.

Σύμφωνα με τη συνήγορο της εφεσίβλητης, η κλίμακα εκείνη είναι εντελώς ανεπαρκής. Επικαλέστηκε προς τούτο τον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με τον οποίο, όπου το επίδικο θέμα αφορά διακανονισμό ενοικίου, τα δικαιώματα των δικηγόρων υπολογίζονται με βάση το μηνιαίο ενοίκιο της κατοικίας ή υποστατικού, ενώ τα δικαιώματα για κάθε άλλη χρηματική απαίτηση διακανονίζονται σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες των Θεσμών. Συνακόλουθα, είναι η θέση της εφεσίβλητης, εδώ το επίδικο θέμα ήταν η ανάκτηση κατοχής δύο καταστημάτων και η Δ.2, θ.10 προβλέπει ότι, σε περίπτωση αγωγής για απόκτηση κατοχής ακινήτου, θα πρέπει να αναφέρεται στο κλητήριο η αξία του ακινήτου, οπότε και η κλίμακα εξόδων καθορίζεται ανάλογα.

Σε σχέση με αυτή την εισήγηση θα πρέπει κατ' αρχάς να αναφερθεί ότι καμιά αξία των επίδικων καταστημάτων δεν αναφέρεται πουθενά στο κλητήριο, ούτε και δόθηκε σχετική μαρτυρία.

Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός 11(γ) (Δικαστική Δαπάνη και Έξοδα) του προαναφερθέντος Διαδικαστικού Κανονισμού, δεν αναφέρει μόνο ότι τα δικαιώματα για κάθε άλλη χρηματική απαίτηση ή ζήτημα διακανονίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες των θεσμών αλλά προσθέτει και: «... ή όπως διατάξει το Δικαστήριο στη διακριτική ευχέρεια του οποίου ανάγονται τα έξοδα ...».

Με δεδομένες εδώ τις ζητούμενες θεραπείες, οι δύο από τις οποίες αφορούσαν σε χρηματικές διεκδικήσεις για αποζημιώσεις λόγω απώλειας χρήσης, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν με αποτέλεσμα να επιδικασθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, και με επίσης δεδομένο το ότι η ανάκτηση διεκδικείτο από τον ενοικιαστή και όχι από τον ιδιοκτήτη, κρίνουμε ότι η κλίμακα εξόδων η οποία καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς στη βάση του τρέχοντος ενοικίου, ήταν αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

Υπό τις περιστάσεις, τόσο η Έφεση όσο και η Αντέφεση απορρίπτονται.

Δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή εξόδων.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο