ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Aλεξάνδρου X.Π.Θ. Λτδ ν. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λευκωσίας (1999) 1 ΑΑΔ 630
Καραολή Γιωργούλλα και Άλλοι ν. Γιώργου Λαούρη και Άλλου (2008) 1 ΑΑΔ 225
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2010) 1 ΑΑΔ 643
6 Μαΐου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
TRANSNATCO LTD,
Εφεσείoντες-Ενάγοντες,
v.
SUPERCLIMA ENGINEERING LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2006)
Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Σκοπός είναι η ανεύρεση της πρόθεσης των μερών όπως εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση του κειμένου, εξεταζόμενο στο σύνολό του ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά την επίδικη συμφωνία κρίνοντας ότι ήταν συμφωνία πώλησης της αποκλειστικής αντιπροσώπευσης προϊόντων και όχι συμφωνία διανομής προϊόντων ― Κατά πόσο ο όρος «distributor», διανομέας, συμπεριλαμβάνει και τον αντιπρόσωπο.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Aνήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν ― Tο Eφετείο σπάνια επεμβαινει και υπό προϋποθέσεις.
Η υπόθεση αυτή αφορά συμφωνία πώλησης ημερ. 9.7.2001 από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους της αποκλειστικής αντιπροσώπευσης προϊόντων, έξι κατονομαζομένων στη συμφωνία.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξιώνοντας το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης. Το Δικαστήριο αποφάσισε, ότι αφενός μεν συμφωνήθηκε «η μεταβίβαση των αποκλειστικών αντιπροσωπειών μαζί με το δικαίωμα εμπορίας των προϊόντων όλων των εταιρειών που αναφέρονται στη συμφωνία» και αφετέρου δε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να εκτελέσουν την πιο πάνω υποχρέωση και συνεπώς ήταν υπαίτιοι διάρρηξης της πιο πάνω συμφωνίας.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση παραπονούμενοι για την κρίση του Δικαστηρίου επί των ακολούθων θεμάτων:
Την ερμηνεία που πρόσδωσε το Δικαστήριο στον όρο «distributor», διανομέας. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν πως μια ευρεία ερμηνεία του ορισμού διανομέας, πρέπει να συμπεριλάβει και τον αντιπρόσωπο.
Το εύρος των συμφωνηθέντων. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν πως πώλησαν δύο μόνο αντιπροσωπείες αντί έξι.
Την μη υλοποίηση των υποχρεώσεων μεταβίβασης των αποκλειστικών αντιπροσωπειών. Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν τα παρουσιασθέντα έγγραφα που αφορούν δύο από τις έξι εταιρείες.
Την μη εκτέλεση από τους εφεσείοντες της συμβατικής τους υποχρέωσης για παραχώρηση αποκλειστικής αντιπροσώπευσης των προϊόντων τους προς τους εφεσίβλητους αλλά δικαίωμα διανομής τους.
Ότι οι εφεσίβλητοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό από το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τους ορθούς κανόνες ερμηνείας και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εφεσειόντων δεν ευσταθεί.
Το γραπτό κείμενο της συμφωνίας είναι αποδεκτό και αποτελεί τη βάση δημιουργίας των συμβατικών υποχρεώσεων των διαδίκων.
Τα σχετικά έγγραφα δεν παρείχαν δικαίωμα αποκλειστικής αντιπροσώπευσης αλλά δικαίωμα διανομής των προϊόντων. Αυτό όμως δεν συνάδει με την αναληφθείσα από τους εφεσείοντες υποχρέωση με βάση τη συμφωνία ημερ. 9.7.2001.
Οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν ισχυρούς λόγους που να άπτονται του θέματος της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ανατροπή των συμπερασμάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι εφεσείοντες δεν αναφέρουν σε κανένα σημείο των δικογράφων τους ότι δεν προωθήθηκε η υλοποίηση, τουλάχιστον για μέρος της συμφωνίας, υπαιτιότητι των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, οι εφεσείοντες πρόβαλαν ισχυρισμό για πλήρη, εκ μέρους τους, υλοποίηση της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς γιατί θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αξιόπιστη αναφορικά με τον τερματισμό της συμφωνίας. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να προωθηθεί θέμα μερικής υλοποίησης της συμφωνίας με αποτέλεσμα να είναι ορθό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό από το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα,
πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Μaison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1(B) A.A.Δ.1156,
Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ v. Συμβoυλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 630,
Καραολή κ.ά. v. Λαούρη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 225,
Καρατσιώλης v. Royal Sports Betting Ltd (2008) 1(A) A.A.Δ.669.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1390/02), ημερομ. 12.9.2006.
Λ. Χ"Δημητρίου, για Βορκά και Μηλιώτου, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Αρκάδη για Μ. Χαρτσιώτη, για τους Εφεσίβλητους
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H από πλευράς εφεσειόντων υλοποίηση των όρων συμφωνίας πώλησης της αποκλειστικής αντιπροσώπευσης προϊόντων, έξι κατονομαζομένων στη συμφωνία των διαδίκων ημερ. 9.7.2001, ήταν το αντικείμενο αμφισβήτησης στα πλαίσια της εκδικασθείσας πρωτοδίκως αγωγής, που καταχώρησαν οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων διεκδικούντες το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε, ότι αφενός μεν συμφωνήθηκε «η μεταβίβαση των αποκλειστικών αντιπροσωπειών μαζί με το δικαίωμα εμπορίας των προϊόντων όλων των εταιρειών που αναφέρονται στη συμφωνία» και αφετέρου δε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να εκτελέσουν την πιο πάνω υποχρέωση και συνεπώς ήταν υπαίτιοι διάρρηξης της πιο πάνω συμφωνίας.
To κύριο παράπονο των εφεσειόντων, με τον πρώτο λόγο έφεσης εστιάζεται στην ερμηνεία που πρόσδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον όρο «distributor", διανομέας, αφού όπως πρόβαλαν ανάλογος όρος χρησιμοποιήθηκε και σε παλιότερη συμφωνία συνεργασίας των εφεσειόντων με την εταιρεία Solarhart, ημερ. 8.11.1989. Mια ευρεία ερμηνεία του ορισμού διανομέας, πρέπει, κατά την εισήγηση των συνηγόρων των εφεσειόντων να συμπεριλάβει και τον αντιπρόσωπο.
Το δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, παρέθεσε αποσπάσματα από τη συμφωνία των διαδίκων ημερ. 9.7.2001. Στο εν λόγω κείμενο, παρατηρούμε, όπως επισήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι χρησιμοποιείται ο όρος «αποκλειστικός αντιπρόσωπος» και «αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίας». Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στο επιχείρημα των εφεσειόντων ότι ο τρόπος ανάλυσης και ερμηνείας των όρων αυτών που έγινε πρωτοδίκως ήταν λανθασμένος. Αντιθέτως, οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων που κατ' αρχήν στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών να εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση εφαρμόστηκαν με επάρκεια και ορθότητα. (Βλ. Μaison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1(B) A.A.Δ.1156, Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ v. Συμβoυλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 630, Καραολή κ.ά. v. Λαούρη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 225 και Καρατσιώλης v. Royal Sports Betting Ltd (2008) 1(A) A.A.Δ.669.) Σημειώνουμε περαιτέρω ότι το δικαστήριο απέκλεισε τη μαρτυρία των εφεσειόντων που αποκλειστικώς αποσκοπούσε, όπως σημειώθηκε να υποβαθμίσει τη σημασία των όρων αυτών και να προσδώσει στη συμφωνηθείσα βάση, περιεχόμενο λιγότερο της «αντιπροσώπευσης» ώστε να προσομοιάζει με τη διανομή. Σημειώνουμε ιδιαιτέρως και τη σαφή θέση του υπεύθυνου πωλήσεως της εταιρείας Solahart, μιας εκ των αναφερόμενων στη συμφωνία εταιρειών, που, όπως δέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, επιβεβαίωσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είναι οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της πιο πάνω εταιρείας, ούτε μπορούσε η όποια αντιπροσώπευση να «πωληθεί» χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεση τους, κάτι που δεν έγινε.
Το άλλο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, που άπτεται και πάλι του περιορισμού του εύρους των συμφωνηθέντων και στόχευε να καλύψει την πώληση δυο μόνο αντιπροσωπειών, αντί έξι, όπως καταγράφονται στη συμφωνία ημερ. 9.7.2001, είναι και πάλι χωρίς έρεισμα. Με τρόπο σαφή το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε τους λόγους, που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων των εφεσειόντων, και το ώθησαν ν' απορρίψει τον προβληθέντα ισχυρισμό. Εν πάση περιπτώσει αυτός έρχεται σε αντίθεση με το γραπτό κείμενο της συμφωνίας ημερ. 9.7.2001, που είναι αποδεχτό, και αποτελεί τη βάση δημιουργίας των συμβατικών υποχρεώσεων των διαδίκων. Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος δεν έχει συνολικώς έρεισμα και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες προβάλλουν με αναφορά στα παρουσιασθέντα έγγραφα που αφορούν δυο από τις έξι εταιρείες, ότι η υλοποίηση των υποχρεώσεων μεταβίβασης των αποκλειστικών αντιπροσωπειών, έγινε.
Το θέμα της κατ' ισχυρισμό μη προώθησης από τους εφεσίβλητους της εξασφάλισης εγγράφων αντιπροσώπευσης τεσσάρων εταιρειών, αντικρίστηκε επαρκώς από το δικαστήριο και το αναλύουμε σε κατοπινό στάδιο της απόφασής μας. Ως προς τα έγγραφα που αφορούν τα προϊόντα των κατονομαζομένων στη συμφωνία εταιρειών Solarhart και Davey, και παρέχουν αποκλειστικό δικαίωμα διανομής προς τους εφεσίβλητους το δικαστήριο επισημαίνει ότι δόθηκαν τρεις μήνες μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Εξασφαλίστηκαν μετά από εμμονή των εφεσιβλήτων, χωρίς όμως να παρέχεται, όπως σημειώθηκε από τους κατασκευαστές, αποκλειστική αντιπροσώπευση αλλά δικαίωμα διανομής των προϊόντων. Το τελευταίο, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο και συμφωνούμε, απέχει από την αναληφθείσα από τους εφεσείοντες υποχρέωση με βάση τη συμφωνία ημερ. 9.7.2001. Συνακόλουθα το επιχείρημα του δεύτερου λόγου δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Έγινε εκτεταμένη αναφορά και καταγράφηκαν οι λόγοι που θα πρέπει, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, το εφετείο να επέμβει στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, επί του θέματος της αξιοπιστίας των μαρτύρων, χωρίς βέβαια ο συνήγορος να παραβλέπει την αναγκαιότητα, όπως αυτή πηγάζει από τη νομολογία, κατάδειξης ισχυρών λόγων που να άπτονται της ορθότητας των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου, για τέτοια επέμβαση.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι η προσβληθείσα επιχειρηματολογία και τα προταθέντα παραδείγματα από τα πρακτικά, δικαιολογούν την επέμβασή μας. Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στην παρουσιασθείσα μαρτυρία, τη συμφωνία και τη γενική εικόνα που πρόσδωσε κάθε μάρτυρας. Ο συνήγορος των εφεσειόντων στάθηκε σε λεπτομέρειες και χαρακτηρισμούς που, κατά τη γνώμη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, και συμφωνούμε, δεν ήταν τέτοιας σημασίας ώστε να ανατρέψουν την καλή εντύπωση που δημιούργησαν στο πρωτόδικο δικαστήριο οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων. Ως ένα άλλο παράδειγμα της ορθής αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας βρίσκουμε ότι καταφαίνεται από την απόρριψη από τους εφεσίβλητους του ισχυρισμού για την προώθηση της εξασφάλισης αντιπροσώπευσης μόνο δυο, από τις έξι εταιρείες που συμπεριλήφθησαν στην αρχική συμφωνία ημερ. 9.7.2001. Για το θέμα αυτό ασχοληθήκαμε πιο πάνω, αλλά θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι σε κανένα σημείο των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειόντων δεν προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός, ότι δηλαδή δεν προωθήθηκε η υλοποίηση, τουλάχιστον για μέρος της συμφωνίας, υπαιτιότητι των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, οι εφεσείοντες πρόβαλαν ισχυρισμό για πλήρη, εκ μέρους τους, υλοποίησης της συμφωνίας. Συνεπώς ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό από το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης. Η όλη επιχειρηματολογία εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι εφεσείοντες υλοποίησαν τις υποχρεώσεις τους. Με γνώμονα την ήδη καταγραφείσα ορθή, κατά την άποψή μας, απόφανση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν υλοποίησαν την αναληφθείσα υποχρέωση μεταβίβασης της συμφωνηθείσας αποκλειστικής αντιπροσώπευσης προϊόντων των έξι, κατονομαζομένων στη συμφωνία, εταιρειών, δεν μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αξιόπιστη αναφορικά και με τον τερματισμό της συμφωνίας και συνεπώς δεν μπορεί να προωθηθεί θέμα μερικής υλοποίησης της συμφωνίας, ώστε να εφαρμοστούν οι αρχές που αναλύονται στην αγόρευση των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.