ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1887
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 202/2009).
1 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33/64
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΣ MERYEM KAYA ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 14.4.2008 ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/Ή ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΧΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΣ MERYEM KAYA ΕΙΝΑΙ «ΜΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ» ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ.
T. Kadri, για την Αιτήτρια-Εφεσείουσα.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αιτήτρια-εφεσείουσα με μονομερή αίτηση της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ζήτησε άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για να ακυρωθεί απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 14.4.2008 ότι το παράπονο που είχε υποβάλει (η αιτήτρια) στην Αστυνομία Λευκωσίας είναι «μη αστυνομικής φύσεως». Επιπρόσθετα η αιτήτρια-εφεσείουσα ζητούσε και άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως με σκοπό την εξασφάλιση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus ώστε να υποχρεωθεί ο Γενικός Εισαγγελέας να ασκήσει την εξουσία του και/ή να εκτελέσει το δημόσιο καθήκον που του εναποτίθεται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, προβαίνοντας στην απαραίτητη δίωξη.
Η θέση της αιτήτριας-εφεσείουσας, όπως φαίνεται στην ένορκη δήλωση της που συνόδευε την μονομερή αίτηση της, ήταν ότι κάποια εξαδέλφη της είχε προβεί σε ψευδείς δηλώσεις και παρουσιάζοντας ψευδή πιστοποιητικά και ουσιαστικά χρησιμοποιώντας δόλο, με τη βοήθεια δικηγόρων, παρέστησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι ο πατέρας της αιτήτριας, ο οποίος είχε αποβιώσει αφήνοντας ακίνητη περιουσία στην Πάφο, δεν είχε παιδιά ούτε και άλλους κληρονόμους εκτός από την ίδια (την προαναφερόμενη εξαδέλφη της αιτήτριας). Όλα αυτά ήταν ψευδή και έγιναν με σκοπό να επωφεληθεί η εξαδέλφη της αιτήτριας, από την περιουσία του αποβιώσαντος πατέρα της, εις βάρος των παιδιών του αποβιώσαντος μεταξύ των οποίων είναι και η αιτήτρια.
Το παράπονο της αιτήτριας έγινε στην Αστυνομία, ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος αποφάσισε ότι η υπόθεση είναι «μη αστυνομικής φύσεως» και επομένως ότι δεν δικαιολογείτο οποιαδήποτε ποινική δίωξη οποιουδήποτε εμπλεκόμενου.
Κατά την αιτήτρια-εφεσείουσα η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 14.4.2008, να μη διώξει τους ενόχους, είναι άδικη και αδικαιολόγητη, δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον και καταστρατηγεί συνταγματικά δικαιώματα της αιτήτριας-εφεσείουσας καθώς και δικαιώματα της δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του σχετικού Κυρωτικού Νόμου 39/1962.
Ο αδελφός Δικαστής που χειρίστηκε την αίτηση πρωτόδικα, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει και γι΄ αυτό την απέρριψε. Ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε εντός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχονται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και η άσκηση της εξουσίας του δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα της φύσεως Certiorari. Αναφέρθηκε στις αποφάσεις Xenofontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89, Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Νικολαϊδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 599 και Re Ttoulias (1984) 1 C.L.R. 855. Επίσης αναφέρθηκε και στις Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 398.
Όσον αφορά το προνομιακό ένταλμα Mandamus ο πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι αποσκοπεί στο να υποχρεώσει κατώτερα δικαστήρια αλλά και άλλες Αρχές ή πρόσωπα, που αρνούνται να εκτελέσουν το δημόσιο καθήκον τους, να το πράξουν. Στην προκείμενη περίπτωση, έκρινε ότι, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του αλλά ότι αντίθετα άσκησε το καθήκον του δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος και αποφάσισε να μη διώξει οποιοδήποτε αλλά να ταξινομήσει την υπόθεση ως μη ποινικής φύσεως. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά ούτε και μπορεί να ελεγχθεί, με προνομιακό ένταλμα, η ορθότητα μιας απόφασης, αλλά μόνο η νομιμότητα της.
Με την έφεση της η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι με την προαναφερόμενη απόφαση του για μη δίωξη οποιουδήποτε προσώπου ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε κατά παράβαση του δημοσίου συμφέροντος και επομένως αντισυνταγματικά εφόσον το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος επιβάλλει όπως η άσκηση της εξουσίας που του εναποτίθεται θα πρέπει να είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Επιπρόσθετα η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα είναι, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, αντισυνταγματική εφόσον παραβιάζει και τα Άρθρα 29.2 και 35 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την εφεσείουσα το παράπονο της αφορά σε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως εκ τούτου όλες οι Αρχές της Δημοκρατίας έχουν υποχρέωση διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής των δικαιωμάτων αυτών.
Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, κατά την εφεσείουσα, καταστρατηγεί και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία επικυρώθηκε με τον Κυρωτικό Νόμο 39/1962. Το άρθρο 32 της Σύμβασης κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στα δικαστήρια αναφορικά με τα δικαιώματα που πηγάζουν από τη Σύμβαση, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν είχε συγκεκριμενοποιήσει το κατ΄ ισχυρισμό δικαίωμά της. Τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι με την πρωτόδικη απόφαση καταστρατηγείται και το άρθρο 35 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο, σε όλες τις λειτουργίες του κράτους, επιβάλλεται η θετική υποχρέωση εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα.
Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές και θεμελιωμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε αποτέλεσμα που ήταν, υπό τις περιστάσεις, νομικά επιβεβλημένο και αναπόφευκτο. Επιπρόσθετα προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε η πρωτόδικη απόφαση σημειώνουμε και την υπόθεση Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17 όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση πλειοψηφίας της, τόνισε ότι ούτε στην Αγγλία αλλά ούτε και στην Κύπρο οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξουσία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.
Η άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το άρθρο 113 δεν εμπίπτει ούτε στη σφαίρα του άρθρου 146.1 του Συντάγματος διότι είναι στενά συνδεδεμένη με δικαστικές διαδικασίες (Δέστε: Xenofontos, ανωτέρω και Kyriakides, ανωτέρω, και συναφώς, Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 201).
Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ΄ αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρίση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με βάση τα προαναφερόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία δεν ελέγχεται δικαστικά, ούτε με προνομιακά εντάλματα της φύσης Certiorari ή Mandamus.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δηλαδή ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα συνιστά είτε παραβίαση των προαναφερομένων άρθρων του Συντάγματος, είτε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ή του Κυρωτικού Νόμου 39/1962. Δεν μπορεί η εξουσία και η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.2, να είναι αφενός ανέλεγκτη δικαστικά και αφετέρου τα δικαστήρια να την υποβάλλουν στην κρίση τους και να καταλήγουν σε συμπέρασμα ότι, με την απόφαση του, ο Γενικός Εισαγγελέας παραβίασε άρθρα του Συντάγματος ή του Νόμου.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.