ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1962

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2008)

 

20 Δεκεμβρίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

                                               

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΤΟΣΚΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,

                                                          Εφεσείοντα,

- και -

 

ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ: BNP PARIBAS (CYPRUS) LIMITED,

ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,

                                                          Εφεσιβλήτων.

 

 

Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Αγιομαμίτης για Χρ. Δημητριάδη, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι εξ' αποφάσεως πιστωτές, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση διατάγματος παραλαβής, ισχυριζόμενοι ότι ο Εφεσείων διέπραξε πράξη πτώχευσης, αφού παρέλειψε να συμμορφωθεί με ειδοποίηση πτώχευσης η οποία του είχε επιδοθεί.  Για σκοπούς επιβεβαίωσης της πρωτόδικης αίτησης, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένορκη δήλωση, η οποία ήταν διατυπωμένη στην αγγλική γλώσσα και υπογεγραμμένη από την κα Ghada Shami Christofides

 

Ο Εφεσείων έφερε ένσταση.  Στη δίκη που ακολούθησε, κατάθεσαν στο δικαστήριο η κα Ghada S. Christofides και μια άλλη μάρτυρας, υπάλληλος του δικαστηρίου, η οποία κατέθεσε την ειδοποίηση πτώχευσης και την ένορκη δήλωση επίδοσής της.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος εκδίκασε την αίτηση πρωτοδίκως, εξέδωσε εναντίον του Εφεσείοντος το αιτούμενο διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του.  Με πέντε λόγους έφεσης, ο Εφεσείων στρέφεται εναντίον του πιο πάνω διατάγματος.

 

 

Η γλώσσα στην οποία έγινε η ένορκη δήλωση - Λόγος έφεσης 1

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα παραλαβής, στηριζόμενο σε ένορκη δήλωση η οποία καταρτίστηκε στην αγγλική γλώσσα.  Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή, η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση είναι παράνομη, αφού καταστρατηγεί όχι μόνο το Άρθρο 3.4 του Συντάγματος που καθιερώνει τις δύο επίσημες γλώσσες του κράτους, αλλά και τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν. 67(Ι)/88), όπως τροποποιήθηκε.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Το Άρθρο 3.4 του Συντάγματος καθιέρωσε επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, τα ελληνικά και τα τουρκικά, ως τις γλώσσες στις οποίες θα διεξάγεται η δικαστική διαδικασία.  Παρά τις διατάξεις του Άρθρου 3, το Άρθρο 189(β) του Συντάγματος επέτρεψε δυνητικά την χρήση της αγγλικής γλώσσας στα δικαστήρια, για μια μεταβατική περίοδο 5 ετών, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε με τον περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενο και Διαδικασία) Νόμο του 1965 (Ν. 51/65).  Τελικά η μεταβατική αυτή περίοδος τερματίστηκε με το Νόμο 67/88, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν οι συνταγματικές πρόνοιες του Άρθρου 3 του Συντάγματος, οι οποίες προέβλεπαν για τη χρήση της ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας στη δικαστική διαδικασία με μια εξαίρεση (βλ. Koumi v. Kortari and another (1983) 1 CLR 856, Hassanein v. Hellenic Island και άλλοι (Αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 303).

 

Συγκεκριμένα το άρθρο 5 του Νόμου 67/88 προνοεί ότι:-

«5.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα.

 

(2) Το δικαστήριο μπορεί, όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλει, να διατάξει τη μετάφραση εγγράφου ή μέρους αυτού στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή σ' οποιαδήποτε απ' αυτές.

 

(3) Δεν απαιτείται η μετάφραση εγγράφου, το οποίο συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα μέχρι την 15η Αυγούστου 1989.

 

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έγγραφο περιλαμβάνει και ένορκη δήλωση.»

 

Το άρθρο 5 του Νόμου δημιουργώντας εξαίρεση στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Συντάγματος, επιτρέπει την αποδοχή ως αποδεικτικού μέσου οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο είναι συνταγμένο σε ξένη γλώσσα.  Δια του εδαφίου (2) δίδεται η ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει μετάφραση αν αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.  Με το εδάφιο (4) διευκρινίζεται ότι «έγγραφο περιλαμβάνει και ένορκη δήλωση».

 

Το επιχείρημα του δικηγόρου της Εφεσείουσας είναι ότι η ένορκη δήλωση δεν αποτελεί «έγγραφο» μέσα στην έννοια του νόμου.  Εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση, που η ένορκη δήλωση χρησιμοποιήθηκε σε διαδικασία, δεν αποτελεί αποδειχτικό μέσο, αλλά έχει την «υφή δικογράφου». 

 

Δεν συμφωνούμε.  Τόσο το άρθρο 6(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, όσο και ο Κανονισμός 50(1) των Πτωχευτικών Κανονισμών, προέβλεπαν για την επιβεβαίωση της Αίτησης Πτώχευσης με ένορκη δήλωση εκ μέρους του Πιστωτή.  Η επιβεβαίωση με την έννοια που της αποδίδει ο Νόμος, καθιστά την ένορκη δήλωση «αποδειχτικό μέσο» και όχι δικόγραφο.

 

Κατά την άποψή μας, δεν ευσταθεί ούτε η αόριστη εισήγηση ότι η καταχώρηση ένορκης δήλωσης στην αγγλική γλώσσα σύμφωνα με το Νόμο 67/88 είναι αντισυνταγματική.  Οι υποθέσεις στις οποίες έκαμε αναφορά ο κ. Μελάς, αφορούν τη χρήση της αγγλικής γλώσσας ως γλώσσα της δικαστικής διαδικασίας, ενώ η παρούσα υπόθεση διαφέρει, αφού αφορά την καταχώρηση ένορκης δήλωσης.  Στην υπόθεση Hassanein v. Hellenic Island κ.α., πιο πάνω, απορρίφθηκε αίτημα δικηγόρου να αγορεύσει στο δικαστήριο στην αγγλική γλώσσα με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά.  Κρίθηκε ότι η γλώσσα της διαδικασίας επιβάλλεται από το Σύνταγμα να είναι σε μια από τις δύο επίσημες γλώσσας και δεν παρεχόταν από το Σύνταγμα δικαίωμα για χαλάρωση του κανόνα.

 

Η ιδιότητα των Εφεσιβλήτων - Λόγος έφεσης 2

Με αυτόν τον λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι μπορούσαν να προωθήσουν από μόνοι τους και χωρίς τους Ενάγοντες 2 στην αγωγή 1596/05, την πτωχευτική διαδικασία εναντίον του Εφεσείοντος.  Χωρίς οποιαδήποτε διασαφήνιση εκ μέρους τους, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, να επιτρέψει την πτωχευτική διαδικασία να προχωρήσει.  Όπως εισηγήθηκε ο κ. Μελάς, οι Εφεσίβλητοι όφειλαν με θετική μαρτυρία να παρουσιάσουν στοιχεία ώστε να πείσουν το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν στην πτωχευτική διαδικασία από μόνοι τους και χωρίς την παρουσία των Εναγόντων 2 στην αγωγή 1596/05.  Παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση και το δικαστήριο δεν μπορούσε να εξάξει ασφαλές συμπέρασμα «ότι έχει ή δεν έχει πληρωθεί το χρέος ή μέρος των χρεών στον άλλο ενάγοντα».[1]

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στα πλαίσια της αγωγής 1596/05 εξεδόθη απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων BNP Paribas (Cyprus) Ltd και της Banque National de la Paris Intercontinentale Societe Anonyme και εναντίον των: 1. Markman Limited, 2. Sergei Piliugin και 3. Αντώνη Τόσκα, Εφεσείοντα στην παρούσα έφεση.  Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της κας Ghada S. Christofides που συνοδεύει την Αίτηση Πτώχευσης, οι Εφεσίβλητοι διαδέχθηκαν τους ενάγοντες 2 στην πιο πάνω αγωγή, στη βάση των προνοιών του περί Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου του 1997 (Ν. 64(Ι)/97).  Στο συνταγμένο κείμενο της απόφασης, το οποίο αποτελούσε τεκμήριο στην ένορκη δήλωση της Ghada S. Christofides, αναφέρεται ότι η απόφαση εναντίον των 3 εναγομένων εκδόθηκε «αλληλεγγύως ή/και κεχωρισμένως» να πληρώσουν στους ενάγοντες το εξ' αποφάσεως χρέος τους που ανερχόταν στο ποσό των ΗΠΑ$3.438.087,58, πλέον τόκο.

 

Μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Κεφ. 5 για υποβολή αίτησης πτώχευσης, είναι να οφείλεται σε πιστωτή χρέος πέραν των £500.  Γενικά πιστωτής μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει δικαίωμα να ζητήσει άμεση πληρωμή ποσού που του οφείλεται και ο ίδιος είναι σε θέση να δώσει έγκυρη απαλλαγή στον οφειλέτη (βλ. Halsbury´s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 2, σελ. 286, παρ. 535), ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει δικαστικώς την αποπληρωμή χρέους (βλ σύγγραμμα Williams and Hunter on Bankruptcy, 1979, 19η Έκδοση, σελ. 44-45, στο οποίο έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση).  Στην προκειμένη περίπτωση, οι Εφεσίβλητοι δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από πιστωτές με δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου.  Με την ένορκη δήλωση που βεβαιώνει την αίτηση πτώχευσης, δίδουν όλα τα αναγκαία στοιχεία που νομιμοποιούν την ιδιότητα τους ως πιστωτές.  Σ' αυτή επεξηγείται πλήρως πώς οι Εφεσίβλητοι διαδέχθηκαν την Banque Nationale De Paris, σύμφωνα με τον περί Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμο του 1997 (Ν. 64(Ι)/97).  Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων δεν έθεσε ενώπιον μας οποιαδήποτε αρχή δικαίου, νομοθετική πρόνοια ή νομολογιακή αρχή που να μπορεί να διαφοροποιήσει την πιο πάνω κατάληξή μας.  Ούτε βέβαια τέθηκε στη μάρτυρα των Εφεσιβλήτων, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ισχυρισμός ότι υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα αναφορικά με την ιδιότητά τους ως πιστωτές.

 

Η έλλειψη εξουσιοδότησης / Κανονισμός 126(2) - Λόγος έφεσης 3

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η απουσία εξουσιοδότησης από την εταιρεία προς τον κ. Κρις Γεωργιάδη, ο οποίος υπογράφει την Αίτηση Πτώχευσης, ως Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Εφεσιβλήτων, πλήττει την εγκυρότητα της πρωτόδικης διαδικασίας και ότι εσφαλμένα και κατά παράβαση του Κανονισμού 126(2) των Πτωχευτικών Κανονισμών το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του Εφεσείοντος.

 

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.  Ο Κανονισμός 126(2) των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών προβλέπει[2] ότι η Αίτηση Πτώχευσης εκ μέρους εταιρείας μπορεί να καταχωρηθεί από οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας, ο οποίος με ένορκη δήλωση δηλώνει ότι είναι τέτοιος αξιωματούχος και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να καταχωρήσει την αίτηση.  Ο Κανονισμός 126(2) δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η αίτηση πτώχευσης δεν υποβλήθηκε από εξουσιοδοτημένο λειτουργό, αλλά από τους ίδιους τους Εφεσίβλητους.    Στην ίδια την αίτηση αναφέρεται ρητά ότι «Εμείς οι BNP BARIBAS (CYPRUS) LTD από τη Λεμεσό, με την παρούσα εξαιτούμεθα από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος παραλαβής ..».  Στο τέλος της Αίτησης Πτώχευσης υπάρχει επίσης η σφραγίδα των Εφεσιβλήτων.  Περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται στην παράγραφο 3 ότι η αίτηση υπογράφεται από ένα από τους διευθυντές των Εφεσιβλήτων.  Το γεγονός ότι την Αίτηση την υπέγραψε ο κ. Κρις Γεωργιάδης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατατέθηκε επίσης Πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών με το οποίο επιβεβαιώνεται η ιδιότητα του συγκεκριμένου ατόμου στην εταιρεία.  Στο σύγγραμμα Williams and Hunter on Bankruptcy, πιο πάνω, στις σελ. 44-45 αναφέρεται ότι μια αίτηση πτώχευσης μπορεί να παρουσιαστεί από την ίδια την εταιρεία και να υπογραφεί από ένα από τους αξιωματούχους της, παράλληλα με την τοποθέτηση της σφραγίδας της εταιρείας στην αίτηση.  Κατά την άποψή μας, η κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου πρωτοδίκως, ότι η Αίτηση ήταν έγκυρη αναφορικά με αυτή την πτυχή της υπόθεσης, είναι ορθή και δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα τοποθετούσε τον τύπο υπεράνω της ουσίας (βλ. Σαββίδης ν. Χρηματοδοτήσεις «Πάνθηρας Λτδ» (2001) 1Β ΑΑΔ 1411).

 

Κατάχρηση της πτωχευτικής διαδικασίας - Λόγος έφεσης 4

Ο ισχυρισμός εδώ, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η δικονομική συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων δεν συνιστούσε καταπίεση για τον Εφεσείοντα και ούτε κατάχρηση της πτωχευτικής διαδικασίας.  Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσής του, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχαν αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία όμως δεν αξιολογήθηκαν σωστά, με αποτέλεσμα η κατάληξη του δικαστηρίου να στερείται επαρκούς αιτιολογίας.

 

Το πιο σημαντικό από αυτά τα γεγονότα είναι ότι οι Εφεσίβλητοι σε κάποιο στάδιο απέσυραν την ανταπαίτηση τους στην αγωγή 2997/03 και προώθησαν την απαίτησή τους με την αγωγή 1596/05, στην οποία εξασφάλισαν την απόφαση, η οποία αποτέλεσε την βάση για την καταχώρηση της Αίτησης Πτώχευσης.

 

Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε καταπίεση ή κατάχρηση των πτωχευτικών διαδικασιών εξ' αιτίας του πιο πάνω γεγονότος ή των άλλων γεγονότων που επικαλέστηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων.  Από τα στοιχεία ενώπιόν μας, δεν φαίνεται οτιδήποτε που να υποστηρίζει τις θέσεις των Εφεσειόντων, ότι υπήρξε προσπάθεια χρησιμοποίησης της δικαστικής διαδικασίας είτε για απόκτηση πλεονεκτήματος με αθέμιτο ή καταπιεστικό τρόπο και έξω από τις πρόνοιες του Νόμου.  Κατά την άποψή μας, οι Εφεσείοντες ενήργησαν σε όλα τα στάδια της δικαστικής διαδικασίας σύμφωνα με το Νόμο και με απώτερο σκοπό την προστασία και διασφάλιση της περιουσίας του υπό πτώχευση (βλ. Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1Β ΑΑΔ 1311 και London Clubs Ltd κ.α. ν. Παπαδόπουλου (2002) 1Γ ΑΑΔ 1699).

 

Συνήθης διαμονή του Εφεσείοντος / Άρθρου 5 του Κεφ. 5 - Λόγος έφεσης 5

Όπως εισηγείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος, αποτελεί προϋπόθεση του άρθρου 5 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να κατοικεί στην Κύπρο ένα χρόνο πριν την υποβολή της αίτησης για παραλαβή της περιουσίας του ή να είχε τη συνήθη διαμονή του ή ως τόπο εργασίας του, την Κύπρο.  Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι αυτή η προϋπόθεση δεν είχε αποδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και ως εκ τούτου εσφαλμένα κρίθηκε ότι αποδείχθηκε αυτή η προϋπόθεση του άρθρου 5.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Πέραν των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1 της Αίτησης Πτώχευσης και των όσων αναφέρονται στη μαρτυρία της κας Ghada S. Christofides, υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή μας, επίσης συνηγορούν υπέρ της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση του άρθρου 5(1)(δ) περί συνήθους διαμονής του οφειλέτη στην Κύπρο.  Τόσο η Ειδοποίηση Πτώχευσης όσο και η Αίτηση Πτώχευσης επιδόθηκαν στον Εφεσείοντα στην Κύπρο.  Ενδεχομένως αυτό από μόνο του να μην ήταν αρκετό, όμως σε συνδυασμό με τα όσα ανέφερε η κα Christofides στην ένορκη δήλωση της και σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους των Εφεσειόντων περί του αντιθέτου, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου καθίσταται άτρωτο.

 

Αξιολόγηση της μαρτυρίας των Εφεσιβλήτων - Λόγος έφεσης 6

Με τον λόγο έφεσης 6, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά την μάρτυρα Ghada S. Christofides, η οποία δεν γνώριζε επαρκώς τα βασικά γεγονότα, με αποτέλεσμα η εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας της να επηρεάσει την όλη διαδικασία.

 

Δεν συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση της συγκεκριμένης μάρτυρος από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εσφαλμένη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της και ασχολήθηκε ειδικά με τα σημεία για τα οποία η πλευρά του Εφεσείοντος διατύπωσε παράπονο.  Σημειώνει στην απόφασή του τους ισχυρισμούς για την αδυναμία της μάρτυρος αναφορικά με τον τόπο διαμονής του Εφεσείοντος, αλλά με την απουσία αντίθετης μαρτυρίας ορθά θεώρησε ότι τα όσα προέκυπταν από την αντεξέταση της μάρτυρος, δεν ήταν αρκετά για να καταστήσουν τη μαρτυρία της G. Christofides αναξιόπιστη.  Ούτε οι απαντήσεις που έδωσε η μάρτυρας και η κάποια αδυναμία της να εξηγήσει τις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες, θεωρούμε ότι είναι αρκετά για να επέμβουμε στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Όπως εξήγησε η ίδια η μάρτυρας, οι απαιτήσεις της Markman στην αγωγή εναντίον των Εφεσιβλήτων, αφορούσαν σε εκατομμύρια λίρες, τα θέματα ήταν περίπλοκα και η ίδια δεν γνώριζε επακριβώς τους νομικούς λόγους που οδήγησαν τους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων να επιλέξουν τη διαδικασία που επέλεξαν.  Περαιτέρω, η μάρτυρας έκαμε αναφορά τόσο στα νομικά προβλήματα που σχετίζονταν με την αλλαγή του ονόματος της Τράπεζας, όσο και στις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στην εκδίκαση της ανταπαίτησης και τα οποία αποτέλεσαν, όπως είπε, και αυτά αιτία για να ληφθεί η απόφαση από τους Εφεσίβλητους να κινηθούν με ξεχωριστή αγωγή.  Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το παράλογο στον τρόπο που απάντησε η μάρτυρας. 

 

Οι βασικές προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση του διατάγματος παραλαβής ικανοποιούνται και ορθά, κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα.

 

 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων.

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.      

 

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.        

 

 

Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Βλ. περίγραμμα αγόρευσης δικηγόρου Εφεσείοντα, σελ. 3.

[2] «126(2)  A bankruptcy petition against or bankruptcy notice to any debtor to a limited company or other corporation may be presented or sued out by any officer thereof duly authorised in that behalf on his filing an affidavit stating that he is such officer and that he is duly authorised to present the petition or sue out the notice."

Σε μετάφραση:

«126(2)  Αίτηση πτωχεύσεως εναντίον οφειλέτη, ή ειδοποίηση πτωχεύσεως σε οφειλέτη εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή άλλου νομικού προσώπου δύναται αν ληφθεί ή εναχθεί από οποιονδήποτε λειτουργό αυτού που εξουσιοδοτείται για το σκοπό αυτό, καταχωρώντας ένορκο δήλωση που να δηλώνει ότι είναι λειτουργός και ότι εξουσιοδοτήθηκε κανονικά να υποβάλλει την αίτηση ή αν λάβει αυτή.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο