ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 869

18 Ιουνίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΙΛΑΡΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣH ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Kαθ' ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2008)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσιών εργοδοτούμενου χωρίς προειδοποίηση λόγω άσκησης και δεύτερου επαγγέλματος παράλληλα με το επάγγελμά του ― Κατά πόσο οι εργοδότες δεν απέσεισαν το βάρος αποδείξεως του νόμιμου της απόλυσης του εργοδοτούμενου και δεν έδωσαν σε αυτόν τη δυνατότητα να ακουστεί πριν την απόλυσή του, σε σχέση με τις κατηγορίες που διατύπωναν εναντίον του, αντίθετα προς το Άρθρο 7 του περί της Συμβάσεως περί του Tερματισμού της Aπασχολήσεως (Kυρωτικού) Nόμου του 1985 (N. 45/85). ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Ανδρέας Προκοπίου Λτδ v. Δημήτρη Τουμάζου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1125.

Ο εφεσείων προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων στις 25.5.98 ως πωλητής καλλυντικών. Δεν υπήρχαν γραπτοί όροι εργοδότησης. Οι υπηρεσίες του εφεσείοντος τερματίστηκαν από τους εφεσίβλητους χωρίς προειδοποίηση με επιστολή των τελευταίων ημερομηνίας 28.7.2005. Σύμφωνα με την επιστολή απόλυσης, οι υπηρεσίες του εφεσείοντος τερματίστηκαν γιατί αυτός διεξήγαγε δεύτερη εργασία. Κατά τους τελευταίους εννέα περίπου μήνες της εργοδότησής του ο εφεσείων ασκούσε και το επάγγελμα του ιδιώτη επιδότη. Για τους σκοπούς του δεύτερου επαγγέλματός του ο εφεσείων χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο που του είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι με αποτέλεσμα να σημειωθεί κατακόρυφη αύξηση των εξόδων διακίνησης του αυτοκινήτου και ιδιαίτερα των εξόδων κατανάλωσης καυσίμων. Σημειώθηκε δε και σημαντική μείωση στις πωλήσεις καλλυντικών. Τα θέματα αυτά περιήλθαν σε γνώση των εφεσιβλήτων για πρώτη φορά τον Ιούλιο 2005 και ο Διευθυντής του Καταναλωτικού Τμήματος της Εταιρείας Μ.Ε. 1 πληροφόρησε σχετικά τον εφεσείοντα σε συνάντησή τους τον ίδιο μήνα. Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ότι παράλληλα με την εργασία του στους εφεσιβλήτους ασκούσε και δεύτερη εργασία, αυτή του ιδιώτη επιδότη, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό γινόταν κατά τις ελεύθερες του ώρες. Η άσκηση και δεύτερης εργασίας απαγορευόταν και αυτό θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο.

Ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη/αδικαιολόγητη απόλυση, καθώς επίσης και αποζημιώσεις αντί προειδοποίησης. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση, επέλεξαν δε να καλέσουν ως μάρτυρα τον Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή. Ο εφεσείων επέλεξε να μη καταθέσει, ούτε και να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα, περιοριζόμενος στην αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντος με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

Με τους λόγους έφεσης, πλήττεται η ορθότητα και παράλληλα η νομιμότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και των συμπερασμάτων στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι εν πάση περιπτώσει οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης για το νόμιμο της απόλυσής του. Επίσης, ότι το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν από τους εφεσίβλητους η ευκαιρία, προτού απολυθεί, να ακουστεί και να εκθέσει τις θέσεις του σε σχέση με τις κατηγορίες που οι εφεσίβλητοι διατύπωναν εναντίον του, συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 7 του Νόμου 45/85 (ο περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμος του 1985).

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν αξιόπιστη και ως τέτοια έγινε αποδεκτή στο σύνολό της, δεν προσβάλλεται με την έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τίποτε δεν έχει εντοπισθεί στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και χρησιμοποιήθηκε ως υπόβαθρο για την εξαγωγή των προσβαλλόμενων με τους λόγους έφεσης ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που να αιτιολογεί παρέμβαση του Εφετείου. Τα μεν ευρήματα τεκμηριώνονται από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, τα δε συμπεράσματα συνάγονται από τα γεγονότα και τη μαρτυρία και συνεπώς είναι αποτέλεσμα λογικής σκέψης ή κοινής λογικής.

2. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Patikkis a.o. v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103 και Ανδρέας Προκοπίου Λτδ v. Δημήτρη Τουμάζου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1125, τις οποίες επικαλέσθηκε ο εφεσείων προς υποστήριξη της θέσης του ότι παραβιάσθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 7 του Νόμου 45/85, επειδή προτού απολυθεί, οι εφεσίβλητοι δεν του έδωσαν την ευκαιρία να ακουστεί, διαφοροποιούνται από την εξεταζόμενη υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Patikkis a.o. v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103,

Ανδρέας Προκοπίου Λτδ. v. Τουμάζου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1125.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών (Zαμπακίδου, Πρ.), (Aίτ. Aρ. 385/06), ημερομ. 26.11.2007.

Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ευθυμίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων στις 25/5/98 ως πωλητής καλλυντικών. Για τους σκοπούς της εργασίας του, οι εφεσίβλητοι του παρείχαν αυτοκίνητο, τα έξοδα διακίνησης, συντήρησης και ασφάλισης του οποίου, βάρυναν τους ίδιους. Γραπτοί όροι εργοδότησης δεν υπήρχαν.

Οι υπηρεσίες του εφεσείοντα τερματίστηκαν από τους εφεσιβλήτους με επιστολή των τελευταίων ημερομηνίας 28/7/2005. Ο τελευταίος μηνιαίος μισθός του εφεσείοντα ήταν Λ.Κ.720, πλέον 13ος μισθός.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εννέα περίπου μηνών της εργοδότησής του, ο εφεσείων ασκούσε και δεύτερο επάγγελμα, αυτό του ιδιώτη επιδότη, για την άσκηση του οποίου είχε εξασφαλίσει σχετική άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Αντιδρώντας ο εφεσείων στην απόλυσή του προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη/αδικαιολόγητη απόλυση, καθώς επίσης και αποζημιώσεις αντί προειδοποίησης.

Η αίτηση του εφεσείοντα αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων. Η εκδοχή των τελευταίων, η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από το μοναδικό μάρτυρα που επέλεξαν να καλέσουν, το Διευθυντή του Καταναλωτικού Τμήματος της Εταιρείας, Γ. Παντέλα, και η οποία αφού έγινε αποδεκτή αποτέλεσε το υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο εδράζει τις διαπιστώσεις του, είναι σε γενικές γραμμές η πιο κάτω. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων επέλεξε να μην καταθέσει, ούτε και να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα. Περιορίστηκε στην αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων.

Το γεγονός ότι παράλληλα με τα καθήκοντά του στην εταιρεία ο εφεσείων ασκούσε και δεύτερη εργασία, αυτή του ιδιώτη επιδότη, χρησιμοποιώντας μάλιστα για σκοπούς της δεύτερης εργασίας του το αυτοκίνητο που του είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι, οι τελευταίοι το πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2005. Της σχετικής πληροφόρησης είχε προηγηθεί έρευνα των εφεσιβλήτων για σκοπούς διακρίβωσης των λόγων που είχαν οδηγήσει, τα μεν έξοδα διακίνησης του αυτοκινήτου που είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα και ιδιαίτερα τα έξοδα κατανάλωσης καυσίμων, σε κατακόρυφη αύξηση, τις δε πωλήσεις του εφεσείοντα σε σημαντική μείωση. Η εν λόγω έρευνα αποκάλυψε ότι οι μεν δαπάνες κατανάλωσης καυσίμων του αιτητή το 2005 παρουσίαζαν, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες των 2003 και 2004, αύξηση της τάξης του 68% σε σχέση με το 2004 και 208% σε σχέση με το 2003, οι δε πωλήσεις του μείωση της τάξης του 30% σε σχέση με το 2004 και 50% σε σχέση με το 2005.

Τα αποτελέσματα της έρευνας τέθηκαν υπόψη του εφεσείοντα από το Μ.Ε.1 σε συνάντηση που είχαν οι δύο τους το Μάρτιο του 2005. Ο εφεσείων έδωσε τους δικούς του λόγους, τους οποίους όμως η εταιρεία απέρριψε μετά από σχετική έρευνα. Ακολούθησε επιστολή του Οικονομικού Διευθυντή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα ημερομηνίας 18/3/2005, με την οποία εφίστατο η προσοχή του τελευταίου αναφορικά με τα έξοδα κατανάλωσης καυσίμων τα οποία συνέχισαν να κυμαίνονται στα ίδια ψηλά επίπεδα. Στην εν λόγω επιστολή ο εφεσείων απάντησε γραπτώς στις 28/3/2005 δίνοντας τη δική του εξήγηση, η οποία όμως και πάλι, αφού διερευνήθηκε από την εταιρεία, απορρίφθηκε ως ανυπόστατη. Παρά το γεγονός ότι το θέμα μειωμένης απόδοσης του εφεσείοντα συζητήθηκε μεταξύ των μερών, ποτέ δεν δόθηκε στον εφεσείοντα σχετική προειδοποίηση και γραπτώς.

Για τα όσα περιήλθαν σε γνώση των εφεσιβλήτων για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2005, ο Μ.Ε.1 πληροφόρησε σχετικά τον εφεσείοντα σε συνάντηση που οι δύο τους είχαν τον ίδιο μήνα. Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ότι παράλληλα με την εργασία του στους εφεσιβλήτους ασκούσε και δεύτερη εργασία, αυτή του ιδιώτη επιδότη, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό γινόταν κατά τις ελεύθερες του ώρες. Η άσκηση και δεύτερης εργασίας απαγορευόταν και αυτό θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο.

Ο εφεσείων τελικά απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση στις 28/7/2005, με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, η οποία του επιδόθηκε από το Μ.Ε.1 την ίδια μέρα. Σύμφωνα με την επιστολή απόλυσης, οι υπηρεσίες του εφεσείοντα τερματίζονται γιατί αυτός διεξήγαγε δεύτερη εργασία.

Τέλος, η θέση του Μ.Ε.1 ήταν ότι ο εφεσείων διεξήγαγε τη δεύτερη εργασία του κατά τις εργάσιμες ώρες και μάλιστα χρησιμοποιώντας προς το σκοπό αυτό περιουσία και χρήματα των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνοντας δεκτή τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και συνακόλουθα την εκδοχή των εφεσιβλήτων, απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.

Ο εφεσείων προβάλλει συνολικά έξι λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5 και 6 έχουν κοινό στόχο να πλήξουν την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης που έφεραν για να αποδείξουν το νόμιμο της απόλυσης του εφεσείοντα και κατ' ακολουθία τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη, ενώ ο υπό στοιχείο 3 λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «αποφάσισε ότι δεν πρέπει να δοθεί στον εφεσείοντα ..... το δικαίωμα να ακουστεί και λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Μ.Ε.1 πήρε ο ίδιος την απόφαση για απόλυση του εφεσείοντα».

Ενώ η αλληλοσυνάφεια που χαρακτηρίζει τους υπό στοιχεία 1, 2, 4, 5 και 6 λόγους έφεσης και η αδιαμφισβήτητη συνάρτηση του ενός με τον άλλο επιβάλλει κατά τη γνώμη μας την κοινή εξέτασή τους, το ίδιο δεν συμβαίνει και με το λόγο έφεσης 3, τον οποίο προτιθέμεθα να εξετάσουμε χωριστά.

Λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5 και 6

Προτού ασχοληθούμε με τις σχετικές με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, θέσεις του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο, και αυτό για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις του, να παραθέσουμε αυτούσιους τους πιο πάνω λόγους έφεσης:

"1ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων επέδειξε διαγωγή τέτοια που κάτω από τις περιστάσεις δεν αναμένετο να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου και λανθασμένα έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης για το νόμιμον της απόλυσης του Εφεσείοντα.

2ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε εύρημα [σελ. 10 της απόφασης] ότι ο Εφεσείων παραδέχτηκε ότι εκτελούσε δεύτερη εργασία κατά τις ώρες που εργαζόταν στους Καθ'ων η Αίτηση.

4ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η εργασία του ιδιώτη επιδότη παρέβλαπτε τα συμφέροντα των Εφεσιβλήτων και κλόνισε την αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη.

5ος Λόγος Έφεσης

Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν ότι οι Εφεσίβλητοι παρατήρησαν τον Εφεσείοντα για την δήθεν μειωμένην απόδοση του και τα αυξημένα έξοδα του αυτοκινήτου του.

6ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να μαρτυρήσει στο δικαστήριο εκθέτοντας τους δικούς του ισχυρισμούς."

Τα σχετικά με τους πιο πάνω λόγους έφεσης επιχειρήματα που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα περιστρέφονται βασικά γύρω από τις πιο κάτω θέσεις:

Οι εφεσίβλητοι απέλυσαν τον εφεσείοντα επειδή διεξήγαγε δεύτερη εργασία. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η δεύτερη εργασία του εφεσείοντα ήταν άσχετη και με κανένα τρόπο ασυμβίβαστη με την εργασία του ως εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων, ρητός όρος που να απαγορεύει στον εφεσείοντα τη διεξαγωγή δεύτερης εργασίας δεν υπήρχε. Αλλά και να υπήρχε τέτοιος όρος, αυτός δεν δεσμεύει τον εφεσείοντα εφόσον ουδέποτε του κοινοποιήθηκε γραπτώς ως όρος εργοδότησης του, ως προνοείται από τον περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμο του 2000, (Ν.100(Ι)/2000). Η προσκομισθείσα από τους εφεσιβλήτους μαρτυρία ουδόλως τεκμηριώνει τις περί του αντιθέτου θέσεις των εφεσιβλήτων, συγκεκριμένα τη θέση ότι ο εφεσείων διεξήγαγε τη δεύτερη εργασία του κατά τις ώρες εργασίας του στους εφεσιβλήτους. Εν πάση περιπτώσει οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης για το νόμιμο της απόλυσης του εφεσείοντα.

Οι πιο πάνω θέσεις προβλήθηκαν και πρωτόδικα και απορρίφθηκαν. Επειδή οι λόγοι απόρριψης των εν λόγω θέσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν αποτελέσει το αντικείμενο των πιο πάνω λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το αιτιολογικό απόρριψης από την πρωτόδικη απόφαση:

"Εφόσον δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση και εφόσον η δεύτερη εργασία δεν παραβλάπτει τα συμφέροντα του εργοδότη τότε ο εργοδοτούμενος κατά τις ελεύθερες του ώρες και μόνο τότε μπορεί να εξασκήσει δεύτερη εργασία.

Στην παρούσα υπόθεση μπορεί η εργασία του ιδιώτη επιδότη να μην ήταν ανταγωνιστική της εργασίας του αιτητή στην Εταιρεία αλλά αυτή παρέβλαπτε τα συμφέροντα του εργοδότη και κλόνισε την αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη που διείπε τις σχέσεις εργοδότη-εργοδοτουμένου.

Υπήρχαν οι συνεχείς παρατηρήσεις στον αιτητή για την μειωμένη απόδοση του στην εργασία κάτι που δεν αμφισβητήθηκε καθώς και τα υπέρμετρα αυξημένα έξοδα καυσίμων του αυτοκινήτου του αιτητή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και σε σύγκριση με τους υπόλοιπους εργοδοτουμένους οι οποίοι εξασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με αυτά του αιτητή.

Πριν ακόμα η Εταιρεία «ανακαλύψει» την δεύτερη εργασία του είχε κάνει γραπτές παρατηρήσεις, σχετικά με τα πιο πάνω. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η μειωμένη απόδοση του αιτητή και τα αυξημένα έξοδα του αυτοκινήτου της Εταιρείας το οποίο χρησιμοποιούσε ο αιτητής άρχισαν μετά την ανάληψη δεύτερης εργασίας από τον αιτητή.

...............................................

Με όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο αιτητής επέδειξε διαγωγή τέτοια που κάτω από τις περιστάσεις δεν αναμένετο να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου κι' έτσι η απόλυση του αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη."

Με τους υπό στοιχεία 1, 2, 4 και 5 πιο πάνω λόγους έφεσης, πλήττεται η ορθότητα και παράλληλα η νομιμότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και των συμπερασμάτων στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε.

Για να αιτιολογείται επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα πρέπει τα εν λόγω ευρήματα να είναι αυθαίρετα ή το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει καταλήξει σε αυτά αγνοώντας τη μαρτυρία. Αναφορικά με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα επίμαχα συμπεράσματα βγαίνουν από τα γεγονότα και τη μαρτυρία, τότε δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου γιατί αυτά είναι αποτέλεσμα λογικής σκέψης ή κοινής λογικής. (Βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321).

Στην παρούσα περίπτωση τα πρωτεύοντα γεγονότα εξακριβώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση ουσιαστικά τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, Γ. Παντέλα, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή του, αφού έκρινε αξιόπιστη, έκαμε δεκτή στο σύνολό της. Σημειώνεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Γ. Παντέλα ήταν αξιόπιστη και ως τέτοια την έκαμε αποδεκτή στο σύνολό της, δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.

Τίποτε δεν έχουμε εντοπίσει στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και χρησιμοποιήθηκε ως υπόβαθρο για την εξαγωγή των προσβαλλόμενων με τους υπό στοιχεία λόγους έφεσης 1, 2, 4 και 5 ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που να αιτιολογεί παρέμβασή μας. Τα μεν ευρήματα τεκμηριώνονται από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, τα δε συμπεράσματα συνάγονται από τα γεγονότα και τη μαρτυρία και συνεπώς είναι αποτέλεσμα λογικής σκέψης ή κοινής λογικής.

Υιοθετούμε το σχετικό αιτιολογικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι οι υπό στοιχεία 1, 2, 4 και 5 λόγοι έφεσης δεν μπορεί να πετύχουν και συνεπώς απορρίπτονται.

Αναφορικά με τον υπό στοιχείο 6 λόγο έφεσης συμφωνούμε με τον κ. Ηλιάδη ότι ο εφεσείων ουδεμία υποχρέωση είχε να καταθέσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης, διαφωνούμε όμως με τη θέση του ότι με τη σχετική αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι ο εφεσείων υπείχε υποχρέωση να μαρτυρήσει. Συμφωνούμε με τη θέση της κας Ευθυμίου ότι εκείνο που το Δικαστήριο επεσήμανε είναι τις συνέπειες της συγκεκριμένης επιλογής του, δηλαδή της επιλογής του να μην καταθέσει, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων να παραμείνει αναντίλεκτη σε βασικά σημεία και παράλληλα το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποστερηθεί της δικής του εκδοχής. Ως αποτέλεσμα και ο υπό στοιχείο 6 λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης 3

Το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε από τους εφεσιβλήτους στον εφεσείοντα η ευκαιρία, προτού απολυθεί, να ακουστεί και να εκθέσει τις θέσεις του σε σχέση με τις κατηγορίες που οι εφεσίβλητοι διατύπωναν εναντίον του, συνιστά, σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, παραβίαση των προνοιών του Αρθρου 7 του Νόμου 45/85 (ο περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Aπασχολήσεως (Kυρωτικός) Nόμος του 1985).

Το Αρθρο 7 του συγκεκριμένου Νόμου έχει ως ακολούθως:

"Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα."

Για τεκμηρίωση των θέσεων του σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε νομολογία και συγκεκριμένα στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Patikkis a.o. v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103 και Ανδρέας Προκοπίου Λτδ. v. Δημήτρη Τουμάζου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1125. Και οι δύο εν λόγω υποθέσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, στην μεν υπόθεση Patikkis, πέραν του ότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά, σε εκείνη την υπόθεση τα γεγονότα διαδραματίστηκαν πολύ πριν τη θέσπιση του πιο πάνω άρθρου και συνεπώς οι πρόνοιες του δεν μπορούσαν να είχαν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης, στη δε υπόθεση Προκοπίου τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσίβλητος απολύθηκε με τον ισχυρισμό ότι παρέλειπε να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του και ότι συμπεριφερόταν έναντι πελατών κατά τρόπο που μείωνε τη φήμη της εφεσείουσας εταιρείας - εργοδότριας του. Σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση όπου ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι παράλληλα με την εργασία του στην εφεσίβλητη εκτελούσε και δεύτερη εργασία, στην υπόθεση Προκοπίου ο εφεσίβλητος ουδέποτε αποδέχθηκε ως αληθή τον ισχυρισμό με τον οποίο απολύθηκε. Επίσης, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, όπου ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων έγινε δεκτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπόθεση Προκοπίου το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο και άδικο τον ισχυρισμό της εργοδότριας εταιρείας.

Στην παρούσα περίπτωση ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων, παράλληλα με την εργασία του με τους εφεσιβλήτους εκτελούσε και δεύτερη εργασία, όχι μόνο τέθηκε ενώπιον του εφεσείοντα προτού απολυθεί και του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει και πρόβαλε τη δική του εκδοχή, δεν απορρίφθηκε από τον τελευταίο ο οποίος στις συναντήσεις του με το μάρτυρα των εφεσιβλήτων παραδέχθηκε ότι εκτελεί και δεύτερη εργασία.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του υπό στοιχείο 3 λόγου έφεσης περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, η οποία υπενθυμίζουμε έγινε στο σύνολο της αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, την απόφαση για απόλυση του εφεσείοντα έλαβε ο ίδιος ο μάρτυρας και όχι ο Γενικός Διευθυντής ή το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού προηγουμένως ο μάρτυρας ενημέρωσε τους προϊσταμένους του και πήρε τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και διευθυντή.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 7 του Νόμου 45/85 δεν παραβιάστηκαν και συνεπώς ούτε ο υπό στοιχείο 3 λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο