ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2010) 1 ΑΑΔ 452

14 Απριλίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

IRONHOLD ESTATES LTD, T/A HENIPA HOTEL,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η Αίτηση,

v.

TRAVELWORLD VACATION LTD,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2007)

 

Δικαστική απόφαση ― Αλλοδαπή δικαστική απόφαση ― Εκτελεστότητα δικαστικής απόφασης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Απόρριψη αίτησης για παραμερισμό απόφασης του Κυπριακού Δικαστηρίου με την οποία εξασφαλίσθηκε αναγνώριση και άδεια για εκτέλεση στην Κύπρο δικαστικής απόφασης η οποία είχε εκδοθεί από Αγγλικό Δικαστήριο ― Κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα διέπετο από τον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι από το Κεφάλαιο 10.

Ευρωπαϊκή Ένωση ― Συνθήκη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ― Ο περί της Συνθήκης Προσχώρησης Νόμος του 2003 (Ν.35(ΙΙΙ)/2003) (ημερ. δημοσίευσης 25.7.2003) ― Δικαιώματα και υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη Προσχώρησης ― Έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν των αντιθέτων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων.

Η εφεσίβλητη είναι αγγλική εταιρεία η οποία διοργάνωσε το πακέτο των διακοπών της Αγγλίδας Elizabeth Jane Jones στην Κύπρο στο ξενοδοχείο Henipa της εφεσείουσας Κυπριακής εταιρείας. Η Jones ήγειρε αγωγή στην Αγγλία την 7.9.2003 εναντίον της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις για προσωπικές βλάβες τις οποίες είχε υποστεί κατά τη διάρκεια των διακοπών της στο πιο πάνω ξενοδοχείο της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη κατέστησε τριτοδιάδικο το ξενοδοχείο, καταχωρώντας την 23.9.2003 απαίτηση για αποζημίωση δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας, στη συνέχεια δε αντικατέστησε αυτό με την εφεσείουσα ιδιοκτήτρια την 3.10.2006.

Την 15.4.2004 η εφεσίβλητη εξασφάλισε ερήμην απόφαση εναντίον του ξενοδοχείου η οποία κατέστη τελική την 3.10.2006 όταν καθορίσθηκαν και τα έξοδα και διαμορφώθηκε έτσι το συνολικώς επιδικασθέν ποσό. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη εξασφάλισε, με μονομερή αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, την αναγνώριση της απόφασης και άδεια εκτέλεσής της στην Κύπρο δυνάμει των Άρθρων 41 και 42 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης για εκτελεστότητα δυνάμει του Άρθρου 43. Η εφεσίβλητη έφερε ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

Η εφεσείουσα υπέβαλε τις ακόλουθες εισηγήσεις:

1. Καθ' όσον η αγωγή κατεχωρήθη πριν από την είσοδο της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμογή είχε το Κεφάλαιο 10 και ο Ν. 121(Ι)/2000, και όχι ο Κανονισμός 44/2001.

2. Το Αγγλικό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση.

3. Η απόφαση δεν θα έπρεπε να εκτελεσθεί καθ' όσον η ίδια δεν είχε την ευκαιρία να εμφανισθεί ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου αφού οι επιδόσεις είχαν γίνει όχι στην ίδια αλλά στο ξενοδοχείο, ώστε να παραβιάζετο το Άρθρο 34.2 του Κανονισμού.

4. Η εφεσίβλητη δεν προσήλθε στη δίκη με «καθαρά χέρια» καθ' όσον δεν είχε αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα όταν ζήτησε την άδεια για εκτέλεση.

5. Η εφεσίβλητη εκωλύετο να έχει απαίτηση εναντίον της εφεσείουσας καθ' όσον στο δικόγραφο της υπεράσπισής της είχε αναφέρει ότι η εφεσείουσα δεν υπήρξε αμελής προς την ενάγουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Ο βασικός λόγος έφεσης αφορά την ισχύ του Κανονισμού 44/2001. Διατυπώθηκε και ενώπιον του Εφετείου η θέση ότι ο Κανονισμός δεν μπορούσε να ισχύει αφού η αγωγή καταχωρήθηκε και η πρώτη απόφαση εξεδόθη πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή εν πάση περιπτώσει πριν τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν. 127(Ι)/2006) της 28.7.2006.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το θέμα καλύπτεται από το Άρθρο 2 της Πράξης περί των Όρων Προσχωρήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων εννέα χωρών, Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.L236 και το Άρθρο 2 της Συνθήκης Προσχώρησης. Αλλά και ο περί της Συνθήκης Προσχώρησης Νόμος του 2003 (Ν.35(ΙΙΙ)/2003, που δημοσιεύθηκε την 25.7.2003, επίσης ρητώς προνοεί ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης.» Εξ άλλου, ο Κανονισμός 44/2001, ως Κανονισμός, σύμφωνα και με τη νομολογία, έχει απ' ευθείας εφαρμογή («directly applicable») χωρίς την ανάγκη ενσωμάτωσης του. Ο Ν. 127(Ι)/2006 ουδεμία σχέση έχει εφ' όσον αφορά την αυξημένη ισχύ της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί διατάξεων και του ιδίου του Συντάγματος, που βεβαίως δεν είναι η προκειμένη περίπτωση. Εφ' όσον λοιπόν ο Κανονισμός 44/2001 είχε αυξημένη ισχύ στη Δημοκρατία έναντι της υφιστάμενης ημεδαπής νομοθεσίας από την 1.5.2004, ήταν αυτός και όχι το Κεφάλαιο 10 και ο Ν. 121(Ι)/2000 που ίσχυε όταν εζητήθη η άδεια για εκτέλεση της Αγγλικής απόφασης. Και το ζητούμενο ήταν ακριβώς η άδεια για εκτέλεση και όχι η αρχική ανάληψη δικαιοδοσίας στην αγωγή από το Αγγλικό δικαστήριο. Δεν ήταν επομένως ούτε θέμα αναδρομικής ισχύος του Κανονισμού αλλά εφαρμογής του όταν αυτή επιδιώχθηκε μετά την έκδοση της τελικής απόφασης του Αγγλικού δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση η παράγραφος 2(α) καλύπτει την εφαρμογή του Άρθρου 66 του Κανονισμού εφ' όσον η απόφαση εξεδόθη μετά από την έναρξη της ισχύος του στην Κύπρο και δεδομένου ότι η αγωγή ηγέρθη στην Αγγλία μετά από την έναρξη της ισχύος των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο στην Αγγλία και στην Κύπρο.

2. Στα πλαίσια του Κανονισμού εκείνο που ενδιαφέρει είναι η διεθνής δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου όπως αυτή ορίζεται στον Κανονισμό. Το rationale της προσέγγισης αυτής έγκειται στην ιδέα του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και των αποφάσεων των κρατών μελών.

3. Η θέση της εφεσείουσας ότι δεν μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι ήταν την ίδια που η εφεσίβλητη σκόπευε να εισαγάγει στη διαδικασία, δεν ευσταθεί, αφού είναι αντίθετη με την κοινή λογική και τη λογική της συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης αλλά και με τη συνεχή ενημέρωσή της από την εφεσίβλητη καθ' όλη την πορεία της υπόθεσης. Ακόμα παραγνωρίζει τη θεμελιακή σημασία του Άρθρου 34.2.

4.       Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι «το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης» δεν είχε επιδοθεί εγκαίρως στην εφεσείουσα για να μπορούσε αυτή να αμυνθεί, ασφαλώς εφαρμόζεται η εξαίρεση δεδομένου ότι η εφεσείουσα, ενώ μπορούσε να το πράξει, παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή στο Αγγλικό δικαστήριο κατά της απόφασής του όταν πλέον επληροφορήθη την έκδοση της τελικής απόφασης με την ίδια ως τριτοδιάδικο.

5. Το ζητούμενο στην εξεταζόμενη υπόθεση είναι το κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής σε αυτή τα Άρθρα 33.1, 35.2, 36 και 45.2 του Κανονισμού και όχι το τι προηγήθηκε.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Davies v. Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All E.R. 672.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Oικονόμου, E.Δ.), (Γενική Aίτηση Aρ. 3/07), ημερομ. 22.11.2007.

Μ. Φλωρέντζος με Τοφαρίδου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Τζιούτ για Α. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αγγλίδα Elizabeth Jane Jones ήγειρε αγωγή στην Αγγλία την 7.9.2003 εναντίον της Εφεσίβλητης, η οποία είναι Αγγλική εταιρεία, ζητώντας αποζημιώσεις για προσωπικές βλάβες και απώλειες που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια διακοπών στη βάση πακέτου που είχε διευθετήσει η Εφεσίβλητη στο ξενοδοχείο Henipa της Εφεσείουσας Κυπριακής εταιρείας στην Κύπρο. Η Εφεσίβλητη κατέστησε τριτοδιάδικο το ξενοδοχείο, καταχωρώντας την 23.9.2003 απαίτηση για αποζημίωση της δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας, αντικαθιστώντας στη συνέχεια αυτό με την Εφεσείουσα ιδιοκτήτρια την 3.10.2006. Η απαίτηση επεδόθη στη διεύθυνση του ξενοδοχείου την 6.11.2003, δεν υπήρξε όμως εμφάνιση από την Εφεσείουσα και την 6.1.2004 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε άδεια για επίδοση αίτησης για απόφαση η οποία επίσης επεδόθη στη διεύθυνση του ξενοδοχείου χωρίς και πάλι να υπάρξει ανταπόκριση. Η μη ανταπόκριση της Εφεσείουσας, σύμφωνα τώρα με την ίδια, οφείλετο στο ότι θεώρησε ότι οι εν λόγω ειδοποιήσεις δεν απευθύνοντο σε αυτή ως νομική οντότητα. Την 15.4.2004 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε ερήμην απόφαση εναντίον του ξενοδοχείου, η οποία κατέστη τελική την 3.10.2006 όταν καθορίσθησαν και τα έξοδα και διαμορφώθηκε έτσι το συνολικώς επιδικασθέν ποσό. Η Εφεσίβλητη είχε ειδοποιήσει την 29.9.2006 την Εφεσείουσα (το όνομα της οποίας είχε πλέον αντικαταστήσει το όνομα του ξενοδοχείου στη διαδικασία) για την αίτηση για τροποποίηση του ονόματος και την επιδιωκόμενη έκδοση τελικής απόφασης, η Εφεσείουσα όμως και πάλι δεν ανταποκρίθηκε καθ' όσον, όπως λέγει, δεν παρείχετο χρόνος εμφάνισης μέχρι την 3.10.2006 αφού μάλιστα είχε ήδη εκδοθεί απόφαση από την 15.4.2004. Μετά από την έκδοση της τελικής απόφασης, η Εφεσίβλητη, επιδιώκοντας την εκτέλεση της στην Κύπρο, την 14.5.2007 εξασφάλισε, με μονομερή αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, την αναγνώρισή της και άδεια για εκτέλεση της στην Κύπρο δυνάμει των Αρθρων 41 και 42 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία προνοούν:

«41.            Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο Αρθρο 53 χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης, που αναφέρονται στα Αρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δε δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις.

42.1.           Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον αιτούντα κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    2.  Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στο διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφ' όσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί η κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.»

Η Εφεσείουσα αντέδρασε με αίτηση για παραμερισμό της απόφασης για εκτελεστότητα, δυνάμει του Αρθρου 43 το οποίο παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην αίτηση, η οποία οδηγήθηκε σε ακρόαση.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ήχθη η αίτηση εξέτασε κατά πρώτo τη βασική εισήγηση της Εφεσείουσας ότι, καθ' όσον η αγωγή κατεχωρήθη πριν από την είσοδο της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμογή είχε το Κεφάλαιο 10 και ο Ν. 121(Ι)/2000, και όχι ο Κανονισμός 44/2001. Η εισήγηση απερρίφθη καθ' όσον, όπως υπεδείχθη, ο Κανονισμός, ως νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε εφαρμογή, και μάλιστα με αυξημένη ισχύ, στη Δημοκρατία από την προσχώρηση της την 1.5.2004 ώστε να εφαρμόζετο σε διαδικασία εφαρμογής του η οποία έπετο της ημερομηνίας εκείνης.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προχώρησε να εξετάσει και το θέμα της δικαιοδοσίας του Αγγλικού δικαστηρίου. Υποδεικνύοντας ότι, σύμφωνα και με το Αρθρο 35 του Κανονισμού, το δικαστήριο της χώρας μέλους στην οποία επιδιώκεται η εκτέλεση δεν ερευνά τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο εξεδόθη η απόφαση εκτός αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙ του Κανονισμού περί διεθνούς δικαιοδοσίας, παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το Αρθρο 6, είναι επιτρεπτή η προσεπίκληση στην κύρια δίκη στη χώρα της απόφασης προσώπου που είχε την κατοικία του στη χώρα της εκτέλεσης. Το Αγγλικό δικαστήριο λοιπόν είχε, κατάληξε, διεθνή δικαιοδοσία σε σχέση με την προσεπίκληση της Εφεσείουσας ως τριτοδιάδικου, ώστε το Κυπριακό δικαστήριο να μην ήταν επιτρεπτό να εξετάσει ζήτημα μη εκτέλεσης της απόφασης για λόγους που αφορούν τη δικαιοδοσία.

Ισχυρίζετο ακόμα η Εφεσείουσα ότι η απόφαση δεν θα έπρεπε να εκτελεσθεί καθ' όσον δεν είχε την ευκαιρία να εμφανισθεί ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου αφού οι επιδόσεις είχαν γίνει όχι στην ίδια αλλά στο ξενοδοχείο, ώστε να παραβιάζετο το Αρθρο 34.2 του Κανονισμού. Ως προς τούτο, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος επεσήμανε ότι η Εφεσείουσα, ακόμα και μετά την 3.10.2006, δεν προσέφυγε στο Αγγλικό δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης του για το λόγο ότι δεν της είχε επιδοθεί ή κοινοποιηθεί η προσεπίκληση. Όπως υπέδειξε, το Αρθρο 34 ρητώς προνοεί «εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή ενώ μπορούσε να το πράξη». Εφ' όσον λοιπόν η Εφεσείουσα όχι μόνο γνώριζε εξ αρχής για τη διαδικασία, και μάλιστα ενημερώνετο γραπτώς από την Εφεσίβλητη για όλα τα στάδια της υπόθεσης, αλλά ακόμα και για την ακόλουθη τροποποίηση του ονόματος, η παράλειψη της να κάμει τα ανάλογα διαβήματα στο Αγγλικό δικαστήριο την εμπόδιζε να ισχυρίζεται ότι δεν είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως και με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούσε να υπερασπισθεί.

Άλλη εισήγηση της Εφεσείουσας ήταν ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε προσέλθει με «καθαρά χέρια» καθ' όσον δεν είχε αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα όταν ζήτησε την άδεια για εκτέλεση. Απερρίφθη η εισήγηση στη βάση ότι, όχι μόνο είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα αντίγραφα της δικογραφίας του Αγγλικού δικαστηρίου έστω και αν δεν εγίνετο πλήρης αναφορά στην ένορκη δήλωση, αλλά και ιδιαιτέρως ότι, πέραν του δεδομένου της απόφασης του Αγγλικού δικαστηρίου για την οποία εζητείτο άδεια εκτέλεσης, δεν υπήρχαν άλλα γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρέαζαν την κρίση του Δικαστηρίου για να δώσει άδεια.

Μια τελευταία εισήγηση της Εφεσείουσας ήταν ότι η Εφεσίβλητη εκωλύετο να έχει απαίτηση εναντίον της Εφεσείουσας καθ' όσον στο δικόγραφο της υπεράσπισης της είχε αναφέρει ότι η Εφεσείουσα δεν υπήρξε αμελής προς την ενάγουσα. Και αυτή η εισήγηση απερρίφθη ως αφορούσα την ουσία της υπόθεσης και όχι το θέμα της άδειας για εκτέλεση η οποία συναρτάται μόνο προς το δεδομένο της απόφασης, έχοντας υπ' όψη και τις πρόνοιες των Αρθρων 36 και 45.2 ότι δεν επιτρέπεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της απόφασης για την οποία ζητείται άδεια εκτέλεσης.

Απορρίπτοντας την αίτηση της Εφεσείουσας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος όρισε όπως, εφ' όσον δεν είχε προσκομισθεί βεβαιωμένο αντίγραφο της απόφασης όπως προνοείται στο Αρθρο 53, η Εφεσίβλητη θα έπρεπε να το προσκομίσει μέσα σε ταχθείσα προθεσμία 15 ημερών σύμφωνα και με το Αρθρο 55.

Ο βασικός λόγος έφεσης αφορά την ισχύ του Κανονισμού 44/2001. Διατυπώνεται και ενώπιόν μας η θέση ότι ο Κανονισμός δεν μπορούσε να ισχύει είτε ως προς τη διαδικασία (ex parte ή δια κλήσεως αίτηση) είτε ως προς τη δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου, αφού η αγωγή καταχωρήθηκε και η πρώτη απόφαση εξεδόθη πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή εν πάση περιπτώσει πριν τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν. 127(Ι)/2006) της 28.7.2006.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση στο θέμα. Όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, το Άρθρο 2 της Πράξης περί των όρων Προσχωρήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων εννέα χωρών, Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. L236 και το Άρθρο 2 της Συνθήκης Προσχώρησης, ρητώς προνοεί ότι «οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη.» Αλλά και ο περί της Συνθήκης Προσχώρησης Νόμος του 2003 (Ν. 35(ΙΙΙ)/2003), που δημοσιεύθηκε την 25.7.2003, επίσης ρητώς προνοεί ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης.» Εξ άλλου, ο Κανονισμός 44/2001, ως Κανονισμός, σύμφωνα και με τη νομολογία, έχει απ' ευθείας εφαρμογή («directly applicable») χωρίς την ανάγκη ενσωμάτωσής του. Ο Ν. 127(Ι)/2006 ουδεμία σχέση έχει εφ' όσον αφορά την αυξημένη ισχύ της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί διατάξεων και του ιδίου του Συντάγματος, που βεβαίως δεν είναι η προκειμένη περίπτωση. Εφ' όσον λοιπόν ο Κανονισμός 44/2001 είχε αυξημένη ισχύ στη Δημοκρατία έναντι της υφιστάμενης ημεδαπής νομοθεσιας από την 1.5.2004, ήταν αυτός και όχι το Κεφάλαιο 10 και ο Ν. 121(Ι)/2000 που ίσχυε όταν εζητήθη η άδεια για εκτέλεση της Αγγλικής απόφασης. Και το ζητούμενο ήταν ακριβώς η άδεια για εκτέλεση και όχι η αρχική ανάληψη δικαιοδοσίας στην αγωγή από το Αγγλικό δικαστήριο. Δεν ήταν επομένως ούτε θέμα αναδρομικής ισχύος του Κανονισμού αλλά εφαρμογής του όταν αυτή επιδιώχθηκε μετά την έκδοση της τελικής απόφασης του Αγγλικού δικαστηρίου. Να παρατηρήσουμε όμως και κάτι άλλο. Το Αρθρο 66 του Κανονισμού, το οποίο αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, ορίζει ότι:

«1.  Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται καθώς και στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του.

 2. Εάν, ωστόσο, η αγωγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης πριν από την έναρξη ισχύος του ανά χείρας κανονισμού, οι αποφάσεις που εξεδόθησαν μετά από την εν λόγω ημερομηνία αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ,

α. εάν η αγωγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης μετά την έναρξη ισχύος των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο τόσο στο κράτος μέλος προέλευσης, όσο και στο κράτος μέλος προς ο η αίτηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης,

β. σε κάθε άλλη περίπτωση, εάν η διεθνής δικαιοδοσία θεμελιώθηκε σε κανόνες σύμφωνους είτε με διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ είτε με τη σύμβαση των Βρυξελλών ή με σύμβαση που κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης.»

Στην προκειμένη περίπτωση ο Κανονισμός ήταν σε ισχύ στην Αγγλία, όπου κατεχωρήθη η αγωγή, από την 1.3.2002 (ίδε Civil Jurisdiction and Judgments Order 2001, Statutory Instrument 2001 No. 3929), πριν δηλαδή από την καταχώρηση της αγωγής, ώστε να είχε εφαρμογή σύμφωνα με την παράγραφο 1 η οποία αφορά τη χώρα όπου καταχωρείται η αγωγή και όχι τη χώρα όπου επιδιώκεται η εκτέλεση. Και αν ακόμα όμως εκρίνετο ότι η έναρξη της ισχύος του και ως προς την Κύπρο ήταν σχετική, που δεν είναι, η παράγραφος 2.α ασφαλώς καλύπτει την εφαρμογή του εφ' όσον η απόφαση εξεδόθη μετά από την έναρξη της ισχύος του στην Κύπρο και δεδομένου ότι η αγωγή ηγέρθη στην Αγγλία μετά από την έναρξη της ισχύος των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο στην Αγγλία και στην Κύπρο.

Ούτε υπήρξε παρερμηνεία όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου. Στα πλαίσια του Κανονισμού, εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι η κατά την Αγγλική δικονομία ανάληψη δικαιοδοσίας αλλά η διεθνής δικαιοδοσία του Αγγλικού δικαστηρίου όπως αυτή ορίζεται στον Κανονισμό. Το rationale της προσέγγισης αυτής έγκειται στην ιδέα του ενιαίου του ευρωπαϊκού χώρου και των αποφάσεων των κρατών μελών. Στο προοίμιο αναφέρεται σχετικώς ότι:

«(10) Για τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από τον ανά χείρας κανονισμό αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον ανά χείρας κανονισμό, ακόμη και αν ο καταδικασθείς οφειλέτης έχει την κατοικία του σε τρίτο κράτος.

(16) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.

(17) Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος, απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για το σκοπό αυτό μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό.»

Αλλά και στις ίδιες τις πρόνοιες του Κανονισμού το θέμα είναι σαφές. Το Αρθρο 33.1 προνοεί:

«1. Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.»

Το Αρθρο 35.2 προνοεί:

«2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.»

Και το Αρθρο 36, όπως και το πανομοιότυπο Αρθρο 45.2, λακωνικώς και χαρακτηριστικώς προνοούν:

«36. Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.»

Ορθώς λοιπόν ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αντελήφθη ότι δεν χωρούσε δυνατότητα έρευνας ως προς την ορθότητα της ανάληψης δικαιοδοσίας από το Αγγλικό δικαστήριο επί της Εφεσείουσας, δεδομένων των προνοιών του Αρθρου 6 που αναγνωρίζει την προσεπίκληση ως βάση για την ανάληψη διεθνούς δικαιοδοσίας, παρατηρούμε δε περαιτέρω ότι η Αγγλική δικαιοδοσία μπορούσε να θεμελιωθεί και στο Αρθρο 5.1 εφ' όσον η απαίτηση προέκυπτε από συμφωνία μεταξύ Εφεσίβλητης και Εφεσείουσας.

Με άλλο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται για την κατάληξη ως προς τη δυνατότητα της να παρουσιασθεί ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου. Επειδή, λέγει, τα δικόγραφα που της είχαν επιδοθεί αναφέροντο στο Henipa Hotel ως τριτοδιάδικο και όχι στην ίδια, αυτή δεν μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι είναι την ίδια που αφορούσε η διαδικασία ως το πρόσωπο που η Εφεσίβλητη εσκόπευε να εισάξει στη διαδικασία. Η θέση αυτή είναι παντελώς διάτρητη. Αντιτάσσεται στην κοινή λογική όπως και στη λογική της συμβατικής σχέσης μεταξύ Εφεσίβλητης και Εφεσείουσας, στην οποία μάλιστα εστηρίζετο και η απαίτηση της Εφεσίβλητης, αλλά και στη συνεχή ενημέρωση που η Εφεσείουσα είχε από την Εφεσίβλητη καθ' όλη την πορεία της υπόθεσης, αφού αντιστρατεύεται την ίδια την απόφαση που η Εφεσείουσα παραθέτει προς στήριξη της θέσης της (Davies v. Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All E.R. 672). Ακόμα όμως (και η Εφεσείουσα δεν αντιμετωπίζει αυτή τη διάσταση στο περίγραμμα της), παραγνωρίζει τη θεμελιακή σημασία του Αρθρου 34.2 το οποίο προνοεί ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

«αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί η κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει.»

Και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι «το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης» δεν είχε επιδοθεί εγκαίρως στην Εφεσείουσα για να μπορούσε αυτή να αμυνθεί, ασφαλώς εφαρμόζεται η εξαίρεση δεδομένου ότι η Εφεσείουσα, ενώ μπορούσε να το πράξει, παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή στο Αγγλικό δικαστήριο κατά της απόφασης του όταν πλέον επληροφορήθη την έκδοση της τελικής απόφασης με την ίδια ως τριτοδιάδικο.

Η Εφεσείουσα προσβάλλει και την απόρριψη της εισήγησης της ότι η Εφεσίβλητη δεν προσήλθε με «καθαρά χέρια». Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε αυτό το λόγο έφεσης πέραν του να τονίσουμε, συμφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, ότι το Δικαστήριο ενδιέφερε μόνο, ως ζητούμενο, η ίδια η απόφαση και όχι το τι προηγήθηκε, επαναλαμβάνοντας την αναφορά μας στα Αρθρα 33.1, 35.2, 36 και 45.2.

Στο περίγραμμα της η Εφεσείουσα αναπτύσσει άλλες δύο εισηγήσεις που αφορούν τις υπόλοιπες διαπιστώσεις και ενέργειες του Δικαστηρίου. Στο εφετήριο όμως, που καλύπτει μόνο τους εξετασθέντες τρεις λόγους έφεσης, δεν περιλαμβάνονται αυτά τα θέματα και έτσι, έστω και αν η Εφεσίβλητη, προφανώς εκ παραδρομής, τα απαντά στο περίγραμμα της, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξεταστέους λόγους έφεσης 4 και 5 όπως τους αποκαλεί η Εφεσείουσα. Παρά ταύτα, να πούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει σύμφωνους και επ' αυτών και δεν θα είχαμε οτιδήποτε χρήσιμο να προσθέσουμε.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., στην Εφεσίβλητη.

H έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο